Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χορχε Μπουκάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χορχε Μπουκάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Το βυζί ή το γάλα

Πεινάς για να μάθεις,
πεινάς για να μεγαλώσεις,
πεινάς για να γνωρίσεις,
πεινάς για να πετάξεις.....
Μπορεί σήμερα
εγώ να είμαι το βυζί
που σου δίνει το γάλα,
που καταλαγιάζει την πείνα σου...
Είναι καταπληκτικό
που σήμερα αναζητάς αυτό το βυζί.
Μην ξεχνάς όμως
δεν είναι το βυζί
που σε τρέφει.
Είναι το γάλα!

Χόρχε Μπουκάι



Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Πάντα υπάρχουν χρήματα για βιβλία.

Ο πατέρας μου δεν έλεγε ιστορίες, δεν κατάφερε καν να τελειώσει το δημοτικό, αλλά είχε μια σχέση λατρείας με τα βιβλία. 
Είναι σαν το πιάνο που κάποιοι δεν το αποκτούν ποτέ και τελικά το κάνουν δώρο στα παιδιά τους. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε σε μένα και στον αδερφό μου ότι σε αυτό το σπίτι δεν υπάρχουν λεφτά για ηλεκτρικά παιχνίδια ούτε για καινούργια ρούχα. Παίρνουμε από τα ξαδέρφια, τα προσέχουμε έτσι ώστε να τα επιστρέψουμε στα πιο μικρά ξαδέρφια μας, αλλά πάντα υπάρχουν χρήματα για βιβλία. 
Αρκούσε να ζητήσουμε ένα βιβλίο και ο πατέρας μου ρωτούσε πώς λέγεται και πού το πουλάνε. 

Χόρχε Μπουκάι ... (απο συνέντευξη του στον Σταύρο Θεοδωράκη)

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Οι δυο μοναχοί

 Δύο Βουδιστές μοναχοί είχαν αφήσει το μοναστήρι τους και κατευθύνονταν προς το διπλανό χωριό.
Περπατούσαν μέσα στο δάσος για ώρες.
Βγαίνοντας από ένα ξέφωτο και φτάνοντας στις όχθες ενός ποταμού αντίκρισαν μια νεαρή όμορφη κοπέλα να στέκεται δίπλα στα ορμητικά νερά και να κλαίει.
Ο γηραιότερος από τους δύο, προχώρησε προς το μέρος της και σαν έφτασε πίσω της τη ρώτησε.
"Γιατί κλαις;"


Η κοπέλα στο άκουσμα της φωνής του γέρου πετάχτηκε σαν τρομαγμένο ζώο. Αντικρίζοντας τους δύο μοναχούς ηρέμησε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μιας και θεώρησε πως δεν κινδυνεύει από τους δύο άντρες, αποκρίθηκε στην ερώτηση του ηλικιωμένου.

"Ξεκίνησα από το διπλανό χωριό να πάω σε ένα γάμο. Ετοιμαζόμουν τόσες μέρες για αυτό. Έραψα το πιο καλό μου φόρεμα και τώρα πρέπει να περάσω μέσα από το ποτάμι ώστε να φτάσω στην ώρα μου. Τα ρούχα μου θα καταστραφούν κι εγώ μάλλον μέχρι να φτάσω στο χωριό, σίγουρα θα έχω αρρωστήσει για τα καλά. Δεν περίμενα να συναντήσω δυο μοναχούς μέσα στην ερημιά. Αχ, μακάρι να μπορούσατε να με βοηθήσετε να περάσω απέναντι."

Ο νεαρός μοναχός, στο άκουσμα της παράκλησης της νεαρής κοπέλας, κοίταξε με τρόμο τον Δάσκαλο του. Οι οδηγίες του δόγματος ήταν σαφής. Οι μοναχοί απαγορεύονταν να αγγίζουν γυναίκες. Αυτή του η σκέψη, φρέναρε απότομα καθώς με έκπληξη άκουσε τον Δάσκαλο του να της λέει.
"Θα σε βοηθήσουμε εμείς"
Ο νεαρός μαθητής δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του μα πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τα λεγόμενα του Δασκάλου του, ο γέρος είχε πάρει στην αγκαλιά του την κοπέλα και προχωρούσε μέσα από τα ορμητικά νερά του ποταμού προς την απέναντι πλευρά. Έκπληκτος αλλά και τσαντισμένος με την πρωτοβουλία του Δασκάλου του, άρχισε να τρέχει κι αυτός από πίσω τους ώστε να περάσει το ποτάμι.
Μετά από λίγα λεπτά, είχαν φτάσει και οι τρεις απέναντι.
Ο γέρος χωρίς να χρονοτριβήσει, άφησε απαλά την κοπέλα στο έδαφος την χαιρέτησε και της ευχήθηκε καλό ταξίδι. Κάνοντας ένα νεύμα στον μαθητή του έδωσε να καταλάβει πως ήταν ώρα να πηγαίνουν.

