Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

22ο Συμπόσιο Ποίησης ~ Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο ~🎅



7. Οι απουσίες των Χριστουγέννων

Ένα άδειο ποτήρι, μια καρέκλα κενή
Μια καρδιά μονάχη και άδεια
απουσία χαράς και πληγή
'Ενα πιάτο αχνιστό στο τραπέζι
ψάχνει άθικτο το δικό του γιατί

Ένα γέλιο ντυμένο στα μαύρα
Μια χαρά κεντημένη στα γκρί
Να'τανε λέει η απουσία
μια φευγαλέα, μονάχα, στιγμή

Οι απουσίες των Χριστουγέννων
γιορτή γλυκιά μα και στυφή
Μια ανολοκλήρωτη αγάπη
Μια θέση άδεια μες στη ψυχή...





8. Καρουζέλ

Σαν αερικό που τριγυρνά στους ίσκιους, στο σκοτάδι
γυρεύοντας στη ζήση μου, γαλήνη να προσμένει.
Έτσι νυχοπατώντας βήματα αργά και νυσταγμένα
χορό της φλόγας των κεριών ξωπίσω ακόλουθός τους.
Τότε το είδα ! Να εκεί, στα χρόνια ξεχασμένο,
στην αγκαλιά του χρόνου ν’ ακουμπά, βαθιά υπνωτισμένο.

Έμοιαζε μελαγχολικό, βουβό, παρατημένο.
Σαν τα μικρά του ολοσκάλιστα ξύλινα αλογάκια
ψάχναν ανάσα της ζωής σ’ αυτόν τον κόσμο πάλι.
Παράμερα το χέρι τράβηξε, στο φως για να το φέρει,
Και σαν εκείνο ένιωσε το άγγιγμα στην ψυχή του,
κάτι σαν να κινήθηκε στην στρογγυλή του βάση.

Ιδέα μου νάταν τάχα, για χαμόγελο εκείνο ;
της νεράιδας ολοφώτιστης επάνω στην κορφή του ;
αρμονικά σαν ήχησε στην ξύλινη καρδιά του !
Δεν λάθεψα, νογάς ; δεν θόλωσε η ματιά μου.
“Μείνε κοντά μας Κύρη μας μαζί με την καρδιά σου
Μια νύχτα μόνο ! Μόνο μια !”
Και λες, τι θαύμα δες ! Τα ξύλινα αλογάκια,
ολοστόλιστα εκεί, στο άλικό τους χρώμα.
“Φέρε μας πάλι στη ζωή !” ακούστηκαν με πάθος
ολόγυρά του οι νάνοι του με μια φωνή αντάμα.

Την Άγια Νύχτα της παραμονής
ημέρας Χριστουγέννων,
βρήκε ξανά τη θέση του αντίκρυ στη θωριά μου.
Ντυμένο βερνίκι γιαλιστό, παρέα με στολίδια.
Και τότε, στο μισόφωτο ολοζώντανη μπροστά μου
πρόβαλε διάφανη, εκστατική, πλάσμα από άλλο κόσμο.
Μ’ ένα χαμόγελο γλυκό ζωντάνια φορεμένο.
Σαν άγγιξε στα χέρια της το σμιλεμένο ξύλο,
την είδα ναι να με κοιτά χαμόγελο γεμάτη.
“Κυρά μου απρόσμενη εδώ, παράξενα φερμένη,
ποιο τάχα κάλεσμα θαρρείς σε έφερε κοντά μου “
Με κοίταξε αλλόκοτα, γλυκά, συγκινημένα.
Τα μάτια της ταξίδεψαν νοσταλγικά στο ξύλο.
Το χάιδεψαν, του έγνεψαν σαν κάλεσμα της μνήμης.
“Αρχόντισσα, Χριστούγεννα σε λίγο ξημερώνει,
γιατί δεν αποκρίνεσαι στου λόγου μου τη βιάση ;”
Τότες το βλέμμα της, γαλήνιο, στα μάτια μου εστάθη.
Λες μια ζωή πρωτόφαντη στον κόσμο μου προβάλλει.
“Το Καρουζέλ !” την άκουσα, με έκπληξη μεγάλη !
“Του έδωσες ζωή, το κράτησες κοντά σου.
Έτσι μ’ αυτό και εγώ μαζί χτύπους ζωής μου δίνεις
από τη λήθη και την άχλη της, χρόνια αποξεχασμένη
λευτέρωσες τη ζήση μου στο Πνεύμα Χριστουγέννων. 





