18. Τετέλεσται
Είναι και κάποιες καρδιές,
που προσκυνούν τον Έρωτα για Θεό.
Μα η δική μου,
δεν ένιωσε ποτέ αυτή την πίστη.
Γιατί οι Θεοί δεν είναι Άγγελοι,
να εκπίπτουν.
Η αύρα Τους αγέρωχη στέκει,
στον άνεμο και τις κακουχίες,
κι όμως εγώ που βλέπεις,
έχω δει Έρωτες πολλούς,
ζητιάνους σημασίας.
Κουρελιασμένοι τριγυρνούν,
σαν ψυχές καταραμένες,
να ζουν την ίδια στιγμή
εκεί που η σπίθα ξεκινά.
Χορταίνουν με υποσχέσεις,
και ξεδιψούν με ένα άγγιγμα στοργής.
Εγώ δεν ξέρω τέτοια.
Με ψίχουλα το στομάχι δεν γεμίζει,
Πώς να γεμίσει η καρδιά;
Κι είναι και κάποιες καρδιές,
ρημαγμένες καρδιές,
που από κάπου ζητάνε να πιαστούν.
Για μια στιγμή Παράδεισου,
θα πούλαγαν την ψυχή τους και στον Διάβολο!
Γιατί η θέωση είναι ο προορισμός τους.
Μα ο Έρωτας δεν είναι θεός.
Είναι λάτρης και πιστός της Αγάπης.
Η αγάπη… η πεμπτουσία της ζωής,
Η δοξασία της ύπαρξης,
Δεν χωρά σε όλες τις ψυχές,
Κι ο κόσμος πνέει τα λοίσθια.
Αν η αγάπη χαθεί,
Θα σβήσει το φεγγάρι,
Θα παγώσουν οι ψυχές
κι ύστερα...
Τετέλεσται.
19. Έρπομαι
Γονυπετής σ'αναζητώ
σε επίπλαστους κόσμους.
Μισή ζωή
σαν κύμα βουβό
σε αιχμηρά βράχια
που μια παλιά κατάρα συνθλίβει
την ενδελεχή αναζήτηση
προς τη θέωση.
20. Γράμμα στον Κόσμο
Σου το στέλνω. Μ' έναν καημό και μια ελπίδα.
Γιατί πιστεύω σ' ό,τι ένιωσα, φοβήθηκα ό,τι είδα.
Μεγάλο θα το πεις, όμως μικρούλι εγώ το λέω.
Γελάω με τα καμώματά του, με τα παθήματά του κλαίω.
Τόσο σ' αγαπάει που θέλει να σ'αλλάξει.
Κι έχει μέλι στην καρδιά, στο βλέμμα του μετάξι.
Ρόδο έχει για σπαθί και για εχθρό τ' αγκάθι.
Μη το φοβάσαι. Τα όνειρά του πόνεσε, συγχώρεσε τα λάθη.
Στο στέλνω, Κόσμε, μιας ζωγραφιάς παιδάκι.
Τρυφερό και άφοβο, αλλιώτικο και δροσερό σαν μπουμπουκάκι.
Και μη σε νοιάζει ποιος ή ποια είμαι εγώ.
Πες με Άνθρωπο, Δημιουργό. Πες με Γονιό, Δάσκαλο, Θεό.
Μονάχα αγάπα το. Κι αν δεν το αγαπήσεις,
μη μου το τρομάξεις.Το χαμόγελο μην του στερήσεις.
Θα 'ρθει η ώρα που θα τ' ονειρευτείς.
Την αγκαλιά του θ' αναζητήσεις, θα το χρειαστείς...
21. Πανανθρώπινος βηματισμός
Πνοή
Αρχή ζωής
Κλάμα φόβου γοερό
Πλάσμα της φύσης μαγικό
Νιώσε
Θεμέλιο
Πορεία άγνωστη
Χρέος η καθοδήγηση
Λάθος η εξάρτηση απειλητικό
Μάθε
Μετάβαση
Δρόμος δύσβατος
Καταλύτης ο αποχωρισμός
Ένας νέος ενήλικας γεννιέται
Αυτονομήσου
Παιδί
Μικρός Θεός
Η πρόκληση παντού
Ο κλαυσίγελως συναντά τη σοφία
Ζήσε
22. Απώλεια αισθήσεων
Ιερουργώντας τη μέρα στο πρώτο της σκαλί
ιεροψάλτες καλούνται οι αισθήσεις•
ομοφρόνως ζητούν να ξορκίσουν
το απρόσμενο του πεπρωμένου
έως το απόβραδο.
