9.Σπίτι μου
Όταν σε κοιτάζω,
μια αίσθηση γαλήνης
με πλημμυρίζει
Τα ξύλα τρίζουν στο τζάκι.
Στο κατώφλι ένα ζεστό φιλί
και μια αύρα.
Σοκολάτα που ρέει καυτή
σε μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα.
Στον κόρφο της μάνας
το βρέφος ξαποσταίνει χαρούμενο.
Το παιδί γελάει.
Γελάει και το γέλιο του
πλημμυρίζει το χώρο.
Πλημμυρίζει την ψυχή μου.
Ένα ποτήρι κρασί
και τα φωτάκια των Χριστουγέννων
να αναβοσβήνουν.
Ένα μικρό τρενάκι στροβιλίζεται
τρελά πάνω στο παχύ χαλί.
Τρέχω στην αγκαλιά σου.
Κλείνομαι μέσα,
κρατάς απ' έξω κάθε τι κακό.
Είμαι ασφαλής στο χαμόγελο σου.
Εισπνέω τη μυρωδιά
από λεβάντα και δεντρολίβανο
στο λαιμό σου.
Η μυρωδιά της αγάπης.
Ο χτύπος της καρδιάς σου
ζωντανεύει κάθε παιδική μου ανάμνηση.
Κάθε εφηβικό μου όνειρο.
Αναγεννήθηκα στην αγκαλιά σου.
Στα χέρια σου κρατάς
τη γλυκιά νύστα του απομεσήμερου.
Το φως του πρωινού ήλιου
μέσα από τις γρίλιες.
Τη λαμπερή πανσέληνο του Αυγούστου.
Όλα στα χέρια σου.
Στα μάτια σου
που λάμπουν από έρωτα.
Σαν αστέρια που πέφτουν
και πραγματοποιούν τις ευχές μου.
Κάθε ευχή μου κι ένα δάκρυ.
Κάθε ευχή μου εσύ.
Όλα είναι όπως πρέπει στον κόσμο.
Κι εγώ επιτέλους εκεί που ανήκω.
Είμαι σπίτι μου.
10.Φως ο Νικητής
Οι λέξεις θολές, πικρές, ψάχνουν χαρτιά για να χωρέσουν
Με δυό μπουκιές ψυχής, τη θύελλα του νου για να φιλέψουν
Η μοίρα αλύπητα χτυπά, τους στοχασμούς της τέρψης τους θερίζει
Το κύλισμα απ΄τα δάκρυα, το πόνο και τη θλίψη με παγωνιά χαρίζει
Καρδιά στη δύνη αφήνεται, το χέρι το προστάζει να σηκώσει
Του παραθύρου μάνταλο ν’ ανοίξει, το φως στο χώρο να απλώσει
Να πάρουν χρώματα, του σπιτικού οι σκοτεινές γωνιές
Να ζεσταθούν, να στεγνωθούν, τα δάκρυα στις παρειές
Σαν τα βεγγαλικά, φωτός οι ακτίνες οι λαμπρές
Καρφώνουνε κατάστηθα, τις σκοτεινές τις ανοικτές πληγές
Είναι το φως το γιατρικό, που στ΄άγγιγμά του η ομίχλη εχάθη
Σαν κείνο, που κρεμάστηκε, πάνω απ’ του Νεογνού την φάτνη
Ο πόνος μέσα στο σκοτάδι το βαθύ
Διψά για φως, που τόνε στέφει νικητή
11.Μερόνυχτα μετά...
12.Ζω σε ενοίκιο και είμαι καλά!
Βαρέθηκα του κόσμου τη μίρλα
ν' αποκτήσει ν' αποκτήσει
να μαζέψει όσα χωρεί η δεξιά
και η αριστερή χερούκλα του
ν' αγοράσει να πουλήσει
να προικίσει
Λες και 'χει υπογράψει με το θάνατο συμβόλαιο
να ζήσει χίλια χρόνια!
Έχω προίκα σαράντα τριανταφυλλιές
όταν έλθει η ώρα μου
θα ταφώ με νυφικό στις ρίζες τους
Προς το παρόν
μ' ένα κρεβάτι μ' ένα ραδιόφωνο
με βιβλία δανεικά
έχω στήσει το σπιτικό μου
13.Χαϊκού χωρίς εστία
Σπιτικός καπνός
Μες στη νύχτα ζεσταίνει
Τ' ακροκέραμα .