Οι δυο μοναχοί αφού είχαν περπατήσει για αρκετή ώρα αμίλητοι μέσα στο δάσος ο νεαρός γύρισε προς το Δάσκαλο του και τον ρώτησε με συννεφιασμένο βλέμμα στο πρόσωπο.
"Μεγάλε Δάσκαλε, γιατί το έκανες αυτό;"
Ο Δάσκαλος τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να περπατά με αργό βήμα.
"Εννοώ, πως μπόρεσες να παραβείς τον κανόνα και να πάρεις εκείνη την κοπέλα στα χέρια σου αφού ξέρεις πως απαγορεύεται;"
Ο γέρο Σοφός τον κοίταξε με συμπάθεια και του αποκρίθηκε.

"Η διαφορά είναι πως εγώ την κοπέλα την άφησα πίσω στο ποτάμι.
Εσύ έπειτα από τόση ώρα συνεχίζεις να την κουβαλάς μέσα σου."

Χόρχε Μπουκάι




Αφιερωμένο σε όλους όσοι συνεχίζουν να"κουβαλούν" μέσα τους παλιές ιστορίες, πόνους , θλίψεις, οργή , μίση.... Αφιερωμένο σε όλους όσοι δεν έχουν μάθει πως συγχώρεση είναι να αφήσω πίσω το παρελθόν κ να ατενίζω μπροστά , σε όλους όσοι δε καταφέρνουν να γεμίσουν χαρά και γαλήνη προτού αδειάσουν εντελώς κ αφήσουν χώρο για όλα τα όμορφα..... Ναι η Ζωή είναι δύσκολη γεμάτη "πρέπει" και περιορισμούς ..... γιατί εμείς άραγε την κάνουμε ακόμα πιο δύσκολη;

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

Γράμμα στην κόρη μου ......



Πριν πεθάνω, κόρη μου, θα’θελα να’μαι σίγουρος ότι σου έμαθα:

* Να χαίρεσαι τον έρωτα
* Να έχεις εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου
* Να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου
* Να ενθουσιάζεσαι με τη ζωή
* Να ζητάς βοήθεια όταν τη χρειάζεσαι
* Να επιτρέπεις να σε παρηγορούν όταν πονάς
* Να παίρνεις τις δικές σου αποφάσεις
* Να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου
* Να είσαι φίλη του εαυτού σου
* Να μη φοβάσαι μήπως γελοιοποιηθείς
* Να ξέρεις πως αξίζεις να σ’ αγαπάνε
* Να μιλάς στους άλλους τρυφερά
* Να λες κάτι ή να σωπαίνεις ανάλογα με το τι κρίνεις για σένα σωστό
* Να αποκτάς φήμη για τα κατορθώματά σου
* Να αγαπάς και να φροντίζεις το κοριτσάκι που έχεις μέσα σου
* Να μην εξαρτάσαι από την επιδοκιμασία των άλλων
* Να μην επωμίζεσαι τις ευθύνες όλων
* Να συνειδητοποιείς τα συναισθήματά σου και να πράττεις ανάλογα
* Να μην κυνηγάς το χειροκρότημα αλλά τη δική σου ικανοποίηση από το γεγονός
* Να δίνεις γιατί θέλεις, ποτέ γιατί νομίζεις πως είναι υποχρέωσή σου
* Να απαιτείς να σε πληρώνουν όπως πρέπει για τη δουλειά σου
* Να δέχεσαι τους περιορισμούς και την αδυναμία σου χωρίς θυμό
* Να μην επιβάλλεις τα κριτήριά σου ούτε να επιτρέπεις να σου επιβάλλουν οι άλλοι τα δικά τους
* Να λες το ναι μονάχα όταν το θέλεις και να λες όχι χωρίς ενοχές
* Να ζεις το σήμερα και να μην έχεις μεγάλες προσδοκίες
* Να ρισκάρεις περισσότερο
* Να δέχεσαι την αλλαγή και ν’ αναθεωρείς τις πεποιθήσεις σου
* Να προσπαθείς να γιατρέψεις τις παλιές και τις πρόσφατες πληγές σου
* Να φέρεσαι και να απαιτείς να σου φέρονται με σεβασμό
* Να γεμίζεις πρώτα το δικό σου ποτήρι κι αμέσως μετά το ποτήρι των άλλων
* Να σχεδιάζεις το μέλλον αλλά να ζεις το παρόν
* Να εμπιστεύεσαι τη διαίσθησή σου
* Να χαίρεσαι τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα
* Να καλλιεργείς σχέσεις υγιείς όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο
* Να κάνεις την κατανόηση και τη συγγνώμη προτεραιότητές σου
* Να δέχεσαι τον εαυτό σου όπως είναι
* Να μην κοιτάς πίσω σου για να δεις ποιος σε ακολουθεί
* Να μεγαλώνεις και να μαθαίνεις από τις διαφωνίες και τις αποτυχίες σου
* Να επιτρέπεις στον εαυτό σου να λύνεται στα γέλια μες στο δρόμο χωρίς ιδιαίτερο λόγο
* Να μη θεοποιείς κανέναν, και ακόμη λιγότερο εμένα .