Παραφωνία αποτελούν οι ιεροφάντες στη σκηνή
όπου αντί θυσίας λιβανιού, προσφέρουν φλόμο
για τη χαμένη αθωότητα του ΄20 ου αιώνα.
Θυμίζουν τον ξέφρενο ρυθμό, τις ζαλισμένες μέρες,
την συνεχόμενη αντιζηλία των ημερών…
Τώρα έρχονται και παρέρχονται οι καλένδες
του ΄21 ου αιώνα.
Το άπλετο φως,
δεν αγγίζει πια τα ορθάνοιχτά μας μάτια
και οι ήχοι
αδυνατούν να εξευμενίσουν την ανάστατη ψυχή,
ολοένα ηχούν πιο μεταλλικοί.
Προκατασκευασμένες σύνθετες τροφές,
δυναστεύουν το αίσθημα της γεύσης.
Των παιδικών μας χρόνων οι μυρωδιές,
αναμνήσεις ορφανές
και το ανέπαφο χάδι ενός κόσμου ακυβέρνητου
παγερό πάνω στη ράχη του νεογνού.
Σε ελεύθερη πτώση οι αισθήσεις…
μα, γιατί να ανησυχούμε;
Γιατί τα χνάρια του Θεού
στην ανθρώπινη ψυχή
τα αποτυπώνουν οι αισθήσεις…
23. Ευχαριστώ
Ήρθες.
Ν’ απαλύνεις με το ζεστό σου χαμόγελο τη ρυτίδα των ματιών μου.
Ν’ αγγίξεις με τη θεϊκή σου ανάσα τον αναστεναγμό.
Να φτερουγίσεις στις άκρες των δαχτύλων μου την ομορφιά.
Να μ’ αγαπήσεις και να ερωτευτώ ξανά τη ζωή.
Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις, πρίγκηπά μου.
24. Τα άνθη της Ανατολής
Πιάσου απ' το χέρι του Θεού
Πιάσε
το χερούλι της πόρτας
Ποτέ
δεν κλειδώνω
Έχω
λαδώσει τους μεντεσέδες από χτες το βράδυ
Ήχος να
μην ακουστεί
Το
σύμπαν να σιωπήσει
Τα
πουλιά έχουν σκληρά νύχια
Τα
χαμομήλια κίτρινα μάτια
Κι εγώ
από μια παπαρούνα
Αντέγραψα
Το
άλικο χρώμα
Ολοπόρφυρα
να γίνονται τα φιλιά μου
Νοερά
να τα φωλιάζεις στο αίμα σου
Πιάσου
απ' τις οπτασίες
Και τα
θεϊκά παραγγέλματα
Στον
άνεμο ανοιγοκλείνουν τρίζοντας
Τα
γαλάζια παντζούρια
Όπως οι
αρθρώσεις των γερασμένων κλόουν
Αυτών
που από παλιά πικρά σ' αγαπούσαν
Στα ξυραφάκια του βοριά
Κόπηκε
το χέρι μου
Κοιτούσα
μια φιμέ βιτρίνα και δεν πρόσεξα
Είχα κι
ολόγυμνα τα μπράτσα παρόλο το κρύο
Μα δεν
σ' αρνήθηκα ούτε στιγμή
Έλα με
την τρικυμία
Έλα με
τ' απόβροχο
Φέρε
τις γάζες των σύννεφων
Φέρε το
ιώδες της δύσης
Πονάω
Τα
πόδια τρέμουν
Οι
κλειδώσεις δεν υπακούουν
Τα
μάτια αμφισβητούν
Δροσερά
σου στρώνω σεντόνια ασπροκέντητα
Μαύρα
σου φέρνω τριαντάφυλλα
Από
εκείνα τα σπάνια της Ανατολής
Για να
ζηλέψεις κι εσύ μια φορά
Στην πολυθρόνα η γάτα χουζουρεύει
Το
καναρίνι κάθισε πάνω στο ανοικτό πιάνο
Τα
βύσσινα ωριμάζουν στον κήπο μαζί με τους ψιθύρους
Έλα να
ακούσεις τις ομολογίες τους
Πέρασε
μια αμαξοστοιχία
Κι εγώ
κουνούσα μαντήλια
Αιχμαλώτισα
δυο μάτια
Μην
ήταν τα δικά σου;
Μόλις
που διέκρινα δυο βαλίτσες
Μην
ήταν οι αποσκευές σου;
Δεν
βρίσκω λύση
Απάντηση
πουθενά
Τέμνονται
οι αλήθειες πάνω στους ιστούς
Μια
θεόρατη αράχνη τις καταβροχθίζει
Που να
πιστέψω;
Έχει
γλίτσα απόψε στους δρόμους
Το
κλεφτοφάναρο γλίστρησε
Κάτω
από το παγκάκι κι έσπασε
Δεν σε
βλέπω
Μόνο το
χνώτο σου αισθάνομαι υγρό
Από που
έρχεται ο καλπασμός;
(Πάλι
οι συμμορίες θα χτυπήσουν)
Πρόσεξε!
