Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

25ο Συμπόσιο Ποίησης ~Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο ~ 6th anniversary! 🎅


6.Η μάχη της ζωής

Καμβάς των αντιθέσεων
αυτή είναι η ζωή μας
Αλήθεια -ψέμα αντιμάχονται
φως και σκοτάδι επίσης
Η δικαιοσύνη, την αδικία πολεμά,
η εντιμότητα την ατιμία.
Η ανισότητα την ισότητα καταπατά
η σκλαβιά την ελευθερία
Η Υγεία η πολύτιμη
την ασθένεια έχει αντίπαλό.
Το μίσος την αγάπη εχθρεύεται
η άγνοια τη γνώση

Λύκοι με τη θωριά ανθρώπων μάχονται
εκείνους που συμμάχους έχουν,
τ' αστέρια με το φεγγάρι οδηγό που τις σκιές αποδιώχνουν,
τον ήλιο με το ολόλαμπρο το φως
που λάμπει και στο συννεφοσκέπαστο ουρανό,
και την Αγάπη που την καρδιά σφυρηλατεί
ν'αντέχει, να υπομένει.

Η μάχη μαίνεται κάθε στιγμή
Νίκη και ήττες προσμετρώνται.
Οι λύκοι αλυχτούν όταν ηττώνται,
το φόβο ξέρουν να σκορπούν
Σαν η αγάπη νικητής θα βγει
οι ψευδαισθήσεις συθέμελα γκρεμίζονται,
το φως κυριαρχεί
και  πάλλευκα τα περιστέρια
με κλάδο ελιάς στεφανωμένα
ψέλνουν ''Ωσσανά '' στον ουρανό

Μα ο πόλεμος τέλος δεν έχει,
αξίες και χάος αναμετρώνται ολημερίς.
Ποιος θα 'ναι τελικά ο νικητής;




7.Τα πρώτα σου Χριστούγεννα

Πόσες φορές οι άνθρωποι μετριούνται με το χρόνο,
πόσες φορές κι αν στέκονται με στόμφο απέναντί του.
Πόσες φορές ονείρατα και εικόνες ζωγραφίσαν,
στράτες λαμπρές στα χνάρια τους με ελπίδα καρτερούσαν.

Μαζί και εγώ λογάριασα τις στράτες μου να οργώσω,
με βήματα γοργόφτερα το φως να αντικρίσω.
Και στης αγάπης θαλπωρή στη ζήση μου να δώσω,
στην αγκαλιά του έρωτα να γείρω τη θωριά μου.

Καρπός και φως εσύ ! Του έρωτα παιδί, ελπίδας μας βλαστάρι.
Γέννημα της αγάπης μας, της φλόγας της ανάσα.
Πόσα επάνω σου όνειρα ακούμπησα αγγελέ μου,
για να τα δω να χάνονται μαζί με τη ζωή μου.

Και τώρα εδώ από ψηλά σ’ αναζητώ στο βλέμμα μου,
για να σε δω γαλήνιο σε χέρια αγαπημένα.
Είναι θαρρώ Χριστούγεννα, παντού φωτάκια λάμπουν
μα εγώ απόμακρη, χλωμή, για πάντα μακριά σου.

Αχ πόσο θάθελα απαλά στα χέρια μου να σε έχω,
εγώ στολίδια λαμπερά, λαμπιόνια να σου φέρω,
με τα δικά σου όνειρα καλούδια να σου φτιάξω
και την ανάσα σου ζεστή στο στήθος μου να νιώσω.

Άλλα τα σχέδια της ζωής και άλλα στο σκοτάδι,
όμως εγώ αντίκρυ σου γιορτή θα καρτερέψω
Χριστούγεννα στα πόδια σου θα ‘ρθω να τα γιορτάσω
έστω κι αν ύστερα πικρό ταξίδι θα κινήσω.

Βλέπω κοντά σου αγκαλιές, χαμόγελα κι αγάπη.
Βλέπω εκείνον δίπλα σου σφιχτά να σε κρατάει.
Βλέπω μια μάνα νιόφερτη εκεί να συνεχίζει
και το δικό μου το χαμό στους χτύπους της να σβήνει.