9. "Σβήσε το σπίρτο να κοιμηθούμε"

Παραμονή των Χριστουγέννων
η κάμερα εντόπισε
κοριτσάκι ακάλεστο και εμφανώς ασυνόδευτο
να περιφέρεται στη γειτονιά μας
τη φωταγωγημένη και απαστράπτουσα

***
οι κινήσεις της  θεωρήθηκαν ύποπτες
καθώς πυροδοτούσε εύφλεκτα ξυλάκια
πλησίον των παρκαρισμένων οχημάτων
ότε εκλήθη η αντιτρομοκρατική υπηρεσία

***
οι παραμυθώδεις ισχυρισμοί της στους ένστολους
ότι είναι πλανόδια πωλήτρια σπίρτων
ούσα ορφανή και πρόσφυγας εμπόλεμης χώρας
μάς συγκίνησε σφόδρα πλην όμως…

***
δεν ήταν συμβατή με το πνεύμα της γιορτής
η ευτελής εικόνα της μικρής
κι έτσι επιστρέψαμε στα διαμερίσματά μας
παραχωρώντας μεγαλόκαρδα την άδειά μας
να κουρνιάσει κάτω απ’ τη λεμονιά
του λαμπροστολισμένου πεζοδρομίου μας

***
μια κυρία έβγαλε το σκυλάκι της το πρωί
να κάνει την ανάγκη του στο ξινόδεντρο
τουρτούριζε το δύστυχο το ζωντανό
μα το είχε καλά προφυλαγμένο
σε γούνινο ζακετάκι

***
“πώς βρέθηκε άραγε ξυλιασμένο το κοριτσάκι;
με τα σπίρτα του νοτισμένα στο χεράκι;”
πέσαμε απ’ τα σύννεφα οι Χριστιανοί
με το φόβο μήπως η κοριτσίστικη ψυχή
στοιχειώσει το γεύμα των Χριστουγέννων…




10. Η τύχη ενός λευκού κύκνου 

Κούκλα στη βιτρίνα έχει στηθεί
εκθέτει καλσόν
Κόσμος πάνω-κάτω
τρέχει-πού πάει;
να φτάσει το ρεβεγιόν.
Χρόνια Πολλά!
το μυαλό της γυρίζει
ένα κοριτσάκι φοβάται
μην την κλέψουν ξωτικά.
Χριστούγεννα!
ασφαλές σ' ένα ζεστό σπίτι
ενός λευκού κύκνου
διαβάζει την τύχη
τέλος καλό, όλα καλά.
"Αυτό το χρώμα είναι το must του Χειμώνα;"
Γνέφει καταφατικά
Σάμπως ξέρει;
Δεν χαλάει χατήρια σε καμιά.
Να φύγει να φύγει να φύγει
ας σημάνει επιτέλους η ώρα
αστερόσκονη να γενεί.





11. Τάχα είν΄ όνειρο;