Αλλότρια μια πομπή πληγώνει τη σελήνη εκ των έσω
25. Η Συνοικία των Θεών
Πώς λάμπουνε στον ήλιο τα κιονόκρανα
και πώς ασπάζονται οι κίονες τα ουράνια
και από κάτω πώς γυαλίζουν τα πλακόστρωτα
και τα σοκάκια γεμάτα αρχαία περηφάνια;
Παλιά αρχοντικά με αετώματα
και παραθύρια στολισμένα με γεράνια.
Κι ενώ μετρώ τα σκαλοπάτια κατεβαίνοντας
μία λατέρνα με γεμίζει με ζωντάνια.
Οι νότες γύρω μου συνωμοτούν κι αρχίζουνε,
ν’ ανοίγουν πύλες που οδηγούν στο παρελθόν,
το σκηνικό τριγύρω να ξεφτίζουνε,
κι από τα μάτια μου να σβήνουν το παρόν.
Τα γνώριμα τα μονοπάτια καλοδέχεται,
ο διψασμένος νους μου με απληστία
κι αρχίζει να καλύπτει με τ’ αχνάρια του
παλαιότερα ίχνη, στων Θεών τη Συνοικία.
Γεμίζει ο τόπος μακριά φορέματα,
ομπρέλες και καπέλα με φτερά,
κι αμέσως ο αγέρας μοσχοβόλησε
από τα ανθισμένα γιασεμιά.
Περίτεχνες και γραφικές αυλόπορτες
σκιάζονται από τις βουκαμβίλιες,
και τα κλαδιά τους όπως πλέκονται
φτάνουν ως τις κλεισμένες γρίλιες.
Ξοπίσω τους οι κόρες κρύβονται
τα βράδια, να ακούσουν τις καντάδες,
που τραγουδούν με πάθος για έρωτες,
κρυφά από τους αφεντάδες.
Και το πρωί οι ψυχοκόρες που βολτάρουνε
τις στάμνες με νερό για να γεμίσουν,
τα ραβασάκια δίνουν των κυράδων τους
σε νέους, που ποθούν να κατακτήσουν.
Κουτσομπολιό και κόντρες πνεύματος
γύρω από ξύλινα τραπέζια,
ενώ στου Φιλοπάππου γίνονται
κρυφά σμιξίματα, με μάρτυρες τα αστέρια.
Και από απέναντι φωτίζει η Ακρόπολη
και η άπλετη αρχοντιά του Παρθενώνα,
φτιάχνοντας έτσι ο Θεός ο Έρωτας,
σπάνιο κρασί υπέροχου αμπελώνα.
Κι ενώ μετρώ τα σκαλοπάτια κατεβαίνοντας,
έπαψε της λατέρνας ο ωραίος ήχος.
Χάθηκαν οι ευωδιές και τα αρώματα,
με έζωσε το ανώνυμο το πλήθος.
Άφησα τη μαγεία αυτή ξοπίσω μου
και έναν μικρό αναστεναγμό μου,
για να γενώ πάλι ένας κρίκος της
στην αλυσίδα αυτού του κόσμου.
