17.Πεμπτουσία
Οι λέξεις στροβιλίζονται στο νου,
ψάχνουν απεγνωσμένα
διέξοδο να βρουν,
σε μια σειρά να μπουν ποθούν,
γυρεύουν τρόπο να εκφραστούν.
Χτυπούν, βροντούν
και ατίθασα το νου μου κυριεύουν,
ελεύθερα και ασύδοτα δοσμένες
με βούληση σαν του ατμού,
να εκτοξευτούν
στο αχανές το σύμπαν ταξιδιώτες.
Κι ήταν μια λέξη ο ένοχος, μια τόση δα λεξούλα
που έκανε όλη τη ζημιά
ξεσήκωσε φουρτούνα.
Μάνα!
Μόλις τη σκέφτηκα εθόλωσε ο νους μου.
Και η ψυχή εφούσκωσε
πλέρια συναισθημάτων,
που ανάμεσα τους σπρώχνονταν
ποιο θα επικρατήσει.
Έσπρωχνε η Τρυφερότητα
στην άκρη την Αγάπη.
Φώναζε η Αυταπάρνηση για να υπερισχύσει.
Μετά η Φιλικότητα
που τους καλόπιανε όλους.
Μιλούσε η Αυστηρότητα
για να τους νουθετήσει.
Κι ήταν ακόμα ένα σωρό, η Τάση για θυσία,
Το νουθετώ της Διδαχής,
η Υπερπροστασία.
Η Ανιδιοτέλεια, μάχονταν με μανία.
Και μόνο η Παρηγοριά στην άκρια φοβισμένη,
παρέα με την Αγκαλιά το χέρι της κρατούσε.
Η μάχη τους με κούρασε και άνοιξα τις πύλες
να πορευτούν όπως μπορούν.
Και βρήκανε τον τρόπο.
Όρμησαν ξάφνου μονομιάς
στο δρόμο της καρδιάς μου
Και έγιναν το χαμόγελο της γλύκας της μεγάλης
Και από εκεί ξεχύθηκαν
με δίψα στα ουράνια
γράφοντας ανεξίτηλα η πύρινη γραφή τους.
Όλα εμείς ανήκουμε σε μία μόνο λέξη.
Σε δύο μόνο συλλαβές που είναι ο κόσμος όλος.
Και είναι μία μοναχά, βασίλισσα των πάντων!
ΜΑΝΑ ηχούνε τα βουνά, ΜΑΝΑ ηχεί η πλάση!
18.Στη μαμά μου!
Θυμάμαι....
χεράκι μικρό και εύθραυστο μέσ' την ασφαλή σου την παλάμη,
τον κόσμο άφοβα να σεργιανώ!
Θυμάμαι...
παραμύθια με νεράιδες και φύλακες αγγέλους
ως να σφαλίσει ο Ύπνος τα βλέφαρά μου!
Θυμάμαι...
τις αγκαλιές σου,
με τ' άρωμα της μάνας που άπληστα ρουφούσα!
Θυμάμαι...
γλυκά παινέματα και κανακέματα
πριγκίπισσα σε θρόνο ανεβασμένη!
Θυμάμαι...
τις μικρές μου αταξίες, παιχνίδι γίνονταν
μάθημα ζωής να πάρω
Θυμάμαι...
τη φωνή σου, γάργαρη σαν το καθάριο το νερό πηγής,
το τραγούδι σου, λες κι αντιλαλούσε στον κόσμο όλο,
το κλάμα σου, κόμπο έδενε στην καρδιά μου,
μα και το γέλιο σου, στα ουράνια δυνατό πετούσε,
σα χείμαρρος που τρέχει βιαστικός τη χειμωνιά
Θυμάμαι....
βλέμμα έντονο να εισχωρεί στης ψυχή μου το λαβύρινθο,
το Μινώταυρο της εφηβείας να τιθασεύσει!
Ω!! και τις συμβουλές σου θυμάμαι,
που όσο μεγάλωνα τόσο αντιμαχόμουν!
