9.Το γαντζάκι του έρωτα
Σήμερα έμαθα γιατί ανθίζουν οι λεμονιές
Είχα χρόνια που θήτευα στη φύση τους
Περιπλανήθηκα
Ρώτησα
Άκουσα προπαντός άκουσα
Κι αμφέβαλα τόσο στο δρόμο που σιγά σιγά
Έφτασα στον άτακτο κόσμο των εντόμων
Σαν επιστήθιος φίλος ψηλά να ζυγιστώ
Πήρα πολλά δίνοντας μόνο ανάσες
Πολύτιμες απόχες νοημάτων κρατώντας
Στο μεταίχμιο του χρόνου έφτασα
Και πάνω εκεί τις απαρχές της ιστορίας μου σκάλισα
Ίσως γι αυτό κι αυτή η κιτρινοπράσινη
Πεταλούδα που έρχεται κι επικάθεται συνεχώς
Στης σκέψης μου το νοτισμένο μύλο
Χωρίς ποτέ να ζητά δεσμεύσεις και όρια στενά
Κάτι σαν εξαγνισμό το ένιωσα
Εκείνο το γαντζάκι του έρωτα
Που αναφορικά με οδήγησε στα πανάρχαια μυστικά:
Πως οι χυμοί ανερώτητα τρέχουν σαν κραυγές στο σώμα
Πως τα πέταλα αργά προετοιμάζονται βαθιά μέσα στις ρίζες
Και τα στεφάνια περιμένουν στις πύλες ολάνθιστα
Για να παραστούν στις τελετές των εκλεκτών
Γόνιμα έμαθα το έλασσον
Αποστάζοντας τις ρίμες είδα το μέγιστον
Γιατί
Επικλινής θα πρέπει να σταθείς στο νερό για να καρπίσεις
Έτσι κι εγώ ονομάτισα νύμφη τη στιγμή
Και πικραμύγδαλο σκληρό όλη τη γνώση του πάθους
Έρωτας είναι ο λεμονανθός λαβωμένος
Πηγαίο ρεύμα η άχρονη ομορφιά του
Και τ' αρώματα κρυφά ραβασάκια παράνομων εραστών
Που άμεμπτοι έμειναν στην κλίνη του χρόνου
Κι εγώ γεννημένη μέσα στα λεμονοδάση δίπλα στη θάλασσα
Είχα την τύχη να γυρίζω τους τροχούς
Μέχρι να φτάσω στα κύματα
Εκεί που σε γνώρισα
Όμοιος Πήγασος να δουλεύεις το στίχο
Να σκορπάς ανθούς στα πελάγη
Να γητεύεις τις μέδουσες με το γέλιο σου
Κι απ' το αίμα των οδυρμών να πληθαίνεις τα κάλλη σου
Είσαι ένας κύκλος που περιδινίζεται στα χείλη του Δεκέμβρη
Και κοντά μου έρχεσαι
Ολόκληρος ένα άρωμα γήινο
Που πριν το χαρώ στα φυτολόγια της μνήμης το κρατούσα
Άναρχο
Ηδυπαθές
Ανεξερεύνητο
Μυστηριακό σαν την προαιώνια μήτρα της γης
Που τους μύθους γεννά κι ανασταίνει
Πάντα ήξερα γιατί ανθίζουν της σάρκας οι λεμονιές!
10.Χρόνια σαν όστρακα…
Τα χρόνια που περάσαν
σαν όστρακα μοιάζουν ανοιχτά….
Είναι απλωμένα μέσα μας
κουρνιάζουν στον βυθό τής ύπαρξής μας.
Κάποια απ’ αυτά, μαργαριτάρια έχουν μέσα τους
που λάμψη βγάζουν είναι πάντα φωτεινά,
μα κάποια κρύβουν μαύρα φύκια και σκουπίδια.
Τα μαύρα όστρακα, ερμητικά ζητώ να κλείσω
κι είναι σωστή αυτή η επιλογή…
Μιας και ο χρόνος δε γυρίζει πίσω,
ας ακολουθήσουν της λήθης τη διαδρομή…
Διαλέγω λαμπερά μαργαριτάρια,
τα βάζω στη ζωή μου οδηγό
κι ακολουθώντας τα δικά τους χνάρια,
ίσως στο μέλλον συναντήσω τα χρόνια που επιθυμώ!
11.Άμα σου πω “Συμπόσιο” βγαίνεις!...