26. Ένα ταξίδι με αξία
Στη μέση του πελάγους λικνίζεται ήρεμο
ομορφοσκάλιστο σκαρί με καπετάνιο διαλεχτό
Πανί ολοκέντητο τις άκρες του ουρανού αγγίζει
με του αγέρα τις διαθέσεις χαϊδεύει τα κύματα,
με του βοριά το θυμό κλυδωνίζεται,
μα ασάλευτο θα παραμείνει τον άνεμο καρτερώντας.
Ένα ταξίδι είναι η ζωή
κι εμείς σαν τα ιστιοφόρα χαράζουμε πορεία
με πυξίδα πάντα την ελπίδα
Γερά κρατάς τιμόνι,
ιστία κουμαντάρεις
όταν ο βοριάς σε απειλεί με μανία,
όταν τιθασεύεις άγρια άλογα
στης θάλασσας το λιβάδι,
όταν γυμνός απειλείσαι ν'απομείνεις
στης ζωής τις διαθέσεις!
Τα μάτια σηκώνεις ψηλά
θεϊκή προστασία αποζητάς!
Το σκαρί σου θε να κρατήσεις ορθό
που η κακότροπη μοίρα απειλεί να αφανίσει
Μα πόσο υπέροχο είναι το αγνάντεμα
όταν Θείο χάρισμα σου φέρνει η μέρα
να λικνίζεσαι αμέριμνα στο φως του ζωοδότη,
ν'αφουγκράζεσαι τη μουσική της ζωής
όταν σε νανουρίζει η θάλασσα μ'ερωτικό τραγούδι.
Αν η αγάπη κουμαντάρει το σκαρί σου,
αν καπετάνιο σου την πεις,
σίγουρος νοιώθεις πως λιμάνι θε να βρεις
Κι όταν βοριάς και μοίρα σε πολιορκούν,
δυνάμεις ισχυρές που απειλούν να σε συντρίψουν,
αυτή η αγάπη σε σφυρηλατεί
ν' αντέξεις, ν’ αγωνιστείς.
Και με κομμένα τα φτερά αν βγεις,
χάρις σ αυτήν θα νοιώσεις έντονα ότι ζεις,
θα εκτιμήσεις και θα ανορθωθείς.
27. Ένα Θεό
Μέχρι τώρα
Ένα Θεό εγνώρισα σε τούτη τη ζωή
Ποιον ?
Εκείνη που με γέννησε
Κανέναν άλλον.
28. Οι αρχάγγελοι των προαστίων
Νύχτα αργά που σχόλασε
είχε σχολάσει κι η γιορτή
σ’ ένα άδειο βαγόνι τρένου και φέτος
τελευταίο δρομολόγιο
Κηφισιά - Ομόνοια - Βηθλεέμ...
«Εωθινό αστέρι μου που έρχεσαι απ’ το βορά
τι κάνουν οι αγγέλοι μου;
ποιος μας φυλάει εκεί ψηλά;
θα έχει ζέστα το μικρό; θα έχει συντροφιά;
θα ξεστρατίσει ένας Θεός ως τη δική μας φάτνη;
εκεί που ναυαγήσαμε στο υπόγειο της Μάρνη
μήτε γατιά δεν μας χνωτίζουν πια...»
Γλυκά κούρνιασε στο κάθισμα
ακούμπησε στο νοτισμένο τζάμι
με προσκεφάλι την παλάμη
φωτάκια γλυκοφέγγανε στης πόλης την αχλή
αχ, ωραία που ζεστάθηκαν τα ξυλιασμένα πόδια
κύλησε το αίμα πάνω στις ράγες του κορμιού
απ’ την καμπίνα του μηχανοδηγού
κάποιος της έγνεψε
με το σεβασμό και τη συντροφικότητα
που έχουν οι φαντάροι σαν αλλάζουν σκοπιά
«Με το καλό να γυρίσεις σπίτι σου και Χρόνια Πολλά!»
Φύλαξε την ευχή να τη ζεσταίνει
κι έτρεξε τα υγρά στενά
να φτάσει γρήγορα στην υπόγεια φάτνη
ένα αστέρι τη συντρόφευε σ’ όλη τη διαδρομή
σα φακός αναμμένος στη τσέπη του παλτού της
μα εκείνη δεν το πρόσεξε, μόνο έτρεχε κι αγωνιούσε
αν θα’χει ζέστα το παιδί,
αν θα’χει συντροφιά,
για ένα δώρο χρυσοτυλιγμένο, αν θα τη φτάσουν τα λεφτά...