Είναι Χριστούγεννα με φως, με ελπίδα, με γιορτή.
Είσαι εσύ στο κέντρο εκεί της ζήσης μας σημάδι.
Ναι! Είμαι ήρεμη, εκει! Κοντά σας να ακουμπήσω,
τα Πρώτα σου Χριστούγεννα, να δω, να τα αγγίξω.
Που τόσο τα λαχτάριζα κάποτε στην καρδιά μου.
Όμως οι μοίρες όριζαν μακριά μου να σε πάρουν
παντοτινά το βλέμμα σου μην εύρει τη ματιά μου.

Καλά Χριστούγεννα απ’ εμέ παιδί μου λατρεμένο,
απ της ψυχής μου την πηγή στη ζήση σου δοσμένο. 




8. Μια γιορτή

Οι άνθρωποι γιορτάζουν
και λαμπιόνια ανάβουν
για να φέρουν πιο κοντά στη γη
τη μαγεία των αστεριών τη μακρινή.

Μα στο φως του στολισμού
κρύβουν το σκότος του καημού.
που ολόφωτοι δρόμοι στη σειρά
καταλήγουν σε αδιέξοδα πικρά.

Οι άνθρωποι γιορτάζουν
και στη χαρά τους μια λύπη βγάζουν
για όλα αυτά που δεν αλλάζουν
για όσα μέσα τους λιμνάζουν.




9.Χλιδάτη φάτνη

Δώρα παραγγελιά
σε ντελίβερι Άγιο
Διανομή σ'επιλεγμένα σπίτια
και στα κακώς εννοούμενα
καλά παιδιά
Το Θείο βρέφος φασκιωμένο
σε χλιδάτη φάτνη
Άναψε το δέντρο

Εγένετο φως τεχνητό.



10.Δώρο Χριστουγέννων

Τα χέρια που σ' αγκάλιασαν
στον πιο βαθύ σου πόνο,
και σ'εβγαλαν στο φως
στην πιο μεγάλη νύχτα της ζωής σου..

Ένα χαμόγελο
που απλόχερα σου χάρισαν
και ζέστανε την παγερή αδιαφορία
δικών και φίλων..

Αυτά είναι το θαύμα
των φετινών σου Χριστουγέννων!
Δώρο ακριβό,πολύτιμο
να το κρατήσεις!

Άλλωστε μην ξεχνάς,
πριν ανασάνεις και σηκωθείς
πάλι στα πόδια σου

σύρθηκες στα πιο βαθιά σκοτάδια
της κόλασης,ξαρμάτωτος
αναζητώντας το φιλί,
το νοιάξιμο,το χαδι.

Φέτος μην ψάξεις
κάτω από το δέντρο
για εκπλήξεις υλικές

πάρε αγκαλιά τον
πονεμένο
κι έχε τα μάτια της ψυχής σου
ανοιχτά
για να δεχτείς κι εσύ
ουράνιες ευλογίες!  



11.Στο σκοτάδι δεν θα δεις ποτέ την μαγεία

Στα έλατα που κάηκαν, προτού αρέσουν.
Στους Ρούντουλφ του κόσμου.
Στις Νύχτες που δεν άγιασαν.
Στους Μικρούς Τυμπανιστές που
ποτέ τα ραπ παμ παμ τους δεν ακούστηκαν.

Στα καμπαναριά που ποτέ δεν άγγιξε το χιόνι.
Στα τρίγωνα κάλαντα που δεν έχουν πια γειτονιά.
Στον Παλιό τον Χρόνο, που πάει.

Εκεί αφιερώνω τους στίχους μου.
Χωρίς ρυθμό κι ομοιοκαταληξία.
Χωρίς στολίδια και φτιασίδια.
Δεν είναι πάντα όμορφη η ζωή,
μα είναι δική μας κι όταν δεν είναι γιορτινή.

Και που ξέρεις;
Ίσως ο Άη Βασίλης πάλι να 'ρθει.
Και στον σάκο του να έχει βάλει
όνειρα, ελπίδες κι αγάπη.
Ίσως ο κόσμος μοιάζει σκοτεινός,
μα βγάλε απ'το πατάρι τα φωτάκια.