Πόσο βίαζα το χρόνο να κυλήσει, να γίνω μεγάλη και τρανή
ανάγκη πώς δεν θα σε ΄χω...
Θυμάμαι...
τα δάκρυά σου πώς νότιζαν το νυφικό μου πέπλο,
και τότε που έραιναν το πρώτο σου εγγόνι!
Πόσα θυμάμαι μάνα...
Θυμάμαι...
το χρόνο που άπονα άφηνε τα σημάδια του επάνω σου καλή μου,
τις ρυτίδες σαν τις μέτραγες, βραβεύσεις της ζωής αποκαλούσες
Θυμάμαι...
την ημέρα που έφυγες για εκεί ψηλά,
...πολύς ο πόνος μάνα!
Πόσο σκληρά η ζωή με δίδαξε πως πάντα η μάνα
ορφανό αφήνει το παιδί της όσους χρόνους κι αν μετρά!
Πόσο μου λείπεις μανούλα!
19.Μάνα και κυρά
Μάνα που μαγειρεύεις όνειρα
κι απλώνεις την υπομονή
σφουγγάρισέ μου όλα τ’απόνερα
σιδέρωσέ μου την πληγή
Τις απουσίες δικαιολόγησε
δώσε μου γάλα απ’ την πηγή
και την αγάπη μου ευλόγησε
μ’ ένα στο μέτωπο φιλί
20.Σε είπαν μάνα…
Ο πόνος και η χαρά ενώθηκαν για να σε φτιάξουν
κι έδωσες στην αγάπη νόημα
Γη που ανθεί κάθε ανοιξιάτικο πρωί
Πεταλούδα που αλαφροπετάς στον ήλιο
μουρμουρίζοντας τραγούδι ομορφιάς
Με την ανάσα σου ανάσα δίνεις
Με το χάδι σου φαρμάκια παίρνεις
Πόσα λάθη ξόρκισαν τα δάκρυά σου
Πόσο πόνο μαλάκωσε η αγκαλιά σου
Μ’ όλου του κόσμου τα στοιχειά παλεύεις
χωρίς κανένα δισταγμό
Απάνεμο λιμάνι εσύ, για κάθε θαλασσοδαρμένο σκαρί
Κυματοθραύστης αγέρωχος
Φάρος άσβηστος
Σε είπαν αρχή και χαμογέλασες
Σε είπαν ζωή και κοκκίνισες
Σε είπαν μάνα και δάκρυσες
κι έτσι δακρυσμένη συνεχίζεις να δίνεις το αύριο…
21. Σχεδία
Μέσα από τα απόμακρα βάθη του ύπνου, πάνω στη σχεδία της νύχτας
ένα παιδί προσπαθεί να δραπετεύσει
από την αθεράπευτη οδύνη της μέρας,
από αυταπάτες και αδιέξοδες νοσταλγίες,
από τις σκιές και τα φαντάσματα του δωματίου.
Το κρεβάτι επιπλέει στους σκοτεινούς του φόβους.
Μέσα από τη μνήμη του ονείρου, ξεπροβάλλει η σχεδία
που προσπαθεί να φύγει έξω απ' το δωμάτιο,
έξω από της ημέρας τις αδυσώπητες έγνοιες,
έξω από το ίδιο το όνειρο
που θέλει να την απελευθερώσει
-η ευκαιρία συναρπαστική, αλλά οι τοίχοι εμποδίζουν...
Μέσα απ' την αγρύπνια της μητέρας
που προσπαθεί να ελευθερώσει το παιδί από φόβους και αυταπάτες,
απ' τις σκιές και τα φαντάσματα του δωματίου, ξεπροβάλλει
-χαμόγελο κρυφό στη σκοτεινιά- ο ήχος της φωνής της:
"Κάνε υπομονή. Μη φοβάσαι.
Αύριο θα φύγουμε από εδώ."
22.Μπόλιασμα αγάπης
Πρώτο μου άκουσμα η καρδιά σου
να μου κρατάει συντροφιά,
πρώτη ανάμνηση η ματιά σου
να μ' αγκαλιάζει στοργικά.