Μια Ζωή που είν’ Ωραία, κατά κόσμον Αριστέα
εργαστήρι είχε στήσει σ’ ένα δώμα του σπιτιού
ντεκουπάριζε αβέρτα όταν σφήνωσε μια ιδέα
στο μπουκλένιο της κεφάλι:
“Δεν αφήνω το πινέλο, τον καμβά και το μπουκάλι
και να οργανώσω άρδην ένα στέκι ποιητών;”
Το Αφρούλι ευθύς παίρνει να της πει για την ιδέα,
λίγο πριν στεγνώσει η πάστα κι ενώ ήταν ήδη αργά:
“Πού σε βρίσκω φιλενάδα;”
“Στις αγκάλες του Μορφέα!”
“Καλέ ξύπνα, σου’ χω νέα!”
Με το νι και με το γκλίτερ τα ανέλυσε η Μπουκλέα
περί ποίησης και τέχνης και πως θα το πει “Συμπόσιο”.
Χασμουριόταν το Αφρούλι:
“Το κρακελέ μου μέσα … δεν γλιτώνω το υπογλώσσιο!”
Κι απ’ της Βηθλέεμ τ’ αστέρι πριν δυο χρόνια ένα ασκέρι
με στιχάκια ανιχνεύει μονοπάτια ποιητών
γιατί ένα εργαστήρι που απλόχερα προσφέρει
είναι σύνθημα στον τοίχο
ξεσηκώνει και εμπνέει, σιωπή που βγάζει ήχο
συντροφιά που συνταιριάζει σα μπαλάντα αστεριών.
Μην την ψάχνεις τη μαγεία σ’ ουρανούς κι ιερατεία
κάπου ανάμεσά μας είναι οι τεχνίτες της ζωής
με την πλάτη γυρισμένη στων καιρών την αγλωσσία
στέλνουν σήματα με λέξεις
οργανώνουν τις παρέες, ημερεύουνε τις σκέψεις
σε μυούν στη δοξασία μιας πανάρχαιας τελετής.
Αν το δείτε κάποιο βράδυ έν’ αστέρι να βολτάρει
μπουκλωτό και απαστράπτον σε συμπόσια να καλεί
είναι μια συνωμοσία για να βγουν απ’ το πατάρι
οι κρυμμένες αντιστάσεις
πετροβόλημα στο φόβο, αφορμές για να γιορτάσεις
όσα λαχταρούν να νιώσουν οι μικροί μας εαυτοί.
[ *Υπογραμμισμένες, οι τρεις εναρκτήριες λέξεις του Συμποσίου]
12.Πρωτοχρονιά 1999
Ημέρα αναγέννησης, προσμονής,
ελπίδας, λαχτάρας, επιφύλαξης
και σαφώς απόφασης για τη νέα χρονιά,
που ανατέλλει.
Συνέχεια των προηγούμενων που ξεθώριασαν,
αλλά και πρώτη
που προβάλλει στο παρθενικό ξεκίνημά μας.
(Μια φωνή μου σιγοψιθυρίζει)
«Μη δειλιάσεις, μπρος στου νέου χρόνου τα φιμωμένα τέρατα,
προχώρα θαρραλέα».
Το ξημέρωμα της νεότοκης τούτης χρονιάς,
νυσταλέο με απαντά στη φοιτητική εστία,
μες στις ξεθυμασμένες μυρουδιές της κουζίνας
και του καμένου μπαρουτιού των πυροτεχνημάτων.
Σκέψεις ποικιλόμορφες και η ακαταμάχητη ελπίδα
για μια ονειρική εστία της καρδιάς μου –στην καρδιά σου–
μου θυμίζουν
κάποιο πρόσφατο παρελθόν γεγονός,
όπου η λάμψη και το άρωμα του δεν διήρκησαν
ούτε όσο το άνθος των βεγγαλικών…
13.Μέσος χρόνος αναμονής: Άγνωστο
Επιζήμια συναλλαγή…
Υπηρεσία περιορισμένου χρόνου,
αριθμημένου σε αποκόμματα.
Ατέλειωτη σειρά – και σήμερα – αυτών που περιμένουν.
Νούμερο πειθαρχίας κατά την προσέλευση 151,
αριθμός εξυπηρέτησης 232.
ΜΕΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ : ΑΓΝΩΣΤΟ
Δεν θυμάμαι να είμαι υπόχρεος χρόνου σε κανέναν,
στα περασμένα.
