Η ματιά σου απλή
Δεν είναι η ματιά αυτή που απογυμνώνει,
είναι το βλέμμα που ρουφά τα χρώματα
το βλέμμα που δεν έμαθε να κρίνει.
Βυθίζει, μα δε βυθίζεται
Αφουγκράζεσαι
Συλλέγεις ήχους σ΄ ένα κόσμο εκκωφαντικά κακόφωνο
και τους τραγουδάς μ΄ αλανιάρικο σαξόφωνο.
Πώς τα κάνεις όλα τραγούδια;
Μάθε με.....
Μαζεύεις εικόνες και τις ντύνεις φως,
Πώς συλλέγεις έτσι τον ήλιο;
Μάθε με....
Δεν ξέρω να ερμηνεύω σαν και σένα τα πράγματα απλά,
στροβιλίζομαι στους κύκλους μου.
Βάζεις κόκκινο και γαλάζιο και ροζ
σε άχρωμο φόντο.
Κλείνεις το μαύρο ερμητικά απ' έξω,
γιατί σε τρομάζει η σκοτεινιά.
Αφού γύρω σου βάφουνε τα γκρι
πώς έμαθες ξεκάθαρα να ζωγραφίζεις τη χαρά;
Τα θέλω σου συλλαβές καθάριες
και τα διεκδικείς τίμια.
Δε τα συμβίβασες ποτέ.
Πώς μπορείς να εκφράζεσαι τόσο δυνατά;
Ταξιδεύεις σε γέφυρες υπέργειες,
για τους δικούς σου παραδείσους.
Ταξιδεύω σ' αγωγούς υγρούς,
γεμάτους τρωκτικά.
Οι διαδρομές σου γραμμές ευθείες
και πάντα κατεβαίνεις εκεί που θες
μοναχικός, μα όχι μόνος
κι εμείς συντροφικοί, μα μόνοι.
Πώς το κάνεις;
Μάθε με να χαράσσω ευθείες διαδρομές.
Στην ασχήμια σφραγίζεις αυτιά και μάτια
και πηδάς σ' ένα μεγάλο, κίτρινο ταξί.
Γελάς στον οδηγό -
κραυγές που κελαρύζουν ενθουσιασμό.
Τα χέρια χτυπάς
και σκανάρεις τη ζωή από το παράθυρο.
Χρεώνει το κοντέρ -
ποιος νοιάζεται για τα λεφτά;
Ζηλεύω την επιλογή σου να πετάς
όπου θες,
για όσο θες.
Έχεις διέξοδο τη φυγή με το ταξί,
έχω αδιέξοδα σε σύνθετη ζωή.
Πόσο θα 'θελα να ξέρω κι εγώ να πηδάω σ' ένα μεγάλο, κίτρινο ταξί...
να γυρνάω άσκοπα
όπου θέλω,
για όσο θέλω.
Βαρέθηκα τους προορισμούς,
βαρέθηκα τους εγκλωβισμούς.
Βυθίζομαι στη σιωπηλή μορφή σου.
Γυρνάς, με κοιτάς διαπεραστικά, καθάρια.
Φτιάχνεις τις δικές σου λέξεις και με γδύνεις.
Τον φθόνο δεν τον ξέρεις.
Ψέματα ποτέ δε θα μου πεις.
Εγώ όμως ξέρω καλά να αφηγούμαι παραμύθια...
τα δικά μου παραμύθια,
τα δικά τους παραμύθια.
Το Λευκό της ψυχής σου με γέμισε άξαφνα ντροπή.
Με μεγάλη χαρά, τι μεγάλη, ανείπωτη πείτε καλύτερα,
πρωτοεμφανιζόμενης στην μπλογκογειτονιά μας,
αλλά και στην παρέα του συμποσίου μας.
Εύχομαι ολόψυχα να αγαπηθεί και να ενταχθεί σε αυτή την παρέα.
Περίμενα τη συμμετοχή της πώς και πώς.
Μου είχε μιλήσει η Lysippe μας, με μεγάλο ενθουσιασμό μάλιστα,
για μια φίλη της που γράφει εξαιρετικά.
Δεν μου είχε πει πολλά, πέρα από τον ενθουσιασμό της.
Ανακάλυψα (και συνεχίζω να ανακαλύπτω) όσα έπρεπε στην πορεία,
αφού έλαβα το
Πετάς ψηλά!
Ήξερα πως δεν είναι τυχαία τούτη η ψυχή!
Καταρχάς, η συμμετοχή της συνοδευόταν από μια υποσημείωση
που σκοπίμως έβαλα από αυτή, τα λιγότερα δυνατά στο Συμπόσιο.
Ο Θανούλης πήγαινε με ταξί σε ειδικό σχολείο και ήταν στη ζοφερή του ζωή αυτό, τεράστια χαρά. Ήταν η φυγή του από κατακερματισμένους γονείς. Είχα την τύχη να περάσω λίγες μέρες μαζί του και λάτρευε να πιάνει το τιμόνι του αυτοκινήτου μου και να λαρυγγίζει "τατσί! τατσί!!". Στα 14 του τότε χρόνια ήταν ήδη ένας τεράστιος αθώος γίγαντας χωρίς γλώσσα αλλά με αποθέματα ανάλογης του όγκου του καλοσύνης. Όπλο δεν έπιασε, δεν κατατάχτηκε, αλλά καλύτερα για τους Θανούληδες αυτού του κόσμου. (Θύματα και θύτες).
Όσοι με γνωρίζουν καλά μπορούν να καταλάβουν γιατί αυτή η συμμετοχή
έκανε ιδιαίτερη κατάληψη στην καρδιά μου!
Δεν γινόταν να μην ταυτιστώ, να μην συγκινηθώ, να μην αγαπήσω...
Διαβάζοντας τους στίχους της γίνεται εύκολα αντιληπτό νομίζω,
ότι η Αννέτα δεν είναι καθόλου τυχαία.
Υπήρξε εκπαιδευτικός και μάλιστα σε μια ευαίσθητη ομάδα, αυτή των
ατόμων με ιδιαίτερα χαρίσματα!
Όπως ιδιαίτερα χαρίσματα δείχνει να έχει τόσο η ψυχή
όσο και η γραφή της!
Θα ήθελα να πω περισσότερα,
θα αφήσω όμως να τη γνωρίσουμε και να μας γνωρίσει σιγά σιγά.
Νομίζω ότι αυτό είναι και το πιο όμορφο...
Για την ώρα την καλωσορίζω στην παρέα μας.
Σας φιλώ
@ριστέα