Χόρχε Μπουκάι



Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Ο καλλιεργητής χουρμάδων



Σε μία όαση κρυμμένη μέσα στα πιο απόμακρα τοπία της ερήμου, ο γέρος Ελιάου ήταν γονατισμένος δίπλα σε μερικές χουρμαδιές.
Ο γείτονας του, ο Χακίμ, ένας πλούσιος έμπορος, σταμάτησε στην όαση για να πιουν νερό οι καμήλες του και είδε τον Ελιάου να ιδρώνει σκάβοντας στην άμμο.
-Τι νέα, γέροντα; Ειρήνη σ' εσένα.
-Και σ' εσένα, αποκρίθηκε ο Ελιάου χωρίς να σταματήσει τη δουλειά του.
-Τι κάνεις εδώ, μ' αυτή τη ζέστη και με το φτυάρι στα χέρια;
-Φυτεύω, αποκρίθηκε ο γέρος.
-Μα τι φυτεύεις εδώ, Ελιάου;
-Χουρμάδες, αποκρίθηκε ο Ελιάου δείχνοντας γύρω του τις χουρμαδιές.
-Χουρμάδες! επανέλαβε ο νεοφερμένος. Κι έκλεισε τα μάτια με συγκατάβαση, σαν να 'χε ακούσει την μεγαλύτερη ηλιθιότητα του κόσμου. 



-Η ζέστη σε πείραξε στο μυαλό, αγαπητέ μου φίλε. Έλα, παράτα αυτή τη δουλειά και πάμε στη σκηνή μου να πιούμε ένα ποτήρι.
-Όχι, πρέπει να τελειώσω το φύτεμα. Μετά, αν θέλεις, θα πιούμε...
-Για πες μου, φίλε μου, πόσων ετών είσαι;
-Ξέρω κι εγώ... Εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα... Δεν ξέρω... Το ξέχασα. Όμως, τι σημασία έχει αυτό;

-Κοίταξε, φίλε. Οι χουρμαδιές θέλουν πάνω από πενήντα χρόνια ώσπου να μεγαλώσουν, και μόνο όταν γίνουν μεγάλα δέντρα δίνουν καρπό. Εγώ δεν θέλω το κακό σου, το ξέρεις. Μακάρι να ζήσεις ως τα εκατό και βάλε, όμως, ξέρεις ότι δύσκολα θα φτάσεις να μαζέψεις καρπούς απ' αυτό που σήμερα φυτεύεις. Παράτα τα, λοιπόν, κι έλα μαζί μου.

-Κοίταξε, Χακίμ. Εγώ έφαγα τους χουρμάδες που φύτεψε κάποιος άλλος, κάποιος που κι αυτός ποτέ δεν ονειρεύτηκε να φάει αυτούς τους χουρμάδες. Εγώ σήμερα φυτεύω ώστε άλλοι να φάνε αύριο τους χουρμάδες που φύτεψα... Έστω κι αν είναι προς τιμήν κάποιου άγνωστου, αξίζει τον κόπο να αποτελειώσω το έργο μου.

-Μου έδωσες ένα σπουδαίο μάθημα, Ελιάου. Άφησε με να σου ξεπληρώσω μ' ένα πουγκί φλουριά αυτό που σήμερα με δίδαξες. Και με τα λόγια αυτά, ο Χακίμ έβαλε στο χέρι του γέροντα ένα δερμάτινο πουγκί.