Κρύο, χιονιάς, του χειμώνα είναι παιδιά
Ο βοριάς λυσσομανά,
χουχούλιασμα στο τζάκι μου μπροστά
με του δέντρου τα λαμπιόνια συντροφιά
μετρώ, ξαναμετρώ
τις μέρες που στα Χριστούγεννα απομένουν!
Μα κάτι λείπει...
Τι είναι αυτό που καρτερώ, που ν'απολαύσω δε μπορώ
την προσμονή των εορτών στη σπιτική μου θαλπωρή;
Τα βλέφαρα κλείνουν αργά 
την κούραση της μέρας να απωθήσουν
-Ποιος είσαι εσύ που το χέρι μου κρατάς;
Άνεμος μήπως; Μια πνοή; Ή μήπως ξωτικό χωρίς λαλιά;
Μη μου στερείς τη ζεστασιά...
πού με ωθείς ν΄ ακολουθήσω;
Στο κρύο και στην παγωνιά μη βγω, μη δείχνεις απονιά
Μα περπατώ ή μήπως  τάχα μου πετώ;
Χιονονιφάδες στροβιλίζονται εμπρός μου
το κρύο με διαπερνά, ο βοριάς τραγουδάει δυνατά,
οι άνθρωποι ερμητικά κλεισμένοι στα ζεστά,  
μόνον εγώ κυκλοφορώ με σένα πλάι μου αερικό
πηγαίνω όπου με πας, να διαφωνήσω δεν μπορώ!
Κοίτα, ο στολισμός πόσο την πόλη μας τη νύχτα ομορφαίνει,
το χιόνι χαϊδεύει  απαλά κάθε τι στο πέρασμά του
Δέντρα γυμνά αντέχουν στο βοριά
χυμούς ζωής  να προστατεύσουν!
Η νύχτα απλώθηκε μεμιάς 
κι εγώ σε άλλους κόσμους ταξιδεύω
εκεί που η φωτιά στους δρόμους αχνοφέγγει,
εκεί που οι άνθρωποι για κεραμίδι έχουν 
χαρτόνι απ' του χιονιά το χάδι νοτισμένο
Κατάχαμα στου δρόμου τη γωνιά,
με μια κουβέρτα  αγκαλιά θωρούν αμίλητοι
τη δική μας συντροφιά που δεν μιλά, μόνο κοιτά
κόσμους παράλληλους ή μήπως ξεχασμένους;  
Κι εκεί στην άκρη της στοάς μια μάνα στέκεται φρουρός
την άπονη του βοριά ματιά να κλέψει απ' το μονάκριβό της,
που στου Μορφέα την αγκαλιά τον Ύπνο συναντά στην παγωνιά.
Πώς πόνεσε  η δόλια μου καρδιά, να ανασάνω δεν μπορώ 
μα ξάφνου, στη σπιτική τη θαλπωρή βρέθηκα ασφαλισμένη
Όνειρο ήταν, έφυγε...μα πόση πια ζωντάνια!
Κι αυτό το ξωτικό τι να ‘ταν; Τι ήθελε το όνειρο να πει;
Τι να μου δείξει τάχα;
-Αυτό που καρτεράς σου έδειξα, 
αυτό που νόημα θα δώσει στων Χριστουγέννων τη γιορτή
Δώσε  απ' το χρόνο σου σ' εκείνους! Την ανάγκη σου ζητούν,
μια ζεστασιά, μιαν αγκαλιά, ένα χάδι, 
λίγη αγάπη,  μα και νοιάξιμο, ανθρώπου βλέμμα...
-Ποιος μίλησε; Ποιος είναι εκεί; Δεν είναι όνειρο; Μην είναι τάχα αλήθεια;
-Πνεύμα των Χριστουγέννων μ' ονομάσανε, στην απαξίωση όμως ζω!
Ζωντάνεψέ με! Θυμίσου το πώς ένιωσες !
Δώσε στα Χριστούγεννα το αληθινό το νόημά τους!





12. Εν κινήσει

Ένας μικρός  περίπατος στη στολισμένη πόλη
θολή εικόνα των γιορτών γέμισε την ψυχή μου
Και η χαρά της προσμονής χάθηκε για λίγο
καθώς πόνος απρόσμενος ήρθε και με βρήκε
Όσο κι αν φωτίσουμε τους δρόμους και τα σπίτια
θα υπάρχουν μέρη σκοτεινά που η γιορτή δε φτάνει






13. Το Παραπαίδι

Μηδενίζω απόψε αποστάσεις
.. παραμονή Χριστουγέννων..

Θα ταξιδέψω στο χρόνο,
 στους καιρούς
και στους αιώνες...
Στα βάθη τα ωκεάνια
και στων ψυχών...

..που κείτονται
στου άδη τους
τα δύσβατα σκαλοπάτια
και στων πεζοδρομίων τα φανάρια
ζητιανεύοντας..

Να βρω ένα βλέμμα
παιδικό,ευγενικής αθωότητας
κι ένα χαμόγελο...

..ξεκάθαρη ενθύμηση
πώς η ζωή είναι πιο δυνατή
από εμάς
και τα όποια πάθη μας!

Θα περπατήσω νύχτα
σε δρόμους κεντρικούς,
υγρούς απ' το χιονόνερο,
γεμάτους λαμπιόνια φωτεινά

να συναντήσω
μια μικρή στάλα φωτός
κι ελπίδας
να σπάσω το σκοτάδι!

Θ' ανακατέψω τα βήματά μου
και τα χνώτα μου
με των περαστικών
των καλοκουμπωμένων
στα χοντρά παλτά τους..

να νιώσω
λίγη ζεστασιά
ως τα κατάβαθά μου...

Κι έπειτα,αξημέρωτα 
θα χωθώ σε μια εκκλησιά
να πάρουν
το κορμί μου και τα ρούχα μου
τη μυρωδιά του λιβανιού
και τη θέρμη του μελισσόκερου

και να αισθανθώ
πώς ανήκω εδώ,
στην αγκαλιά του Θεού
που απόψε γεννιέται
και για χάρη μου,
σε μια ταπεινή,κρύα φάτνη!

Ταλαίπωρο ,κι εγώ 
παραπαίδι
που ξεχάστηκε σε σφαλερά μονοπάτια..
Αλητάκος,που δέρνεται
απ' τους ανέμους
κι απ' τα σκοτάδια της ζωής!

Σε λίγο θα σκιρτά η καρδιά μου..
Ξημερώνουν Χριστούγεννα!! 