Αν το Φεγγάρι δεν αρκεί για να φωτίσει το σκοτάδι σου
να θυμάσαι, πως κάπου εκεί κοντά, έχεις μια πρίζα.
Άναψε τα.
Καλά Χριστούγεννα! 




12.Ζήσε στο φως

Και αν οι σκέψεις σου στο γκρίζο είναι βαμμένες
Και αν τα γέλια σου, χάσκουν σα μέρες ξένες
Και συ υπότροπος στα λάθη σου, αιώνια, είσαι
Βρες τρόπο και αντέδρασε το μαύρο σβήσε
Ζήσε στο φως,γιατί φωτός γέννημα είσαι...




13. Μαζί ξανά

Φάρος που άπλετα χαρίζει Φως
θα είσαι πάντα.
Κι αν έφυγες,
κρατώ τις θύμησες να με φωτίζουν και να μ’ οδηγούνε.
Ενδόμυχα γνωρίζω πως,
άλλο «μετάβαση» και άλλο «χωρισμός».
Στην ύψιστη Αλήθεια  οι ψυχές μας,
κάποτε, 
και πάλι θα ανταμωθούνε. 




14. Η μπαλάντα ενός παιδιού

Ήμουν παιδάκι, τόσο δα,
κι έκανα όνειρα, πολλά!
Να βάλω σκάλα, να πιαστώ,
να ανέβω ως τον ουρανό!
Κι όταν εκεί ψηλά βρεθώ,
να καλοπιάσω το Θεό:
Να αρχίσει πάλι απ’ την αρχή
το κτίσιμο πάνω στη γη!

Να ‘χει τις πύλες ανοιχτές!
Να κλείσει όλες τις πληγές!
Κι εκεί που υπάρχει κόλαση,
να ανθίσει μία όαση
για τους φτωχούς, τους νηστικούς,
τους άτακτους περαστικούς,
τις χήρες και τα ορφανά,
για του πολέμου τα παιδιά!

Κι όταν η νέα μέρα αρχίσει
και ο Ήλιος στο άρμα του καθίσει
θα ‘θελα να ‘μουν ο  βοηθός του
στο εργαστήρι το λαμπρό του!
Να ξεσκονίζω τα λαμπιόνια
Και τα ολόχρυσα γαλόνια
Πάνω στη Γης το Φως να αδειάσω
Και τα σκοτάδια να υποτάξω!

Και κάθε πρώτη του Γενάρη,
να ‘χω  χαρές και καρναβάλι!
Να κόβω πίτα του ΄Αϊ Βασίλη
Και να ζηλεύουν  όλοι  οι ψύλλοι
Απ’ τον κόρφο μου να φύγουν
και αλλού να πάνε  να ξεμείνουν
Σε άλλο κόρφο να φωλιάσουν
κι εμένανε  να με ξεχάσουν!

Και των Φώτων, αγιασμό,
Να φέρω απ’ τον άγιο ποταμό
Για να αγιάσω την αυλή μας
να μονιάσει η φυλή μας!
Κι όταν έρθει του  Αϊ Γιαννιού,
με στομάχι, νηστικού,
σε γιορτή, μα… και σε πάλη:
Στο ταψί, ας χορέψω,  πάλι!..



15.Μια σπίθα φως

Αργεί πολύ να ξημερώσει απόψε.
Λέω, πως τώρα πια το χω ανάγκη
ν’ αφήνω μια σπίθα φως να ξεγλιστρήσει
στην πιο σκοτεινή χαραμάδα της ψυχής μου,
τη νύχτα που οι σκέψεις ταξιδεύουν
κι ο ύπνος πεισμώνοντας δεν έρχεται.
Ναρκοπέδια μικρά οι θύμησες
που εκρήγνυνται μόλις τις πλησιάζω.