Κι ως άνοιξε την πόρτα της
ανοίξαν και οι ουρανοί
κι όλου του κόσμου τα Ωσαννά
ακούστηκαν απ’το φωταγωγό
κι οι αρχάγγελοι που φυλάνε τα στενά αυτά
ευλόγησαν με τα ιερά τους δώρα•
ένα παιδί που κοιμάται στα ζεστά
ο άντρας φοράει ρούχα καθαρά
το τραπέζι στρωμένο με δυο πιάτα και μια κανάτα κρασί
κι ένα ματσάκι λευκά κρινάκια στο ποτήρι...
«Καλά Χριστούγεννα και καθαρή ψυχή!»
Το πρωί θα ζεστάνει το γάλα του παιδιού
κι ο πατέρας θ’ αφήσει στο προσκεφάλι του
ένα τρενάκι,
αχ, τι χαρά θα πάρει το παιδάκι
όταν πρωτοκυλήσουν τα βαγόνια στις ράγες τους
αχ, τι μαγεία θα νιώσει
όταν ο ξύλινος μηχανοδηγός
θα του κλείσει συνωμοτικά το μάτι...
30. Θεία Βοήθεια
Ο Ηγεμόνας δυναμώνει υπέρμετρα.
Άρχεται του αυτεξούσιου λαού
Άρχει του λαού υποταγμένου
Η Αυλή στεριώνει ευημερούσα.
Κόλακες ανόσιοι και άνομοι
Υπερέχουν των αδυνατότερων
Και ο Λαός μένει σιωπηλός και φρόνιμος.
Οι νόμοι για ίδια δικαιώματα και αγαθά
Ικανοποιούν τις επιδιώξεις του συστήματος
Εκτροπή από την μη πρόσβαση στα προνόμια
Καθίσταται άωρος και ανεπικύρωτη
Οι λίγοι μόνο να απολαμβάνουν..
Συνειδητά αποκλείεται η Επαναστατική βούληση
Ευσεβής πόθος η θεραπεία της ευσπλαχνίας
Θεέ, βοήθησε τους αδυνάτους σου..
Αλλότρια μια πομπή πληγώνει τη σελήνη εκ των έσω
25. Η Συνοικία των Θεών
Πώς λάμπουνε στον ήλιο τα κιονόκρανα
και πώς ασπάζονται οι κίονες τα ουράνια
και από κάτω πώς γυαλίζουν τα πλακόστρωτα
και τα σοκάκια γεμάτα αρχαία περηφάνια;
Παλιά αρχοντικά με αετώματα
και παραθύρια στολισμένα με γεράνια.
Κι ενώ μετρώ τα σκαλοπάτια κατεβαίνοντας
μία λατέρνα με γεμίζει με ζωντάνια.
Οι νότες γύρω μου συνωμοτούν κι αρχίζουνε,
ν’ ανοίγουν πύλες που οδηγούν στο παρελθόν,
το σκηνικό τριγύρω να ξεφτίζουνε,
κι από τα μάτια μου να σβήνουν το παρόν.
Τα γνώριμα τα μονοπάτια καλοδέχεται,
ο διψασμένος νους μου με απληστία
κι αρχίζει να καλύπτει με τ’ αχνάρια του
παλαιότερα ίχνη, στων Θεών τη Συνοικία.
Γεμίζει ο τόπος μακριά φορέματα,
ομπρέλες και καπέλα με φτερά,
κι αμέσως ο αγέρας μοσχοβόλησε
από τα ανθισμένα γιασεμιά.
Περίτεχνες και γραφικές αυλόπορτες
σκιάζονται από τις βουκαμβίλιες,
και τα κλαδιά τους όπως πλέκονται
φτάνουν ως τις κλεισμένες γρίλιες.
Ξοπίσω τους οι κόρες κρύβονται
τα βράδια, να ακούσουν τις καντάδες,
που τραγουδούν με πάθος για έρωτες,
κρυφά από τους αφεντάδες.