Με τρυφεράδα πότιζες
το δέντρο της ζωής μου
με τη μεγάλη αγάπη σου
μπόλιαζες την ψυχή μου.
Και νόμιζα πως σ' αγαπώ
όσο με αγαπούσες
και όταν σου το έλεγα
όλο χαμογελούσες.
Ένιωσα όσα έκρυβες
μες στα χαμόγελά σου,
μάνα σαν έγινα κι εγώ
και είδα τη χαρά σου!
23.Ιθάκη
Να με κρατάς όταν θα πέφτω στο κενό
στων παραισθήσεων την κόλαση όταν μπω
σαν ακροβάτες π’ αγκαλιάζονται σφιχτά
ο ένας στον άλλο τη ζωή του όταν κρεμά.
Να μου μιλάς όταν θα φεύγω μακριά
να μου θυμίζεις απ’ τα χρόνια τα παλιά
μια κυριακάτικη που πήγαμε εκδρομή
και το ποδήλατο που βρήκα ένα πρωί.
Να μου θυμώνεις που δεν είμαι δυνατός
που δίνω μάχες για να μείνω καθαρός
με τρύπιες φλέβες και ψυχή που αιμορραγεί
βήμα το βήμα τη ζωή μου απ’ την αρχή.
Να’σαι η μάνα που μου φώναζε «ΜΠΟΡΕΙΣ!»
να’σαι στο πλάι μου να νιώθω νικητής
να’σαι η Ιθάκη μου για να’χω προορισμό
στο γήπεδό μου οπαδός φανατικός.
Να’σαι εδώ για να προλάβω να σου πω
όσα δεν τόλμησα ως τώρα «ευχαριστώ»
μ’ αδέξια χέρια να μας φτιάξω ζωγραφιά
ένα παιδάκι με τον ήλιο αγκαλιά.
Είμαι εδώ σ’ ένα χορό κυκλωτικό
κι έχω ένα χρόνο που ξεκίνησα να ζω
«Είμ’ ο Νικόλας σου και είμαι καθαρός!»
να φέρει ο αέρας τη φωνή μου ως εκεί
και να φουσκώσει της ζωής μου το πανί…
24. Νήμα
Κι αν ξηλώνονται οι ημέρες σου μητέρα
σαν το παλιό μου μάλλινο πουλόβερ
σ' ένα κουβάρι το νήμα του θα το τυλώ
και θα το ξετυλίγω κάθε που θα 'ρχονται
εκείνες οι νύχτες κι εκείνες οι ημέρες
της ανείπωτα ορφανής μου μοναξιάς
25.Παραμύθι
"Ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς, ή πολύ αργά για ένα ωραίο παραμύθι.
Τόσο πολύτιμο!
Στα μωρά, για να μαθαίνουν.
Στα νιάτα, για να ζουν.
Στα γηρατειά , για να ξεχνούν."
Είπε χαϊδεύοντας το μέτωπο του νιογέννητου
Το φτερωτό φιλί
Της Μάνας
Με τ'ασημένια μαλλιά....
26.Μεγάλωσα μαμά
Δώσε μου το χέρι σου
κι εγώ θα σε μάθω να περπατάς.
Κλείσε τα μάτια
κι εγώ θα σε οδηγήσω.
Κι όταν θα νυστάξεις
πλάι σου θα ξαποστάσω.
Θα μπερδευτούν οι ανάσες μας,
όσα ονειρευόμαστε
κι όσα αγαπάμε.
Εγώ θα είμαι εδώ. Όχι για πάντα.
Το «πάντα» είναι δικό σου.
Θα είμαι μόνο, για όσο εσύ με θες.
Μετά θα κάνω στην άκρη.
Θα σ’ αφήσω να πετάξεις.
Να πας ψηλά!
Να δεις
Να μάθεις
Να νιώσεις
Να ζήσεις
Κι από όσα θα σου χω μάθει
μονάχα ένα θυμάσαι:
Τούτο το δώρο της ζωής μια φορά σου δίνεται.
