6. Αβεβαιότητα
Περιπλανιέμαι στον σκοτεινό διάδρομο.
Ακούγονται ψίθυροι.
Κοιτάζω τα κουρασμένα μάτια των ανθρώπων.
Αγωνία.
Απελπισία.
Αγανάκτηση.
Σε κάθε ανάσα, ο πόνος δυναμώνει...
Υγρό δωμάτιο.
Βαθύ σκοτάδι.
Άγρια νύχτα.
Ο πόνος κυριεύει το σώμα...
Δεν έχω δυνάμεις.
Σε κάθε βήμα, ο πόνος σφυροκοπά...
Ανυπόφορος.
Αβάσταχτος.
Ανίατος.
Παρατηρώ το λυκαυγές από το παράθυρο.
Αισθάνομαι μόνος.
Το ρολόι είναι σταματημένο.
Ο χρόνος έχει παγώσει.
Τα δευτερόλεπτα κυλούν βασανιστικά...
Η μάχη είναι άνιση.
Μια προσμονή.
Αβέβαιη.
Το θαύμα.
Άραγε θα έρθει;
7. Σάλτο μορτάλε
Ισόγειο διαμέρισμα με απόντες ενοίκους.
Ανεβάζω την ένταση
και ακούω θορύβους.
Ανοίγω τα μάτια μου και
βλέπω μόνο απονενοημένες πράξεις.
Μαζί με ένα πέπλο καπνού απ΄ τα ''κομμένα'' μας τσιγάρα.
Καμία δράση, ούτε αντίδραση.
Τραβάς τα μαλλιά μου στο πλάι
και τεντώνω το σώμα μου.
Δυο σιλουέτες αναβοσβήνουν σαν μεταμεσονύχτια φανάρια.
Ναυαγοί της νύχτας,
στην ασφάλεια της μοναξιάς μας.
Αιχμάλωτοι μιας τύχης που όλοι περιμένουμε,
μα ποτέ μας δεν την προκαλούμε.
Με μια ασπιρίνη προσπαθούμε να νικήσουμε τον φόβο.
Κάτι παράξενο ακούω.
Ξεχωρίζω ένα γέλιο στην βοή της πόλης.
Εξατμίζεται πάραυτα από τα φώτα των δρόμων.
Υπάρχει απόψε άραγε κάποιος που πραγματικά γελάει;
Σε αυτό το σφαγείο ένα σπάνιο βήμα ευτυχίας.
Μετά ξανά σιωπή χειμερινής νυκτός.
Σε κοιτώ που κοιμάσαι.
Το τσιμέντο βαραίνει τα πόδια μας.
Βουλιάζουμε σε ένα ρόλο που δεν ξέρουμε τα λόγια,
ποντάροντας μόνο στο κόκκινο.
Θέτω ερωτήσεις στην μοίρα.
Ξύπνα.
Να πάμε μια βόλτα την θάλασσα ή να καταστρέψουμε τον κόσμο;
Αναρωτιέμαι.
Είναι το θαύμα μια ανούσια προσδοκία;
Ξημερώνει.
Η κόσμος μας ξύπνησε.
Όλα έτοιμα για το σάλτο μορτάλε.
8.Το Χριστουγεννιάτικο θαύμα μου
Χριστούγεννα ξανά, Χριστούγεννα μαζί σου
με μια ματιά ευλαβικά χαϊδεύω το κορμί σου.
Τραγούδια κάλαντα παντού ηχούν μέσ' το μυαλό μου
Ζώντας και φέτος μαγικά και θαυμαστά το όνειρό μου.
