Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

"Τα 99 φλουριά μας...."


Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο.
Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη.
Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:

-Ποιό είναι το μυστικό σου;
-Ποιό μυστικό Μεγαλειότατε;
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.
-Μα… δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.
-Πως τολμάς να λες ψέματα σ΄ εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές, από ένα ψέμα.
-Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.
-Και πως τα καταφέρνεις βρε  ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος; Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.
-Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η λαμπροσύνη σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;
(......)
Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο. Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.
-Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;
-Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
-Έξω από που;
-Μα από τον κύκλο.
-Γι αυτό είναι ευτυχισμένος;
-Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;
-Ακριβώς βασιλιά μου.
-Και πως βγήκε;
-Δεν μπήκε ποτέ.
-Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;
-Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
-Και πως λειτουργεί αυτός ο κύκλος;
-Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.
-Δηλαδή τι θα κάνεις;
-Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
-Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις; είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.
-Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.
(…..)
-Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω . Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήνταεννέα φλουριά. (....)

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.


   Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατασκοπεύσουν.
Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες. Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του. Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στοίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε.
Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι… Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα,…. που είναι το τελευταίο? Ξανά μετρά μία μια τις στοίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει… Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειμματική. Μόνο εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακούλι… Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα. Δεν μπορεί τα φλουριά  ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.
-Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε… κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!
Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά.
(….) Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα.

Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.
Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί; Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω. Μετά όμως μεγάλε… άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου!
Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.
-Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυο τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.
Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. άσε που μια και είναι τζάμπα, το’ χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; Μπαίνει η άνοιξη. ΄Ερχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω… Να πουλήσω… Πρέπει να γίνουν θυσίες. (……)

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. ΄Ενα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.
-Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.
-Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;
-Μέρες έχω να σ ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;
-Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου? Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.
Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.

Βλέπεις Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ’ αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει … Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή…
Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού;
΄Οτι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενήντα εννιά;
Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο ,κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι;
Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως τα ίδια. Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. ΄Ετσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε.

Προσοχή όμως Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενήντα-εννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε. Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι. Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι.
Πηγή: Να σου πω μια ιστορία , Χορχε Μπουκαι 

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Τα Χριστούγεννα δεν είναι τόσο για να ανοίγεις δώρα αλλά την καρδιά σου. Janice Maeditere

  • ανοιξτε απλοχερα την καρδια σας κ θα γεμιστε με χαρα.....
    καντε χαρουμενους τους αλλους και θα επιστραφει στο δεκαπλασιο.........
    χρονια πολλα!


Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

η πορτα της μοναξιας ......

     H μοναξια ειναι σαν μια πορτα κλειστη,  μια τεραστια μαυρη πορτα! ....Mας τρομαζει....δεν ξερουμε τι κρυβει πισω της και συνηθως το βαζουμε στα ποδια προτου την ανοιξουμε!.....Πολλες φορες προτιμουμε να γυρισουμε πισω σε γνωστες ασφαλεις καταστασεις ακομα κι αν ειναι αθλιες...προκειμενου να μην περασουμε μεσα απο αυτη την τρομακτικη πορτα! Προτιμαμε συμβιβασμους κ μετριες λυσεις........ αρκει να μας ειναι γνωριμο το περιβαλλον! Eχεις σκεφτει αραγε πως ξεφευγοντας απο τη μοναξια , ξεφευγεις απο τον εαυτο σου;;;;;  Δεν ειναι κακο να μενεις μονος, αφου αυτος ειναι ο μονος δρομος για να ερθεις σε επαφη με τους εσωτερικους σου ερεθισμους, με εκεινα τα μοναδικα, αυθεντικα πραγματα που εχεις μεσα σου..... Περισσοτερο κακο ειναι να βρισκεσαι με αλλους και να νιωθεις μονος....να βαριεσαι!
Ξεχασα να σου πω και για την πορτα της φυγης.... ειναι ομορφη, χαρουμενα διακοσμημενη .... τσιρκο κανονικο! Βαλτην διπλα στην αλλη τη μαυρη...καμια σχεση!
Ελα ομως που δεν ξερεις τι κρυβει η καθε μια απο πισω!!! Μη φοβασαι το δρομο το μοναχικο ..... μην φοβασαι να ξανοιχτεις στο πελαγος ..... ειναι ο μονος τροπος να βρεις το νησι σου!


@iris


Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

αφυπνισου!