Μα τα δάκρυα,
Παγωμένα στο βλέμμα
Του ανέστιου...
Ένα άστρο σου
Δεν απόμεινε, Σύμπαν,
Συμπονετικό,
Που να φώτιζε
Στις ψυχές κάποια φάτνη
Οίκο και Ναό
Σπίτι αγκαλιάς
Που δεν έχει ανάγκη
Διαβατήριο
Παιδική ματιά
Του παράδεισου μνήμη
Κι εισιτήριο
14.Σπίτι είμαι εγώ
Είμαι ένα σπίτι•
χτισμένο από χώμα κι ουρανό, σκόρπιες ανάσες μέσα σε αίμα δανεικό
χαμένο στο χρόνο, δίχως πατρίδα, με ένα πρόσωπο αδειανό
σε έναν κόσμο, με αρχή και τέλος,
κάπου χαμένα στο κενό
με αναμνήσεις, που έχω ζήσει και άλλες που χάνω να σου πω
μοιάζω με σπίτι, που έχουν γκρεμίσει, κάποιο που έμεινε μισό
έχει ζωή, που έχω γνωρίσει και άλλη που πάντα κουβαλω
μέσα από 'σενα που ήσουν σε κάποιον που βγήκε από άλλον
σ' έναν ατέλειωτο χορό
Έχτισα σπίτι•
όλο με πόνο / ποτάμι κλάμα / μακριά από φόβο / βουτηγμένο σε σκέψεις / σκορπισμένο σε λάθη / με κλεμμένα χαμόγελα / με στιγμές στα στενά / φτιαγμένο από χάος,
σε ένα ακρογιάλι φωτεινό
Έγινα σπίτι•
που δεν αντέχει, όλο λυγίζει στον καιρό
μα έχει μια θέα που ότι και αν γίνει,
θα στο κρατά πάντα ζεστό
σαν ένα παζλ που οι εσοχές του, κουμπώνουν στις προεξοχές
βρήκα ένα σπίτι, έχτισα σπίτι, έγινα σπίτι και τώρα το σπίτι είναι εδώ
15.Το σπίτι μου
Θα φεύγω πάντα
από εκεί
πού δεν ένιωσα ποτέ
το "μαζί".
Η ζωή
ατελείωτη απόδραση,
φυγή στο αλλού...
Θ' αποζητώ
την ανοιχτή αγκαλιά,
το χάδι απαλό στο μάγουλο,
το ζεστό χαμόγελο
τις κρύες νύχτες
της μοναξιάς.
Θα ψάχνω
κάθε Χριστούγεννα
τη θαλπωρή
στην εγκάρδια κουβέντα
με το φίλο,
συντροφιά
μ' ένα ποτήρι κρασί..
Μα πιο πολύ
θα λαχταρώ
να χαθεί
το βλέμμα μου
μέσα στο δικό σου.
Αυτή είναι
η μόνη πατρίδα μου
η αληθινή,
το σπίτι μου!
16.Σπίτι από αστερόσκονη
Το σπίτι μοιάζει της μάνας μου.
Όσο περνάει ο καιρός, ρυτίδες αυλακώνουν τους τοίχους του.
Τα μαλλάκια της γκρίζες δαντέλες που θροΐζουν πένθιμα στα παραθυρόφυλλα.
Κάθε που τρίζουν τα φτενά κοκαλάκια της στην υγρασία
πόρτες και μεντεσέδες ακομπανιάρουν μ’ ανατριχιαστικά τσιριχτά.
Τα παντζούρια πετσικάρανε, έχει καιρό να τ’ ανοίξει
ούτε που καταδέχεται ο ήλιος να τρυπώσει απ’ τις κυρτωμένες γρίλιες της.
Χοντρόφλουδα δάκρυα ξεκολλούν απ’ το ταβάνι.
Κι εγώ τη σοβαντίζω με έξτρα ενυδατικές για ώριμες επιδερμίδες.
“Τι τα θέλω ’γώ αυτά;” μου κλαψουρίζουν οι ρωγμές στα μάγουλά της
μα εγώ ακάθεκτη
“Σώπαινε κι έχουμε αρίφνητες πληγές να μερεμετίσουμε, μανούλα μου”
~ ~ ~ ~
Το σπίτι μοιάζει του πατέρα μου.
Όσο περνάει ο καιρός, τα κυματιστά μαλλιά του πέφτουν
παρέα με τα κεραμίδια στη σκεπή.
Τα δοκάρια τρίζουν στις ρίζες τους, ξεδοντιάζεται σιγά σιγά το μικρό μας σπιτάκι.
Αγριοκισσοί που θρασομανούν οι μπλε φλεβίτσες στα πόδια του.
Τα γόνατά του σκεβρώνουν μαζί με τα ποδάρια του καλού μας τραπεζιού
τι κι αν ήταν πεχλιβάνης και παλίσανδρος;
“Το σαράκι του χρόνου είναι αμείλικτο, παιδί μου”
Αγκωνάρι η ψυχή του κι εγώ παίζω το τελευταίο μου χαρτί
βάζω στο πικάπ την παλιά πλάκα του Στράτου
“δε μπορεί”, λέω, “θα δώσει μια και θα σηκωθεί να το χορέψει”
~ ~ ~ ~
Το σπίτι μας μοιάζει κέντρο διερχομένων ψυχών
Ποιος έρχεται-
ποιος φεύγει-
έχασα το λογαριασμό.
“Να προσέχεις, παιδί μου” ντουετάκι ουρανόθεν.
“Η ζωή εδώ τελειώνει” και κονταροχτυπιέται
με το “ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός”.
Μια ζωή αταίριαστοι κι άλλη μια ζωή αχώριστοι.
Σιγά που δε θα συμφωνούσαν να το σκάσουν συντροφιά.
Σιγά που θα συμφωνούσαν στη μουσική υπόκρουση του φινάλε.
Σιγά που δε θα το κάνανε μιούζικαλ το φευγιό τους.
~ ~ ~ ~
Το σπίτι μας είναι ένα δέντρο με τις ρίζες του στον ουρανό.
Στα κλαριά του στήνουν φωλιές τα μελλοντικά πουλιά
στον κορμό του καρποδένει η αγάπη
στις φυλλωσιές του μινυρίζουν ερωτευμένες σουσουράδες
κάθε φιντάνι που ξεπροβάλλει
κέρασμα στοργικό απ’ του παραδείσου
τον οικίσκο τους.
17.Επειδή
Επειδή
Έντυσες με την αγάπη σου
Την γύμνια της μοναξιάς μου
Επειδή
Μου ξεκλείδωσες το όνειρο
Για να μπορώ να ταξιδεύω
Επειδή
Μου έδειξες τον ουρανό
Κι εγώ έβγαλα φτερά
Επειδή
Ατενίζοντας τους ίδιους ορίζοντες
Μαζί μηδενίσαμε την απόσταση
Επειδή
Μοιραστήκαμε τον πόνο
Και περίσσεψε η γαλήνη
Επειδή
Ματώσαμε κι οι δυο σκάβοντας
Ο καθείς μέσα του φωλιά για τον άλλο
Γι αυτό
Καταισχύνθηκε το έρεβος
Στην φωτιά της λαμπάδας μας
Κι η ερημιά κατατροπώθηκε
Στην εστία της αγκαλιάς μας.
18.Εστία
Αργυρόγλαυκη η γέννα σου ανέγγιχτη Θεά μου,
κορφή θόλου ουράνιου, χτύπησε η καρδιά σου.
Γονείς σπουδαίους βάσταγες στο άπειρο των κόσμων.
Πρωτότοκη κι ηλιόφλογη, περπατησιά αρχινούσες.
Κρόνος και Ρέα ήτανε οι ονομαστοί γονείς σου
κι ανάσα θέρμης έπαιρνες από τη φλόγα τού ήλιου.
Βαριά είν’ τα ονόματα στ’ αδέλφια σου δοσμένα.
Δίας, Ήρα, Δήμητρα, κοντά κι ο Ποσειδώνας.
Όρκο μεγάλο έδωσες τα χρόνια σαν ανθίσαν
στα πέπλα τα κατάλευκα το σώμα σου ζωσμένο.
Τον έρωτα απόδιωξες όχι για κατηγόρια,
μα για το ρόλο τον ιερό στο διάβα σου να δώσεις.