Κι όταν θα γίνεις κι εσύ γονιός
τότε ναι, θα καταλάβεις
πως αγαπώ θα πει πονώ.
Το νου σου!
«Μεγάλωσα μαμά».
«Κι εγώ παιδί μου. Πέτα».
27. Μητέρα
Μελωμένα φιλιά στης καρδιάς τ' αποτύπωμα.
Ήλιος στ' απόσκιο, απανέμι στις θύελλες.
Τραγούδι γλυκό που τους φόβους ξορκίζει.
Ελπίδα κι ευχή της, το κάθε μου όνειρο.
Ροδόνερο στάζει το γάργαρο γέλιο της.
Ανάσταση μοιάζει, τ' όνομά μου στα χείλη της.
28.Σ' αγαπάω μαμά
Ανοίγω τα μάτια και σ' αντικρίζω.
Γνωστή η φωνή σου,
της καρδιάς σου ο χτύπος.
Η ζεστασιά, η μυρωδιά'
γλυκά με νανουρίζει ο κόρφος σου,
στοργικά με τρέφει το κορμί σου.
Πρώτο χαμόγελο, πρώτο γέλιο,
χεράκι που χάνεται μες στη δική σου απαλάμη.
Πρώτα βήματα, πρώτο πέσιμο,
φιλί που έγιανε την πρώτη πληγή μου.
Πρώτη μέρα σχολείο.
Γυρνώ και κοιτάζω καθώς ξεμακραίνω.
Είσαι πάντα εκεί...
Πρώτες φιλίες, πρώτο διαγώνισμα,
το πρώτο σκίρτημα, το πρώτο φιλί.
Μαζί τα περάσαμε...
Εξετάσεις, σπουδές, δουλειά, γάμος.
Γυρνώ και κοιτώ καθώς φεύγω.
Είσαι πάντα εκεί...
Μ' ένα χαμόγελο και δυο μάτια φεγγάρια.
Πρώτο παιδί, πρώτο εγγόνι.
Μη φοβάσαι μου λες.
Εγώ είμαι εδώ.
Και περνάνε τα χρόνια.
Τα μαλλιά μου ασπρίζουν
και βαθαίνουν οι γραμμές του προσώπου.
Μαμά; Μαμά;
Πού είσαι μαμά;
Φωνάζω και κλαίω, τρέχω τριγύρω,
μα πού να σε βρω;
Μη φοβάσαι, ακούω.
Κοιτάζω ψηλά...
Σκύβει ο ουρανός και με φιλά.
Εγώ θα 'μαι πάντα εδώ, ψιθυρίζεις.
Σ' αγαπάω μαμά.
29.Μάνες
Απόψε
Μια γυναίκα ακουμπά ένα παιδί στην ψάθα.
Ξαποσταίνει πλάι του.
Εκείνο αποκοιμιέται νηστικό.
Εκείνη θα πεινάει όλη νύχτα.
Απόψε
Μια σειρήνα σκίζει την πόλη στα δυο.
Μια γυναίκα προσεύχεται βουβή
έξω από ένα χειρουργείο.
Κρυώνει. Και φοβάται.
Απόψε
Ο αέρας σπρώχνει στη στεριά μια βάρκα.
Μια γυναίκα πετά μέσα δυο παιδιά.
Μια ριπή σκίζει τη σιωπή
κι εκείνη πετά τη μαντίλα της στο νερό.
Απόψε
Ένας εφιάλτης χαλά τον ύπνο.
Μια γυναίκα κλαίει με λυγμούς
Για εκείνο που λαχτάρησε
και ποτέ δεν απόκτησε.
Απόψε
Μια γυναίκα σκούζει με πόδια ανοιχτά.
Το κλάμα ενός παιδιού
Και της γυναίκας. Ανακούφιση.
«Να σας ζήσει!»
Πριν από αιώνες
Μια γυναίκα κλαίει σκυφτή
κάτω από έναν ξύλινο σταυρό.
Ακόμα κλαίει
και μαζί της κι όλες οι γυναίκες της γης.
Μη με ρωτήσετε πως τις λένε.
Δεν ξέρω.
