Μοιάζουν
Χειμώνες
χωρίς Χριστούγεννα
έντεκα χρόνια
χωρίς εσένα..
Πλέω στο ποτάμι του χρόνου,
ψάχνοντας να βρω,
την αληθινή αγάπη.
Αυτή που δεν πουλιέται.
Περνώ στην απέναντι όχθη,
βρίσκω τον αέρα π’ αναπνέω,
το φως του ήλιου,
το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Αυτά που δεν πουλιόνται.
Στην απλοχεριά του τοπίου,
στην παρθενία της ζούγκλας,
στο φιλί της γυναίκας,
βρίσκω την αληθινή αγάπη.
Αυτή που δεν πουλιέται.
Πλέω στο ποτάμι του χρόνου,
το ρεύμα της φθοράς,
παρασύρει την αληθινή αγάπη.
Αυτή που δεν πουλιέται.
Αυτός ο χρόνος σού πήρε δημοκρατία, ελευθερία, ανθρωπιά.
σου άφησε «Ευρώπη». Λίγη.
Αλυσίδες, μισαλλοδοξία, απανθρωπιά, φασισμός
σε συσκευασία ηπείρου. Για να μη σου λείψει το κέρμα…!
Πατρίς εάλω.
Γιατί;
Αυτός ο χρόνος πήρε το μεγάλο σου ΟΧΙ
και σού επέστρεψε το άδικο ΝΑΙ τους.
Έκανες πίσω. Δεν μίλησες. Δεν πολέμησες. Υποτάχτηκες.
Τα μάτια βρέχουν τη σιωπή σου.
Γιατί;
Αυτός ο χρόνος ξέπλυνε εγκλήματα δεκαετιών.
Φύγαν, ήρθαν, έμειναν, θα αλλάξουν, θα μείνεις στα ίδια.
Τα παράσιτα τρώνε το δέντρο. Καμιά προσπάθεια να τα σκοτώσεις.
Τώρα θα φάνε την γη.
Γιατί;
Αυτός ο χρόνος πήρε μαζί του δικαιώματα, αγώνες,
όνειρα, φαντασιώσεις, ψευδαισθήσεις,
έστειλε στην ξενιτιά το αίμα μας.
Σκίστηκε η πέτρα… Ακούς το μοιρολόι;
Κι ολοένα θεριεύει ο πόνος.
Γιατί;
Αυτός ο χρόνος έφερε προσφυγιά στα πόδια σου.
Ραγισμένες ζωές στα παραπήγματα
μάτια που ικετεύουν μόνο για να χωρέσουν κάπου
καραβάνι ανομολόγητης ορφάνιας.
Θωρείς πισθάγκωνα δεμένος.
Γιατί;
Γιατί να μη σηκώσεις ανάστημα;
Γιατί να νιώθεις στα πόδια σου τσιμέντο;
Γιατί κουράστηκε ο νους να φτερουγίζει;
Γιατί να είσαι το γρανάζι που δεν έσπασε;
Όλα αυτά γιατί;
*****
Στέκω στη γωνιά δίχως ελπίδα
και ζητώ απ’ την Ιστορία να με αντέξει
μα θα σου πω τον εφιάλτη μου που είδα
δεν θα ‘ναι η λήθη αυτή που θα με στέρξει.
Γιατί όταν η Ελλάδα με χρειάστηκε
εγώ δεν ήμουνα εκεί για να παλέψω
όταν στο χώμα απ’ τους εχθρούς σωριάστηκε
δεν πέθανα για να την προστατέψω.
Δεν πρόλαβα να γράψω στα μαθητικά μου τετράδια.
Τώρα γράφω στις σελίδες της ζωής μου τα παιδικά μου όνειρα.
Τρέχει ο νους σαν άτι που καλπάζει κόντρα στον άνεμο.
Σε μια και μόνο στιγμή ξαναγυρίζω πίσω.
Γίνομαι το μικρό παιδί,που με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα απορία,
κοιτάζει την ζωή.
Εκείνη την ζωή που ήθελε να ζήσει και δεν την έζησε γιατί μεγάλωσε γρήγορα.
Δεν πρόλαβε να ανέβει στο τραινάκι του λούνα παρκ και να ταξιδέψει στην χώρα του παραμυθιού.!