Πειθαρχία νεοσυλλέκτων στην αίθουσα αναμονής.
Μας μάθανε “να καθόμαστε στ΄ αυγά μας“.
Κάθε ένδειξη στο ταμπλό πυροδοτεί μέσα μας ενδορφίνες,
όσο βαδίζουμε στο „άγνωστο“ μετά.
Δυσεύρετη η πηγαία κουβέντα τώρα πια…
Παύσαμε να επιλύουμε τα προβλήματά μας δημοσίως.
Σφραγίσαμε τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς μας
και αναζητήσαμε στον κυβερνοχώρο
δίαυλο επικοινωνίας.
Όποιος παραμιλά – με ή δίχως πρόσβαση – θεωρείται,
ο μεν εκσυγχρονιστής, (follower),
ο δε “οραματιστής“.
Την επιβαλλόμενη αδράνεια, αορίστου χρόνου,
δεν την αντέχω και αποχωρώ.
Ιθύνοντες άλλωστε δεν υπάρχουν.
Το ταμπλό έδειχνε μόλις το νούμερο 168…
14.Ανάσκελη
κρεμιόμουν στην γέννα
εφτάμηνη κλωστή που ξέφυγε απ΄τον πόντο.
Εκτοτε καραδοκεί ο χρόνος, με το νεογιλό στο ένα χέρι και δυο φτερά ατροφικά στο άλλο.
Γίνε κρυψώνα να χωρέσω, εννέα μήνες φώλιασα σ’ανθρώπου σωθικά
15.Στο νεό χρόνο!
Χρώματα και σχήματα στήνουν το χορό
ψηλά στον ουράνιο θόλο.
Παρέα με τη μουσική είναι στην υποδοχή
για σένα, ομορφονιέ, περήφανε, νέε χρόνε
που νιος μας έρχεσαι, γέροντας όμως φεύγεις.
Ψευδαισθήσεις στις αποσκευές σου...
ελπίδες, λένε, φέρνεις για νέα αρχή,
νέο μονοπάτι να διαβούμε,
αναγέννηση του είναι μας,
νέες αποφάσεις που η ελπίδα μας γεννά.
Μα την αλήθεια θε να πω!
Δώρα δε μοιράζεις αφειδώς.
Νέους δρόμους δε χαράζεις.
'Ονειρα δε βοηθάς να γεννηθούν,
ούτε στόχοι να επιτευχθούν!
Επιλογή ανθρώπων είναι όλα τούτα,
στο νου και στην καρδιά επαφίεται η νικη ή
η ήττα, που πάντα πόνο φέρνει.
Πορευόμαστε παρέα με τις θυγατέρες σου.
Ώρες, ημέρες, εβδομάδες θαρρώ τις λένε.
Τις όποιες αποφάσεις μας
στην αγκαλιά των γιων σου ακουμπάμε,
που έρχονται και φεύγουν όπως εσύ προστάζεις
και εμείς τις λησμονούμε
Κι έτσι μας προσπερνάς!
Εκείνοι που ετόλμησαν την αλλαγή να φέρουν
τιμούν εσένα χρόνε μου και τη ζωή που δίνεις.
Μα οι περισσότεροι στη ζήση πορευόμαστε
λες και είσαι δεδομένος,
χωρίς να το τολμήσουμε να αναγεννηθούμε.
Και συ μας προσπερνάς!
Σκληρό και ανελέητο,
οι άνθρωποι σε ονομάζουν.
Πανδαμάτορα σε λένε οι πολλοί
στοργικός είσαι για κάποιους
κι έτσι ξορκίζουνε τα λάθη τα δικά τους.
Ένα θα ήθελα να πω,
αν να μ'ακούσεις θα μπορούσες,
μην είσαι φειδωλός στη μοιρασιά
του χρόνου στα παιδιά σου.
Γιατί είσαι άδικος πολύ!
Κρίμα δεν είναι άχρηστοι και επιζήμιοι ανθρώποι
να έχουν πλήρη χρόνων μια ζωή
και άλλοι τόση λίγη;
Το ξέρω θα βαρέθηκες παράπονα να ακους
πως χρόνο πια δεν έχουμε ούτε για τα παιδιά μας,
χαμόγελα να δώσουμε και αγκαλιές και χάδια.
Αν ήταν δυνατόν για να σ'αφουγκραστούμε,
θ'ακούγαμε το γέλιο σου πως μάταιο είναι
της ευτυχίας την εύνοια με πλούτη να ελκύσουμε.