Μάνες άκουσα κάποιον να τις λέει.
Οι λέξεις στροβιλίζονται στο νου,
ψάχνουν απεγνωσμένα
διέξοδο να βρουν,
σε μια σειρά να μπουν ποθούν,
γυρεύουν τρόπο να εκφραστούν.
Χτυπούν, βροντούν
και ατίθασα το νου μου κυριεύουν,
ελεύθερα και ασύδοτα δοσμένες
με βούληση σαν του ατμού,
να εκτοξευτούν
στο αχανές το σύμπαν ταξιδιώτες.
Κι ήταν μια λέξη ο ένοχος, μια τόση δα λεξούλα
που έκανε όλη τη ζημιά
ξεσήκωσε φουρτούνα.
Μάνα!
Μόλις τη σκέφτηκα εθόλωσε ο νους μου.
Και η ψυχή εφούσκωσε
πλέρια συναισθημάτων,
που ανάμεσα τους σπρώχνονταν
ποιο θα επικρατήσει.
Έσπρωχνε η Τρυφερότητα
στην άκρη την Αγάπη.
Φώναζε η Αυταπάρνηση για να υπερισχύσει.
Μετά η Φιλικότητα
που τους καλόπιανε όλους.
Μιλούσε η Αυστηρότητα
για να τους νουθετήσει.
Κι ήταν ακόμα ένα σωρό, η Τάση για θυσία,
Το νουθετώ της Διδαχής,
η Υπερπροστασία.
Η Ανιδιοτέλεια, μάχονταν με μανία.
Και μόνο η Παρηγοριά στην άκρια φοβισμένη,
παρέα με την Αγκαλιά το χέρι της κρατούσε.
Η μάχη τους με κούρασε και άνοιξα τις πύλες
να πορευτούν όπως μπορούν.
Και βρήκανε τον τρόπο.
Όρμησαν ξάφνου μονομιάς
στο δρόμο της καρδιάς μου
Και έγιναν το χαμόγελο της γλύκας της μεγάλης
Και από εκεί ξεχύθηκαν
με δίψα στα ουράνια
γράφοντας ανεξίτηλα η πύρινη γραφή τους.
Όλα εμείς ανήκουμε σε μία μόνο λέξη.
Σε δύο μόνο συλλαβές που είναι ο κόσμος όλος.
Και είναι μία μοναχά, βασίλισσα των πάντων!
ΜΑΝΑ ηχούνε τα βουνά, ΜΑΝΑ ηχεί η πλάση!
18.Στη μαμά μου!
Θυμάμαι....
χεράκι μικρό και εύθραυστο μέσ' την ασφαλή σου την παλάμη,
τον κόσμο άφοβα να σεργιανώ!
Θυμάμαι...
παραμύθια με νεράιδες και φύλακες αγγέλους
ως να σφαλίσει ο Ύπνος τα βλέφαρά μου!
Θυμάμαι...
τις αγκαλιές σου,
με τ' άρωμα της μάνας που άπληστα ρουφούσα!
Θυμάμαι...
γλυκά παινέματα και κανακέματα
πριγκίπισσα σε θρόνο ανεβασμένη!
Θυμάμαι...
τις μικρές μου αταξίες, παιχνίδι γίνονταν
μάθημα ζωής να πάρω
Θυμάμαι...
τη φωνή σου, γάργαρη σαν το καθάριο το νερό πηγής,
το τραγούδι σου, λες κι αντιλαλούσε στον κόσμο όλο,
το κλάμα σου, κόμπο έδενε στην καρδιά μου,
μα και το γέλιο σου, στα ουράνια δυνατό πετούσε,
σα χείμαρρος που τρέχει βιαστικός τη χειμωνιά
Θυμάμαι....
βλέμμα έντονο να εισχωρεί στης ψυχή μου το λαβύρινθο,
το Μινώταυρο της εφηβείας να τιθασεύσει!
Ω!! και τις συμβουλές σου θυμάμαι,
που όσο μεγάλωνα τόσο αντιμαχόμουν!
