5. Ο τελευταίος επισκέπτης
Σκάλισα πάνω στα μάρμαρα τ' όνομά σου
Να το δει ο Θεός να σε προσέχει
Σαν χτες μου φαίνεται
Που έλυσες τη βάρκα σου για αλλού
Τα νύχια μου σκληρά θα αντέξουν
Στην πόλη που ζω
Περισσεύουν τα καμπαναριά
Μεγάλοι πελαργοί στήνουν φωλιές
Γεννάνε ολοστρόγγυλα αυγά
Αυγαταίνουν
Καμαρώνουν τα σύννεφα
Ποτέ δεν πεθαίνουν
Ποτέ δεν αφήνουν ανερμήνευτους τους χρησμούς
Ιστορίες σκαρφίζονται για τα μικρά παιδιά
Χαμογελούν σαν να 'ναι να κουρσέψουν το άσπρο κέντημα του φωτός
Τη φωλιά τους κυκλώνουν με σύρματα οι μοιραίοι μην έρθουν μάγιστροι
Στόλισα τον κήπο μου με ναρκίσσους και φτελιές
Εκεί να πηγαίνεις κάθε δείλι να βαδίζεις
Την κουβέρτα σου κρατώ ζεστή
Την πένα σου τη βυθίζω στο μελάνι
Θεϊκές να σε βρίσκουν εικόνες:
Μια κόρη αναγεννησιακή
Μια πράσινη έκταση ανθισμένη
Μια αγκαλιά παράνομων εραστών
Τραγούδια να μου γράφεις
Στιλέτα να καρφώνεις στη λήθη
Το βήμα σου να συντονίζεις με τον άνεμο
Με τόση ακρίβεια που σαν πρωτάγγελος να μοιάζεις
Εγώ θα σε θωρώ και χαμόγελα θα σου φέρνω
Λεπτές να γίνονται οι αντιθέσεις σαν τις βέργες που ξεφλούδιζες παιδί
Φώτισα το σπίτι μου με δαδιά και πυρσούς
Τράβηξα τις κουρτίνες κοντά μου να έρχεσαι με τα βραδινά τρένα
Στο κάδρο το χαμόγελό σου
Στη ντουλάπα ανέγγιχτα τα ρούχα σου
Στρώνω τα συρτάρια με λεβάντες
Διπλώνω τις κρεμάστρες με ριζόχαρτα
Αφίλητο κυλάει το αίμα μου
Δεν σε περίμενα τόσο νωρίς
Πάρε το τσάι σου να ζεσταθείς
Πάρε το χέρι μου να μην βουλιάξεις
Εγώ θα πάω μια βόλτα ως το κοντινό αλσύλλιο
Τις πάπιες και τους κύκνους να ταΐσω
Χτες ο κηπουρός βρήκε νεκρό το παγόνι
Τα σκάγια είχαν την υπογραφή σου
Ο θάνατος πάντα πληρώνεται με θάνατο
Αρχέγονος νόμος
Α! δεν σου είπα ανασκάλεψε τη φωτιά και σβήσε το φως στο κατώι
Άχραντος να μοιάζεις μες στη νύχτα κι αιθέριος σαν γλάρος που πετά!
Άχραντος να μοιάζεις μες στη νύχτα κι αιθέριος σαν γλάρος που πετά!
6. Θεός δεσμώτης
Μίση και πάθη, φθόνος και απόγνωση
Έγκλειστος στο μυαλό των ανθρώπων
Κι αν το σκοτάδι σε τυλίγει, εσύ βαστάς.
Γιατί είσαι η απαρχή του φωτός,
Θεός δεσμώτης μα και λεύτερος...
7. Σωτηρία είναι η αγάπη
Είναι Χριστούγεννα,
κι η κοινωνία έχει προβλήματα πολλά.
Στην τσέπη της και την ψυχή της.
Έχει ξεμείνει και που να τρέξει για δανεικά.
Τα φωτάκια, θολώνουν,
την κατάντια της.
Κι οι στολισμοί,
για λίγο καλλωπίζουν
την πάλαι ποτέ αίγλη της.
Ένας μισοφαγωμένος κουραμπιές,
δίπλα σε ένα κάδο σκουπιδιών,
θυμίζει τον Άγιο Βασίλη.
Την υπόσχεση που έρχονταν πάντα,
με άδειο σάκο.
Είναι Χριστούγεννα,
Κι αν η μοίρα ποτέ δεν φέρθηκε σωστά,
υπάρχει η ελπίδα του νέου χρόνου.