Και το πρωί οι ψυχοκόρες που βολτάρουνε
τις στάμνες με νερό για να γεμίσουν,
τα ραβασάκια δίνουν των κυράδων τους
σε νέους, που ποθούν να κατακτήσουν.
Κουτσομπολιό και κόντρες πνεύματος
γύρω από ξύλινα τραπέζια,
ενώ στου Φιλοπάππου γίνονται
κρυφά σμιξίματα, με μάρτυρες τα αστέρια.
Και από απέναντι φωτίζει η Ακρόπολη
και η άπλετη αρχοντιά του Παρθενώνα,
φτιάχνοντας έτσι ο Θεός ο Έρωτας,
σπάνιο κρασί υπέροχου αμπελώνα.
Κι ενώ μετρώ τα σκαλοπάτια κατεβαίνοντας,
έπαψε της λατέρνας ο ωραίος ήχος.
Χάθηκαν οι ευωδιές και τα αρώματα,
με έζωσε το ανώνυμο το πλήθος.
Άφησα τη μαγεία αυτή ξοπίσω μου
και έναν μικρό αναστεναγμό μου,
για να γενώ πάλι ένας κρίκος της
στην αλυσίδα αυτού του κόσμου.
26. Ένα ταξίδι με αξία
Στη μέση του πελάγους λικνίζεται ήρεμο
ομορφοσκάλιστο σκαρί με καπετάνιο διαλεχτό
Πανί ολοκέντητο τις άκρες του ουρανού αγγίζει
με του αγέρα τις διαθέσεις χαϊδεύει τα κύματα,
με του βοριά το θυμό κλυδωνίζεται,
μα ασάλευτο θα παραμείνει τον άνεμο καρτερώντας.
Ένα ταξίδι είναι η ζωή
κι εμείς σαν τα ιστιοφόρα χαράζουμε πορεία
με πυξίδα πάντα την ελπίδα
Γερά κρατάς τιμόνι,
ιστία κουμαντάρεις
όταν ο βοριάς σε απειλεί με μανία,
όταν τιθασεύεις άγρια άλογα
στης θάλασσας το λιβάδι,
όταν γυμνός απειλείσαι ν'απομείνεις
στης ζωής τις διαθέσεις!
Τα μάτια σηκώνεις ψηλά
θεϊκή προστασία αποζητάς!
Το σκαρί σου θε να κρατήσεις ορθό
που η κακότροπη μοίρα απειλεί να αφανίσει
Μα πόσο υπέροχο είναι το αγνάντεμα
όταν Θείο χάρισμα σου φέρνει η μέρα
να λικνίζεσαι αμέριμνα στο φως του ζωοδότη,
ν'αφουγκράζεσαι τη μουσική της ζωής
όταν σε νανουρίζει η θάλασσα μ'ερωτικό τραγούδι.
Αν η αγάπη κουμαντάρει το σκαρί σου,
αν καπετάνιο σου την πεις,
σίγουρος νοιώθεις πως λιμάνι θε να βρεις
Κι όταν βοριάς και μοίρα σε πολιορκούν,
δυνάμεις ισχυρές που απειλούν να σε συντρίψουν,
αυτή η αγάπη σε σφυρηλατεί
ν' αντέξεις, ν’ αγωνιστείς.
Και με κομμένα τα φτερά αν βγεις,
χάρις σ αυτήν θα νοιώσεις έντονα ότι ζεις,
θα εκτιμήσεις και θα ανορθωθείς.
27. Ένα Θεό
Μέχρι τώρα
Ένα Θεό εγνώρισα σε τούτη τη ζωή
Ποιον ?
Εκείνη που με γέννησε
Κανέναν άλλον.
28. Οι αρχάγγελοι των προαστίων
Νύχτα αργά που σχόλασε
είχε σχολάσει κι η γιορτή
σ’ ένα άδειο βαγόνι τρένου και φέτος
τελευταίο δρομολόγιο
Κηφισιά - Ομόνοια - Βηθλεέμ...
«Εωθινό αστέρι μου που έρχεσαι απ’ το βορά
τι κάνουν οι αγγέλοι μου;
ποιος μας φυλάει εκεί ψηλά;
θα έχει ζέστα το μικρό; θα έχει συντροφιά;
θα ξεστρατίσει ένας Θεός ως τη δική μας φάτνη;
εκεί που ναυαγήσαμε στο υπόγειο της Μάρνη
μήτε γατιά δεν μας χνωτίζουν πια...»