Πόσο βίαζα το χρόνο να κυλήσει, να γίνω μεγάλη και τρανή
ανάγκη πώς δεν θα σε ΄χω...
Θυμάμαι...
τα δάκρυά σου πώς νότιζαν το νυφικό μου πέπλο,
και τότε που έραιναν το πρώτο σου εγγόνι!
Πόσα θυμάμαι μάνα...
Θυμάμαι...
το χρόνο που άπονα άφηνε τα σημάδια του επάνω σου καλή μου,
τις ρυτίδες σαν τις μέτραγες, βραβεύσεις της ζωής αποκαλούσες
Θυμάμαι...
την ημέρα που έφυγες για εκεί ψηλά,
...πολύς ο πόνος μάνα!
Πόσο σκληρά η ζωή με δίδαξε πως πάντα η μάνα
ορφανό αφήνει το παιδί της όσους χρόνους κι αν μετρά!
Πόσο μου λείπεις μανούλα!
19.Μάνα και κυρά
Μάνα που μαγειρεύεις όνειρα
κι απλώνεις την υπομονή
σφουγγάρισέ μου όλα τ’απόνερα
σιδέρωσέ μου την πληγή
Τις απουσίες δικαιολόγησε
δώσε μου γάλα απ’ την πηγή
και την αγάπη μου ευλόγησε
μ’ ένα στο μέτωπο φιλί
20.Σε είπαν μάνα…
Ο πόνος και η χαρά ενώθηκαν για να σε φτιάξουν
κι έδωσες στην αγάπη νόημα
Γη που ανθεί κάθε ανοιξιάτικο πρωί
Πεταλούδα που αλαφροπετάς στον ήλιο
μουρμουρίζοντας τραγούδι ομορφιάς
Με την ανάσα σου ανάσα δίνεις
Με το χάδι σου φαρμάκια παίρνεις
Πόσα λάθη ξόρκισαν τα δάκρυά σου
Πόσο πόνο μαλάκωσε η αγκαλιά σου
Μ’ όλου του κόσμου τα στοιχειά παλεύεις
χωρίς κανένα δισταγμό
Απάνεμο λιμάνι εσύ, για κάθε θαλασσοδαρμένο σκαρί
Κυματοθραύστης αγέρωχος
Φάρος άσβηστος
Σε είπαν αρχή και χαμογέλασες
Σε είπαν ζωή και κοκκίνισες
Σε είπαν μάνα και δάκρυσες
κι έτσι δακρυσμένη συνεχίζεις να δίνεις το αύριο…
21. Σχεδία
Μέσα από τα απόμακρα βάθη του ύπνου, πάνω στη σχεδία της νύχτας
ένα παιδί προσπαθεί να δραπετεύσει
από την αθεράπευτη οδύνη της μέρας,
από αυταπάτες και αδιέξοδες νοσταλγίες,
από τις σκιές και τα φαντάσματα του δωματίου.
Το κρεβάτι επιπλέει στους σκοτεινούς του φόβους.
Μέσα από τη μνήμη του ονείρου, ξεπροβάλλει η σχεδία
που προσπαθεί να φύγει έξω απ' το δωμάτιο,
έξω από της ημέρας τις αδυσώπητες έγνοιες,
έξω από το ίδιο το όνειρο
που θέλει να την απελευθερώσει
-η ευκαιρία συναρπαστική, αλλά οι τοίχοι εμποδίζουν...
Μέσα απ' την αγρύπνια της μητέρας
που προσπαθεί να ελευθερώσει το παιδί από φόβους και αυταπάτες,
απ' τις σκιές και τα φαντάσματα του δωματίου, ξεπροβάλλει
-χαμόγελο κρυφό στη σκοτεινιά- ο ήχος της φωνής της:
"Κάνε υπομονή. Μη φοβάσαι.
Αύριο θα φύγουμε από εδώ."
22.Μπόλιασμα αγάπης
Πρώτο μου άκουσμα η καρδιά σου
να μου κρατάει συντροφιά,
πρώτη ανάμνηση η ματιά σου
να μ' αγκαλιάζει στοργικά.
