Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

5ο Συμπόσιο Ποίησης - Οι συμμετοχές Μέρος 3ο


19.''Ο ποιητής του κόσμου''

Η χαρά μου, χαρά σου
και το τραγούδι μου, τραγούδι σου.
Σ’ αυτόν τον αφιλόξενο κόσμο που προχωράμε μονάχοι,
όλα μπορούν να γίνουν αλλιώτικα σαν περπατάς κοντά μου.
Γιατί κάθε χαρά μου είναι χαρά σου
και κάθε μου τραγούδι θε να γίνει δικό σου τραγούδι
κι αν εγώ μπορώ μια φορά
εσύ μπορείς δέκα.
Πιες νερό μέσα από την καρδιά μου
κι έλα να ξαποστάσεις στην αγκαλιά μου.
Γιατί κανένας καημός δεν είναι δυνατότερος
από τον Ποιητή του κόσμου
και η Ζωή Του, ζωή σου
και η Πνοή Του, πνοή σου.
Κι αφού μπορείς εσύ
τότε μπορώ κι εγώ…

Έχε κουράγιο ψυχή μου γιατί οι ουρανοί τραγουδούν για μας…



20.Ποιητικές παρανοήσεις

Η σύναξη των ποιητών μεγάλη,
και ήταν κριτικοί και άλλοι.
Διαβάστηκαν πολλά,
ήρθε και του κυρίου Κ. η σειρά:

Το μήλο
Του κόκκινου η όραση στην ένταση του ύψους,
ήταν τ’ απόγεμα ζεστό.
Kι ανέβηκα στην κυδωνιά να κόψω ένα μήλο.
Εμπρός μου η λεπτότητα,
ο φόβος και η κάθοδος.
Και το αρχέγονο το ξύλο.
Κι ας ήταν η πληγή.
Πανέμορφο το μήλο!
           - - - - - - - -
Χειροκροτήματα! Και μίλησαν πολλοί.
Κι είπε ο πρώτος:
Το προπατορικό αμάρτημα (μήλο)
κι η προβολή του στις παιδικές μνήμες (αναρρίχηση)
και στον αρχέγονο φόβο
κτλ, κτλ.

Κι είπε ο δεύτερος:
Του ποιητή ευαισθησία μες στο παράλογο,
αίσθηση πρώτη η όραση, το κόκκινο κυρίαρχο
κτλ. κτλ.

Κι είπε ο τρίτος:
Στρουκτούρα τής υψοφοβίας και της απροσδιοριστίας,
η κυδωνιά και η μηλιά τού παραδείσου
κτλ. κτλ.

Είπανε κι άλλοι διάφορα
κι ανέλυσε κι ο ποιητής, που ήταν και βαρήκοος:

Ένα ζεστό απόγεμα καθόμουν στην αυλή μου
κι είδα ένα μήλο κόκκινο στην όμορφη μηλιά,
μα ήταν ο κορμός ψηλός,
κι ανέβηκα στην κυδωνιά που ήτανε κοντά της.

Τόσα κλαδιά, όλα λεπτά
και δε θα με βαστούσαν.
Φοβήθηκα, κατέβηκα
και βρήκα ένα ξύλο,
ήταν στεγνό μα δυνατό,
και χτύπησα το μήλο.
Ας ήτανε το σκίσιμο.
Πανέμορφο το μήλο!



21.Για τη χαμένη ποιητική ταυτότητα

Να γράψω ένα ποίημα.
Πώς τάχα θες να αρχίσω;
Θέλεις να είναι τολμηρό
Ή τα κλισέ να αρχίσω;

Ιδέες στροβιλίζονται
Γυρίζουν στο μυαλό μου
Μα ξάφνου όλες χάνονται
Αρνούνται το «εγώ» μου

Δεν είμαι όπως ήμουνα
Τούτο το έχω νιώσει
Και αλήθεια αυτό το τίμημα
Αδρά το έχω πληρώσει

Της ποίησης την ομορφιά
Ξέχασα να κοιτάζω
Σε μιαν ασχήμια ανείπωτη
Ξεκίνησα να μοιάζω

.Δεν είναι που στην ποίηση δε δίνω σημασία,
Είναι που πλέον χάθηκα και έχασα την ουσία.