9. Αγνοημένα θαύματα
Το ξέρεις πως οι σκρόφες οι γιορτές
Μπουκάρουν πάλι απρόσκλητες
Με άδεια χέρια
Και διαθέσεις άγριες
Χτυπούν απειλητικά την πόρτα σου
Για ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Με τη μοναξιά σου
Μάταια περιμένεις συμπαράσταση απ’ τους οικείους σου
Ανεβοκατεβαίνουν αγεληδόν απ’ τα ξύλινα δοκάρια
Με ρόμπες λευκές
Σα νοσοκόμες αποκαμωμένες που τέλειωσε
η βάρδιά τους κι αποχωρούν φασαριόζικα
Μη περιμένεις άλλα θαύματα από εμάς
Ό,τι μπορούσαμε το κάναμε – Τι κάνατε δηλαδή; ρωτάς
Το πρωί που έπινες τον καφέ σου μπροστά στο παράθυρο
Μια διαμαντένια ηλιαχτίδα τρύπωσε απ’ τη μισάνοιχτη περσίδα και σε τύφλωσε
Ένα σμήνος αποδημητικά φτερούγισαν απ’ τα κάδρα και πέταξαν στον ουρανό
Τα πρώτα λευκά ανθάκια ξεμύτισαν στης αμυγδαλιάς τα μπράτσα
ένα κλαράκι έσκυψε τρυφερά έξω απ’ το τζάμι
σου άφησε λίγη αστερόσκονη στο περβάζι κι εσύ
τη φύσηξες μακριά μαζί με τον καπνό του τσιγάρου σου
Ένα παιδί στάθηκε στο κατώφλι σου
Φορούσε το παιδικό σου χαμόγελο και με το αθώο του βλέμμα
τροφοδοτούσε το μέλλον σου
Ένα γέρικο χέρι χάιδεψε τα μαλλιά σου – τίναξες το κεφάλι απορημένος, θυμάσαι;
Τι άλλο να κάνουμε κι εμείς οι κατωκοσμίτες;
Λαθραία τα περάσαμε απ’ του Κέρβερου το τελωνείο
τόσα θαύματα
Κι εσύ ακόμα δεν μας κέρασες
ένα ποτήρι ευγνωμοσύνη…
*************
Επιμύθιο: Ένα ανθάκι αμυγδαλιάς / Είναι πεταμένο στην αυλή σου / Ποιος θα σκύψει να το μαζέψει;
10. Ένα μυαλουδάκι θαύμα
Η Αριστέα ζήτησε να γράψω για το θαύμα.
Έστυβα το κεφάλι μου, δε μου ερχόταν πράγμα.
"Πάει το χάνω" σκέφτηκα "το γιορτινό συμπόσιο!
Το κράξιμο που έρχεται θα είναι και δημόσιο!
Έλα βρε μυαλουδάκι μου στείλε καμία ιδέα.
Να τη στεναχωρήσουμε θέλεις την Αριστέα;"
Του κάκου, εκείνο πείσμωσε και έγινε θηρίο.
"Δε θα με κάψεις", μου 'λεγε, "κουκλίτσα μου τελείως!
Δε φτάνει που ολημερίς το αίμα μου το πίνεις
κι ούτε έναν ύπνο χαλαρό να ξαποστάσω δίνεις,
δε φτάνει που με ξεπετάς απ' το ένα θέμα στ' άλλο
και δαιδαλώδη με έκανες λαβύρινθο μεγάλο,
που απαιτείς η μνήμη μου να είναι πάντα πένα,
έχεις το θράσος να ζητάς χατίρι άλλο ένα;
Έμπνευση με το στανιό δε γίνεται, καρδιά μου.
Καλά καλά δεν ηρεμώ ούτε στα όνειρα μου.
Κι αφού πια λύσσαξες λοιπόν, άκου τι θα σου πω:
Αν θες να ξέρεις κούκλα μου, το θαύμα είμαι εγώ!"
11.Το θαύμα μιας νύχτας μαγικής
Αυλαία ανοίγεται βαριά, στα χρώματα λουσμένη,
σκηνή στο βλέμμα απλώνεται, με θάλπος φορτωμένη.
Χορός λαμπρός των Ιπποτών, στη λήθη ξεχασμένος,
βαθιά σε μνήμες θολερές , θολός λησμονημένος.