-Σ' ευχαριστώ για τα χρήματα, φίλε μου. Βλέπεις μερικές φορές τι συμβαίνει; Εσύ προέβλεπες ότι ποτέ δεν θα απολάμβανα καρπούς απ' αυτό που φύτευα. Έμοιαζε αλήθεια κι όμως, για κοίτα, ακόμα δεν τελείωσα το φύτεμα και ήδη κέρδισα ένα πουγκί φλουριά και την ευγνωμοσύνη ενός φίλου.

-Η σοφία σου με εκπλήσσει, γέροντα. Αυτό είναι το δεύτερο σπουδαίο μάθημα που μου δίνεις σήμερα, κι ίσως ακόμα πιο σημαντικό από το πρώτο. Άσε με, λοιπόν, να σου το πληρώσω με άλλο ένα πουγκί φλουριά.
-Συμβαίνει κι αυτό, συνέχισε ο γέροντας, κι άπλωσε το χέρι του κοιτάζοντας τα δύο πουγκιά με τα χρήματα. 


Φύτεψα χωρίς να ελπίζω σε συγκομιδή, και προτού τελειώσω το φύτεμα πήρα όχι μόνο μία συγκομιδή, αλλά δύο.
-Φτάνει πια, γέροντα. Μη συνεχίζεις να μιλάς. Αν συνεχίσεις να με διδάσκεις, φοβάμαι ότι όλη μου η περιουσία δεν θα φτάσει για να σε πληρώσω...

Χόρχε Μπουκάι , Να σου πω μια ιστορία

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~



Φύτευε..... Κάποτε, με κάποιο τρόπο, θα κάνεις και εσύ  τη συγκομιδή σου !

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

περί αυτοσεβασμού

Εβαλα ποτακι και επιασα το γραψιμο ...τερμα οι αντιγραφες και τα copy paste, συγχωρεστε μου μονο την ελλειψη τονισμου .... δεν εχω εξοικειωθει -κι ουτε προκειται- με το πληκτρολογιο!
Διαβαζω Μπουκάι  το τελευταιο διαστημα ( "να σου πω μια ιστορια" & "ιστοριες για να σκεφτεις")  και μου αρεσει να προχωρω αργα !
Μιαν ιστορια την ημερα το γιατρο τον κανει περα!
Ομως δε θελω να μοιραστω μια ιστορια .....αλλα το κειμενο που προηγειται μιας ιστοριας και μιλαει στην ουσια για τον αυτοσεβασμο!
Η συνομιλια που ακολουθει ειναι αναμεσα στο συγγραφεα-ψυχολογο και τον ασθενη του ...



-Συλλογιζομουν οτι για πολλα πραγματα πρεπει να πληρωνω ακριβο αντιτιμο , κι αυτο δεν με κανει να νιωθω παρα πολυ καλα. Εχω την αισθηση οτι ειμαι μπλεγμενος σ'ενα ροδανι και δεν μπορω να ξεφυγω ... Τι μπορω να κανω για να ξερω εκ των προτερων αν το κοστος των πραγματων ειναι υψηλο, χαμηλο η το δικαιο; Με τα υλικα αγαθα ειναι ευκολο,γιατι εχουν πανω-κατω διαμορφωμενη τιμη . Ομως, για ολα τα υπολοιπα, ποιο ειναι το μετρο ;
-Μαλλον, πριν απόλα, πρεπει μα μαθουμε τι σημαινει"ακριβο'-'. Τι σημαινει"πληρωνω ακριβα".
-Πληρωνω ακριβα, σημαινει πληρωνω πολλα.
-Δες το απο την υλικη σκοπια. Εκατο χιλιαδες δολλαρια ειναι πολλα;
- Ναι , φυσικα.
-Τοτε, αν ενα αεροπλανο Τζαμπο πουλιοταν εκατο χιλιαδες δολαρια θα ηταν ακριβο;
-Εξαρταται για ποιον. Για εμενα ναι, θα ηταν ακριβο.
-Γιατι;
-Γιατι εγω δεν εχω εκατο χιλιαδες δολαρια, ουτε μπορω να τα βρω.
-Οχι, Ντεμιαν. Μπερδευεις το ακριβο με το δαπανηρο. Ενα Τζαμπο που θα πουλιοταν εκατο χιλιαδες δολλαρια θα ηταν φτηνο, ασχετως αν εσυ ειχες χρηματα ή οχι.
-Τοτε τι κανουμε;
-Αυτο που καθοριζει αν κατι ειναι φτηνο ή ακριβο ειναι η συγκριση της τιμης (του κοστους) με την αξια του. Δεν συγκρινεις το αντιτιμο με αυτα που διαθετεις εσυ. Ειναι ακριβο, Ντεμιαν, κατι που κοστιζει περισσοτερο απ'οσα αξιζει.
- Περισσοτερα απ'οσα αξιζει...... Βεβαια για αυτο υπαρχουν τοσα πολλα πραγματα για τα οποια νιωθω οτι πληρωνω ακριβα. Τωρα το καταλαβαινω.


