και η σκυτάλη κατέφθασε πρώτη στα χέρια μου.
11 φίλοι μπλόγκερς, δέκα γυναίκες κι ένας άντρας,
συγκεντρώθηκαν κι ενώνουν τις δυνάμεις τους,
για να δώσουν μια ιστορία, μυστηρίου.
Εδώ το πρώτο κεφάλαιο, από τη Μαριλένα μας.
Κεφάλαιο 2 : Η άφιξη
Όλα ήταν ίδια, ακριβώς όπως τα είχε αφήσει. Το ίδιο σπίτι, ο ίδιος κήπος, η τεράστια σκαλιστή πόρτα με το σκουριασμένο ρόπτρο. Όλα στη θέση τους, με απόλυτη ακρίβεια! Απουσίαζε πέντε ολόκληρα χρόνια. Περίμενε πως ίσως κάτι θα έχει αλλάξει. Ίσως επιτέλους η Βέρα να είχε αποφασίσει να βάλει τη δική της υπογραφή. Κι όμως, ήξερε ήδη πως όλα θα ήταν όπως τα άφησε. Ήταν βέβαιη σχεδόν! Μπορούσε αν ήθελε να κάνει τα πάντα, κι όμως, λες και φυτοζωούσε μέσα σε αυτό το σπίτι! Πολλά θα μπορούσε, αν ήθελε.....
"Αυτή η γυναίκα είναι ένα μυστήριο", σκέφτηκε, ενώ προσπαθούσε να σηκώσει το φουστάνι της από πορφυρό βελούδο, για να μην λερωθεί, από το νοτισμένο από την υγρασία χώμα.
Ο αμαξάς της κατέβασε τα δύο μπαουλάκια της και περίμενε μέχρι να της ανοίξουν, για να πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Χτύπησε διστακτικά το ρόπτρο. Ποιος θα της άνοιγε; Ποια υποδοχή θα είχε άραγε; Το στομάχι της σφίχτηκε και κράτησε την ανάσα της, όταν άκουσε τη σκαλιστή, αλλά φθαρμένη από το χρόνο πόρτα να ανοίγει.
Τελικά ξεπρόβαλλε μια γυναικεία φιγούρα, τυλιγμένη σ' ένα γκρίζο σάλι, που κρατούσε τη λάμπα με τρεμάμενα χέρια από τη συγκίνηση. Ήταν η αγαπημένη της γκουβερνάντα! Όχι, για αυτήν δεν ήταν απλά η οικονόμος μις Σάλι. Ήταν μια δεύτερη μάνα. Ήταν αυτή που στάθηκε δίπλα της στους εφιάλτες της, μετά τον χαμό της μητέρας της. Ήταν η φίλη στην οποία άνοιγε την καρδιά της κι έβγαζε τα εσώψυχά της για τη μητριά της, τα πρώτα χρόνια που ήρθε στη ζωή τους. Ήταν αυτή που την παρότρυνε να υπακούσει στην απόφαση του πατέρα, αυτή που της είπε, που απαίτησε για την ακρίβεια "φύγε το γρηγορότερο μακριά!" όσο κι αν πονούσε που θα την αποχωριζόταν. "Εδώ δεν έχει σωτηρία! Δεν το βλέπεις; Θα μαραζώνεις και κανείς δεν θα δίνει δεκάρα τσακιστή! Πήγαινε μακριά να αναπνεύσεις άλλον αέρα, που δεν θα έχει το θανατικό στα συστατικά του! Φύγε αγαπημένο μου παιδί, να γλιτώσεις εσύ τουλάχιστον!"
Την άκουσε κι έφυγε. Πόνεσε, όσο δεν μπορούσε ποτέ της να το έχει φανταστεί. Ένας δεύτερος, μικρότερος θάνατος. Της στοίχισε πολύ, αν και η γιαγιά της, δεν είχε παράπονο κανένα, υπήρξε καλή μαζί της. Ευτυχώς που ο πατέρας της έστελνε χρήματα κι έτσι συνέχισε μαθήματα στο σπίτι με δασκάλους που της δίδαξαν αγγλική λογοτεχνία, ιστορία, πιάνο, αλλά και ζωγραφική. Δεν τσιγκουνεύτηκε, είναι η αλήθεια. Ή μήπως εξαργύρωνε τις τύψεις του; Σημασία έχει ότι είχε μαζέψει αρκετά εφόδια. Μα και ερωτηματικά. Κυρίως ερωτηματικά! Τώρα ήταν ο καιρός για να επιστρέψει και να αντιμετωπίσει το παρελθόν! Το παρελθόν, τα πρόσωπα κι εκείνη. Πάντα εκείνη.
Τις σκέψεις της διέκοψε η λατρεμένη της...