Εγώ βουβός και έκθαμβος, στέκω στη μέση θεατής,
παράσταση λαμπρή θωρώ και νιώθω σαν ταξιδευτής.
Ονείρατά μου παιδικά ανάσα παίρνουν μπρος μου,
και στοχασμοί αστείρευτοι μπερδεύονται στο φως μου.
Μαέστρος δίνει το ρυθμό κι η ορχήστρα ζωντανεύει,
μπαλέτα μπαίνουν στη σκηνή και ο χορός θεριεύει.
Των κύκνων λίμνη λυρική κι η ωραία κοιμωμένη,
Ρωμαίος έρχεται ευθύς κι η Ιουλιέτα ερωτευμένη.
Ο Καρυοθραύστης περπατά εμπρός στα βλέμματά μου,
ο Χάνς κι η Γκρέτελ στέκονται κι αυτοί από κοντά μου.
Ένα κορίτσι φτωχικό τα σπίρτα δες ανάβει,
της παγωνιάς το θάνατο να σώσει να προλάβει.
Το θείο Σκρούτζ ανέκφραστο τα πνεύματα ζυγώνουν,
του χρόνου τα περάσματα στην όψη του φορτώνουν.
Γρύλος στο τζάκι αναπηδά, πνεύμα φωτιάς ξυπνάει,
Έγνοια και σκέψη θαλπωρής, στο σπίτι δες σκορπάει.
Ένας μικρός καλλικάντζαρος με τις νεράιδες παίζει,
στο δέντρο εκεί τις κυνηγά και κάτω απ’ το τραπέζι.
Τα ξωτικά τρομάζουνε, μουρμούρα ξεσηκώνουν,
χρυσόσκονη παντού πετούν και τη σκηνή θολώνουν.
Χιονούλες, νεράιδες χαρωπές και του χιονιού κυράδες,
λάμψη, μαγεία δίνουνε στις μέρες τις γιορτάδες.
Ολόγυρα στήνουν χορό στο δέντρο κατεβαίνουν,
το χώρο λαμπυρίζουνε και τις καρδιές ζεσταίνουν.
Ένας χιονάνθρωπος μικρός, χιόνι στη σκηνή πετάει,
της παγωνιάς το πνεύμα, πάνω μου, τη πάχνη του φυσάει.
Ο Τζακ ο Πάγος, σχέδια στα τζάμια ζωγραφίζει,
και του χιονιού η κυρά απλόχερα, νιφάδες πλημμυρίζει.
Μην είναι θαύμα ετούτο εδώ, στα μάτια μου μπροστά μου;
Κι ο θαυμαστός ο κόσμος τους, απλώνεται σιμά μου.
Μην είναι όλα όνειρο με γιορτινή αχτίδα;
ολόγυρά μου απλώνονται με πλουμιστή φροντίδα.
Μα ότι κι να ‘ναι, λογική στη σκέψη δεν θα δώσω,
μήτε ορμήνειες σοβαρές δεν πρόκειται να σώσω.
Έτσι απλά αφήνομαι στη τρυφερή βραδιά μου,
με τη μαγεία αγκαλιά και ζέστη στην καρδιά μου.
Κι άσε εκείνους, που ψυχρά εξήγηση γυρεύουν,
με αναλύσεις σύνθετες τη σκέψη τους παιδεύουν,
το θαύμα νύχτας γιορτινής αδυνατούν να νιώσουν,
κρίμα που είναι ανίκανοι τέτοιες στιγμές να σώσουν.
12.Το ρεβεγιόν
Πώς μ'αρέσουνε τα δείπνα που τα λένε ρεβεγιόν,
που μαζεύουνε τα μέλη όλων των οικογενειών!
Τρώνε, πίνουν και γελάνε, κι ανταλλάσσουνε ευχές,
κι είν'όλοι αγαπημένοι, κι οι κουβέντες τους γλυκές.