14. Μία φορά κι έναν καιρό, είναι Χριστούγεννα

Χριστούγεννα.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα,
αν δεν αποδημούσε στη γειτονιά των πάλλευκων Αγγέλων, 
από το παραμύθι των μικράτων μου,
σήμερα, 
θα στέγνωνε τα ρούχα του με την αχνή του φλόγα.

Χριστούγεννα.
Ο κύριος Εμπενίζερ άφησε επιτέλους την προσωπίδα του να πέσει.
Τρίβει ακόμη τα χέρια του από τα κέρδη και την παγωνιά
που θρόνιασε εντός του.
Ανάβει την ξυλόσομπα του άδειου σπιτικού,
ρίχνοντας για προσάναμμα,
τις ξεχασμένες συνειδήσεις,
που χρόνια τώρα στοίβαζε στις απροσπέλαστες και σκοτεινές του αποθήκες.

Χριστούγεννα.
Στερέψαν πια τα δάκρυα της Μάνας Παναγιάς,
και τα παιδιά του Ηρώδη
πληθαίνουν κάθε μέρα.  





15. Χαϊκού Νύχτας Χριστουγέννων 

Κρύσταλλο Νύχτας, 
Αηδόνι σε ραγίζει, 
Που λαλεί το Φως!... 




16. Χριστουγεννιάτικη ζεστασιά 

Απόγευμα Χριστουγέννων και βγήκε 
μια βόλτα στα λαμπερά δρομάκια της πόλης. 
Κρύο έκανε πολύ. 
Φόρεσε τα γάντια και την παλιά εσάρπα της μάνας της 
πάνω απ' το καμηλό της παλτό.
Έλαμπαν τα μπαλκόνια με μια πολυχρωμία που σκοτώνει
Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. 
Όλα κλειστά, όλα αμπαρωμένα, 
εκτός από τις καφετέριες που βούιζαν σαν μελίσσι.

Είπε να πάρει το τρένο να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα. 
Την αγαπούσε πολύ την αγριεμένη θάλασσα.
Έμοιαζε με την ένταση των παλμών της, 
χόρευε σαν το τρέμουλο των χειλιών της.
Σκέφτηκε πως η θάλασσα δεν θέλει καν στολίδια. 
Έχει τα κοχύλια της, τα φύκια της, τους αφρούς της
μα πάνω απ' όλα έχει τις γοργόνες της που για αιώνες σιγούν.

Το αποφάσισε στη θάλασσα θα πήγαινε 
εκεί που πληθαίνει το λιτό κι αυγαταίνει το ωραίο. 
Είναι Χριστούγεννα σήμερα και μόνο του δεν πρέπει να μείνει το κύμα.
Η αμαξοστοιχία αργούσε.
Ένας βιολιστής ανάδευε τα κέρματα στο καπέλο του.
Οι λίγοι ταξιδιώτες τον κερνούσαν γλυκά κι αχνιστά κρεατικά.
Υποκλινόταν κι έπαιζε εκστασιασμένος τις μουσικές του. 
Είναι τόσο όμορφο να βρίσκεσαι σε μια μισοάδεια πλατφόρμα 
με μόνη παρέα τους ήχους ενός ξεκούρδιστου βιολιού. 

Βούρκωσε απ' την τόση ευτυχία κι άλλαξε γνώμη στη στιγμή. 
Όχι δεν θα πήγαινε στη θάλασσα,
θα παρέμεινε εδώ παρέα με τον γηραιό βιολιστή. 
Μαζί να μιλήσουνε με τα θλιμμένα πρόσωπα των ταξιδιωτών.
Μαζί να μετρήσουνε τη χοάνη της μοναξιάς. 
Μαζί να ανοιγοκλείσουνε τα συρτάρια με τα σπασμένα αμύγδαλα. 
Ήταν η καλύτερη επιλογή 
κι άσε στο σπίτι τους άλλους χορευτικά και μουσικά να βλέπουν προγράμματα. 
Είχε στα ξυλιασμένα χέρια της όλη τη ζεστασιά του κόσμου. 
Στη θάλασσα θα πήγαινε αύριο να της πει τα μαντάτα.
Πήρε το δοξάρι κι άρχισε να παίζει.
Ο βιολιστής της χάρισε το μοναδικό του χαρτονόμισμα 
κι ένα χαμόγελο μικρού παιδιού που μια ζωή θα θυμόταν. 