"Άλις μου! Αγαπημένη, μικρή μου Κυρία! Πόσο μεγάλωσες! Πόσο ομόρφυνες γλυκιά μου! Μα τι όμορφο φουστάνι είναι αυτό. Και το ομπρελίνο σου! Τι χαριτωμένο και ρομαντικό! Εσύ είσαι μια καθωσπρέπει νεαρή δεσποινίδα πια! "
"Σάλι μου...καλή μου Σάλι! Δεν υπήρξε ούτε ένα βράδυ που να γείρω στο μαξιλάρι μου και να μην σε σκεφτώ. Είσαι ό,τι νοστάλγησα αυτά τα χρόνια που έλειψα μακριά! Πόσο πολύ μου έλειψες!"
Μπήκαν στη μεγάλη σάλα αγκαλιασμένες κι έμειναν αρκετή ώρα έτσι, λες κι ήταν αγκαλιά αποχαιρετισμού κι όχι καλωσορίσματος! Έκλαιγαν, γελούσαν, μιλούσαν ψιθυριστά, μα ασταμάτητα... Η ματιά της Άλις γύρισε βιαστικά και χαρτογράφησε το χώρο. Οι πρότερες σκέψεις της επιβεβαιώθηκαν, για άλλη μία φορά. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Έπειτα ξαναγύρισε και αφοσιώθηκε στη μις Σάλι, που είχε μουσκευτεί για τα καλά, από την ένταση των συναισθημάτων της.
Την τρυφερή αυτή στιγμή διέκοψε Εκείνη!
"Άλις; Εσύ είσαι;" Η Άλις γύρισε απότομα στη γνώριμη φωνή, μια φωνή που της δημιουργούσε πάντα ρίγη! Προσπάθησε να χαμογελάσει με το ζόρι. Το πρόσωπο της Βέρας ήταν συνοφρυωμένο. "Άλλαξες!" Ακούστηκε σχεδόν σαν κατηγορία. "Φυσικά κι άλλαξα. Τι περίμενες; Να μείνω για πάντα ένα άγουρο κι άβουλο πλάσμα Βέρα; Σε αυτές τις ηλικίες η αλλαγή βλέπεις είναι πάντα θεαματική! Αλλιώς είναι ένα δεκατριάχρονο κορίτσι κι αλλιώς μια δεκαοκτάχρονη δεσποινίς! Στην ηλικία μου μην ξεχνάς ανέβηκε στο θρόνο η Μεγαλειότητά της, Αλεξαντρίνα Βικτωρία! Δες! Φοράω μποτίνια με τακούνια" προσπάθησε να ακουστεί χαριτωμένη, κρύβοντας την ταραχή της. Σήκωσε μάλιστα επιδεικτικά το φουρό της, ενώ τόνισε τις επόμενες λέξεις της τσεκουράτα (αλήθεια πού βρήκε το κουράγιο αναρωτήθηκε) "εσύ πάντως δεν άλλαξες καθόλου! Και δεν το λέω με την καλή έννοια Βέρα!" Κόντευε να λιποθυμήσει από την ταραχή της, για αυτό διακριτικά κρατήθηκε στην πλάτη μιας πολυθρόνας.
Η Βέρα ένιωσε να ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι της. Η μικρή όχι μόνο είχε μεγαλώσει, αλλά είχε γίνει και γλωσσού! "Έφυγε ένα ασθενικό και φοβισμένο παιδί και επέστρεψε πίσω ένα επικίνδυνο ερπετό", σκέφτηκε! Αστραπιαία επιβλήθηκε στο πρόσωπό της. Προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε, έβαλε το πιο καλό της χαμόγελο και άνοιξε την αγκαλιά της.
Η ιδέα και μόνο να την αγκαλιάζει, την ανακάτευε, Έπιασε το στομάχι της. Πάλι εκείνο το παράξενο αίσθημα. Προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό της. Δεν ήταν όμως εύκολο κάτι τέτοιο. Με όσο κουράγιο είχε είπε δυνατά, τονίζοντας μία μία τις λέξεις της:
"Μεταξύ μας Βέρα, δεν χρειάζεται να παίζουμε θέατρο. Δεν είναι καθόλου ευχάριστη η επιστροφή μου και το ξέρουμε καλά και οι δυο μας! Ή να πω καλύτερα ο ι τ ρ ε ι ς μ α ς; Για την ακρίβεια είμαι σίγουρη ότι θα προτιμούσατε να μην επέστρεφα ποτέ!"
Η Βέρα πήγε κάτι να πει, αλλά τότε ήρθε αστραπιαία το επόμενο αλύπητο ράπισμα από την Άλις...
"Και νομίζω ότι είμαι πια αρκετά μεγάλη και δυνατή (η ψυχή της μόνο ήξερε πόσο έτρεμε) ώστε να έχω πολλές απορίες. Το κυριότερο όμως να απαιτώ απαντήσεις! "
"Απαντήσεις;" ρώτησε σαν χαμένη η Βέρα. Αυτή την εξέλιξη δεν την είχε φανταστεί ποτέ...
Συμμετέχουν, με σειρά εμφάνισης: