Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυρολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυρολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Προθανάτια επιστολή ~ 13ο Παίζοντας με τις λέξεις


Είμαι δεν είμαι μία σπιθαμή πια. 
Λίγο ακόμα και δεν θα υπάρχω, φίλε μου!

Έτσι κι αλλιώς καιρό τώρα ήμουν στο περιθώριο της ζωής. Σαν μαραμένο ζουμπούλι!  Απόκληρος. Παρίας! Κάποιοι άλλοι, ακμαίοι και ζωηροί, και μεταξύ μας, πολύ επιδειξίες, με έχουν εκτοπίσει. Της μοίρας το γραμμένο είναι αυτό: Ο νέος είναι πάντα πιο ωραίος!
Κι όμως στις δόξες μου ήμουν κι εγώ ωραίο. Αγέρωχο. Ευθυτενές. Άψογο! Τσολιάς στα ανάκτορα. Η φούντα μου έλειπε μόνο! Έχω χαράξει εγώ που λες πορείες, σειρές, γραμμές και λέξεις... Πάντα λέξεις! Ου! Να φάν' κι οι κότες!

Μια δασκάλα ήταν αυτή που με επέλεξε κι έδωσε νόημα στην ύπαρξή μου ούλη, από τις πραμάτειες ενός γκαζμά γυρολόγου, στο πανηγύρι της Παναγιάς, της Χρυσομαλλούσας, βοήθειά μας! 
Διαλαλούσε που λες ο ντελάλης το εμπόρευμα που είχε μέσα στον μποξά του και φώναζε στις κοπελούδες να μαζωχτούν για τα καλούδια του "Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλικά λογιώ, λογιώ για τα προυκιά σας, ωρέ κορτσούδες μου! Για ελάτε, για περάστε και θαυμάστε! " 
Μα εκείνη, χρυσομαλλούσα κι αυτή σαν την Παναγιά μας, βοήθειά μας, αντίς να τρέξει στα καλούδια για τις χρυσές πλεξούδες της, τα κοκκινάδια για τα χείλια και τις κουβαρίστρες για τα "προυκιά" της, μαγεύτηκε από μένα!  Ένα ταπεινό, ξύλινο μολύβι! Εγώ τότε δεν ήξερα ότι ήταν δασκάλα. Θα το μάθαινα αργότερα, όταν στα χέρια της μαζί θα διορθώναμε τις εκθέσεις των μικρών μαθητών της.

Έτσι αξιώθηκα κι εγώ να ζήσω μεγαλεία: Διορθώσεις, σημειώσεις, σκέψεις, λέξεις. Πάντα λέξεις! Εύκολες-δύσκολες. Δόκιμες-αδόκιμες. Σβήσε-γράψε! Συνώνυμα. Αντώνυμα...  Καλαμπόκι-Αραβόσιτος... Μπαλκόνι-βεράντα. Δίνω-παίρνω... Μεγαλώνω-μικραίνω... Ζω-πεθαίνω!

Να, όπως τώρα. Πεθαίνω. Το ξέρω πως πεθαίνω, μετά βεβαιότητος. Δεν έχω το ύψος πια να σταθώ στις περιστάσεις. Καταλαβαίνεις! Ξύσε-ξύσε απόμεινα λειψό. Μια σταλιά! Ίσα που προλαβαίνω να διηγηθώ την ιστορία μου σε τούτη εδώ την προθανάτια επιστολή

Κι εσύ τώρα που τυχόν με διαβάζεις, δεν θέλω να χύσεις δάκρυ για μένα. Έζησα μια ζωή χορτάτη, να ξεύρεις. Μετά βεβαιότητος!
Έζησα όπως μου έπρεπε. Γιατί βάλτο καλά στο νου σου μπουμπούνα: φθορά σημαίνει ζωή! 


Η ιστορία του μολυβιού μου, η πρώτη από τις δύο συμμετοχές μου
πήρε μέρος στο 13ο Παίζοντας με τις λέξεις, 
που διοργανώνει και φιλοξενεί με επιτυχία
η φίλη Μαρία, στο mytripsonblog.

Θερμά ευχαριστώ τη Μαρία για τη ζεστή, όπως πάντα, φιλοξενία της, 
τους φίλους που με ευγενή άμιλλα συμμετέχουμε (κάποιοι από το 2012) 
και όσους την ξεχώρισαν.
Σκοπός πάντα είναι η δημιουργία και η εξέλιξη!
Και νομίζω ότι οι πιστοί φίλοι συνεχίζουμε για αυτό το λόγο! 

Την ιστορία μου εμπνεύστηκα (πέρα από την αγάπη μου για το μολύβι
από κάποια μικρά έργα τέχνης πάνω στις άκρες... μολυβιών.
Εδώ μπορείτε να βρείτε την πηγή της έμπνευσής μου.
Αν το μολύβι είχε φωνή σκέφτηκα....


Αλήθεια, εσύ γνωρίζεις την ιστορία του μολυβιού;


Μια έρευνα για το επάγγελμα του γυρολόγου, μία εκ των πέντε
υποχρεωτικών λέξεων μου έδωσε τις εξής πληροφορίες:
Γυρολόγοι ή πραματευτάδες ονομάζονταν οι πλανόδιοι έμποροι που περιφέρονταν στη Λέσβο (και σπανιότερα και εκτός νησιού) και πουλούσαν διάφορα είδη (τρόφιμα, ψιλικά, βιοτεχνικά προϊόντα) που δεν ήταν (συνήθως) διαθέσιμα στους τόπους που επισκέπτονταν (χωριά, κωμοπόλεις ή συνοικίες). Ήταν μια δουλειά δύσκολη, με αντίξοες συνθήκες, αφού πολλές φορές έλειπαν ακόμη και δυο ή τρεις μήνες από τα σπίτια τους. Γυρνούσαν σε ολόκληρο το νησί, είτε περπατώντας με το «μποξά» στο ώμο, είτε φορτώνοντας το εμπόρευμά τους στα γαϊδούρια, ενώ μόνο τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτοκίνητο. 
Οι περισσότεροι διέθεταν ως «συρμαγιά» (αρχικό κεφάλαιο) προϊόντα που υπήρχαν σε αφθονία στην περιοχή τους, ή αποτελούσαν δικιά τους παραγωγή. Αν και όταν τα πουλούσαν, με τα λεφτά αγόραζαν (και) άλλα αγαθά, ή αντάλλασσαν προϊόντα (όταν υπήρχε ακόμη και ανταλλακτική οικονομία), τα οποία μεταπουλούσαν στο επόμενο προορισμό τους. Σε αυτό το πλαίσιο, τη «συρμαγιά» κάθε γυρολόγου αποτελούσαν (κυρίως) προϊόντα μιας συγκεκριμένης περιοχής (π.χ. οι Αγιασώτες πουλούσαν κατά κύριο λόγο αγροτικά εργαλεία, αγγειοπλαστικά είδη, υφαντά, κ.α., οι Πλωμαρίτες ψάρια, σαπούνια, λάδι, δέρματα κ.α.). Η εμπορία μεγάλων ποσοτήτων ειδών που δεν παράγονταν στους τόπους μόνιμης διαμονής των γυρολόγων ήταν σπάνια, αλλά αυτή η πρακτική άλλαξε σταδιακά με το πέρασμα το χρόνου (περίπου μετά τα μέσα του 20ου αιώνα).
Όταν έφθαναν στον προορισμό τους, οι γυρολόγοι διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους και προσδιόριζαν το μέρος που θα έστηναν τον «πάγκο» τους. Μερικές φορές πλήρωναν κάποιο ντελάλη για να διαλαλήσει το εμπόρευμα, ενώ (σπανιότερα) οι πραματευτάδες παρέδιδαν ειδικές παραγγελίες σε πελάτες με τους οποίους είχαν προσυνεννοηθεί (συνήθως σε κάποια προηγούμενη επίσκεψή τους).
Η παρακμή του επαγγέλματος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 με τη μαζική κυκλοφορία των αυτοκινήτων, οπότε κάθε καταναλωτής και έμπορος μιας συγκεκριμένης περιοχής μπορούσε σε λίγη ώρα να καλύψει επαρκείς αποστάσεις για να ολοκληρώσει τις αγορές του. Σήμερα το επάγγελμα του γυρολόγου υπάρχει ακόμη, αλλά όχι στη μορφή και με τη δυναμική που διέθετε παλιότερα. (πηγή)

 Ο τελευταίος πραματευτής. 
Ο κυρ-Γιάννης ο Δαμιανός (Δαμιανάκης) απ'ο τους Αποστόλους

Σας φιλώ
@ριστέα