Για τις αποτυχίες μας, το φταίξιμο
στις πλάτες σου φορτώνουμε παλιέ χρόνε γέροντα.
Απαίτηση μας, ή ευχή,
είναι μια νέα ζωή από το νέο χρόνο.
Μα η αλήθεια είναι αυτή:
Επιλογή δική μας είναι η αλλαγή! Ναι!
Μα μέχρι να το νιώσουμε...,
στάσου για λίγο χρόνε μου,
μην προσπερνάς με βιάση!
16.Άλλη μία χρονιά
Ήταν η χρονιά των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων,
των κανόνων που κανείς δεν κράτησε,
των επινοημένων λογομαχιών,
των σελίδων έγγραφων μετανοιών που δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ,
των κλεφτών ματιών πάνω απ' τα σφιγμένα πρόσωπα,
της δραματικής απόγνωσης μέσα στο σκοτάδι.
Ήταν η χρονιά των φρούδων ελπίδων.
Κάθε δρόμος που πήραμε ήταν λάθος.
Το μετανιώσαμε αργότερα,
στις μακρές εξομολογήσεις σε απρόθυμους ακροατές,
στο προσποιητό ενδιαφέρον αδιάφορων φίλων,
σε σύντομες εκμυστηρεύσεις που καμιά φορά
-ή και περισσότερες, μας έριχναν σκοπίμως
στην παγίδα των υποθέσεων.
Τελικά ήταν τόσο απλό
το μόνο που έπρεπε να κάνουμε:
να αγαπάμε ο ένας τον άλλον
λίγο περισσότερο.
17.Χρόνος είναι
Τι είναι άραγε ο χρόνος;
Οι ώρες; Τα λεπτά;
Πότε γεννήθηκε και πότε θα πεθάνει;
Σταμάτησε ποτέ, έστω και για λίγο;
Και πόσο λίγο είναι αυτό το λίγο του χρόνου;
Όσο ένα τραγούδι, μια αναπνοή ή μια ζωή;
Χρόνος είναι αυτός που κάποτε θα μας ρουφήξει
Κι όμως θα είμαστε ακόμα ζωντανοί
γιατί χρόνος είναι η αγάπη.
Αγέννητη, αγέραστη, αήττητη.
Αιώνια.
18.Χαμογέλα
Τα φώτα σβηστά φόρος τιμής στην Χρονιά που φεύγει,
αναβοσβήνουν τρεις φορές γι Αυτήν που θα ρθει.
Τρία, δύο, ένα, φωνάζουν όλοι ρυθμικά
και στον απόηχο ακούγεται περίτρανα "Καλή χρονιά".
Χειροκροτήματα, πυροτεχνήματα, σφυρίγματα από τα πλοία,
ελπίδες για μια Χρονιά γεμάτη Ευτυχία!
Στον αέρα της γιορτής Ευχές χορεύουν,
Φιλιά ξεπηδούν, Αγκαλιές συνοδεύουν.
Κάποιος κάνει ποδαρικό, ρίχνει το ρόδι δυνατά
το τραπέζι γεμάτο καλούδια και γλυκά.
Μα δεν είναι πάντα έτσι ξέρεις,
σε κάποια χαμόγελα ξεσπά μοναξιά.
Υπάρχουν εκείνοι που όταν μπαίνει η χρονιά είναι μόνοι
και η απουσία αυτών που αγαπούν τους πληγώνει.
Μα μια νέα χρονιά ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει,
ειδικά σε μια ψυχή που έχει δει πως υποφέρει.
Γι αυτό χαμογέλα, όσο μεγάλος και αν είναι πόνος.
Τις περισσότερος φορές είναι γιατρός ο χρόνος.
Έχεις τρακόσιες και, νέες ευκαιρίες για να εκμεταλλευτείς
Αυτό σημαίνει άπειρες στιγμές Την Ζωή να Ερωτευτείς.
Χαμογέλα!
19.Απληστία
Χρόνε , άχρονε
η αφή σου τρυφέρεψε ,
ο πόθος γίνηκε χάδι
και εσύ γητεύεις την ώχρα της ακινησίας
στην εξαλλοσύνη των στροφών !!