Και ο χρόνος κύλισε!
Θεέ μου πόσο γρήγορα!
Σαν βότσαλο που κυλά από την κορφή του βουνού.
Και εγώ καθισμένη, με τον χρόνο δίπλα μου να χαϊδεύει τα
λευκά μου μαλλιά.
Ακόμα προσπαθώ μέσα στο θόρυβο της ζωής να ξεχωρίσω,
τον ήχο που κάνει το τραινάκι του λούνα παρκ.
Οχι αυτήν την φορά δεν θα το χάσω!
Θα με πάει σίγουρα στην χώρα του παραμυθιού!
Χρόνος καινός
κι οι παριστάμενοι χορεύουν.
Πιάνουν την πένα απ’ την αρχή
και σε μια νέα λευκή σελίδα
γυρνούν και ονειρεύονται.
Μα εγώ σιωπηλά τους θωρώ...
Πώς να καμωθώ πως ξεκινώ
σε μια καινούρια παράγραφο
αφού στην πρότασή μου λείπει η τελεία;
Χρόνος καινός
κι εγώ απάνω στις ίδιες χαρακιές της ψυχής μου
απλώνω βάλσαμο να μη πονούν
μα το γιατί κυλά στ’ ανάμεσά τους.
Μικρές ανάσες χαρίζω στα χνάρια μου
ζωγραφίζοντας αποσιωπητικά
μ’ ένα κομμάτι κάρβουνο.
Χρόνος καινός
μα εγώ υπάρχω από πάντα
και στο παλιό ανασταίνομαι.
Έχω μάθει να αγαπώ τη συνέχεια
και κάθε που μια καμπύλη ξεκινά το ταξίδι της,
Εγώ,
σαν συναντά την αρχή της
κύκλος γίνομαι αιώνιος
που τη ζωή στεφανώνει.
Ιλιγγιώδεις, άπληστες στιγμές.
Ανώφελες, κρύες.
Αναποφάσιστες, αργές.
Χρήσιμες, άχρηστες σε μια κοινή πορεία.
Ίδιο μονοπάτι, μια απόφαση.
Χρόνου φείδου αγαπητέ μου.
Μαύρες σκέψεις χορεύουν τρελά μέσ' στο κεφάλι.
Τι είναι αυτό που τις κάνει να παλεύουν με μανία,
σφυροκοπώντας τα μηνίγγια,
αδιαφορώντας για τον πόνο,
σφυροκοπώντας και αδιαφορώντας,
λες και ο χρόνος τελειώνει;
Προσπαθώ να τις διώξω από εκεί.
Στέλνω άλλες σκέψεις, χαρούμενες, γελαστές αναμνήσεις,
χάδια και φιλιά, μεγάλα χαμόγελα,
χαρούμενα χρώματα, τραγούδια και ουράνια τόξα.
Μάταιο;
H μάχη είναι τιτάνια, μα τα χαμόγελα αχνός έγιναν και εξατμίστηκαν,
οι γελαστές αναμνήσεις έσβησαν γρήγορα σαν αστραπή.
Τα ουράνια τόξα σκεπάστηκαν από μαβιά σύννεφα
Μάταιο!
Στέλνω το θυμό, δυνατός και ρωμαλέος. Δεν πτοείται εύκολα.
Μα θεριεύει τις σκέψεις, τις αγριεύει, τις ωθεί στα άκρα, αλλάζει τις μορφές τους.
Αλλάζω και εγώ σκοπό, τραγουδώ.
Μα ο σκοπός παράφωνος και οι σκέψεις οργιάζουν.
Αποφασίζω να τις καλοπιάσω, τους μιλώ, τις κανακεύω, συζητώ.
Ένα πελώριο γιατί γιγαντώνεται ανάμεσά τους.
Γιατί το χέρι που του άπλωσα εκείνος το αρνήθηκε;
Γιατί την προσφορά μου πήρε σαν δεκανίκι οίκτου χάρισμα;
Γιατί δεν είδε πόσο στάθηκα δίπλα του τις δύσκολες εκείνες ώρες;
Γιατί άραγε;
Θέλω να του πω, η αγάπη είναι προσφορά.
Η αγάπη με κάνει κομμάτι σου, που πονά ενώ ματώνεις.
Που κλαίει ενώ σκουπίζει τα δικά σου δάκρυα,
που γελά όταν φωτίζονται τα δυο σου μάτια.
Γιατί άραγε;
Ναι θα του μιλήσω, θα βγάλω της ψυχής τα λόγια τα θλιμμένα.
Θα τα κάνω σύννεφο βροχής,
να ξεπλύνουν αυτό το πελώριο γιατί που γιγαντώνεται συνεχώς.
Γιατί δε μίλησα ως τώρα;
Ίσως γιατί η καρδιά τρόμαξε και τα λόγια κρύφτηκαν ελπίζοντας στη λήθη.
Μα τα δικά του λόγια δε λησμονήθηκαν.
Τα πήρε ο άνεμος και γοργά τα στριφογύρισε
στο νου και στην καρδιά μου.
Και οι απαντήσεις;
Η καρδιά στενάζει, φόβος πλημμυρίζει το είναι της!
Γιατί τ' άσχημα λόγια πονούν κάθε καρδιά.
Κουράγιο καρδιά μου, βάστα.
Μπορεί να γελάσεις στο τέλος,
ή μπορεί να σου πω ''λάθεψες καρδιά μου''.
Μα ο χρόνος αγαπά τη ζωή.
Και αυτή χορεύει στο ρυθμό του.
Ξέρει πώς τα λάθη της καρδιάς να επουλώνει.
Ο πόνος της βαρύς, δεν πείθεται!
Οι σκέψεις ηρέμησαν, σώπασαν μπροστά στην Απόφαση.
Και η νέα γνώριμη που τις κοιτά αφ' υψηλού τις έκανε να λουφάξουν.
Αγωνία το όνομά της!
Ποιος δεν υποκύπτει στην άγρια θέλησή της;
Βάστα καρδιά, θα σου πω αν λάθεψες. Βάστα!
28.Ευθύνη
Ορθάνοικτη η πόρτα της ευθύνης
καταγράφει συνεχόμενα την προσέλευση
για να μην χαθεί το ημερομίσθιο
Έργα ανθρώπων δύσκολα και μεγάλα
Μην ξελογιαστείς , το τραγούδι
δεν μαθαίνεται σε περιπάτους
σε φυλλωσιές δένδρων
στο αγνάντεμα της ωραιόκορμης όψης
Στο τρύγο και το θεριστή
κατά παράδοση
πρωτακούστηκε ωδικότατο
Βρίσκεται στη σκέψη που γεννά φως
περπατά στα χείλη
υμνεί δοξάζει
πανευφρόσυνος αναπέμπει ευχαριστία
Γιοί της γης και της θάλασσας
Στέκομαι στον προθάλαμο της αποχώρησης
περιμένοντας τον ήλιο επισκέπτη
Βλέπω τους κρυμμένους θησαυρούς
να ανασύρονται για να ζεστάνουν
τους σκληρούς πόνους της διαδρομής
Ξεφυλλίζω στο χρόνο το βιβλίο της ζωής
και οι χυμοί του στάζουν στα βήματα μου
Βλέπω την γυναίκα που αγαπώ
να σφουγγίζει τον ιδρώτα
Σκιρτώ στον ήχο της αγαλλίασης
Λόγια μεστά που λάξευσες
με το όνομα σου
Πιστός...
29.Χρόνος κλέφτης
Χρόνος η στιγμή, χρόνος το άπειρο,
χρόνος το λεπτό, χρόνος η μέρα...
Χρόνος ατέλειωτος όταν πονάω
χρόνος ελάχιστος, όταν γελώ.
Ένα ρολόι τον μετράει,
ένα πρόσωπο τον κουβαλάει
και τα σημάδια του, κοιτώ.
Χρόνος η γέννηση, χρόνος ο θάνατος
χρόνος η χαρά, χρόνος η λύπη...
στιγμή η ευτυχία, στιγμή ο έρωτας
και το χαμόγελο, στιγμή...
Τραίνο ο χρόνος, μας μεταφέρει
πάνω στις ράγες του κυλώ
μαζί του τρέχω, με παρασέρνει
μα να τον πιάσω, δεν μπορώ.
Να τον κρατήσω, να τον σταματήσω
να τον αδράξω, συχνά ζητώ...
μα κείνος φεύγει, με παρασέρνει
με την ορμή του, ζω.