Παρθένα ηλιοστάλαγη στους κόσμους για να μείνεις.
Βαρύ θεμέλιο έβαλες στη ζήση των ανθρώπων,
φωτιά ιερή τους άναψες στου σπιτικού το κέντρο,
θεμέλιο τους έδωκες συμβίωση να στεριώσουν,
αρμονική συμπόρευση, οικογένεια και φροντίδα.
Ναούς εστέριωσες πολλούς αλλά μαζί και πόλεις,
όλα της έγνοιας σου σκοποί και όνειρα μεγάλα.
Γλυκόζωο σπίτι όρισες τη ζήση τους να θρέφουν
να το θωρείς, να το φυλάς, να το θερμοπυρώνεις.
Στέγη στεγνή και δυνατή στα ονείρατα να δώσεις,
θνητών ανάσες ζωηρές να τις κρυφοφροντίζεις.
Καλοσυνάτη και σεμνή στους χρόνους επορεύθης.
Έτσι θεμέλιο έβαλες στα σπίτια των ανθρώπων.
Στέγη ιερή, καλόβολη το βιός τους να στεριώσουν.
Παλμό και βήμα στέρεο στα ονείρατα να δώσουν.
“Σπίτι”, το όνομα έδωκαν στο άγιο όρισμά σου,
και μέσα εκεί απόθεσαν της ζήσης τους το στίγμα.
Και της φωτιάς σου ίαμα στο κέντρο του εστήσαν,
μαζί με την αγάπη τους αντάμα μ’ όλα τ’ άλλα.
Τον έρωτα και ηδονές, στης στέγης του τις ζήσαν.
Στιγμές μικρές και μέγιστες στου ήλιου το ταξίδι.
Χαρές μαζί με δάκρυα στους τοίχους του τις κλείσαν.
Και εμπειρίες μέτρησαν άπλετες στη ζωή τους.
Πόσα και τι στριμώχτηκε στων τοίχων του το σχήμα,
πόσα λαμπρά και σκοτεινά στα δώματά του μπήκαν,
πόσες σταγόνες ίδρωτα τις πέτρες του τις λούσαν,
πόση ζωή και θάνατος διάβηκε την αυλή του.
Σπίτι ιερό, φεγγόβολο, η στέγη των ανθρώπων,
η στράτα τους, το δώμα τους, μαζί με την αυλή του.
Στέρεο βήμα έδωκες στο γένος των ανθρώπων,
να κατοικήσουν, να γευτούν του βίου τη σοδειά τους.
Τη φύση να μερέψουνε, μαζί να πορευτούνε.
Αυτό είναι το έργο σου φλογόφεγγη Κυρά μου,
στου χρόνου εκεί το πέρασμα αιώνια αφημένο.
Να σε θυμούνται οι θνητοί κι οι Αθάνατοι να λένε
Εστία! Εσύ Θεά λαμπρή, της στέγης των ανθρώπων.
19.Αντέχω, να λες…
Tα δύο σου χέρια κάνε σκεπή
να βρει η αγάπη γωνιά να φωλιάσει
για κάθε ορφάνεμα, κάθε ψυχή
που έχει στη νύχτα το δρόμο της χάσει.
Αντέχω, να λες, με χέρι απλωμένο
εκεί που ο πόνος βλασταίνει, θεριεύει.
Στην κάθε πληγή σεμνά να σιμώνεις
να στέκεσαι εκεί, να λες, περιμένω.
Να γίνεσαι σπίτι, απάγκιο, ναός
λιβάνι και σμύρνα στην πλάση να δίνεις
Αντέχω, να λες, σαν άλλος Χριστός
ακόμα και όταν μονάχος σου μείνεις.
20.Προτεραιότητες
Και όσο σκέπτομαι αγανακτώ, αναθυμούμαι..
Τα παιδιά μικρά
Να κοιμούνται όλα μαζί
Να διαβάζουν όλα μαζί
Το τραπέζι να μην μας χωρά
Να τρώμε με βάρδιες
Σε σπίτι με ενοίκιο, 75 μέτρα τετραγωνικά
Βαλλόμενος πανταχόθεν..
(αλλά που να αγροικήσω)
Όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων
Προηγούνται οι «επενδύσεις»
που θα αποδώσουν στο μέλλον
(που πήγαν άπατες..)
