8.Μάταιη προσδοκία
Κάθισαν σιωπηλοί σ’ ένα τραπέζι,
μετρώντας για άλλη μια φορά
τα όνειρα που είχαν ναυαγήσει.
Το ‘ξερε πως βρίσκεται
στη δίνη μιας μεγάλης καταιγίδας.
Ωστόσο είχε αναλάβει την υποχρέωση,
να φέρει πιο κοντά την οικογένεια,
σ’ ένα γιορτινό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Μια θυσία ακόμη στο βωμό της συμφιλίωσης.
Χειραψίες, ασπασμοί, φιλοφρονήσεις.
Μια ψεύτικη βιτρίνα, ανάμεσα σ’ έναν Ισκαριώτη,
έναν υποκριτή Φαρισαίο, έναν επαίτη της δεκάρας,
κι ένα νάρκισσο που το ‘παιζε σπουδαίος,
προσπαθώντας να επιβάλλει τους κανόνες
μιας αψεγάδιαστης ευδαιμονίας.
Άχρωμοι, άοσμοι, ιδιοτελείς,
σαν στημένη ασπρόμαυρη φωτογραφία.
Ακούστηκαν πικρές αλήθειες.
Ανούσιες υπεκφυγές.
Τα μαχαίρια ακονίστηκαν
με ζοφερές οικογενειακές αποκαλύψεις.
Η ένταση κορυφώθηκε επικίνδυνα.
Η συζήτηση πήρε τον κατήφορο,
πάνω που είχε στρώσει μια ψεύτικη ελπίδα
Περάσανε άλλο ένα βράδυ,
ξαναγυρίζοντας στα ίδια και στα ίδια.
Μια πλάνη, μια μάταιη προσδοκία,
χωρίς σκοπό.
9.Χαρίζεται
Ροτόντα ξύλινη, μασίφ
με τέσσερις καρέκλες σε άριστη κατάσταση.
Δωρίζω την ιστορία μας, τα νιάτα και το σπιτικό σας
με την παιδικότητά μου μαζί.
Συγνώμη μαμά. Συγνώμη μπαμπά.
Δε με ακούτε, το ξέρω - μα τη χρωστάω ακόμη και χωρίς ακροατή.
….. Να ήμουν οχτώ; να ήμουν δέκα;
Κάθε Χριστούγεννα που γιόρταζες μπαμπά
αυτή τη μόνη φορά άνοιγε το σπίτι, άνοιγε κι η καρδιά μου
στο μικρόκοσμό μας.
Ξεσκόνιζα την τραπεζαρία μας τρυφερά
για τους επισκέπτες μας το βράδυ.
Γυάλιζες τα κρυστάλλινα μαμά εσύ, φυλαγμένα ένα χρόνο στο μπουφέ
και χαρούμενη εγώ τα γέμιζα καλούδια.
Εδώ τα φιστίκια, εκεί οι σοκολατένιες μαργαρίτες.
Δίπλα τα αμύγδαλα και στο μεγάλο μεγάλο μπολ
τα λιγοστά, τα ακριβά με βύσσινο σοκολατάκια μέσα.
Τα αγαπημένα μας αυτά που τρέχαν στο πηγούνι άσπρο πηχτό λικέρ
και ρουφάγαμε ηδονικά μη στάξουν
-αλλά σπάνια έτρωγα μαμά. Αν περίσσευαν τα άφηνα για σένα.
Πάντα ήξερα πόσα λίγα χάρηκες μέχρι τα βαθιά σου γηρατειά.
Το δέντρο με παλιά στολίδια, δύσκολα τα χρόνια, μετρημένα τα λεφτά.
Δυο ουίσκι, φτηνό κονιάκ κι ένα λικέρ.
Όλα στη ροτόντα πάνω σε δαντελένιο, άσπρο πετσετάκι
από τη γιαγιά μου προίκα βελονιά.