Με τρυφεράδα πότιζες
το δέντρο της ζωής μου
με τη μεγάλη αγάπη σου
μπόλιαζες την ψυχή μου.
Και νόμιζα πως σ' αγαπώ
όσο με αγαπούσες
και όταν σου το έλεγα
όλο χαμογελούσες.
Ένιωσα όσα έκρυβες
μες στα χαμόγελά σου,
μάνα σαν έγινα κι εγώ
και είδα τη χαρά σου!
23.Ιθάκη
Να με κρατάς όταν θα πέφτω στο κενό
στων παραισθήσεων την κόλαση όταν μπω
σαν ακροβάτες π’ αγκαλιάζονται σφιχτά
ο ένας στον άλλο τη ζωή του όταν κρεμά.
Να μου μιλάς όταν θα φεύγω μακριά
να μου θυμίζεις απ’ τα χρόνια τα παλιά
μια κυριακάτικη που πήγαμε εκδρομή
και το ποδήλατο που βρήκα ένα πρωί.
Να μου θυμώνεις που δεν είμαι δυνατός
που δίνω μάχες για να μείνω καθαρός
με τρύπιες φλέβες και ψυχή που αιμορραγεί
βήμα το βήμα τη ζωή μου απ’ την αρχή.
Να’σαι η μάνα που μου φώναζε «ΜΠΟΡΕΙΣ!»
να’σαι στο πλάι μου να νιώθω νικητής
να’σαι η Ιθάκη μου για να’χω προορισμό
στο γήπεδό μου οπαδός φανατικός.
Να’σαι εδώ για να προλάβω να σου πω
όσα δεν τόλμησα ως τώρα «ευχαριστώ»
μ’ αδέξια χέρια να μας φτιάξω ζωγραφιά
ένα παιδάκι με τον ήλιο αγκαλιά.
Είμαι εδώ σ’ ένα χορό κυκλωτικό
κι έχω ένα χρόνο που ξεκίνησα να ζω
«Είμ’ ο Νικόλας σου και είμαι καθαρός!»
να φέρει ο αέρας τη φωνή μου ως εκεί
και να φουσκώσει της ζωής μου το πανί…
24. Νήμα
Κι αν ξηλώνονται οι ημέρες σου μητέρα
σαν το παλιό μου μάλλινο πουλόβερ
σ' ένα κουβάρι το νήμα του θα το τυλώ
και θα το ξετυλίγω κάθε που θα 'ρχονται
εκείνες οι νύχτες κι εκείνες οι ημέρες
της ανείπωτα ορφανής μου μοναξιάς
"Ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς, ή πολύ αργά για ένα ωραίο παραμύθι.
Τόσο πολύτιμο!
Στα μωρά, για να μαθαίνουν.
Στα νιάτα, για να ζουν.
Στα γηρατειά , για να ξεχνούν."
Είπε χαϊδεύοντας το μέτωπο του νιογέννητου
Το φτερωτό φιλί
Της Μάνας
Με τ'ασημένια μαλλιά....
26.Μεγάλωσα μαμά
Δώσε μου το χέρι σου
κι εγώ θα σε μάθω να περπατάς.
Κλείσε τα μάτια
κι εγώ θα σε οδηγήσω.
Κι όταν θα νυστάξεις
πλάι σου θα ξαποστάσω.
Θα μπερδευτούν οι ανάσες μας,
όσα ονειρευόμαστε
κι όσα αγαπάμε.
Εγώ θα είμαι εδώ. Όχι για πάντα.
Το «πάντα» είναι δικό σου.
Θα είμαι μόνο, για όσο εσύ με θες.
Μετά θα κάνω στην άκρη.
Θα σ’ αφήσω να πετάξεις.
Να πας ψηλά!
Να δεις
Να μάθεις
Να νιώσεις
Να ζήσεις
Κι από όσα θα σου χω μάθει
μονάχα ένα θυμάσαι:
Τούτο το δώρο της ζωής μια φορά σου δίνεται.
Κι όταν θα γίνεις κι εσύ γονιός
τότε ναι, θα καταλάβεις
πως αγαπώ θα πει πονώ.