Γλυκά κούρνιασε στο κάθισμα
ακούμπησε στο νοτισμένο τζάμι
με προσκεφάλι την παλάμη
φωτάκια γλυκοφέγγανε στης πόλης την αχλή
αχ, ωραία που ζεστάθηκαν τα ξυλιασμένα πόδια
κύλησε το αίμα πάνω στις ράγες του κορμιού
απ’ την καμπίνα του μηχανοδηγού
κάποιος της έγνεψε
με το σεβασμό και τη συντροφικότητα
που έχουν οι φαντάροι σαν αλλάζουν σκοπιά
«Με το καλό να γυρίσεις σπίτι σου και Χρόνια Πολλά!»
Φύλαξε την ευχή να τη ζεσταίνει
κι έτρεξε τα υγρά στενά
να φτάσει γρήγορα στην υπόγεια φάτνη
ένα αστέρι τη συντρόφευε σ’ όλη τη διαδρομή
σα φακός αναμμένος στη τσέπη του παλτού της
μα εκείνη δεν το πρόσεξε, μόνο έτρεχε κι αγωνιούσε
αν θα’χει ζέστα το παιδί,
αν θα’χει συντροφιά,
για ένα δώρο χρυσοτυλιγμένο, αν θα τη φτάσουν τα λεφτά...
Κι ως άνοιξε την πόρτα της
ανοίξαν και οι ουρανοί
κι όλου του κόσμου τα Ωσαννά
ακούστηκαν απ’το φωταγωγό
κι οι αρχάγγελοι που φυλάνε τα στενά αυτά
ευλόγησαν με τα ιερά τους δώρα•
ένα παιδί που κοιμάται στα ζεστά
ο άντρας φοράει ρούχα καθαρά
το τραπέζι στρωμένο με δυο πιάτα και μια κανάτα κρασί
κι ένα ματσάκι λευκά κρινάκια στο ποτήρι...
«Καλά Χριστούγεννα και καθαρή ψυχή!»
Το πρωί θα ζεστάνει το γάλα του παιδιού
κι ο πατέρας θ’ αφήσει στο προσκεφάλι του
ένα τρενάκι,
αχ, τι χαρά θα πάρει το παιδάκι
όταν πρωτοκυλήσουν τα βαγόνια στις ράγες τους
αχ, τι μαγεία θα νιώσει
όταν ο ξύλινος μηχανοδηγός
θα του κλείσει συνωμοτικά το μάτι...
29. Χαϊκού στο φτερό
Λευκές φτερούγες
απλωμένες στο χώμα
πλάνα θέωση.
Αστραπόβροντα
φοράει ο ουρανός
ο Θεός παίζει.
Πορφυρό χρώμα
ηλιοβασιλέματα
Θεού ταξίδι.
Χαμογέλασε
να ανθίσουν κρινάκια
Θεά του νερού.
Ύμνος θεϊκός
ικεσίες των ψυχών
ουρανός σιωπά.
ικεσίες των ψυχών
ουρανός σιωπά.
Βροχής σταγόνα
θεϊκή λαμπυρίζει
στου ήλιου το φως.
στου ήλιου το φως.
30. Θεία Βοήθεια
Ο Ηγεμόνας δυναμώνει υπέρμετρα.
Άρχεται του αυτεξούσιου λαού
Άρχει του λαού υποταγμένου
Η Αυλή στεριώνει ευημερούσα.
Κόλακες ανόσιοι και άνομοι
Υπερέχουν των αδυνατότερων
Και ο Λαός μένει σιωπηλός και φρόνιμος.
Οι νόμοι για ίδια δικαιώματα και αγαθά
Ικανοποιούν τις επιδιώξεις του συστήματος
Εκτροπή από την μη πρόσβαση στα προνόμια
Καθίσταται άωρος και ανεπικύρωτη
Οι λίγοι μόνο να απολαμβάνουν..
Συνειδητά αποκλείεται η Επαναστατική βούληση
Ευσεβής πόθος η θεραπεία της ευσπλαχνίας
Θεέ, βοήθησε τους αδυνάτους σου..
Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.