22.Το φιλντισένιο πουλί Τι είν' η ποίηση αν όχι ένα πουλί καμωμένο από φίλντισι; Που το στιλβωμένο του φτέρωμα αντανακλά το φως και το σκότος αναλόγως του ποιητή το εσωτερικό καθεστώτος; Στα ταξίδια του τ' αλαργινά οι επηρμένοι ρούνοι τού προστάζουν την αναγέννηση ή τον αφανισμό - κι υπακούει ευλαβικά. Ένας μικρός συνένοχος, μια ιστορία με ψυχή συνωμοτική και λεξικές εκπυρσοκροτήσεις σε σύνδεση κρυπτική. Πότε γίνεται ένα λευκό λουλούδι σε σκουρόχρωμο στερέωμα, και πότε πυρά, καντάδα που υμνεί της απόγνωσης το όμμα. Ένα λυτρωτικό, μοναχικό δάκρυ σε σχήμα πουλιού, μετάληψη της διύλισης κάθε συναισθήματος αγνού.


23.Μη βιάζεσαι να πορευτείς... ''Μην τρέχεις στη ζωή'' λένε οι σοφοί.... Το γράφει η Ιστορία όλης της Γης ότι το λάθος αποφεύγεται, αν μυηθείς στα μυστικά της πλάσης. ''Μη βιάζεσαι να πορευτείς........για να προλάβεις τι;;'', γράφουν στον ουρανό οι ποιητές.... Οι μούσες τους κρατούν από το χέρι υμνώντας θαύματα της Γης που αγαλλιάζουν τη ψυχή σου. Αν θες να έχεις την αγάπη συντροφιά, συνοδοιπόρο στην ελπίδα, πρέπει το βήμα της ζωής να είναι αργό........... Μα ο χρόνος, τρέχει μοναχός, αγέρωχος, σκληρός. Και συ, ολοένα προσπαθείς ν'ακολουθήσεις....... δε το μπορείς αλλιώς.........μονάχα να βιαστείς..........για να προλάβεις τι;; Ακούς τραγούδια των πουλιών, θέλεις να σύρεις το χορό με τη γαλήνη συντροφιά, μα πρέπει να σταθείς................ Τρέχεις το χρόνο να προφτάσεις γεμάτος με αποσκευές........ Οι αναμνήσεις σου είναι αυτές μα και τα πρέπει σου βαραίνουν, τα θέλω σου έρχονται μετά και όλα μαζί σκυφτό στην ανηφόρα της ζωής σε οδηγούν. Ξεχνάς τις παραινέσεις των σοφών πορεύεσαι με την ανάσα την κοφτή.... Η καρδιά ακολουθεί το ξέφρενο ρυθμό από το φόβο μη χαθεί ο χρόνος της ζωής σου. Τις προτροπές αψήφησες των ποιητών, για τη ζωή που σίγουρα θα χάσεις αν βιάζεσαι να πορευτείς.... Και σαν φιλιώσεις με το χρόνο πια....... με δύναμη το γέλιο του αντηχεί.................μια ειρωνεία πολύ πικρή, γιατί εκείνον τον επρόλαβες........ αλλά στη βιάση σου αυτή......... την αλήθεια της ζωής....την έχεις χάσει!



24.Ο λογαριασμός  

Η ώρα πέρασε παιδιά, το μαγαζί θα κλείσει
σας φέρνω το λογαριασμό, κανείς μην το κουνήσει!
Φάγατε, ντερλικώσατε και γίνατε όλοι λιάδα
και μην ακούσω πως «Μαζί… φάγαμε την Ελλάδα

Μία Χρηματιστήριο, ολίγη από Μαγγίνα
Ζήμενς, αυθαίρετο Σουφλιά, του Θέμου η κομπίνα,
μίζες, Εφραίμ, Ρουσσόπουλο, Ζαχόπουλο και Λιάπη
γερμένα υποβρύχια, καρτέλ, σουάπς κι απάτη
Μπαλτάκο, Καστελόριζο, τρόϊκα κι απολύσεις
Χριστοφοράκο, ΤΑΙΠΕΔ , λίστα Λαγκάρντ κι αυξήσεις.