Κι αυτό το μόνο βράδυ Χριστουγέννων από όλη τη χρονιά
άνοιγε το σαλόνι, αστράφταν τα γυαλάκια στα φωτιστικά
και γεμίζαμε κοστούμια, μίνι στρας τσαντάκια και κραγιόν
που με σημάδευαν στα μάγουλα σαν καρδιά επιβράβευσης από τη δασκάλα.
Οι άντρες να σιγοπίνουν στο τραπέζι,
οι γυναίκες σα σε στασίδι εκκλησίας στον καναπέ
και να κερνάω εγώ μετρώντας με αγωνία, τελειώνουν τα σοκολατάκια βύσσινο,
όλο και λιγότερα τα όρθια κοτσάνια, ουφ, έχουμε ακόμη μαργαρίτες.
Κι αθόρυβα σε σκαμπό να σκιαγραφώ τα πρόσωπα
να χαρτογραφώ τις λέξεις, να απαντάω πού και πού
" ναι, είμαι καλή μαθήτρια, - μπράβο- ευχαριστώ " .
....................
Περάσανε τα χρόνια, φτιάξαμε τα δικά μας σπιτικά,
γερνούσες μαμά, δε στόλιζες δέντρο πια "για ποιον; έλεγες, στολίστε εσείς για τα παιδιά σας"
Γερνούσες κι εσύ μπαμπά μα πάντα Χριστούγεννα ερχόμασταν με τα δώρα μας,
παπούτσια, πουλόβερ και μπουφάν με τα χρόνια γίνονταν κάλτσες, παντόφλες, φανελάκια
- πού να βγεις και πού να πας-
ολοένα και λιγόστευαν τα κοστούμια και οι φούστες,
τα μάγουλά μου καθαρά πια από τα ανεξίτηλα τριανταφυλλί κραγιόν
- αποδημούσαν όλοι με τα χρόνια μα η ροτόντα, το τραπέζι μας
γέμιζε πια με τα δικά μας τα γκουρμέ τα φαγητά ,
τα παιδιά μας κελαρύζαν κακόφωνα τα κάλαντα
κι έτσι τρεις γενιές ανασταίναμε τη μέρα με φουσκωτές κοιλιές, γέλια, βαχ
και στις τσέπες χαρτζιλίκια.
Η τραπεζαρία σιώπησε - πότε; δε θυμάμαι πια
όμως θυμάμαι μαμά με πόση στοργή γριούλα πια,
σε μια παλιοκουβέρτα πέρασες λάστιχο
να την τυλίξεις, τρυφερά, προστατευτικά
κι όταν έφυγες κι εσύ
με τις τέσσερις καρέκλες της χώθηκε σε αποθήκη σκοτεινή.
Κάθε πρόσωπο μια κόκκινη γραμμή.
Πότε φτάσαμε στα ίδια τα σημεία σας μαμά, μπαμπά;
Μια ζωή σα να 'ταν χτες, μια ζωή φλας, μια ζωή στιγμές
ένα αύριο που όλο κατηφορίζει.
Μέρες τώρα νοερά φτιάχνω το μενού,
τα παιδιά με το όνομά σου πατέρα μου γιορτάζουν!
Μα σήμερα πενθώ. Η ιστορία μας σκόνη γεμάτη, αξίζει μιας δικής μου μέρας σιωπή.
"Χαρίζεται ροτόντα........"
Πατήστε Δημοσίευση. Κλικ. Η αγγελία σας δημοσιεύτηκε επιτυχώς.
10.Σε κάποια ευτυχία
Κουστουμάτα κουφάρια, με άδειες ψυχές και μεγάλες τσέπες,
κάθονται στο μεγάλο τραπέζι και αποφασίζουν για το μέλλον μας.
Πάντα μετά ακολουθεί τσιμπούσι, στην "υγειά των κορόιδων".