Βέβαια, η μαμά γκρινιάζει, πριν αρχίσει η γιορτή,
πως κανείς δεν τη βοηθάει, και πως έχει κουραστεί.
Μα μπροστά στους καλεσμένους, ξέρει να χαμογελά,
"Αχ, καλέ, σιγά τον κόπο!" λέει πάντα, όλο χαρά.
"Μα τι όμορφη που είσαι!", λέει η Μαίρη στην Κική,
"Πώς σου πάει το φόρεμά σου, αδυνάτισες πολύ!"
Κι ύστερα στο σύζυγό της λέει, σχεδόν ψιθυριστά:
"Αχρηστεύεται το ρούχο, σίγουρα πήρε κιλά!"
"Άντζελα, γιατί ήρθες μόνη;", λέει η θεία η Αρετή,
"Μη μου πεις, πάει κι ο Κώστας; Τι ατυχία είναι αυτή!"
"Έξοχη η γαλοπούλα!", λέει η θεία η Μαριγώ,
μα στον άντρα της δηλώνει: "Πιο καλά την κάνω εγώ!"
"Λέρωσα το κέντημά σου!", λέει ο θείος ο Θωμάς,
κι η μαμά ευθύς του λέει: "Δεν πειράζει και μην σκας!"
Ο μικρός της γιος φωνάζει: "Αχ, λερώθηκα, μαμά",
και τα μάτια του δακρύζουν από μουλωχτή τσιμπιά.
"Τι ωραία που είναι όλα!" λέει η θεία Ναυσικά,
"Τι'θελα να'ρθω και φέτος;", ψιθυρίζει στον Λουκά.
"Πάντα τέτοια!", λέει ο Νίκος, φαίνεται περιχαρής,
"Αν ξανάρθω, να με φτύσεις", λέει με τρόπο της Φανής.
Είναι σίγουρο το τραύμα, που αφήνει όλο αυτό,
πως ξανάρχονται είναι θαύμα, την αλήθεια θα την πω.
Μάλλον είναι όλοι βιτσιόζοι, δέσμιοι των τυπικών,
γι'αυτό θα βροντοφωνάξω... Ζήτω, λέω, το ρεβεγιόν!
13. Ο προορισμός των θαυμάτων
Αλίευσα πορφυρό του δειλινού
από τη θάλασσα και σου έφτιαξα
επίσημη μια φορεσιά για να κυκλοφορείς
στις στοές και στα διαζώματα
της πόλης τα απογεύματα που
αργοπεθαίνει η μέρα με μια ανοιχτή
πληγή στο στέρνο.
Βαθιά πληγή σαν κόκκινο μήλο
φαγωμένο από κοριτσιού αμίλητο
στόμα.
Μια πορφυρή φορεσιά που τονίζει
τα αδρά χαρακτηριστικά σου.
Πόσο πολύ σου πήγαινε με άρχοντας
μοιάζεις που δυο βασίλεια κρατά
στα χέρια ύστερα από δύο νικηφόρες
εκστρατείες στα ανατολικά της υφηλίου.
Εκεί να ζεις, εκεί να σπαταλιέσαι και
να αγαπάς παρέα με εκατοντάδες
αυλικούς και πρόθυμες γυναίκες
που καλλιεργούν αμπέλια, ελιές και
σιταροχώραφα με το πείσμα ενός
πρωτόβγαλτου παλικαριού.
Με κερνάς κρασί ακριβό και το πίνω.
Αλαργεύει ο νους, σε πλησιάζει το σώμα.
Σμίγουμε κάτω από διάττοντες αστέρες
σαν δυο μακροσκελείς προσευχές που
απέξω τις ξέρουν τα πουλιά και στα
παιδιά τις λένε.
Γεύομαι την ανάσα σου και μόνο έτσι
συνεχίζω να ζω φασκιωμένη με τα
ακριβά σου ρούχα.
Χορεύω για εσένα, γλεντάω για εσένα
πορεύομαι στον κόσμο με αβασάνιστα
βήματα και θαύματα κάνω.