Από «κυρίως» φάγατε: συντάξεις και ταμεία
περίθαλψη, ομόλογα, λιμάνια κι ορυχεία
Πυρκάλ, Κτηματολόγιο, ΕΝΦΙΑ, ΕΡΤ και ΙΚΑ
μισθούς και επιδόματα, προνόμια στην κλίκα
άδειες σε ημέτερους, συμβάσεις κι εκχωρήσεις
ξύλο σ’ όσους φωνάζουνε, φίμωση κι εκφοβίσεις.

Σούμα: Χρεοκοπήσατε, σκοτώσατε μια χώρα,
αναίσχυντα προσφέρατε θυσία εθνοφθόρα
στων ξένων τα συμφέροντα ένα λαό για λεία,
και χώματα που βάφτηκαν με αίμα κι ιστορία!

Όσες ψυχές χαθήκανε κι όσοι ξενιτευτήκαν,
όσα παιδιά υποφέρουνε, όσα όνειρα θαφτήκαν,
όσα μωρά αγέννητα για χάρη σας εμείναν,  
όσα γερόντια γδάρατε, όσες μανάδες κλαίνε,
όσοι την πείνα γνώρισαν κι όσα μαγκάλια καίνε…

Θα είν’ οι Ερινύες σας να σας ξεπροβοδίσουν
στου Αχέροντα το πέρασμα, διόδιο θα ζητήσουν
κι εκεί δεν έχει αντίκρισμα το κλοπιμαίο χρήμα
στου Άδη δικαστήριο, στης Στύγας τ’ άγριο ρήγμα.

Άραγε χρειαζόντουσαν σπουδές πανεπιστήμια
μόνο να καταντήσετε τα μαύρα τα ενθύμια
στην ιστορία σύγχρονους Εφιάλτες θα σας πούνε
κι όπως το λέει ο ποιητής (*), έτσι θα σας θυμούνται:

“Ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
 ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι”

(* Κ. Βάρναλης, απόσπασμα απ’ το «Πρωτοχρονιάτικο»)


25.Όταν στερέψουν οι λέξεις

Όταν στερέψουν οι λέξεις,
έβγα σαν παιδί στον δρόμο για να παίξεις.
Μ' ένα παγωτό χωνάκι
γλίστρα στων αναμνήσεων το κονάκι,
άσε να λιώσ' η ερημιά
που σ' άφησε στην έρημο μια καλαμιά.

Όταν στερέψουν οι λέξεις,
μην φοβηθείς, σε ξένες αγκαλιές μην τρέξεις.
Σ' ένα βιβλίο παιδικό
φύτεψ' ένα δάκρυ με παχύ θαυμαστικό,
μπάρκαρε με τις σελίδες
για κείνες τις πρώτες κι αλάνθαστες ελπίδες.

Όταν στερέψουν οι λέξεις,
το άδειο σου μυαλό πάλεψε για ν' αντέξεις.
Μ' ένα απαλό μολύβι
χάραξε στον τοίχο ένα μικρό καλύβι
και κάντο μυστική φωλιά
για τα όνειρα που μάρανε η μοναξιά.

Και θα γεννηθεί η λέξη
π' ολοφέγγαρη παρηγοριά θα φέξει.
Μα πουθενά να μην την πεις,
γράψ' την ανάκατα σα 'να 'σαι ποιητής.
Για να της ανοίξουν πόρτες
ντύσε τη καλά με χρώματα και νότες.



26.Απαγορεύεται αυστηρά το γαυγίζειν

Μα κι εσυ καημένε ποιητά
είναι άδοξο και κρίμα
να πάψεις νασαι ποιητής
για δυο στίχους δίχως ρίμα

Και για μερικά παλιόσκυλα
που βρίσκονται σε οίστρο
να χάσουμε εμείς εδώ
του ποιητή τον στίχο

Φώναξε τον μίστερ Κλιντ
ναρθεί να καθαρίσει
και με τα δυο εξάσφαιρα
στα πόδια να τους ρίξει

Θα ρχομουνα εγώ
αλλά τώρα που να σου εξηγώ

Εκτιμώντας την ποίηση και τους ποιητάς
Ειλικρινά δικός σας
-Λη Βαν Κληφ



27.Μαγεία

Κυρά ασημένια μάγισσα 
η σελήνη ξεπροβάλει.
Ρίχνει στη γη τα ξόρκια της 
πλεγμένα με το φως της.
Χορό στήνουν νεράιδες,
τα ξωτικά ξυπνάνε
Λίμνες, πηγές και θάλασσες
φεγγάρια καθρεφτίζουν.