Μια υγεία αμφίβολη, σε νοσοκομεία ετοιμοθάνατα,
μα σάμπως ο θάνατος δεν κάνει σεργιάνι γενικότερα;
Φωτιές στα δάση, δεν έσβησαν ποτέ,
μα σβήνουν όνειρα απ' τις ψυχές του κόσμου, με άνεση.Στολίζουν έλατα ψηλά και κάνουν μεγαλόπρεπες γιορτές,και ξεγελούν τον κόσμο, τάζοντας τους γεμάτα καλάθια.
Μα αν ένα πράγμα μας έμαθε η Κοκκινοσκουφίτσα με το καλαθάκι της,
είναι να προσέχουμε τον κακό τον λύκο.
Δε δώσαμε όμως βάση στα παραμύθια και έτσι τους λύκους
τους καπελωθήκαμε για χρόνια.
Γεμίζουν τους λογαριασμούς τους και για το τραπέζι σου,
ποιος νοιάζεται!
Νερό να πίνεις και να βλέπεις ειδήσεις,
όλο και κάποιο σκάνδαλο θα σε βοηθήσει για να ξεχάσεις την πείνα σου.
Βία παντού, ψυχές πονεμένες
και ο κόσμος χαμένος σε ένα ταραγμένο χάος.
Μια κρίση που όλο αλλάζει επίθετο,
οικονομική, κοινωνική, ενεργειακή.
Μα ο κόσμος δεν αλλάζει και δεν τον αλλάζουμε.
Στωικά, σκυθρωπά, βαδίζουμε με βήμα ταχύ,
κάπου να φτάσουμε.
Σε κάποια ευτυχία.
Μα ας σιωπήσω, να μη χαλάσω τη γιορτή.
Μια λακουβίτσα είμαι άλλωστε,
στους άφτιαχτους δρόμους του παρόντος.
Αγναντεύοντας μέσα απ' τη λάσπη, ένα μέλλον αβέβαιο.
Ας ανάψουμε το δέντρο, να κυνηγήσουν τα πολύχρωμα φώτα του,
το σκοτάδι που μας σκεπάζει.
Και ας ρίξουμε λίγη χρυσόσκονη, πάνω στους πόνους της στιγμής.
Και όταν θα έρθει ο χρόνος να σκουπίσει,
ας ευχηθούμε το πάτωμα μας, να 'χει μείνει καθαρό.
Κάτω απ' το δέντρο, τα δώρα τ' απαραίτητα.
Αγάπη, ελπίδα, υγεία, ειρήνη, ανθρωπιά,
με όποια σειρά τα τύλιξε η προσμονή.
Και μια ευχή,
να ζήσουμε με τρέλα, με λίγη αγάπη και αξιοπρέπεια,
πριν να τελέψει η άμμος απ' την κλεψύδρα.Καλά Χριστούγεννα
Με μέρες καλύτερες, ανθρώπινες, δικές μας.
11.Το τραπέζι πρώτη πίστα
Δεν θ' ανέβω στο τραπέζι
να χορέψω τσιφτετέλι
θα το στρώσω γιορτινό
τον Θεό να φχαριστώ
Στο τραπέζι πρώτη πίστα
δεν θα φάτε καμιά πίτσα
αλλά εδέσματα πολλά
που μας δίνουν και χαρά
Με μια πίτα αγάπης πρώτα
θάναι όλα μες τα φώτα
και κρασί με καλοσύνη
της καρδιάς ευγνωμοσύνη
12.Φως στο σκοτάδι
Αν υπάρχει Θεός,
ίσως είναι μαζί μου απόψε.
Μου κρατάει το χέρι σφιχτά
και για αγάπη μιλά.
Στο τραπέζι κρασί,
αίμα, σώμα, το φόβο να διώξει.
Να το πιω με κερνάει γλυκά
και για αγάπη μιλά.
Είν' η αγάπη το μόνο
στον κόσμο γιατρικό.
Διώχνει πάντα τον πόνο
και ξορκίζει το κακό.