20.Αιχμάλωτες στιγμές
Στις ξόβεργες που στήνουμε καθώς διαβαίνει ο χρόνος,
Σήμερα έμαθα γιατί ανθίζουν οι λεμονιές
Είχα χρόνια που θήτευα στη φύση τους
Περιπλανήθηκα
Ρώτησα
Άκουσα προπαντός άκουσα
Κι αμφέβαλα τόσο στο δρόμο που σιγά σιγά
Έφτασα στον άτακτο κόσμο των εντόμων
Σαν επιστήθιος φίλος ψηλά να ζυγιστώ
Πήρα πολλά δίνοντας μόνο ανάσες
Πολύτιμες απόχες νοημάτων κρατώντας
Στο μεταίχμιο του χρόνου έφτασα
Και πάνω εκεί τις απαρχές της ιστορίας μου σκάλισα
Ίσως γι αυτό κι αυτή η κιτρινοπράσινη
Πεταλούδα που έρχεται κι επικάθεται συνεχώς
Στης σκέψης μου το νοτισμένο μύλο
Χωρίς ποτέ να ζητά δεσμεύσεις και όρια στενά
Κάτι σαν εξαγνισμό το ένιωσα
Εκείνο το γαντζάκι του έρωτα
Που αναφορικά με οδήγησε στα πανάρχαια μυστικά:
Πως οι χυμοί ανερώτητα τρέχουν σαν κραυγές στο σώμα
Πως τα πέταλα αργά προετοιμάζονται βαθιά μέσα στις ρίζες
Και τα στεφάνια περιμένουν στις πύλες ολάνθιστα
Για να παραστούν στις τελετές των εκλεκτών
Γόνιμα έμαθα το έλασσον
Αποστάζοντας τις ρίμες είδα το μέγιστον
Γιατί
Επικλινής θα πρέπει να σταθείς στο νερό για να καρπίσεις
Έτσι κι εγώ ονομάτισα νύμφη τη στιγμή
Και πικραμύγδαλο σκληρό όλη τη γνώση του πάθους
Έρωτας είναι ο λεμονανθός λαβωμένος
Πηγαίο ρεύμα η άχρονη ομορφιά του
Και τ' αρώματα κρυφά ραβασάκια παράνομων εραστών
Που άμεμπτοι έμειναν στην κλίνη του χρόνου
Κι εγώ γεννημένη μέσα στα λεμονοδάση δίπλα στη θάλασσα
Είχα την τύχη να γυρίζω τους τροχούς
Μέχρι να φτάσω στα κύματα
Εκεί που σε γνώρισα
Όμοιος Πήγασος να δουλεύεις το στίχο
Να σκορπάς ανθούς στα πελάγη
Να γητεύεις τις μέδουσες με το γέλιο σου
Κι απ' το αίμα των οδυρμών να πληθαίνεις τα κάλλη σου
Είσαι ένας κύκλος που περιδινίζεται στα χείλη του Δεκέμβρη
Και κοντά μου έρχεσαι
Ολόκληρος ένα άρωμα γήινο
Που πριν το χαρώ στα φυτολόγια της μνήμης το κρατούσα
Άναρχο
Ηδυπαθές
Ανεξερεύνητο
Μυστηριακό σαν την προαιώνια μήτρα της γης
Που τους μύθους γεννά κι ανασταίνει
Πάντα ήξερα γιατί ανθίζουν της σάρκας οι λεμονιές!
Τα χρόνια που περάσαν
σαν όστρακα μοιάζουν ανοιχτά….
Είναι απλωμένα μέσα μας
κουρνιάζουν στον βυθό τής ύπαρξής μας.
Κάποια απ’ αυτά, μαργαριτάρια έχουν μέσα τους
που λάμψη βγάζουν είναι πάντα φωτεινά,
μα κάποια κρύβουν μαύρα φύκια και σκουπίδια.
Τα μαύρα όστρακα, ερμητικά ζητώ να κλείσω
κι είναι σωστή αυτή η επιλογή…
Μιας και ο χρόνος δε γυρίζει πίσω,
ας ακολουθήσουν της λήθης τη διαδρομή…
Διαλέγω λαμπερά μαργαριτάρια,
τα βάζω στη ζωή μου οδηγό
κι ακολουθώντας τα δικά τους χνάρια,
ίσως στο μέλλον συναντήσω τα χρόνια που επιθυμώ!
11.Άμα σου πω “Συμπόσιο” βγαίνεις!...