Μα είναι Θεέ μου δύσκολο,
να είσαι ποιητής της ζωής,
αν δεν το κάνεις για την τέχνη.
Οι σκέψεις ξεφτίζουν με τον καιρό,
Αν δεν τις άγγιξε μελάνι.
Θα άφηνα τους στίχους,
να πιάσω τα γράμματα,
μεγάλωσα όμως πια.
Κι ίσως το γράμμα να μη φτάσει.
Θέλω να κλείσω με μια ευχή
Ευτυχισμένη να είναι η νέα χρονιά.
Ο κάθε άνθρωπος να βρει ότι η καρδιά του αγαπά.
Σωτηρία του κόσμου άλλωστε, θα ‘ναι πάντα η αγάπη.
Ο κάθε άνθρωπος να βρει ότι η καρδιά του αγαπά.
Σωτηρία του κόσμου άλλωστε, θα ‘ναι πάντα η αγάπη.
8. Πάθια γονυκλινή
Θα 'θελα ν' άνοιγα για μια ημέρα
του Παραδείσου τη πόρτα πέρα ως πέρα.
Τη σκοτεινιά να έλουζε το θεϊκό φως
- σε όλα τα μήκη και τα πλάτη σαφώς.
Τα Σεραφείμ
ν' αφουγκραστούν τον φόβο, τις τύψεις, τους λυγμούς και τις κραυγές
και τα Χερουβείμ
να δουν τ' απομεινάρια αρρώστων που σκαλίστηκαν με νυχιές.
Παιδιά άρρωστα και πονεμένα
να νιώσουν έστω για μια στιγμή λατρεμένα.
Ρυτιδιασμένα πρόσωπα από γηρατειά
να μη βλέπουν τη φρίκη στης αφοσίωσης τη ματιά.
Κάτι τσαλακωμένοι κι αποκαΐδια
να μεταλάβουν φως από άστρα πατημένα
και να πετάξουν το καρτελάκι θανάτου στα σκουπίδια
που 'χει επιγραφή «ακρωτηριασθείς - αποθέματα ψυχής διαμελισμένα».
που 'χει επιγραφή «ακρωτηριασθείς - αποθέματα ψυχής διαμελισμένα».
9. Άκου
Πες μου!
Ακούς καθόλου τις σιωπές σου?
Τον παφλασμό των ήσυχων κυμάτων όταν η θάλασσα
παίρνει να γαληνεύει?
Τον ακούς?
Ακούς τον ψίθυρο του ανέμου σε κάθε νηνεμία?
Και το συνηθισμένο το τιτίβισμα που στο δέντρο πεταρίζει?
Το ακούς κι αυτό?
Ακούς το θρόισμα των φύλλων λίγο πριν πέσουνε
στο χώμα που είναι νοτισμένο?
Κι όλης της πλάσης το ανατρίχιασμα κάθε που χάνεται
ο ήλιος?
Το ακούς?
Καθένα από αυτά ξεχωριστά, κι όλα μαζί συνάμα,
αν τα ακούς,
είναι η φωνή του ενός μοναδικού Θεού
που μέσα σε κάθε έμβιο βασιλεύει.
Θεού ψίθυρος
Την Άνοιξη προγραμματίζω
Όλες τις μέρες, όλες τις εποχές
Και σαν μυρίσει πορτοκάλι
Ψήγματα σιωπής
θεϊκής υπόστασης
άφατη χαρά
άφατη χαρά
11.
Επιστροφή
Θεού ψίθυρος
του
ανθρώπου λυτρωμός
δίχως
σκιά Φως
12. Στον ιστό
Άνθρωποι
με
μαύρο λάδι
στη
ψυχή·
παγιδευμένοι
στη
σφαλαγγουδιά.
Δεν θα
γνωρίσουν ποτέ
τη
θέωση.
13.
Γάτος
Στους
κάδους των απορριμάτων
προσμένει
τον επιούσιο
Το
κυνηγετικό ένστικτο ξυπνά
όταν
σακούλες πετιούνται στον αέρα.
Τότε κι
εκείνος σάλτο κάνει
να τις
τσακώσει!
Μιζέρια
της βρώμικης πόλης...
Κορίτσι
είχα
μάθει απ'τον παππού πως Εκείνος
για όλα
τα πλάσματα του Κόσμου μεριμνά.
Μα
ίσως, παππού, κατοικεί πολύ ψηλά
στα
μπαμπακένια σύννεφα
και δεν
ακούει της κοιλιάς
γατιών
κι ανθρώπων τα γουργουρητά.