Στην καρδιά ένα σημάδι,
στα μαλλιά ένα χάδι,
ειν' η αγάπη το φως στο σκοτάδι.
Αν υπάρχει ψυχή
που τη βία και το ψέμμα γνωρίζει,
κάθε βράδυ κλαίει σιγανά
και για αγάπη διψά.
Μέσα από τη σιωπή
προσευχή μυστικά ψιθυρίζει,
που αργά στη φλέβα κυλά
και για αγάπη μιλά.
Είν' η αγάπη το μόνο
στον κόσμο γιατρικό.
Διώχνει πάντα τον πόνο
και ξορκίζει το κακό.
Στην καρδιά ένα σημάδι,
στα μαλλιά ένα χάδι,
ειν' η αγάπη το φως στο σκοτάδι.
13.Οι συνδαιτυμόνες
Πέντε καρέκλες. Και οι πέντε άδειες
Έμεινε μονάχο του το τραπέζι να στέκει
Ντυμένο με κεντήματα, κηροπήγια
και ασημιά μαχαιροπίρουνα
Γεμάτο γλυκά και ψητά της κατσαρόλας
Και οίνο που ευφραίνει τις καρδιές
Αλλά χωρίς συνδαιτυμόνες
Χωρίς παιδικές φωνές και τραγούδια.
Χωρίς ανέκδοτα και πολιτικές συζητήσεις
Ένα τραπέζι μόνο, ολομόναχο
Γεμάτο από καλούδια αλλά άδειο από ανθρώπους
"Γιορτή δεν είναι σήμερα; Με ξέχασαν;"
είπε και άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό
Αυτό, το τραπέζι, είχε φωνή
Μα οι συνδαιτυμόνες, ούτε φωνή ούτε ακρόαση...
14.Παραμονή, Χριστούγεννα
Παραμονή, Χριστούγεννα. Το σπίτι ρημαγμένο.
Φως λιγοστό, το κάλυπτε η μοναξιά,
όπως και την ψυχή του.
Μονάχα η μνήμη, θολή κι αυτή.
Μια φορά κι έναν καιρό, αχ ψεύτικε κόσμε!
Όλα ένα παραμύθι πιο αληθινό κι απ’ τη ζωή.
Χριστούγεννα, παραμονή.
Άθλια γεράματα.
Γίνεται να σταματήσει απόψε ο χρόνος;
Ανάκατα όλα.
Μάζεψε τα κομμάτια της ψυχής, αναπολώντας
όσα του χάρισε η ζωή κι όσα του πήρε πίσω.
Σύρθηκε μέχρι το παλιό τραπέζι.
Ξύλινο, βαρύ, από μασίφ καρύδι.
Μπορεί και να ‘χαν την ίδια ηλικία.
Ψάχνουν τα μάτια το χρόνο να μετρήσουν.
Δεν ζορίζει όσα του φέρνει ο νους,
δε βιάζεται.
κι ας τρυπώνει ο πόνος στις χαραμάδες της ψυχής.
Μια μέρα ακόμα μοναξιάς, όπως και τόσες.
Όμως απόψε παραμονή Χριστούγεννα!
Ας ξημερώσει εδώ να,
στην κόχη αυτή του τραπεζιού,
που μέρες σαν αυτή ήταν πάντα γεμάτο.
Κλειστά κρατεί τα μάτια.
Κλειστά για να τους βλέπει όλους.
Εκείνη με φεγγαρένιο πρόσωπο,
το δειλινό τον περιμένει στο κατώφλι
Ξέχναγε τότε κούραση και φτώχεια.
Κέρναγε αγάπη μαζί με το ζεστό ψωμί.
Μονάχα φως κι αγάπη.
Βιάστηκε η ζωή να του την πάρει.
Τρία παιδιά, νιάτα γεμάτα πίκρα.
Σαν δυναμώσανε οι φτερούγες, πέταξαν.