Μια Ζωή που είν’ Ωραία, κατά κόσμον Αριστέα
εργαστήρι είχε στήσει σ’ ένα δώμα του σπιτιού
ντεκουπάριζε αβέρτα όταν σφήνωσε μια ιδέα
στο μπουκλένιο της κεφάλι:
“Δεν αφήνω το πινέλο, τον καμβά και το μπουκάλι
και να οργανώσω άρδην ένα στέκι ποιητών;”
Το Αφρούλι ευθύς παίρνει να της πει για την ιδέα,
λίγο πριν στεγνώσει η πάστα κι ενώ ήταν ήδη αργά:
“Πού σε βρίσκω φιλενάδα;”
“Στις αγκάλες του Μορφέα!”
“Καλέ ξύπνα, σου’ χω νέα!”
Με το νι και με το γκλίτερ τα ανέλυσε η Μπουκλέα
περί ποίησης και τέχνης και πως θα το πει “Συμπόσιο”.
Χασμουριόταν το Αφρούλι:
“Το κρακελέ μου μέσα … δεν γλιτώνω το υπογλώσσιο!”
Κι απ’ της Βηθλέεμ τ’ αστέρι πριν δυο χρόνια ένα ασκέρι
με στιχάκια ανιχνεύει μονοπάτια ποιητών
γιατί ένα εργαστήρι που απλόχερα προσφέρει
είναι σύνθημα στον τοίχο
ξεσηκώνει και εμπνέει, σιωπή που βγάζει ήχο
συντροφιά που συνταιριάζει σα μπαλάντα αστεριών.
Μην την ψάχνεις τη μαγεία σ’ ουρανούς κι ιερατεία
κάπου ανάμεσά μας είναι οι τεχνίτες της ζωής
με την πλάτη γυρισμένη στων καιρών την αγλωσσία
στέλνουν σήματα με λέξεις
οργανώνουν τις παρέες, ημερεύουνε τις σκέψεις
σε μυούν στη δοξασία μιας πανάρχαιας τελετής.
Αν το δείτε κάποιο βράδυ έν’ αστέρι να βολτάρει
μπουκλωτό και απαστράπτον σε συμπόσια να καλεί
είναι μια συνωμοσία για να βγουν απ’ το πατάρι
οι κρυμμένες αντιστάσεις
πετροβόλημα στο φόβο, αφορμές για να γιορτάσεις
όσα λαχταρούν να νιώσουν οι μικροί μας εαυτοί.
[ *Υπογραμμισμένες, οι τρεις εναρκτήριες λέξεις του Συμποσίου]
12.Πρωτοχρονιά 1999
Ημέρα αναγέννησης, προσμονής,
ελπίδας, λαχτάρας, επιφύλαξης
και σαφώς απόφασης για τη νέα χρονιά,
που ανατέλλει.
Συνέχεια των προηγούμενων που ξεθώριασαν,
αλλά και πρώτη
που προβάλλει στο παρθενικό ξεκίνημά μας.
(Μια φωνή μου σιγοψιθυρίζει)
«Μη δειλιάσεις, μπρος στου νέου χρόνου τα φιμωμένα τέρατα,
προχώρα θαρραλέα».
Το ξημέρωμα της νεότοκης τούτης χρονιάς,
νυσταλέο με απαντά στη φοιτητική εστία,
μες στις ξεθυμασμένες μυρουδιές της κουζίνας
και του καμένου μπαρουτιού των πυροτεχνημάτων.
Σκέψεις ποικιλόμορφες και η ακαταμάχητη ελπίδα
για μια ονειρική εστία της καρδιάς μου –στην καρδιά σου–
μου θυμίζουν
κάποιο πρόσφατο παρελθόν γεγονός,
όπου η λάμψη και το άρωμα του δεν διήρκησαν
ούτε όσο το άνθος των βεγγαλικών…
Επιζήμια συναλλαγή…
Υπηρεσία περιορισμένου χρόνου,
αριθμημένου σε αποκόμματα.
Ατέλειωτη σειρά – και σήμερα – αυτών που περιμένουν.
Νούμερο πειθαρχίας κατά την προσέλευση 151,
αριθμός εξυπηρέτησης 232.
ΜΕΣΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ : ΑΓΝΩΣΤΟ
Δεν θυμάμαι να είμαι υπόχρεος χρόνου σε κανέναν,
στα περασμένα.
Πειθαρχία νεοσυλλέκτων στην αίθουσα αναμονής.
Μας μάθανε “να καθόμαστε στ΄ αυγά μας“.
Κάθε ένδειξη στο ταμπλό πυροδοτεί μέσα μας ενδορφίνες,
όσο βαδίζουμε στο „άγνωστο“ μετά.