- Η αξια των μη υλικων πραγματων , συνεχισε ο Χορχε, αλλα και η αξια των υλικων ειναι ορισμενες φορες τοσο υποκειμενικη, που μονο εμεις οι ιδιοι μπορουμε να καθορισουμε αν η τιμη ειναι δικαιη ή οχι.
  Ομως, υπαρχουν πολυτιμα αγαθα που ολοι κατεχουμε και νομιζω οτι δεν ξερουμε να τα εκτιμησουμε σωστα. Ενα απο αυτα ειναι η αξιοπρεπεια. Νομιζω οτι η αξιοπρεπεια μας -ο αυτοσεβασμος, οπως σου ειπα αλλοτε- ειναι τοσο πολυτιμο αγαθο, που αν πληρωσουμε με αυτο , πληρωνουμε παντα ακριβα.


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

"Τα 99 φλουριά μας...."


Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο.
Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς. Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη.
Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:

-Ποιό είναι το μυστικό σου;
-Ποιό μυστικό Μεγαλειότατε;
-Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.
-Μα… δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.
-Πως τολμάς να λες ψέματα σ΄ εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές, από ένα ψέμα.
-Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.
-Και πως τα καταφέρνεις βρε  ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος; Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.
-Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η λαμπροσύνη σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;
(......)
Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο. Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.
-Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;
-Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.
-Έξω από που;
-Μα από τον κύκλο.
-Γι αυτό είναι ευτυχισμένος;
-Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.
-Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;
-Ακριβώς βασιλιά μου.
-Και πως βγήκε;
-Δεν μπήκε ποτέ.
-Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;
-Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.
-Και πως λειτουργεί αυτός ο κύκλος;
-Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.
-Δηλαδή τι θα κάνεις;
-Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.
-Πως δηλαδή, θα τον σπρώξεις; είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.
-Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.
(…..)
-Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω . Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήνταεννέα φλουριά. (....)

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μήνυμα που έλεγε:

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.


   Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δύο φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο. Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγκί. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω. Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του. Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατασκοπεύσουν.
Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες. Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του. Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στοίβες. Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε.
Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρείς, τέσσερις, πέντε, έξι… Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα,…. που είναι το τελευταίο? Ξανά μετρά μία μια τις στοίβες να βρει το λάθος, τίποτα. Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει… Τίποτα. Η τελευταία κολώνα ελλειμματική. Μόνο εννέα φλουριά. Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακούλι… Τίποτα. Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα. Δεν μπορεί τα φλουριά  ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.
-Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. Κάπου πρέπει να μου έπεσε… κάπου πρέπει να είναι. Με λήστεψαν! Αλήτες! Κερατάδες! Με κλέψανε!
Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά.
(….) Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. Τώρα μου λείπει ένα.

Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα. Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.
Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί; Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω. Μετά όμως μεγάλε… άραγμα. Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει. Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου!
Τελείωσε τους υπολογισμούς του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.
-Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυο τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.
Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.
Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. άσε που μια και είναι τζάμπα, το’ χουμε παρακάνει. Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; Μπαίνει η άνοιξη. ΄Ερχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω… Να πουλήσω… Πρέπει να γίνουν θυσίες. (……)

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. ΄Ενα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.
-Μα καλά, τί έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.
-Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;
-Μέρες έχω να σ ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;
-Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου? Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.
Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι. Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.

Βλέπεις Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ’ αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει … Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή…
Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού;
΄Οτι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενήντα εννιά;
Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο ,κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι;
Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν. Αιωνίως τα ίδια. Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. ΄Ετσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε.

Προσοχή όμως Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενήντα-εννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε. Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι. Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι.
Πηγή: Να σου πω μια ιστορία , Χορχε Μπουκαι 

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας του Χόρχε Μπουκάι

Ο Χόρχε κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε: "Να σου πω μια μια ιστορία..."
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται:
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.
Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του...
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος.
Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος.
Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.
Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων.
Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα.
Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: "Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;"
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση.
Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα - ευτυχώς για μένα - ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι.
Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί.
Μα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο...
...Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του...

"Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο - πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου.
Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι "δεν μπορούμε" να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα:
"Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω."
Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθισε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε:
"Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή...Με όλη σου την ψυχή!

Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή...Με όλη σου την ψυχή!