Θεός
υπάρχει;
Αναρωτιέμαι
πλέον γυναίκα βλάσφημη.
Προσευχές, προσευχές, προσευχές
τάματα
ασημένια και χρυσά
Τον
γυρεύουν
Πού
βρίσκεται;
...
Ένα
αγοράκι δίνει το κουλούρι του
κρυφά
στο γάτο.
Να
Τος!
14. Η
γέννηση
Νύχτα
θεϊκή
έφθασε
στη σκέπη μας
μια νέα
ψυχή
15. Πού κρύβεται ο Θεός;
Πού κρύβεται ο Θεός
όταν ένα παιδί αφήνει
αυτόν τον κόσμο;
Σε ποιο βλέμμα
τον συναντάς
για να πάρεις κουράγιο;
Σε πόσες ανάσες
συνυπάρχουμε;
Σε πόσα δάκρυα
παλεύουμε μαζί;
Κι όταν ανοίγουν
της ψυχής οι διακόπτες
τον βλέπουμε παντού.
Στον ενθουσιασμό
ενός παιδιού.
Στις ρυτίδες της γιαγιάς
όταν καμαρώνει
τους απογόνους της.
Σε κάθε μαγική σύμπτωση.
Μετά την καταιγίδα
στο ουράνιο τόξο που
ξεδιπλώνει την παλέτα του.
Όταν δύο ερωτευμένοι
ενώνονται,
είναι ένας μικρός Θεός.
Όταν ένα χάσμα
γεφυρώνεται
είναι ένας μικρός Θεός.
Τον αναζητάμε παντού.
Στις προσευχές,
στην φλόγα του κεριού,
στις εικόνες των Αγίων,
στα θαύματα.
Μα είναι παντού,
υπάρχει μέσα μας.
Και το θαύμα
είμαστε εμείς.
16. Των Χριστουγέννων η θεά
Την Άνοιξη προγραμματίζω
το καλοκαίρι μαστορεύω
το Φθινόπωρο στολίζω
το Δεκέμβρη μαγειρεύω
Δίκαια και σωστά
είμαι των Χριστουγέννων η θεά!
Όλες τις μέρες, όλες τις εποχές
σκέφτομαι τις γιορτές.
Με πηλό και με μαλλί
φτιάχνω αστέρια και δεντράκια
Με χρώμα και χαρτί
φτιάχνω κάρτες και δωράκια
Και σαν μυρίσει πορτοκάλι
μυτούλα κόκκινη φορώ
κερατάκια βάζω στο κεφάλι
στη γιορτή σας προσκαλώ
Δίκαια και σωστά
είμαι των Χριστουγέννων η θεά
17. Της ψυχής ο άστεγος
Με της αυγής, τη θλιβερή τη πάχνη
Σε στοίβες στέκονται, τα φύλλα των ανθρώπων
Κηλιδωμένοι ίσκιοι, λαβωμένοι κλώνοι
Δέντρων θυμάτων, λιωμένων ερώτων
Απ' τις οπλές των άκαρδων, ψηλών αλόγων
Μιά βρύση πʼ έμεινε, με σπασμένη μια στάμνα
Ενός ονείρου τίμιου, που τόπνιξε το δάκρυ
Απ' την αυλή την κλέψανε, τη λευκή τη γλάστρα
Του γιασεμιού που μύριζε, απ' άκρη σʼ άκρη
Μάγμα της λάβας χύθηκε και σβήστηκαν τα άστρα
Μέσ' το σκοτάδι κρύβεται, της ζωής το «ρεύμα»
Τα παγωμένα χέρια, μένουν στη γη ακρωτηριασμένα
Πίνεις μελάνι, για να μην φτύσεις αίμα
Καλοσωρίζεις τη βραδιά, με παγωμένο βλέμμα
Το μόνο που βράζει μέσα σου, είναι τʼ ανθρώπινο το ψέμα
Το ανεξήγητο αγκάθι, σου μοιάζει πύρινος θεός
Του σατανά και του φιδιού, ψάχνεις την απόγνωση
Να την απλώσεις στη καρδιά, με της αγάπης το φως
Να γίν' η ελπίδα έφηβη, να πάλλετ' από πόρωση
Είναι αβάσταχτο να σʼ εκτοπίζει, τʼ ανθρώπου ο ουρανός
Εδώ τελείωσαν 13 ακόμα συμμετοχές.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις υπόλοιπες 13 συμμετοχές.
Πάτησε ►εδώ και μπες στην ανάρτηση.