Ήταν γλυκό φθινόπωρο, πριν πόσα χρόνια.
Δεν θυμάται.
Δεν είναι εύκολοι οι αποχαιρετισμοί σ’ αυτή την ηλικία.
Έρχονται βέβαια οι καρτ ποστάλ.
Εδώ σε τούτο το τραπέζι να γράφει γράμματα
Το χρόνο να γεμίσει.
Σκόρπιες λέξεις που κάνουν πιο σκληρή τη μοναξιά.
Ανεκπλήρωτα όνειρα,
ανείπωτα λόγια σκόρπια στον άνεμο.
"μας λείπεις, του χρόνου θ’ ανταμώσουμε"
Μας λείπεις! Ποιου χρόνου;
Στενεύει ο χρόνος τα περιθώριά του.
Πόσος πόνος ανάμεσα στις λέξεις.
Αχ ασύνορη καρδιά!
Έντεκα και σαράντα πέντε, κοντεύει μεσάνυχτα.
Έξω ακουγόταν ρυθμικά
μια σιγανή βροχή, διαβρωτική,
που αποκοιμίζει τις αναμνήσεις,
κάτω απ’ της μοναξιάς τα λευκά σεντόνια.
Ξέφυγε μια σταγόνα κύλησε απ’ τα βλέφαρα,
χαράκωσε το πρόσωπο κι έπεσε στα ροζιασμένα χέρια.
Τρεμόσβησε η φλόγα της ψυχής,
σαν να τη διαπέρασε μια ριπή παγωμένου αέρα.
Βάρυνε ξαφνικά το σώμα.
Έμεινε εκεί, δίχως σκοπό.
Μισοφαγωμένες πίκρες σ’ ένα άδειο τραπέζι.
Το ρολόι χτύπησε ρυθμικά, έξι π.μ
Με το ψιλόβροχο ξημέρωσε Χριστούγεννα.
Χτύπησαν πανηγυρικά οι καμπάνες.
Ο ήχος βάλσαμο στ’ αυτιά του.
Τον ύμνο υψώστε μελωδοί
"Χριστός γεννάται δοξάσατε…..¨
Έκανε το σταυρό του κι άναψε το καντήλι.
Κοίταξε με στοργή τις φωτογραφίες.
Χρόνια Πολλά παιδιά!
15.Ανεκτίμητο δώρο
Το σκαλιστό τραπέζι ήταν στρωμένο
με το καλό λινό τραπεζομάντηλο χειροτέχνημα
της γιαγιάς που έβγαινε αυστηρά και μόνο
τις γιορτινές μέρες.
Κομψοτεχνήματα και τα δύο, των προγόνων
θυμητάρια ακριβά σαν τον έντιμο όρκο
των μελλοθανάτων μπροστά στη μάντρα.
Ξακουστή κεντήστρα η γιαγιά είχε
ξημεροβραδιάσει πολλές ώρες πάνω
στο ύφασμα με τις μεταξωτές της κλωστές.
Ανεβατές οι βελονιές στους καφέ μίσχους
και ψαροκόκαλο στα κίτρινα ανθάκια που
με πραγματικά ρόδα μαγιάτικα έμοιαζαν.
Κολλαρισμένο το είχε η μαμά κι αλέκιαστο
έμενε παρά τις τόσες χρήσεις του και πέρα
ως πέρα υπερήφανο για τα χέρια που το
υπηρέτησαν με μόχθο και υπομονή.
Πλημμυρισμένο πάντα μέσα στη λεπτή
ευωδιά της λεβάντας καλοσυνάτα συνόδευε
τις οικογενειακές συναντήσεις μας.
Έντυνε με χάρη το πανάκριβο ξύλο
του σκαλιστού τραπεζιού.
Μασίφ ξύλο τριανταφυλλιάς φερμένο
απ' την μακρινή Λυών.