Ας μην έχω παράπονο, κάτι υπάρχει για μετά..
Τα παιδιά μεγάλωσαν
Σπούδασαν
Έκαναν οικογένειες
Έρχονται ως επισκέπτες
Έχει το καθένα το υπνοδωμάτιο του
Σε σπίτι δικό μου, 175 μέτρα τετραγωνικά..
21.Μια ζωή μαζί σου
Το σπιτικό μου
είσαι εσύ για μένα
μικρή όαση
Βρισκόμαστε αγκαλιά
και έτσι πετώ ψηλά.
Η εστία μου
είσαι εσύ για πάντα
έρωτας βαθύς.
Τα βράδια που σε κοιτώ
βρίσκω τον παράδεισο.
22.Μέσα στην αγκαλιά σου
Άγγιξέ με
και άσε με να κλείσω τα μάτια μου στην αγκαλιά σου.
Άκουσέ με
και άσε με να κλάψω για όσα κράτησα μέσα μου.
Κοίταξέ με
και πες μου πως είσαι εδώ για εμένα.
Βοήθησέ με.
Βοήθησέ με να σε δω κατάματα.
Άφησέ με να τυλίξω τα χέρια μου σφιχτά γύρω από το σώμα σου.
Άφησέ με να φτιάξω εδώ το σπίτι μου.
Στα ζεστά.
Να έρχομαι εδώ...
Εδώ! Και να κάθομαι αναπαυτικά.
Να βλέπω μέσα από τον καθρέφτη αυτή την ψυχή που είχες αφήσει στην άκρη.
Να της υπενθυμίζω... τι;
Ότι μια γωνιά σ’ αυτό το σπιτικό, πάντα θα της ανήκει!
23.Το παλληκάρι του δάσους και η μικρή Δροσοσταλιά
Έλα, δωσ'μου το χέρι σου
είπε το παλληκάρι
στη μικρή Δροσοσταλιά,
τη νεράιδα των νερών,
των πηγών και της δροσιάς.
Δεν μπορώ να σου δώσω
το χέρι μου,
δεν είμαι από 'δω.
Έρχομαι από άλλο κόσμο
και όχι από αυτόν
που βλέπεις εσύ
παλληκάρι
όμορφο, ξεχωριστό
Από πού έρχεσαι
μικρή Δροσοσταλιά;
Και μη με λες
ξεχωριστό,
δεν είμαι...
Είσαι, είσαι ξεχωριστός
γιατί εσύ
μπορείς και με βλέπεις!
Δεν το μπορούν όλοι αυτό.
Είσαι ξεχωριστός
γιατί αγαπάς να τριγυρνάς
σε ένα από τα σπίτια μου,
το δάσος!
Γιατί αγαπάς
τις ιτιές, τις καστανιές
και τα πουρνάρια!
Τα πλατάνια, τις λεύκες
και τις καρυδιές!
Πού ζεις
μικρή Δροσοσταλιά;
Το σπίτι μου είναι
το δάσος επάνω
στα ψηλά βουνά...
Μα μου αρέσει
να πετώ
και να μη μένω
μόνο εδώ.
Να περνάω
τις βουνοκορφές
και να φτάνω
ως τα σύννεφα ελεύθερη
Κι έπειτα
να βουτάω στο βαθυγάλαζο
του πελάγου...
Έτσι μαζεύω
όλη τη δροσιά
κι έρχομαι με χαρά
να τη δώσω εδώ
στα δέντρα
που τόσο αγαπώ!
Μείνε, μείνε
μαζί μου
μικρή Δροσοσταλιά!
Θα φτιάξω το σπίτι μας εδώ!
Δεν μπορώ!
Είμαι από άλλον κόσμο εγώ!
Φτιαγμένη
από άλλο υλικό.
Μόνο ελεύθερη
μπορώ να ζω
παλληκάρι όμορφο,
ξεχωριστό...
Θα έρχομαι όμως
να σε βλέπω
και να συζητώ
μαζί σου,
γιατί είσαι ο μόνος
από τους ανθρώπους
που κατάφερε να με δει
που κατάφερε
να με κρατήσει
έστω και για λίγο
εδώ!
Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε ►εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.