Βαθαίνουν τώρα οι ψυχές
και τα όνειρα ψηλώνουν. 
Είναι η ώρα μαγική, 
της σελήνης είναι η ώρα.
Καράβια οι λέξεις γίνονται,
και λαχταρούν ταξίδια.
Όποιος κοιτά στον ουρανό
για αστέρια τις περνάει.

Μέσα στη νύχτα ο ποιητής
αληθινά τις νιώθει.
Βλέπει μονάχος τα πανιά,
που για λιμάνι ψάχνουν,
όπως οργώνουν ουρανούς
τριγύρω στο φεγγάρι.
Με πάθος τότε τις καλεί
κι αυτές βρίσκουν πατρίδα.


28.Χάρτινα...

Η Χάρτινη Ποίηση
Ανεμοστρόβιλος Στα Έγκατα Της Ψυχής
Ταραχώδη Ταξίδια Ως Το Δαίδαλο Του Νου Μου
Του Νου Μου Που Αναζητά Απελπισμένα Τον Ποιητή
Τον Γητευτή Ποιητή Που Αλώνει Την Ύπαρξη Μου 
Χαράσσοντας Αχαλίνωτα Μονοπάτια 
Στις Συνοικίες Της Αστείρευτης Φαντασίας...


29.Άλικο φιλί  

Ξεφυλλίζει λαβωμένες μνήμες η ασέληνη νύχτα  
που έχει αρχίσει να χαϊδεύει την αυγή
κι ακόμα η σκέψη μου σμιλεύει με λέξεις την όψη,
την εικόνα σου, εκεί, που ο νους μου προσπαθεί
να ξεριζώσει τα αιχμάλωτα κουρέλια προσδοκίας
και την υποταγμένη αντοχή.

Πάλλεται η προσμονή του ονείρου
στο βλέμμα που έταξε μια σπίθα ελπίδας
για ένα αντάμωμα, ένα φιλί,
θρόνιασε η υπόσχεση στις φλέβες,
κι ο έρωτας σαν ποιητής,
παραδεισένια αισθήματα φιλεύει
και ρέει, μοίρα ερωτική.

Σύμμαχο πάθος ψηλαφίζει η φαντασία
σ’ ένα λυτρωτικό χορό ηδονής,
μαγεύει η ποίηση της μορφής σου!
Δάκρυ και πόθος στη θύελλα σιωπής,
σημάδια αφήνουν με άρωμα ευχής,
να πιώ τους ήχους της καρδιάς σου, μα εσύ,
τη δύναμη του όχι έκρυψες με άλικο φιλί!

Ξεπάγιασε η θλίψη, ζυγίζεται ο πόνος, και το ψέμα μιας άνανθης ζωής  
παρένθετα στο σύνορο αγάπης ταξιδεύω, ακόμα μια *αχλή ανατολή!

(*αχλή: θολούρα, καταχνιά) 



30.Ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων 

"ποιητήν οὐρανού καί γῆς,
ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων"...

Αν ο Θεός είναι ποιητής,
άραγε κι ο Ποιητής είναι θεός

Στην κιβωτό του σώζει
τα όνειρα σε ζευγάρια

τον εκλεκτό του σταυρώνει
κι ανασταίνει σε κάθε ανάγνωση

πλάθει το χώμα και φυσά πνοή
και το πλευρό του καταριέται

το φύλλο συκής τραβά
μα το μήλο του είναι πλαστικό

το φίδι κοιμάται στο κλουβί
κι ο Κάιν παίρνει αναστολή

ποιητής -ὂχι οὐρανοῦ, ἀλλά- Γῆς,
ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων...



Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Γράψε, αν θες, δύο λόγια μαζί με τη ψήφο σου. 
Οι δημιουργοί το εκτιμούν.
Πάτα εδώ για να μπεις και πάλι στην πρώτη ανάρτηση
και να ψηφίσεις.
(και συγγνώμη για τις πολλές προστακτικές!)