Κάποτε υπήρχε ένας μοναχός, ένας μαθητής εκείνου του μεγάλου Μάγου του Τάγματος μας τον οποίο οι άνθρωποι ονομάζουν Βούδα, που σημαίνει Αυτός που είναι Ξυπνητός. Διότι οι άνθρωποι ρώτησαν τον Άρχοντα Γκαουτάμα: "Είσαι Θεός;" Και εκείνος απάντησε: "Όχι". Και ρώτησαν ξανά: "Είσαι άγιος;" Και εκείνος απάντησε ξανά: "Όχι". Και έπειτα τον ρώτησαν: "Τι Είσαι;" Κι εκείνος απάντησε: "Είμαι Ξυπνητός".
 Έκτοτε είναι γνωστός ως Βούδας, ο Αφυπνισμένος. Και ο μοναχός, προκειμένου να αφυπνίσει τον εαυτό του, εξασκήθηκε στην τέχνη του διαλογισμού όπως τη διδάχτηκε από τον Βούδα, που στην αρχική του μορφή, πριν διαστρεβλωθεί από ψεύτικες φαντασίες και αναλύσεις θεολόγων, ήταν μονάχα αυτό: να παρατηρείς όλα τα περιστατικά και γεγονότα και να Θυμάσαι να λες για το καθένα στην Ψυχή σου: Αυτό είναι εφήμερο.
Και ο μοναχός κοίταζε όλα τα περιστατικά και γεγονότα, υπενθυμίζοντας πάντοτε στον εαυτό του: Αυτό είναι εφήμερο.


(όλα είναι εφήμερα , εγώ είμαι εφήμερη, εσύ είσαι εφήμερος..... κάνε το πέρασμά σου να αξίζει.... ζήσε απλά, όμορφα, φυσικά! ζήσε γαλήνια ..... αφυπνίσου!)

Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας του Χόρχε Μπουκάι

Ο Χόρχε κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε: "Να σου πω μια μια ιστορία..."
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται:
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.
Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του...
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος.
Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος.
Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.
Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων.
Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα.
Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: "Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;"
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση.
Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα - ευτυχώς για μένα - ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι.
Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί.
Μα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο...
...Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του...

"Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο - πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου.
Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι "δεν μπορούμε" να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα:
"Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω."
Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθισε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε:
"Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή...Με όλη σου την ψυχή!

Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή...Με όλη σου την ψυχή!

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Μέσα στη σιωπή μου....

" Eνενήντα εννέα τοις εκατό τού υλικού που κουβαλάς μέσα στο νου σου, είναι όλο δανεισμένο.
Και μέσα σ' αυτό το ενενήντα εννέα τοις εκατό τού υλικού, που είναι άχρηστα σκουπίδια, χάνεται το ένα τοις εκατό τής εσωτερικής αίσθησης — πνίγεται. Παράτα εκείνη τη γνώση. Ανακάλυψε τη δική σου εσωτερική αίσθηση"(Όσσο, Ινδός φιλόσοφος κ  διαλογιστής) 


Οι περισσότεροι από εμάς δεν σκεφτόμαστε ...τρέχουμε να προλάβουμε ..... δουλειές, δραστηριότητες, οικογένεια, υποχρεώσεις...... κ έπειτα από μια κουραστική μέρα τι κάνει η κλασσική ελληνική οικογένεια;;;; Κάθεται μπροστά στο χαζοκούτι κ ακούει σερβιρισμένες ειδήσεις, βλέπει κονσερβοποιημένα λαϊκά θεάματα  κ απασχολεί μια σκέψη που πονάει όταν μένει σιωπηλή! Ναι, πονάει ! Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός τόσος κόσμος να πλήττει κ να βαριέται αν δεν έχει παρέα ή  αν δεν έχει κάποιο πρόγραμμα η τηλεόραση!!!!!


Μην βγάζω την ουρά μου στην απέξω! Εντελώς πρόσφατα έμεινα μια εβδομάδα χωρίς υπολογιστή στο σπίτι!  Ο υπολογιστής είναι επίσης άλλο ένα χαζοκούτι , αν κάθεσαι με τις ώρες μπροστά του κ δεν ξοδεύεις κι αλλού επικοδομητικά τον ελεύθερο χρόνο σου! ΄Αρχισα λοιπόν στην αρχή τις γκρίνιες ! Μου έλειπε η "γνωστή κατάσταση" ! Και νά'μαι εγώ που διακηρύττω δεξιά κ αριστερά φιλοσοφίες ανατολικές κ τον Μπουσκάλια τον έχω για ευαγγέλιο, να έχω υποπέσει σε ολέθρια αμαρτήματα : να μου λείπει η καθημερινότητά μου !!!!
Η συνειδητοποίηση αυτή με ταρακούνησε! Ένα "κλικ" μέσα μου και αμέσως κατάλαβα πως ο υπολογιστής που κάηκε ήταν θεόσταλτο δώρο!
Η σιωπή που κυρίευσε στην αρχή όλους τους χώρους ήρθε να μου θυμίσει πόσο ανάγκη την είχα ! Κράτησα το φωτισμό χαμηλά κι ακολούθησα τις σκιές μου ........

Άρχισα να ανακαλύπτω ξανά τις εσωτερικές μου αισθήσεις.  Όλα είναι κύκλος ...
Αδειάζω τη σκέψη για να γεμίσει ξανά .......
Επιστρέφω μέσα μου γιατί εκεί κατοικώ και εκεί μπορώ να με συναντήσω ...Όχι έξω, ανάμεσα στο πλήθος , όχι έξω μέσα στη φασαρία ....δεν θα ακούσω έτσι τη φωνή μου..... Μέσα στη σιωπή μου .......εκεί κατοικώ!


@iris