Σου χαρίζομαι κι όσο με θέλεις τόσο
σε θέλω, μέτρο μας μόνο το άπειρο.
Κράτα μου το χέρι απόψε στον κόσμο
θα γεννηθούν εκατοντάδες χιλιάδες
παιδιά που θα σου μοιάζουν κι εγώ
έχω δουλειά πολλή μέχρι να τα αναστήσω.
Μην τα διώξεις.
14. Χωρίς γονιό
Ένα κλωνάρι από σφεντάμι
που έκοψα κοντά στη πηγή του Αη Γιάννη
το έδεσα κομποσκοίνι ανάμνησης
εκείνης της στιγμής που φεύγει το βάρος
από τους ώμους
και η ψυχή απογυμνώνεται.
Εκείνη την ώρα, που η γέννηση και ο θάνατος
μετρούν μιας αφήγησης δρόμο.
Κενό δεν υπάρχει.
Μην τρομάξεις που δεν ακούγεται μοιρολόι
Οι Γενναίοι που κουβαλούν Ιστορία
δεν το αποζητούν.
Δεν τους πρέπει..
Θυμιάζοντας τους αγγέλους
Τον ύμνο ευχαριστίας επαναλαμβάνω
Μετά των Αγίων Ανάπαυσον Χριστέ..
Πατέρα,
Ό,τι τραγικό,
Ό,τι καλό και όμορφο έζησες,
ζήσαμε,
θα το κρατώ στη σκέψη μου με κάθε κόστος
Πάντα θα αφουγκράζομαι τα λεβέντικα βήματα σου.
Όρθιος,
θαρραλέος, ευφυής, χαρισματικός, ικανός,
Θαυμαστός...
15. Η προσευχή
Με ποιο θαύμα να σε συγκρίνω γιε μου.
Είσαι το μεγαλύτερο στην ζωή μου.
Σαν Την Παναγιά ένιωθα, που κρατούσε τον νεογέννητο Χριστό.
Ή αγκαλιά μου φάντη έγινε να ζεσταθείς.
Και εγώ όνειρα άρχισα να κάνω ανέγγιχτα.
Μεγάλωσες παιδί μου και ήρθε η θύελλα.
Παρέσυρε το κορμί και το μυαλό σου.
Χάθηκαν τα όνειρα.
Έγιναν λυγμός.
Η καρδιά και τα μάτια αρνούνται την αλήθεια.
Η σπασμένη φλέβα στο χέρι σου μιλά.
Μέρα την μέρα το βλέπω πως φεύγεις.
Εκλιπαρώ.
Βοήθα Παναγιά μου!
Μάνα είσαι και εσύ!
Δως μου την δύναμη, να παλέψω τους δαίμονές του.
Και εγώ εκεί, ακοίμητος φρουρός θα γίνω.
Κάμε σε παρακαλώ το Θάμα Σου!
16. Ας ψάξουμε το θαύμα
Οι πόλεις φορούν τα γιορτινά τους
μα τα φεγγοβολήματα δεν αντανακλούν τη χαρά.
Και ο σάκος του Άγιου Βασίλη
πού να βαστήξει τόσα θέλω...
έτσι το πνεύμα των Χριστουγέννων παραπαίει.
Τα φωτάκια στα μπαλκόνια τρεμοπαίζουν,
διαλύοντας τη σκιά της καθημερινότητας,
μα αν το ρεύμα σβήσει,
η αλήθεια αναβοσβήνει.
Η αγάπη προσπαθεί σαν δέντρο γιορτινό,
να δώσει μια νότα τρυφερή
στην ταραγμένη και βιαστική πραγματικότητα,
μα ο εγωισμός στοιχειώνει τις ψυχές
και το αστέρι στην κορυφή του νου γέρνει.
Στη φάτνη της καρδιάς μας
ας αφήσουμε τα χνώτα της αγάπης
να μας ζεστάνουν.