Ταξιδευτής ο παππούς σε ποντοπόρα
πλοία πολλά έδωσε φράγκα δώρο
να το κάνει στην καλή του μετά την
συμπλήρωση δέκα συναπτών χρόνων
γάμου.
Γελούσαν κι έκλαιγαν κι οι δύο σαν το
απόκτησαν όπως τα παιδιά που
κλωτσούν την μπάλα και βρίσκουν
ίσα τα δίχτυα του αντιπάλου πριν τη λήξη.
Ένα τηλεγράφημα ήρθε και τα άλλαξε
όλα στο σπίτι.
Μαυροφορέθηκε η γιαγιά στην
πληροφορία πως το πλοίο αύτανδρο
βυθίστηκε στον ωκεανό δίπλα στα
κοραλλιογενή νησιά.
Λόγια σκληρά σαν το ξεραμένο τομάρι
στο τσιγκέλι της αποθήκης.
Δεν το χάρηκε ο παππούς το τραπέζι.
Δεν πέρασε το βλέμμα του όσο έπρεπε
κάτω απ' τα σκαλιστά με λεοντοκεφαλές πόδια.
Ο εγγονός, ο μικρός Μανώλης, συνεχώς
ρωτούσε για τον παππού τραβώντας
επίμονα την γιαγιά απ' το τσεμπέρι.
Απορούσε πως το στόμα ενός κύματος
μπόρεσε και τον κατάπιε.
Μόνο τα κήτη καταπίνουν έτσι έλεγαν
τα σχολικά βιβλία του μεγάλου αδερφού.
Τα κύματα δεν έχουν σαγόνια, κοιλιές
ούτε στόματα για να καταπιούν έναν
άνθρωπο δυνατό σαν τον παππού δυο μέτρα μπόι.
Θα το νικούσε έστω κι αν ήταν αυτή η αλήθεια
με το παλαιό μαυριτάνικο μαχαίρι που έζωνε
στη λουρίδα της μέσης δίπλα στην αγκράφα
με την γυμνή γοργόνα.
Μεγαλώνοντας ο μικρός είχε να θωρεί δυο
αστέρια στο φόρεμα της πούλιας και να συνομιλεί
μαζί τους κάθε που η οικογένεια τσούγκριζε
τα ποτήρια.
16.Σε ένα τραπέζι, κάποτε!
Κανένας δεν θα σε αγαπήσει όπως εγώ.
Νομίζεις θα βρεις καλύτερα.
Πως θα τα καταφέρεις μόνη σου.
Το χέρι του πάνω στο τραπέζι
ένας διαρκής κρότος
μέσα στην ψυχή της.
Τρυπάει τα αυτιά της
κάθε φορά που λέει
θα φύγει.
Και μένει.
......
Μείνε λίγο ακόμα γιε μου.
Έχω ετοιμάσει το αγαπημένο σου.
Κάθησε στο τραπέζι
να σε χαρώ.
Πετάνε τα χρόνια τα ρημάδια
κι όταν θα με αναζητήσεις
θα 'ναι αργά.
Όχι, δεν είναι τίποτα αυτό
καταλάθος χτύπησα.
Γιε μου θα περάσει.
Μη φωνάζεις!
Να φύγω;
Που να πάω τώρα πια;
.....
Τώρα πια
άδειες έμειναν οι καρέκλες
πλάι και αντικριστά.
Έμοιαζαν με ειρωνείες.
Απουσίες σε μια ζωή
που δεν ήταν παρούσα
μέχρι το τέλος.
Σε ένα τραπέζι ειπώθηκαν
οι πιο σκληρές αλήθειες
μέσα από τη σιωπή.
Σε ένα τραπέζι κάποτε
υπήρχε η λαχτάρα
του μοιράσματος
της ένωσης
των αγγιγμάτων.
Σε ένα τραπέζι κάποτε
υπήρχαν βλέμματα με στοργή.
Όνειρα που εκφράζονταν
μέσα από μυρωδιές και γεύσεις.