Το νου σου!
«Μεγάλωσα μαμά».
«Κι εγώ παιδί μου. Πέτα».
27. Μητέρα
Μελωμένα φιλιά στης καρδιάς τ' αποτύπωμα.
Ήλιος στ' απόσκιο, απανέμι στις θύελλες.
Τραγούδι γλυκό που τους φόβους ξορκίζει.
Ελπίδα κι ευχή της, το κάθε μου όνειρο.
Ροδόνερο στάζει το γάργαρο γέλιο της.
Ανάσταση μοιάζει, τ' όνομά μου στα χείλη της.
Ανοίγω τα μάτια και σ' αντικρίζω.
Γνωστή η φωνή σου,
της καρδιάς σου ο χτύπος.
Η ζεστασιά, η μυρωδιά'
γλυκά με νανουρίζει ο κόρφος σου,
στοργικά με τρέφει το κορμί σου.
Πρώτο χαμόγελο, πρώτο γέλιο,
χεράκι που χάνεται μες στη δική σου απαλάμη.
Πρώτα βήματα, πρώτο πέσιμο,
φιλί που έγιανε την πρώτη πληγή μου.
Πρώτη μέρα σχολείο.
Γυρνώ και κοιτάζω καθώς ξεμακραίνω.
Είσαι πάντα εκεί...
Πρώτες φιλίες, πρώτο διαγώνισμα,
το πρώτο σκίρτημα, το πρώτο φιλί.
Μαζί τα περάσαμε...
Εξετάσεις, σπουδές, δουλειά, γάμος.
Γυρνώ και κοιτώ καθώς φεύγω.
Είσαι πάντα εκεί...
Μ' ένα χαμόγελο και δυο μάτια φεγγάρια.
Πρώτο παιδί, πρώτο εγγόνι.
Μη φοβάσαι μου λες.
Εγώ είμαι εδώ.
Και περνάνε τα χρόνια.
Τα μαλλιά μου ασπρίζουν
και βαθαίνουν οι γραμμές του προσώπου.
Μαμά; Μαμά;
Πού είσαι μαμά;
Φωνάζω και κλαίω, τρέχω τριγύρω,
μα πού να σε βρω;
Μη φοβάσαι, ακούω.
Κοιτάζω ψηλά...
Σκύβει ο ουρανός και με φιλά.
Εγώ θα 'μαι πάντα εδώ, ψιθυρίζεις.
Σ' αγαπάω μαμά.
29.Μάνες
Απόψε
Μια γυναίκα ακουμπά ένα παιδί στην ψάθα.
Ξαποσταίνει πλάι του.
Εκείνο αποκοιμιέται νηστικό.
Εκείνη θα πεινάει όλη νύχτα.
Απόψε
Μια σειρήνα σκίζει την πόλη στα δυο.
Μια γυναίκα προσεύχεται βουβή
έξω από ένα χειρουργείο.
Κρυώνει. Και φοβάται.
Απόψε
Ο αέρας σπρώχνει στη στεριά μια βάρκα.
Μια γυναίκα πετά μέσα δυο παιδιά.
Μια ριπή σκίζει τη σιωπή
κι εκείνη πετά τη μαντίλα της στο νερό.
Απόψε
Ένας εφιάλτης χαλά τον ύπνο.
Μια γυναίκα κλαίει με λυγμούς
Για εκείνο που λαχτάρησε
και ποτέ δεν απόκτησε.
Απόψε
Μια γυναίκα σκούζει με πόδια ανοιχτά.
Το κλάμα ενός παιδιού
Και της γυναίκας. Ανακούφιση.
«Να σας ζήσει!»
Πριν από αιώνες
Μια γυναίκα κλαίει σκυφτή
κάτω από έναν ξύλινο σταυρό.
Ακόμα κλαίει
και μαζί της κι όλες οι γυναίκες της γης.
Μη με ρωτήσετε πως τις λένε.
Δεν ξέρω.
Μάνες άκουσα κάποιον να τις λέει.
Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.