Και ας ψάξουμε το θαύμα
στο μελιχρό φως των αστεριών,
εκεί που η ψυχή απλώνεται απέραντη
και προσμένει.
Ας είναι το καράβι της ψυχής καλοτάξιδο,
να κουβαλήσει στο αμπάρι του το θαύμα,
με προσευχή σπαραξικάρδια, σπαργανωμένο,
και ελπίδα να λάμπει
σαν το άστρο της Βηθλέεμ.
Και αν οι μάγοι με τα δώρα ξεχαστούν,
και αν ο μικρός τυμπανιστής σωπάσει,
μια Άγια Νύχτα θα έρθει και για μας.
Αμήν.
17. Ένα εύκολο ''σ' αγαπώ''
Ζητώ ένα εύκολο ''σ' αγαπώ''.
Να τρέχει απλά σαν νερό.
Ακούσιο όπως το κλείσιμο του ματιού.
Χωρίς περίπλοκες διεργασίες,
δικαιολογίες
και χαζές αφορμές.
Ακράτητο σαν παιδική επιθυμία.
Αυθόρμητο, απερίφραστο.
Να έρχεται απρόσκλητο την νύχτα στο δωμάτιο,
να μπαίνει από την κουρτίνα σαν φως,
μαζί με τους ήχους των γρύλων.
Μια τρυφερή και αβίαστη αγάπη.
Ίσια, ατσαλάκωτη, ασυζητητί.
Δεν θέλω κάτι παντοτινό,
παρά μόνο κάτι ξεκούραστο.
Να κάθεται μαλακά πάνω στο στήθος μου,
χωρίς να με πιέζει.
Όπως η βροχή που πέφτει φυσικά,
στις πολύχρωμες ομπρέλες μας.
Όλοι αξίζουμε ένα εύκολο ''σ' αγαπώ''.
Ένα θαύμα χωρίς να ζητηθεί.
Κατανοητό και ευπρόσιτο.
Λιτό και σαφές.
Χωρίς αναβολές και υπεκφυγές.
Έστω μια φορά στην ζωή μας.
Ένα ''σ΄ αγαπώ'' ξεκάθαρο.
Σαν την γεύση της σοκολάτας στο στόμα.
Ακούσιο όπως το κλείσιμο του ματιού.
Χωρίς περίπλοκες διεργασίες,
δικαιολογίες
και χαζές αφορμές.
Ακράτητο σαν παιδική επιθυμία.
Αυθόρμητο, απερίφραστο.
Να έρχεται απρόσκλητο την νύχτα στο δωμάτιο,
να μπαίνει από την κουρτίνα σαν φως,
μαζί με τους ήχους των γρύλων.
Μια τρυφερή και αβίαστη αγάπη.
Ίσια, ατσαλάκωτη, ασυζητητί.
Δεν θέλω κάτι παντοτινό,
παρά μόνο κάτι ξεκούραστο.
Να κάθεται μαλακά πάνω στο στήθος μου,
χωρίς να με πιέζει.
Όπως η βροχή που πέφτει φυσικά,
στις πολύχρωμες ομπρέλες μας.
Όλοι αξίζουμε ένα εύκολο ''σ' αγαπώ''.
Ένα θαύμα χωρίς να ζητηθεί.
Κατανοητό και ευπρόσιτο.
Λιτό και σαφές.
Χωρίς αναβολές και υπεκφυγές.
Έστω μια φορά στην ζωή μας.
Ένα ''σ΄ αγαπώ'' ξεκάθαρο.
Σαν την γεύση της σοκολάτας στο στόμα.