Χρώματα.. Ήχοι αγάπης!
17.Του βερνικιού το φέγγος
Τίποτα δεν άλλαξε στης όψης σου το σχήμα
κι ο χρόνος αναλλοίωτος χάιδεψε την υφή σου.
Γλυκόπιοτος και φιλικός στο στάσιμό σου εστάθη,
Σαράκι δεν εμόλεψε, του βερνικιού το φέγγος σου
και τ’ άρωμα του ξύλου, σαν το κρασί παλιώνει.
Μονάχα κάτι χαρακιές το σώμα σου διαβαίνουν,
ρυάκια φιδίσια γράφουνε, μοναχικά δρομάκια.
Διάβηκα μέσα τους να μπω, ξανά να περπατήσω,
τις θύμησες ακάλεστες ξανά να ζωντανέψω.
Πληγές, γδαρσίματα, γωνιές ξανά να τις αγγίξω,
τραγούδια τόσα να μου πουν, στιγμές να περιγράψουν.
Τα σκαλιστά τα γείσα σου ολόγυρα να θωρήσω,
και στις καμπύλες των ποδιών τα χάδια μου να αφήσω.
Το ίδιο χυτά, ομορφόστεκα, σαν ερωμένης γάμπες,
που ηδονές παράταιρες στον έρωτα χαρίζουν.
Πάνω αντιφεγγίζεται του φεγγαριού το θάμπος,
σαν χύνεται στο σώμα σου κρυφά απ’ το παραθύρι.
Σχήματα κάνει αλλόκοτα, ονείρων χαρακτήρες
σαν τότες που ερχότανε να με κρυφοκοιτάξουν.
Τότες που στέγη εύρισκα φυγάς του κάθε φόβου,
τότες που μ’ αγκάλιαζες το δάκρυ μου να κρύψεις,
παιδί κοντά σου, ζήταγα τον κόσμο το δικό μου,
γυρεύοντας ανασασμό και ονείρωνε ταξίδια.
Θυμάσαι άραγε πες το μου, δικές μου πολιτείες,
που έστηνα στου ίσκιου σου τη φιλική την κλίνη;
Τι στράτες αναρίθμητες έφτιαξα εκεί δα κάτω;
και πόσους φόβους έθαψα στα ακροπόδαρά σου;
Στιγμές ήταν που αχολόχαγε τ’ αστραποβρόντι απάνω,
χάραζε τότε ο ουρανός με φωτεινές λεπίδες
και κρότος απροσμέτρητος τον τρόμο του σκορπούσε.
Τότες ήταν που λούφαζα στα πόδια σου σφιγμένος,
με τρέμουλο αχόρταγο το σώμα να σφαδάζει.
Κι όταν ο χρόνος μ΄ έφερε αντίκρυ σου να κάτσω,
ισότιμα να σε θωρώ, να σε σφτιχταγκαλιάσω.
Θυμάσαι πόσα αράδιασα παιχνίδια απάνωθέ σου;
σπιτάκια, πόλεις και χωριά ζωντάνεψαν αγόγγυστα,
στην αγκαλιά σου μέσα.
Κλάματα, γέλια και φωνές, χτυπήματα ολούθε.
Κείνες τις τόσες ζωγραφιές, των μολυβιών γεννήματα,
αυτές που ζήση εύρισκαν στο ξύλο σου επάνω,
μπογιές, χρώματα, χάρακες, διαβήτες, μουσαμάδες,
χορό έπιαναν τρελό στης έμπνευσης τον οίστρο.
Κείνο το ράδιο έλεγα, θυμήθηκες καθόλου;
γλυκόλαλο, περίτεχνο, αχώριστη συντροφιά μας,
πόσες γιορτές ανάγγειλε με μάς ολόγυρά του.
Μα να! Καλούδια τόσα πάνω σου με μιας να ζωντανεύουν!