17. Συγγνώμη

Το νερό της αγάπης σου
Περίσσιο τόριξες στη γη
Ξεδιψώντας
Μετρώ  αιώνες

Τι κι αν γεννήθηκες τόσες φορές
Αγέννητος λογιέσαι με τα έργα μου
Ακουμπώ φιλιά στο λόγο σου
Να μοιάσουν θέλω μ΄άστρα, που φωτίζουν
Μα είναι τόσο αδύναμα, που ξανασβήνουν

Eίν’ ο Ηρώδης, που δεν έπάψε να σε κυνηγά
Είμαι εγώ, που θέλω να τον στηρίζω
Μα εσύ το αίμα σου αφήνεις να κυλά
Να κλείνει αιώνια και στοργικά
Τ΄ανθρώπινα, της ψυχής μου χάσματα

Χριστέ
Κάθε που Γεννιέσαι, λείπει το σκοτάδι
Κάθε που Σταυρώνεσαι, λείπει το φως
Όποτε σου μοιάζω
Λέω πως ζω
Συγχώρα με
Ακόμα μαθαίνω
Πως πρέπει ν΄αγαπώ






18. Κράτα στη καρδιά σου τα Χριστούγεννα

Θα ήθελα για μια φορά,
να τρυπώσω στον σάκο του Άγιου Βασίλη,
να πετάξω όλα τα δώρα από το έλκηθρο
και να τον πείσω να μοιράσει σ' όλα τα παιδιά
μεγάλα και μικρά,
μονάχα Αγάπη.

Γιατί δώρο δεν υπάρχει πιο ακριβό,
ή πιο πολύτιμο.
Κι ας είναι τα γράμματα
γεμάτα απαιτήσεις.

Νιώθω σαν ένας Μικρός Τυμπανιστής
που τα ραπ παμ παμ του,
ακούγονται παράφωνα.
Να μιλώ για Αγάπη,
σ' έναν κόσμο που στις λίστες του
χωρά μονάχα πράγματα.

Μα όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια,
κράτησα μέσα στη καρδιά μου τα Χριστούγεννα.
Για να θυμάμαι, πως η Αγάπη ξαναγεννιέται
κι ακόμα κι αν πρέπει να κρυφτεί,
στις καρδιές των Ανθρώπων
για να μην Την σκοτώσει
ο κάθε Ηρώδης του κόσμου,
Εκείνη θα μεγαλώσει και θα κάνει θαύματα!
Γιατί η Αγάπη είναι το ακριβότερο δώρο.

Η Νύχτα,
που θα βρει τον Κόσμο
να χαρίζει και να δέχεται αγάπη
με την ίδια ευκολία
που ανταλλάσσει ευχές,
θα 'ναι όντως Άγια Νύχτα
και τα αστέρια θα λάμπουν
πιο πολύ κι από το Άστρο της Βηθλεέμ.
Γιατί θα έχουμε φτάσει στο προορισμό μας!

Ότι κι αν γίνει λοιπόν,
Κράτα στη καρδιά σου τα Χριστούγεννα! 





19. Κάθε Χριστούγεννα

Κάθε Χριστούγεννα τίκτω εντός μου
ένα μικρό, στα μέτρα μου θεό.
Για σμύρνα του έχω δυο κόκκους λιβάνι
και για λιβάνι, ψήγματα χρυσό.
Τα αποθέματα, από καιρό σωσμένα.
-άλλωστε τι να του υποσχεθώ;-
Στη σιωπή και λίγο πριν χαράξει,
τρυφερά τον αποθέτω στο κεφαλόσκαλο
ορφανοτροφείου Πολυεθνικού.
Φρεσκοψημένα  κάστανα στο κουβερτάκι,
μια χούφτα σέντσια  στο σκουφί,
λίγο κονιάκ να ζεσταθεί.
Μόνος του θα πορευτεί.
Μαρκαρισμένη, πίσω από το αυτί
η ημερομηνία λήξης του:
πρώτη πρώτου της επόμενης χρονιάς.
Θα τα καταφέρει Αυτός;
Στον ετήσιο απολογισμό,
τρεις το λάδι, δυο το ξίδι,
η πόρτα χτυπά .
Στο κατώφλι ο μικρός μου ο θεός
γέρος, κουρασμένος κι ασπρομάλλης
  το  βάρος όλης της γης στηρίζει
σε κεδρόξυλου μαγκούρα.
Εύγλωττα ανταλλάσσουμε τα βλέμματα της ήττας.
-Δεν τα κατάφερα μάνα , λέει,
οι άνθρωποι τα καταφέραν.
Δεν πειράζει.
Έτσι κι αλλιώς κάθε Χριστούγεννα
πεισματικά κι ανένδοτα
θα τίκτω εντός μου
ένα μικρό, στα μέτρα μου θεό.



Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.