Κι όταν νομίζω πως μου ξεφεύγει
κοιτώ τα μάτια σου τα δυο
μέσα σ' αυτά μόνο, σταματάει
μέσα σ' αυτά, τον κατακτώ...
30.Αλήθεια
Φυσάει τ' αγέρι και ψιθυρίζει
σκιές οθρώνει στη μοναξιά
ταξίδι κάνει στις αναμνήσεις
να βρει τα χνάρια, τ' αλλοτινά.
Να βρει το βλέμμα, να βρει το χάδι
να βρει το τρέμουλο στο φιλί
να βρει το ρίγος, στο πρώτο χάδι
να βρει το χρόνο και τη στιγμή.
Μα κείνος φεύγει, δε με ρωτάει
τρέχει και παίζει σαν το παιδί
χάνεται στ' άπειρο και μου γελάει
και μου αφήνει βαθιά πληγή.
Σημάδια αφήνει σε κάθε βήμα
γκρίζα τα κάνει τα μαλλιά,
μα την ψυχή δεν την αγγίζει
αυτή είναι η μόνη, που τον νικά.
Σ'ένα ρολόι στρίμωξα όλα τα υπάρχοντά μου
κι έτσι το χρόνο έκανα κριτή και άρχοντά μου.
Κι όσο χωρούσα πιο πολλά απ' το γυαλί ως τους δείχτες
...αυτοί γυρνούσαν πιο αργά, τρεκλίζοντας, τις νύχτες!
Μες στο ρολόι χώρεσα την τρέλα της γενιάς μου:
πόθους και όνειρα-ενοχές που νόμισα δικά μου.
Μα όσο κι αν προσπάθησα όλα να στοιβάξω
το μόνο που κατάφερα...: το τζάμι του να σπάσω!
"Κι άμα ραγίσει το γυαλί", λεν, "δεν ξανακολλάει
κι ο χρόνος ο χαμένος σου τώρα σε κυνηγάει.
Τρέχα να φτάσεις γρήγορα, να μη προκάμουν άλλοι
που 'χουν ρολόι πιο γερό, από χρυσό κι ατσάλι"!
Χρόνε γιατρέ όλων των πληγών, ω χρόνε πανδαμάτωρ!
Αδράχνω -δες!- τη μέρα μου, μα εσύ είσαι πια φευγάτος...
Επιστρέφω σ’ εκείνες τις νύχτες
που η αγάπη ζευγάρωνε χαρές,
κι οι αναμνήσεις ραπίζουν με θρήνο
τα γιορτινά περίχωρα του χθες.
Προσπερνώ τις ουλές της ψυχής
παράκτιους δρόμους χαράς σημαδεύω
τα γυάλινα πορτραίτα κοινής ζωής
με αμυχές θρυμματίζω
τον μετέωρο κύκλο με άδειες στιγμές
δοκιμάζω να κλείσω.
Οι ώρες συρρέουν στο χρόνο
σμήνος οι θύμισες ορμούν
στο μύθο της γιορτής
ανάμεσα γλιστρά ο πόνος
κι η σιωπή νυσταγμένη μορφή
με φλέβες γυμνές
τα σύνορα οδύνης αγγίζει
με θλιμμένες, μεταξένιες ωδές!
Ξηλώνω τα ρέλια ενοχής
τις τσαλαπατημένες υποσχέσεις
δίνω ανάσες στου μυαλού τη φυλακή
με οράματα και νήπιες σκέψεις
που η ορχήστρα του ονείρου υφαίνει
μα, απείθαρχη η φωνή που κρατά το κλειδί
στη βιτρίνα του χρόνου επιμένει
πληγωμένα χαμόγελα ν’ αφήνει στη διαδρομή.
Είναι η ηχώ της πληγής σου μετέωρο τραύμα
ένα άνθος που σωπαίνει στης αγάπης το καύμα.
Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ και μπες στην ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.
*
Οι δικέ μου δύο συμμετοχές, εκτός συναγωνισμού όπως πάντα,
είχαν δημοσιευτεί εδώ κι εδώ.
*
Οι δικέ μου δύο συμμετοχές, εκτός συναγωνισμού όπως πάντα,
είχαν δημοσιευτεί εδώ κι εδώ.