Κουλούρια, πίτες και γλυκά, με ευχές ευλογημένα,
τσουρέκια ομορφοζύμωτα, καλάθια γεμισμένα,
αγάπης γεννήματα πολλά, γιορτάδες να ζυγώνουν,
στο σώμα πάνω σου ζωή απέκτησαν με χάρη.
Κοίτα να δεις θυμήθηκα, κοίτα να δεις τι βλέπω,
ολόγυρά σου κάθονται τόσοι αγαπημένοι,
γιορτές και ευχές να δίνουνε, φιλιά να ανταλλάζουν,
στο φαγητών το άρωμα και στου κρασιού τη γεύση.
Πάντα εσύ επίκεντρο σε κάθε ψυχής το ρίγος.
Δάκρυ, χαμόγελο και φως. Σκοτάδι και αντάρα.
Ζωή και θάνατος μαζί, δάκρυα και φοβέρες,
ένα μαζί σου γίνηκαν, μπολιάστηκαν κοντά σου.
Πόσων σοφών κληρονομιές απλώθηκαν σιμά σου,
βιβλία και τετράδια, συγγράμματα και γκραβούρες.
Θυμάσαι δα το θόρυβο το ρυθμικό εκείνο,
τα γράμματα σαν χόρευαν στων πλήκτρων το χορό,
της μηχανής το γράψιμο, προίκα για συντροφιά σου.
Πάνω σου επρωτόγραψα τα γράμματα εκείνης,
στου λούστρου σου τη ζάλη μου, έβλεπα τη μορφή της,
το σώμα της ολόγυμνο να καίει τα σωθικά μου,
τα στήθια της να λάμπουνε στου καντηλιού το φέγγος.
Έρωτας αχαλίνωτος ο πόθος μου για εκείνη,
και προσμονή εναγώνια την πόρτα μου να κρούσει,
αντίκρυ μου στην καρέκλα σου, γαλήνια ν’ ακουμπήσει,
τα χέρια της να αγγίξουνε τις σκαλιστές σου άκρες.
Τραγούδι όμορφο να πουν, σχήματα να χαράξουν,
στο νοτισμένο θάμπος σου, το αποτύπωμά τους,
αγκαλιασμένους να μάς βρει, αυγής η πρώτη αχτίδα.
Στιγμές πολλές, ατέλειωτες, αχόρταγες στη μνήμη,
επάνω σου φωλιάσανε τραπέζι αγαπημένο.
Καρδιάς μας μέρος τρυφερό, σημαδιακό, μεγάλο!
Κοίτα η ζήση τώρα δα, παράθυρα που ανοίγει,
και ρίχνει μπρος στο βλέμμα σου εκεί παρατημένο.
Σε δώμα μέγα φωτεινό βουβό σκαρί να στέκει.
Έρημο, μόνο και βαρύ να σέρνει τη σιωπή του,
έκθεμα αξιοσέβαστο σε βλέμματα εμπόρων.
Μπορεί να λάμπεις άψογο δεόντως στολισμένο,
πολλά επιφωνήματα η όψη σου να σέρνει.
Όμως εγώ μπορώ να δω ίσια μες στην καρδιά σου,
τη μοναξιά σου απόλυτη σαν πάγο να σε δένει,
χωρίς τους χτύπους της καρδιάς, τραπέζι ακριβό μου,
πού να διαβαίνει άραγε απόψε ο λογισμός σου.
Όμως εδώ είμαι έφτασα, με αγκαλιά ανοιγμένη,
με θέληση ακλόνητη κοντά μου να σε πάρω,
να σε θωπεύσω όπως παλιά με των χεριών το χάδι,
και της ζωής μου τα αύριο μαζί σου να τα ζήσω,
τραπέζι μου μονάκριβο, τραπέζι αγαπημένο.
Εδώ τελείωσαν οι συμμετοχές 8-17.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις συμμετοχές 18-26.
Πάτησε ►εδώ και μπες στην ανάρτηση.