18. Περιμένοντας ένα θαύμα
Αυτή είναι η φωνή μου
Μα να σου μιλήσω δεν μπορώ
Ήξερα για την ανυπόταχτη καρδιά σου
Ποτέ δεν σε ρώτησα γι' αυτό
Έλεγες ότι δεν ήθελες ν’ αγαπήσεις
Αλλά για μένα θα έκανες μια εξαίρεση
Μερικές φορές ήσουν πόθος και κόλαση
Και άλλες έβγαζες αγκάθια
Μαγεύτηκα από την ομορφιά σου, καιγόμουν για σένα
Σύρθηκα στα πόδια σου, ήμουν στο έλεός σου
Μαζί σου γνώρισα όλες τις αμαρτίες
Εσύ μου αποκάλυψες το μυστικό της ζωής
Πόσες φορές προσπάθησα να σε αποχαιρετήσω
Χιλιάδες άλλες να σ’ αρνηθώ
Όμως συνέχεια αθετούσα τον λόγο μου
Ακολουθώντας τον ίδιο προορισμό
Κι αν με ρωτούσες τώρα πού βρίσκομαι
Θα απαντούσα ότι είμαι ξανά εδώ
Σε ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες
Σε ένα σπίτι στοιχειωμένο από το φάντασμά σου
Ψιθυρίζοντας μια προσευχή
Περιμένοντας ένα θαύμα.
19. Τα δίδυμα
Εφτά χρόνια στεφανωμένη και το μωρό
δεν έρχονταν.
Οι χωρικοί την αποκαλούσαν στέρφα
κι ανίκανη.
Σκληρή κοινωνία, απαίδευτη που εύκολα
περιθωριοποιούσε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το διάβα
της το συνόδευε ένα διαρκές σούσουρο
και κάθε λογής σκόρπιες κουβέντες
από τις σχεδόν κακόβουλες χωρικές.
"Την καημένη δεν την λυπάται ο Θεός;"
"Είναι και περήφανη κουβέντα να ακούσει
για το σερνικοβότανο"
Υπόμενε καρτερικά το χτύπημα της μοίρας
σαν τον Ιώβ τα μαρτύρια του.
Ο άντρας της την εμψύχωνε και της
συμπαραστεκόταν.
Ξενομερίτης, δουλευταράς κι αγαθός
δεν την κακοκάρδισε ποτέ.
"Θέλημα Θεού γυναίκα" έλεγε.
Ώσπου μία μέρα στο ενύπνιο τής εμφανίστηκε
μία σκιά πολύ οικεία.
Της μήνυσε πως σε εννιά μήνες θα κρατούσε
δύο μωρά στην αγκαλιά της.
Ταράχτηκε, σταυροκοπήθηκε κι έτρεξε
να ανάψει το καντήλι πλημμυρισμένη
στα δάκρυα.
"Ήρθε η Παναγία" είπε στον άντρα της
"τα βάσανα μας τέλειωσαν."
Όντως το θαύμα συντελέστηκε, έπιασε
παιδί και κατά πως είχε πει η σκιά έφερε
στον κόσμο δύο ροδοκόκκινα μωρά.
Μία πόρτα σκληρή και πικρή έκλεισε
διαπαντός πίσω της κι ένας διάδρομος
φωτεινός ανοίχτηκε μπροστά της με τη
καθοριστικη συνδρομή Της χάρης της.
Ήταν μια άλλη βρεφοκρατούσα.
δεν έρχονταν.
Οι χωρικοί την αποκαλούσαν στέρφα
κι ανίκανη.
Σκληρή κοινωνία, απαίδευτη που εύκολα
περιθωριοποιούσε.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το διάβα
της το συνόδευε ένα διαρκές σούσουρο
και κάθε λογής σκόρπιες κουβέντες
από τις σχεδόν κακόβουλες χωρικές.
"Την καημένη δεν την λυπάται ο Θεός;"
"Είναι και περήφανη κουβέντα να ακούσει
για το σερνικοβότανο"
Υπόμενε καρτερικά το χτύπημα της μοίρας
σαν τον Ιώβ τα μαρτύρια του.
Ο άντρας της την εμψύχωνε και της
συμπαραστεκόταν.
Ξενομερίτης, δουλευταράς κι αγαθός
δεν την κακοκάρδισε ποτέ.