Δυσεύρετη η πηγαία κουβέντα τώρα πια…
Παύσαμε να επιλύουμε τα προβλήματά μας δημοσίως.
Σφραγίσαμε τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς μας
και αναζητήσαμε στον κυβερνοχώρο
δίαυλο επικοινωνίας.
Όποιος παραμιλά – με ή δίχως πρόσβαση – θεωρείται,
ο μεν εκσυγχρονιστής, (follower),
ο δε “οραματιστής“.
Την επιβαλλόμενη αδράνεια, αορίστου χρόνου,
δεν την αντέχω και αποχωρώ.
Ιθύνοντες άλλωστε δεν υπάρχουν.
Το ταμπλό έδειχνε μόλις το νούμερο 168…
14.Ανάσκελη
κρεμιόμουν στην γέννα
εφτάμηνη κλωστή που ξέφυγε απ΄τον πόντο.
Εκτοτε καραδοκεί ο χρόνος, με το νεογιλό στο ένα χέρι και δυο φτερά ατροφικά στο άλλο.
Γίνε κρυψώνα να χωρέσω, εννέα μήνες φώλιασα σ’ανθρώπου σωθικά
Χρώματα και σχήματα στήνουν το χορό
ψηλά στον ουράνιο θόλο.
Παρέα με τη μουσική είναι στην υποδοχή
για σένα, ομορφονιέ, περήφανε, νέε χρόνε
που νιος μας έρχεσαι, γέροντας όμως φεύγεις.
Ψευδαισθήσεις στις αποσκευές σου...
ελπίδες, λένε, φέρνεις για νέα αρχή,
νέο μονοπάτι να διαβούμε,
αναγέννηση του είναι μας,
νέες αποφάσεις που η ελπίδα μας γεννά.
Μα την αλήθεια θε να πω!
Δώρα δε μοιράζεις αφειδώς.
Νέους δρόμους δε χαράζεις.
'Ονειρα δε βοηθάς να γεννηθούν,
ούτε στόχοι να επιτευχθούν!
Επιλογή ανθρώπων είναι όλα τούτα,
στο νου και στην καρδιά επαφίεται η νικη ή
η ήττα, που πάντα πόνο φέρνει.
Πορευόμαστε παρέα με τις θυγατέρες σου.
Ώρες, ημέρες, εβδομάδες θαρρώ τις λένε.
Τις όποιες αποφάσεις μας
στην αγκαλιά των γιων σου ακουμπάμε,
που έρχονται και φεύγουν όπως εσύ προστάζεις
και εμείς τις λησμονούμε
Κι έτσι μας προσπερνάς!
Εκείνοι που ετόλμησαν την αλλαγή να φέρουν
τιμούν εσένα χρόνε μου και τη ζωή που δίνεις.
Μα οι περισσότεροι στη ζήση πορευόμαστε
λες και είσαι δεδομένος,
χωρίς να το τολμήσουμε να αναγεννηθούμε.
Και συ μας προσπερνάς!
Σκληρό και ανελέητο,
οι άνθρωποι σε ονομάζουν.
Πανδαμάτορα σε λένε οι πολλοί
στοργικός είσαι για κάποιους
κι έτσι ξορκίζουνε τα λάθη τα δικά τους.
Ένα θα ήθελα να πω,
αν να μ'ακούσεις θα μπορούσες,
μην είσαι φειδωλός στη μοιρασιά
του χρόνου στα παιδιά σου.
Γιατί είσαι άδικος πολύ!
Κρίμα δεν είναι άχρηστοι και επιζήμιοι ανθρώποι
να έχουν πλήρη χρόνων μια ζωή
και άλλοι τόση λίγη;
Το ξέρω θα βαρέθηκες παράπονα να ακους
πως χρόνο πια δεν έχουμε ούτε για τα παιδιά μας,
χαμόγελα να δώσουμε και αγκαλιές και χάδια.
Αν ήταν δυνατόν για να σ'αφουγκραστούμε,
θ'ακούγαμε το γέλιο σου πως μάταιο είναι
της ευτυχίας την εύνοια με πλούτη να ελκύσουμε.
Για τις αποτυχίες μας, το φταίξιμο
στις πλάτες σου φορτώνουμε παλιέ χρόνε γέροντα.
Απαίτηση μας, ή ευχή,
είναι μια νέα ζωή από το νέο χρόνο.
Μα η αλήθεια είναι αυτή:
Επιλογή δική μας είναι η αλλαγή! Ναι!