Κλείνω τα μάτια στο σκοτάδι.
Μια ανάμνηση από μια στιγμή ευτυχίας,
ένα δάκρυ από μια στιγμή συγκίνησης,
ένας ήχος απ’ την φλυαρία της βροχής,
ένα μόνο άστρο από ένα αφέγγαρο βράδυ,
δυο ώρες ύπνο, γητευτή της ψυχής μου.
Απ’ το στρίφωμα της ζωής ξεγλιστρά μια ανάμνηση.
Είναι Χριστούγεννα!
Μυρίζει κανέλα, μέλι και γλυκό κρασί.
Ψωμί ζυμωτό πάνω στο άσπρο υφαντό
το κεντημένο με τα όνειρα της μάνας.
Γέμιζα τότε την ψυχή με όνειρα,
τον κόρφο με φρούδες ελπίδες,
την αγκαλιά με δώρα που δεν πήρα ποτέ.
Ωστόσο πάντα αγαπούσα τα Χριστούγεννα

Όμορφα χρόνια, αθώα, δεμένα σε κόκκινη κλωστή,
πασπαλισμένα ζάχαρη σαν λαλαγγίτες.
Όμορφη  που είναι η αθωότητα
με τ’ άσπρα δαντελένια γιακαδάκια
και τα κόκκινα λουστρινένια παπούτσια.
Όλα απείραχτα στη μνήμη όπως τ’ άφησα
μεσ’ την αγιοσύνη και την ταπεινότητα των ημέρων,
στα χρόνια εκείνα. Χριστούγεννα!
Τα δικά μου Χριστούγεννα!



16.Από το χαμόγελο γεννιέται φως

Αχτίδες σε χαϊδεύουνε
Και αστράφτουν μεσ' τα μάτια σου
Πόσο σε ξέρει ο ήλιος και το κάθε φως
Στέκω αμίλητος και καρτερώ
Πότε στα μάτια σου θα με φυλακίσεις
Αν είναι ακριβό το φως
M' ένα χαμόγελο μόνο ζητώ
Λίγο από κείνο να μου χαρίσεις



17.Το ανεπίδοτο γράμμα

Έβαλα σήμερα γύρω απ' το τζάκι τα χρωματιστά λαμπιόνια της γιορτής,
μαζί με δυο κλαράκια γκι κι ένα ασημένιο άστρο στο κέντρο.
Έλα να τα δεις, ανυπομονούν να σε γνωρίσουν.
Έλα να νιώσεις την λαμπερή τους ρυθμικότητα.
Ίδια με την καυτή ανάσα σου μοιάζουν, γρήγορη ανάσα σπάταλη.
Εισπνοή εκπνοή και στιγμές λαμπρές από ήλεκτρο κι αφράτο χιόνι.
Έλα να χαρείς, άφησε πίσω το σκότος και τους νυχτερινούς εφιάλτες του χτες
Θα παραχώσω στη χόβολη καρπούς, ζεστούς να τους γευτείς.
Έτσι που είσαι ταλαιπωρημένος απ' τους δρόμους κάτι πρέπει να τσιμπήσεις.
Έλα να ζεστάνεις το χνώτο σου με το φως της κεραμικής λάμπας.
Απόψε που έχει ολόγιομο φεγγάρι λέω να μεθύσω,
όχι με αλκοόλ αλλά με την απαστράπτουσα ομορφιά της διάφανης νύχτας.

Στο πατάρι το καπέλο σου, ένα ζευγάρι λευκά γάντια κι ένα μονόκλ.
Περιποιημένα όλα και μέσα σε μεγάλα κουτιά τοποθετημένα,
σφραγισμένα με βουλοκέρι μην και τα αγγίξει η πούδρα της σκόνης.
Σου σιδέρωσα και το λινό σου πουκάμισο ατέλεια δεν θα βρεις πουθενά.
Έλα πριν φέξει κι έρθει η πούλια να με σκουντήξει με τον αγκώνα της.
Φοβάμαι μονάχη, φοβάμαι πολύ κι αυτός ο δυνατός αέρας ξήλωσε
τα κουμπιά απ' τον χιονάνθρωπο.
Πρωί τον έφτιαξα, πριν ακόμα ξυπνήσει η πόλη και θορυβήσουν οι δρόμοι.
Έμοιαζε μαγικός μ' αυτή τη κόκκινη πιπερίτσα στα χείλη και το καρώ κασκόλ
στο γιγάντιο λαιμό του.
Μου πήρε ώρα να του στρογγυλέψω την τεράστια κοιλιά,
να του φορέσω τα μεγάλα μαύρα κουμπιά από το παλιό μου μαντό.
Έτσι που να μοιάζει αληθινός σαν ένας εσκιμώος μπροστά στην είσοδο του ιγκλού του.