"Θέλημα Θεού γυναίκα" έλεγε.
Ώσπου μία μέρα στο ενύπνιο τής εμφανίστηκε
μία σκιά πολύ οικεία.
Της μήνυσε πως σε εννιά μήνες θα κρατούσε
δύο μωρά στην αγκαλιά της.
Ταράχτηκε, σταυροκοπήθηκε κι έτρεξε
να ανάψει το καντήλι πλημμυρισμένη
στα δάκρυα.
"Ήρθε η Παναγία" είπε στον άντρα της
"τα βάσανα μας τέλειωσαν."
Όντως το θαύμα συντελέστηκε, έπιασε
παιδί και κατά πως είχε πει η σκιά έφερε
στον κόσμο δύο ροδοκόκκινα μωρά.
Μία πόρτα σκληρή και πικρή έκλεισε
διαπαντός πίσω της κι ένας διάδρομος
φωτεινός ανοίχτηκε μπροστά της με τη
καθοριστικη συνδρομή Της χάρης της.
Ήταν μια άλλη βρεφοκρατούσα.
20. Μετράω στιγμές
Μετράω περίσσιες τις φορές που στάθηκα εμπρός του.
Ένα έλατο κατάμεστο στολίδια και λαμπιόνια.
Και η αναμονή των εορτών, χρυσά έντυνε τα πάντα.
Πόσα όμορφα Χριστούγεννα με θαλπωρή γεμάτα,
μοιράστηκα απλόχερα με τους αγαπημένους!
Δεκάδες ήταν οι χρονιές, που κούνησα μαντήλι,
σαν έφτασαν στο τέλος τους, κι ερχόταν νέος χρόνος.
Μα πάντα κάπου εκεί σιμά, στο ύψος της καρδιάς μου,
νέα ελπίδα φύτευα, σαν κύριο μέλημα μου.
Για όνειρα ανεκπλήρωτα, για αλλαγή του κόσμου,
για να νικήσει το καλό κι η απέραντη αγάπη,
Για αναγέννηση παντού, για επίτευξη των στόχων.
Μα σαν περνούσαν οι γιορτές, οι μέρες και οι μήνες,
ερχόταν πάλι η ζωή, με απανωτά χαστούκια.
Μια γνώριμη απογοήτευση, φωλιάζει στην καρδιά μου,
που κάθε χρόνος που περνά, την θρέφει, την θεριεύει.
''Γιατί ζωή; Δεν άξιζα λίγη χαρά να νιώσω;
Για μια μοναδική φορά να μ' ευνοήσει η τύχη;
Συχνά πικρό παράπονο γεμίζει την ψυχή μου.''
Κι αντί να βγουν τα όνειρα, να γαληνέψει ο κόσμος,
νέα συμβάντα γίνονται, πιο άγριες οι καταιγίδες.
Κι έφτασα μέχρι σήμερα, στο ''τώρα'' που βιώνω.
Και τελικά κατάλαβα, ποια είναι η ουσία!
Σ' αυτή τη δύσκολη ζωή, στις δύσκολες τις ώρες,
κανένα Θαύμα δε θα γενεί, να ιαθεί ο κόσμος.
Μοναδικό, υπέροχο, Θαύμα μεγαλειώδες,
είναι να πέφτεις συνεχώς, μα πάντα να καταφέρνεις,
να ορθώνεις το ανάστημα, πανέτοιμος για μάχη!
21.Ελεύθερη
Επίστεψα σε σένα,
στο θαύμα της ζωής.
Μα ήσουν ένας ψεύτης,
μεγάλος θηρευτής.
Γι' αυτό κι εγώ χωρίζω
να πάω μακριά,
και μείνε εσύ μόνος,
να κλαις χωρίς λαλιά.
Νέα χρονιά χαράζει
μ' αστέρι φωτεινό.
Βαρκούλα θ' αρμενίζω,
γαλάζιο ουρανό.

Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε ►εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις













