Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

20ο Συμπόσιο Ποίησης - Οι συμμετοχές, Μέρος 3ο


24. Γεννήθηκα για αετός…

Σε ένιωσα που δίψασες κι ήρθα να απιθώσω
σταγόνα μύρου που κυλά στην άκρια του ονείρου
να ξεγελάσω τόλμησα της λάβας σου τα βάθη
μπας κι ηρεμήσει προς στιγμήν
λίγο να ξαποστάσω.
Σε ένιωσα που πείνασες κι ήρθα για να σου δώσω
της αμβροσίας των Θεών ένα μικρούλη κόκκο
που ξώμεινε στα χέρια μου πριν μου γυρίσουν πλάτη
και με αφήσουν μοναχή να γλύφω τις πληγές μου.
Μα ανέφελη δεν έμεινες.
Δεν ξεγελιόσουν πλέον.
Ωρίμασες και θέριεψαν και όλα σου τα θέλω!
Και τότε ήρθε η στιγμή που πάσχισες να φύγεις,
για να πετάξεις μακριά. Κι ανοίγεις τα φτερά σου...
Στο πέταγμα σου κιότεψα!
Ύψωσα τη φωνή μου, και με όση είχα δύναμη
ούρλιαξα να μ’ ακούσεις.
Ψυχή μη φεύγεις, πώς μπορείς και με εγκαταλείπεις;’’
Με άκουσες και γύρισες, με πόνεσε η ματιά σου!
Τα λόγια με μαστίγωσαν με την ορμή που πέσαν!
“Θέλω τον χώρο άπλετο, θέλω να βρω συντρόφους.
Θέλω σκοπούς να αγωνιστώ, και δρόμους να χαράξω.
Να κλάψω, να νανουριστώ με τον αχό του γέλιου.
Κι έπειτα να ονειρευτώ ανατολές και ήλιους.
Λιβάδια καταπράσινα και ευωδιαστά λουλούδια.
Να ντύσω φως τη λησμονιά, για να χαθεί να σβήσει
και όπου βρω το άδικο θέλω να το εντύσω
με καταπόρφυρη στολή, που είναι κεντημένη
από του δίκαιου την κλωστή, για να το εξαγνίσει.
Στον κόσμο κούνια να γενεί, του σπόρου της ελπίδας.
Δεν μου ταιριάζει να χωθώ στη τρύπα που με βάζεις.
Γεννήθηκα για αετός, μ΄έκανες χαμοπούλι!
Γεννήθηκα για άνεμος και μ’έκανες δροσούλα!
Αν θες να λες.. Έχω ψυχή… πρέπει και να το δείχνεις!’’ 


25. Έρως και Ψυχή

Ψυχή μου εσύ αρχόντισσα, Ψυχή πανώρια κόρη
Ψυχή μου ομορφότερη κι από την Αφροδίτη,
Εκεί που σε λατρεύανε, εκεί σ' απαρνηθήκαν
κι ένας μονάχα έμεινε να καίγεται για σένα.

Σε πήγαν νύφη στο βουνό. ψηλά σε μια κορφή του
κι ο Ζέφυρος σε τύλιξε, σε πήρε αγκαλιά του
και πήγε και σε άφησε σε πράσινη κοιλάδα.
Εκεί γλυκά κοιμήθηκες τον πιο αγνό τον ύπνο.

Όταν γλυκοξύπνησες, σε κάλεσε ένα δάσος
βρήκες μια γάργαρη πηγή κι ολόχρυσο παλάτι.
Κι όταν η μέρα έσβησε, βρήκες την αγκαλιά του.
κι ο Έρωτας  έγινε άντρας σου χωρίς να το γνωρίζεις.

Την ευτυχία σου φθόνησαν ακόμα κι οι δικοί σου
σε πλάνεψαν, σε φόβησαν, σ' έκαναν να προδώσεις
μ' ένα μαχαίρι και κερί τη μοίρα σου αλλάζεις
κι ο Έρωτας πληγώθηκε κι έφυγε μακριά σου.

Κι έτσι αρχίσαν βάσανα που τελειωμό δεν είχαν
μέχρι τον Άδη έφτασες, το τέλος να προφτάσεις.
Μα ένα ολόχρυσο κουτί σε βγάζει απ' τον πόνο
μέσα του κρύβει βάλσαμο, σ' έναν μεγάλο ύπνο.

Ο Έρωτας δε σε ξεχνά, σε ψάχνει και σε βρίσκει
έχει στ' αλήθεια γιατρευτεί, η αγάπη έχει νικήσει.
Αυτός ο μύθος ο παλιός μίλησε στην ψυχή μου
και με έβαλε να καρτερώ ανέμους στη ζωή μου.



26. Αδικοχαμένο...

Τα μάτια σου διάπλατα, τον τρόμο μαρτυρούσαν,
σαν του κινδύνου η οσμή ένιωσες να σε ζώνει
Στα χέρια ανθρώπων δυνατών,
που ο βασανισμός σου ισχύ τους δίνει κάλπικη,
στο άρρωστο εγώ τους τροφή κι αιτία να καυχηθούν.
Μικρό σκυλάκι* έφυγες στον πόνο αφημένο!
Μαύρες σελίδες έγραψαν υπαίτιοι πως ήταν
εκείνοι που τους έπλασε του διάβολου η σμίλη.
Εσύ ζωάκι μου γλυκό, άδολη, αγνή ψυχή μου,
το ένα χάδι τρυφερό μ' αγάπη το πληρώνεις!
Χωρίς να θέλεις στήθηκες στου κόσμου την αρένα,
να μαρτυρήσεις, να χαθείς 
από ανθρώπους δολερούς χωρίς αρχές κι αξίες
Μ'άσχημο τρόπο έμαθες
πως στη ζωή χιλιάδες οι υπάνθρωποι,
ντροπή της ανθρωπότητας,
κηλίδα μελανή  στη φορεσιά του κόσμου,
που την ψυχή σ'ανήλιαγο κελί έχουν κλεισμένη.
Να 'σουν ο μόνος μάρτυρας
μοναδική ντροπή μας !

 *Αφιερωμένο στο σκυλάκι που κάποια κτήνη έβαλαν κροτίδα 
στο στόμα του και του το διέλυσαν
Του έγινε ευθανασία, μετά από φρικτούς πόνους. 
Και εκείνος που μπορεί να βασανίσει ένα σκύλο,  
μπορεί κάλλιστα να βασανίσει και έναν  άνθρωπο!! 




27. Άρνηση

Πέντε ολόκληρα λεπτά 
μια Ψυχή ανθρώπινη , 
τακτοποιούσε τα χέρια της 
ακουμπισμένη σε μια μονοκονδυλιά
δίχως αγκώνες, δίχως γόνατα.

Δεν θέλει να γυρίσει ακόμη ........

Ταξιδεύει σε άηχα μέρη ,
δεν έχει αγαπήσει λέει κανέναν
από όταν τσακίστηκε η σάρκα της αγάπης.

Η Ψυχή ανθεί και αφήνεται στα κύματα,
δεν θα γυρίσει ακόμη !!!! 




28. Παίδες εν καμίνω 

Σκολιά μονοπάτια
Η ζωή μαστορεύει
Και ο πόνος χαλκεύει
Την ισχύ της ψυχής .

Το καμίνι του βίου
(Άμα δεν σε τελειώσει) 
Στη φωτιά θα σε λιώσει
Και ατσάλι θα βγεις.





29.Ψυχές

Οι λεπτοδείκτες παγωσαν
στης νύχτας τη λυγμολαλιά.
Ψυχές παράωρες.

Στο διπλανό παγκάκι
σίγησαν οι φωνές των ερώτων.
Ψυχές προδωμένες.

Οι φωτιές στα χαρτόκουτα
ζεσταίνουν τους άστεγους.
Ψυχές ματωμένες.

Με μάτια κλειστά
Η μέρα χάνεται στα σύννεφα.
Ψυχές αιωρούμενες.

Στης λήθης τα φύλλα
έκλαψε ένα λουλούδι.
Ψυχές τις λησμονιάς.

Όμως δες!
Στου γκρεμού την άκρη
κρίνα φυτρώσαν.
Ψυχές ολάνθιστες.

Όμως άκου!
Των παιδιών γέλιο γάργαρο
σαν ρυάκι κελάρυσε.
Ψυχές αγιασμένες.

Όμως μύρισε!
Της πασχαλιάς το άρωμα 
κοιμήθηκε στα μαλλιά των κοριτσιών.
Ψυχές μυρωμένες.

Όμως άγγιξε!
Στο θυμάρι οι μέλισσες
ακουμπούν τα φτερά τους.
Ψυχές διάφανες.

Όμως γεύσου!
Απ'το στήθος της μάνας
το αίμα γάλα χύνεται.
Ψυχές θάματα. 




30. Αναπόφευκτο

Σε αφανέρωτα της ζωής μονοπάτια
νυχοπερπατά ακράτητο το αναπόφευκτο.
Κρύβει στον κόρφο της η νύχτα ένα κόκκινο
και μόνη της τ’ ανακαλεί μες στα σκοτάδια.

Πάει καιρός που το κόκκινο γυρεύω
μα όλο γλιστρά εκείνο, ξεμακραίνει
νιώθω την ψυχή άδεια, κενή να μένει.
Από τούτο το κρυφτό εγώ γιατί δε φεύγω;

Για χαρά, για λύπη, γιατί τάχα παλεύω;
Μην είναι η Άτροπος που κρύβεται από πίσω.
κι έγινε η νύχτα συνεργός, να μην  αναγνωρίσω;
Τι βιάζομαι τόσο να δω και δεν το αποφεύγω; 




31. Πνιγμένες θύμησες 

Στέγαζα κάποτε άδολη αγάπη με περίσσια θαλπωρή. 
Τώρα, από παντού ψυχροί αέρηδες τρυπώνουν
και παγώνουν την καρδιά μου.
Εντός κι εκτός μου πράσινη θάλασσα, κύματα ανάκατα.
Μέσα τους πνίγονται οι θύμησες και, κάθε ψυχή που φιλοξένησα
προτού χαθεί για πάντα.
Μια υποψία ζωής στις παγωμένες πέτρες μου τα ίχνη της αφήνει.
Με προσπερνά κι αυτή. Η οσμή της μοναξιάς σκορπά και πάλι.
Αναπολώ προσμένοντας την λύτρωση
με μιαν ανέλπιδη ελπίδα... 




32. Οδομαχίες

Με δυο ημιτελείς σελίδες απ' την ψυχή σου,
νοστιμίζω την καρδιά μου.
Σε κλείνω εντός μου.
Σε προσέχω.
Σου δίνομαι ολοκληρωτικά.
Το βιβλίο της ζωής σου ξαναγράφω,
στάζει το μελάνι και σχηματίζει σύμφωνα, σημεία στίξης,
κι επαναλαμβανόμενα φωνήεντα.
Ηχηρά φωνήεντα να με ακούς.
Πολλές οι σελίδες πάνω στο τραπέζι,
πολλά τα κοχύλια στη γλάστρα του δαπέδου,
πολλές οι αναθυμιάσεις από τα αναμμένα κάρβουνα της μνήμης.
Πόσο θα ήθελα εκεί να ζεσταθείς,
την πένα σου να πάρεις, συνέχεια να δώσεις στο άγνωστο
κι ένα λουλούδι λιγόζωο να περάσεις στ' αφτί σου,
να σε γνωρίσουν εξαρχής οι ώρες μου.

Πηγαίνω συχνά στο δάσος με τους σφενδάμους.
Δεν κρατώ καλάθι,
τι να συλλέξω;
Μόνο το παγούρι μου ρίχνω στον ώμο.
Ξεράθηκαν οι πηγές.
Η χλόη δεν βλασταίνει,
κι εκείνοι οι σκίουροι,
ακίνητοι επιβλέπουν, της φύσης την άναρχη εποποιία,
χωρίς καθόλου παιχνιδίσματα.

Γυμνά πολλές φορές αφήνω τα πέλματα.
Την οργή του χώματος να νιώσω,
το στεναγμό της πέτρας να φυλακίσω,
το χτύπο των πεσμένων φύλλων,
στη μελωδία της φλέβας, να εμπιστευτώ.

Αυλούς φτιάχνω.
Φτερά μερεμετίζω.
Ξυραφάκια περνώ στους κορμούς.
Μαρκάρω τα φύλλα με αίμα ελαφιού.
Ξεχνάω πως κλείνονται τα παθητικά ρήματα.
Πως να μιλήσω;
Τα πάθη πως να στεριώσω στη σημαία μου;
Αν ζωγράφος ήμουν ίσως τα κατάφερνα!