Δεν υπερβάλω ζωντανεύουν τα πράγματα όταν τα αγαπάς πολύ, αν τους στέκεσαι,
αν με στοργή και πάθος ατέλειωτους διαλόγους πιάνεις μαζί τους τα βράδια.
Έλα έβαλα και τις κεντητές μαξιλάρες στο πάτωμα εκείνες που αγαπούσες από παλιά.
Στο χερούλι της πόρτας έχω αφήσει το γράμμα μου, ένα ποίημα είναι
που μιλάει αποκλειστικά για εσένα, για την λεπτότητα των χειλιών σου,
για τη διάπυρη γλώσσα σου, για τα αλαφιασμένα σου μάτια.
Είμαι καλή στις απαγγελίες θα το δεις, πόσο προσέχω σαν προφέρω κυρίως τις λέξεις:
Έρωτας, αγάπη, φιλί κασμίρι κι ανεμογύρισμα.
Ειδικά την πρώτη την φαντάζομαι σαν μια φέτα γλυκιά πορτοκαλιού,
σαν ξυλαράκι αποικιακής κανέλας.
Πήγα χτες κι αγόρασα κίτρινους φακέλους κι ένα ζευγάρι κόκκινα γυαλιά.
Πρέπει να φωτίσω λίγο τη ζωή μου, να χρωματίσω τα έπιπλα με παλ χρώματα.
Τρομάζω στη σκοτεινιά, τρομάζω στα χαμηλωμένα φώτα κι αυτή η συνοικία με θλίβει.
Αύριο, αν δεν έρθεις, θα πάρω το υπεραστικό τρένο να φύγω μακριά,
σε κάποιο βαγόνι θα σε συναντήσω σίγουρα, ξέρω πόσο αγαπούσες τα ταξίδια.
Δεν θα πάρω αποσκευές μαζί μου, μόνο αυτό το γράμμα που μιλάει για εσένα
κι ένα χάρακα ξύλινο να μου υπενθυμίζει πως κοντά σου ψήλωσα δυο πόντους.


18.Η Σκιά των Λεύτερων Πατέρων

Μην με ακολουθείς,
δεν σε φοβάμαι.
Κρύβω τις σκέψεις μου στο φως.

Το φεγγάρι με νανουρίζει,
σαν μια παλάμη ανθρώπινη• γίνεται θέλγητρο και εγώ,  αναζητώ σκόρπιες σκέψεις … να τις ζεστάνω.
Μια φωλιά η καρδιά μου, και οι χτύποι της, έρμαιο.
Ένας ανέγγιχτος κόσμος, ηθικά πλασμένος, με προκαλεί.
Πονάω!

Οι χρυσαλλίδες στα μαλλιά μου, μοιάζουν με παγωμένα φωτάκια ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου, που σε κάποιο Πάσχα, το φωταγώγησαν οι Λεύτεροι Πατέρες. Και είδα τις καμένες οάσεις να με χαιρετούν, μα κανένας Άγιος Βασίλης, δεν ήρθε να σώσει την ελπίδα. Κανείς δεν μας έφερε δώρα, αναφαίρετο δικαίωμα έγινα. Ένας λύχνος καιόμενος, και μια παραλλαγή, γεμάτη λύτρωση και αγέρα. Αγέρα, ασύμφορο.

Με πονάνε τα μαλλιά μου.
Με πονάνε οι ρίζες, οι παράλογες.
Φτύνω χώμα και πατάω αίμα.
Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό και αντικρίζω, μια πράσινη χαίτη.
Μαράθηκαν οι Πλουμέριες και εγώ ακροβατώ, ανάμεσα σε δύο, αλησμόνητους δρόμους. Έξι λέξεις αποζητώ μα καμία δεν έρχεται.