Μα μέχρι να το νιώσουμε...,
στάσου για λίγο χρόνε μου,
μην προσπερνάς με βιάση!
Ήταν η χρονιά των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων,
των κανόνων που κανείς δεν κράτησε,
των επινοημένων λογομαχιών,
των σελίδων έγγραφων μετανοιών που δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ,
των κλεφτών ματιών πάνω απ' τα σφιγμένα πρόσωπα,
της δραματικής απόγνωσης μέσα στο σκοτάδι.
Ήταν η χρονιά των φρούδων ελπίδων.
Κάθε δρόμος που πήραμε ήταν λάθος.
Το μετανιώσαμε αργότερα,
στις μακρές εξομολογήσεις σε απρόθυμους ακροατές,
στο προσποιητό ενδιαφέρον αδιάφορων φίλων,
σε σύντομες εκμυστηρεύσεις που καμιά φορά
-ή και περισσότερες, μας έριχναν σκοπίμως
στην παγίδα των υποθέσεων.
Τελικά ήταν τόσο απλό
το μόνο που έπρεπε να κάνουμε:
να αγαπάμε ο ένας τον άλλον
λίγο περισσότερο.
Τι είναι άραγε ο χρόνος;
Οι ώρες; Τα λεπτά;
Πότε γεννήθηκε και πότε θα πεθάνει;
Σταμάτησε ποτέ, έστω και για λίγο;
Και πόσο λίγο είναι αυτό το λίγο του χρόνου;
Όσο ένα τραγούδι, μια αναπνοή ή μια ζωή;
Χρόνος είναι αυτός που κάποτε θα μας ρουφήξει
Κι όμως θα είμαστε ακόμα ζωντανοί
γιατί χρόνος είναι η αγάπη.
Αγέννητη, αγέραστη, αήττητη.
Αιώνια.
Τα φώτα σβηστά φόρος τιμής στην Χρονιά που φεύγει,
αναβοσβήνουν τρεις φορές γι Αυτήν που θα ρθει.
Τρία, δύο, ένα, φωνάζουν όλοι ρυθμικά
και στον απόηχο ακούγεται περίτρανα "Καλή χρονιά".
Χειροκροτήματα, πυροτεχνήματα, σφυρίγματα από τα πλοία,
ελπίδες για μια Χρονιά γεμάτη Ευτυχία!
Στον αέρα της γιορτής Ευχές χορεύουν,
Φιλιά ξεπηδούν, Αγκαλιές συνοδεύουν.
Κάποιος κάνει ποδαρικό, ρίχνει το ρόδι δυνατά
το τραπέζι γεμάτο καλούδια και γλυκά.
Μα δεν είναι πάντα έτσι ξέρεις,
σε κάποια χαμόγελα ξεσπά μοναξιά.
Υπάρχουν εκείνοι που όταν μπαίνει η χρονιά είναι μόνοι
και η απουσία αυτών που αγαπούν τους πληγώνει.
Μα μια νέα χρονιά ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει,
ειδικά σε μια ψυχή που έχει δει πως υποφέρει.
Γι αυτό χαμογέλα, όσο μεγάλος και αν είναι πόνος.
Τις περισσότερος φορές είναι γιατρός ο χρόνος.
Έχεις τρακόσιες και, νέες ευκαιρίες για να εκμεταλλευτείς
Αυτό σημαίνει άπειρες στιγμές Την Ζωή να Ερωτευτείς.
Χαμογέλα!
Χρόνε , άχρονε
η αφή σου τρυφέρεψε ,
ο πόθος γίνηκε χάδι
και εσύ γητεύεις την ώχρα της ακινησίας
στην εξαλλοσύνη των στροφών !!
Στις ξόβεργες που στήνουμε καθώς διαβαίνει ο χρόνος,
πιάνουμε αιχμάλωτες στιγμές που φέγγουν σα λυχνάρια.
Aν ναυαγήσουμε ποτέ στις άκριες του πόνου,
λάμπουν εκείνες πιότερο και γίνεται το θάμα.
Στεριές μας ξεκλειδώνουνε, σε ακτές πάνω μας βγάζουν,
γλυκά μας συντροφεύουνε, μέχρι να 'ρθει καράβι.
Εδώ τελείωσαν 12 ακόμα συμμετοχές.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις υπόλοιπες 12 συμμετοχές.
Πάτα εδώ και μπες στην ανάρτηση.