Με ευθυγραμμίζουν οι αβάσταχτες, εσωτερικές μου, επιθυμίες.
Με κάνουν να νοσταλγώ, οι ανείπωτες παρενθέσεις των-  εκ βαθέων – αναστεναγμών μου.
Τρέφομαι με σάρκα βασανισμένη και μπήγω τα κρύα δάχτυλά μου, σε μία γη, γεμάτη πίσσα.
Το σκοτάδι είναι κυνηγημένο από το φως, μα αυτό, μας ξεγέλασε.

Τα υγρά μάτια κοιμούνται φοβισμένα στο σκοτάδι.
Στο φως όμως, γίνονται δύναμη.
Κακή δύναμη, ανταριασμένη, μια δύναμη που ζητάει να καταπιεί την αλήθεια.
Τούτο το φως, δεν μας αγαπά, δεν μας προσέχει. Μας ξεγελά και θέλει να μας παρασύρει στο δικό του σπήλαιο, της ψεύτικης ευτυχίας.

Τούτο το φως, μας παιδεύει.
Κι αυτό μας αξίζει.  Πατάξαμε την ελευθερία. Νομίζαμε πως ήταν κι αυτή μια μπόρα, αμέθυστη. Κανείς δεν σκέφτηκε να προσευχηθεί για λίγο νερό στην εσωτερική μας, έρημο.  Όλοι αναζητούσαν μια απαίδευτη θάλασσα, μα κανείς δεν είδε πως τα ψάρια, ήσαν νεκρά.

Με τσούζουν τα μηλίγγια μου.
Η γλώσσα, με τραβάει σαν μια γραβάτα σφιχτή. Με πνίγει. Το σάλιο μου, μοιάζει με τραχιά σέλα αλόγου.
Το κουστούμι των ανθρώπων, μας έκανε παλιάτσους.
Σε εκείνους πουλήσαμε το χαμόγελό μας και μας ζωγράφισαν το πιο όμορφο δάκρυ. Είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου και βρωμούσε!
Βρωμούσε τόσο πολύ που σε κατάπινε η ίδια η μυρωδιά σου.

Μούσκεψε μέσα μας το σκοτάδι και κυνήγησε το φως.
Το υπερασπίσαμε με τη ζωή μας και θυσιαστήκαμε για ’κείνο το χρυσό μειδίαμα.
Μας ξεγέλασε. Αυτό να θυμάσαι.
Μας συστήθηκε σαν ήλιος και ήταν ο πιο φωτεινός εχθρός.
Γέλασε μέσα μου η ανημπόρια.

Το αίμα των ούλων μου, δεν μας έχει αφήσει.
Δεν λέει να μας ξεχάσει.
Αδημονεί να κυλήσει και να αγγίξει τα χνώτα μας.
Και των δύο. Και των νεκρών.

Τούτο το φως, μας παιδεύει.
Αυτό να θυμάσαι.

Μην με ξεγελάς, μικρέ μου ταξιδιώτη.
Οι σάκοι, γίναν βυσσινί καθρέπτες. Μέσα τους, συναντώ μια φοβισμένη πανσέληνο. Οι Λεύτεροι Πατέρες, δεν είναι εκεί.

Σκιά μου:

Mην με ακολουθείς,
δεν σε φοβάμαι.
Κρύβω τις σκέψεις μου στο φως.



19.Αληθινή αγαπημένη

Χαίρομαι όταν μέσα απ τους δρόμους των ματιών μου περνάς και πηγαίνεις στα βάθη της  ψυχής μου.
Χαίρομαι που ζεις μέσα από τις λέξεις, τον λόγο και κανένας και τίποτα δεν μπορεί να σου πάρει αυτή την ζωή.
Υπάρχεις,γιατί υπάρχει  η αγάπη,ο πόνος,η χαρά και γίνονται λέξεις.
Λέξεις που γίνονται συναίσθημα.
Όποιος σε γνώρισε σ αγάπησε.
Και εκείνοι που σ' αγγίξανε,μείναν αθάνατοι στο γύρισμα του χρόνου.
Ένα φως μέσα στο σκοτάδι είσαι.
Μέσα στην κουλτούρα ή την απλότητα,είσαι υπέροχη.
Ποίηση αληθινή αγαπημένη. 



Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.