Με δυο ημιτελείς σελίδες απ' την ψυχή σου,
μπαίνω στα όνειρά σου.
Κλαδεύω τα γιασεμιά.
Μύρα σκορπίζω.
Εμφιαλώνω κρασιά ακριβά και στα χαρίζω.
Έλα να χορέψεις,
έλα να γιατρευτείς,
έλα στο τραπέζι να κλείσεις τους λογαριασμούς.
Όσο σου μοιάζω, τόσο πιο απόμακρος γίνεσαι...
Φταίνε κι αυτά τα φιλιά που άσκοπα σπαταλήθηκαν,
φταίνε κι οι καρδιές που αγνάντεψαν ψηλά κι αέρινα έγιναν σήματα.
Μα πιο πολύ φταίνε οι αμαρτίες που διέπραξαν τα νούφαρα,
πριν κοιμηθούν στην αιθάλη του πρωινού.
Ψυχή μου μη ξεχαστείς, βράδυ να βγαίνεις στις οδομαχίες.
Πληγώνουν τα πρωινά! 




33. Δύσκολο πράγμα η ψυχή

Έψαξα να βρω δυο στίχους
να πλέξω κάτι
που να αντέχει το βάρος της ψυχής
μα η πένα μου φαίνεται πως δε κρατά
αυτού του είδους τη μαεστρία.
Δύσκολο πράγμα η ψυχή...
Κυλώντας όμως το στυλό
πάνω στο χαρτί
σχημάτισε δυο προτάσεις απλοϊκές
που ήθελε πολύ να μοιραστεί
Ψάξε στη καρδιά σου
Υπάρχει αγάπη
Χάρισε τη όπου μπορείς
Η τύχη του κόσμου είναι στα χέρια σου!  





34. Δύναμη Ψυχής

Ψυχραιμία
Ύστατη
Χωρίς
Ήττα

Ψυχή μου,
μη φοβού
τούτη τη δυσκολία.
Αυτή την ύστατη στιγμή,
με θάρρος και ψυχραιμία,
να παραμείνεις δυνατή
μέσα στου κόσμου τη βουή,
χωρίς σιωπή,
η ήττα 
νίκη θα γένει!  




35. Γεγονός ή Ελπίδα

Είμαστε δυο, είμαστε τρεις
κι ίσως μείνει ο ένας μας μονάχος.
Μα θα 'χει ψυχή για δεκατρείς,
θα ' ναι η καρδιά του βράχος!




36. Έλα να πάμε στο pc

Θα σε πάρω μαζί μου, σε δρομάκια λευκά
με μπλε γραμμές και παράθυρα.
Δεν είναι σοκάκια νησιώτικα, ελληνικά
μα εκεί μπορείς να βρεις μέχρι ψύλλους στ’ άχυρα.

Αρκεί αυτός ο ψύλλος, να έχει κάνει ένα check in
να έχει στο προφίλ του, τ΄ όνομα του,
μετά τα πράγματα είναι εύκολα
θα μάθουμε μέχρι τι φαγητό αρέσει στα
παιδιά του.

Οι άνθρωποι βλέπεις, στα δρομάκια αυτά
μοιράζονται στιγμές, φωτογραφίες και συναισθήματα
Μπροστά σε μάτια αγαπητά και ίσως κι αδιάκριτα
γεννιούνται από έρωτες, μέχρι μαλλιοτραβήγματα.

Για ένα like θα δεις να γίνονται πολλά
από ακραίες στιγμές, μέχρι αισθησιακές φωτογραφίσεις
μα στον έρωτα και στα social media όλα επιτρέπονται
και αυτό θα το δεις και στις κοινοποιήσεις.

Η επικοινωνία τώρα πια, γίνεται δωρεάν μέσα απ’ την οθόνη
μα πες μου, αν ξέρεις εσύ
με τόσους φίλους, πως γίνεται οι άνθρωποι να νιώθουνε μόνοι;

Βέβαια, σε κάθε νόμισμα υπάρχουν δυο όψεις.
Τίποτα δεν είναι από μόνο του κακό.
Σκέψου πως αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο,
δε θα έπαιρνες μέρος στο δρώμενο αυτό.
Πριν οι στίχοι λοιπόν τελειώσουνε,
γιατί θα φύγω κι από το wifi,
είσαι να κάνουμε το συμπόσιο viral
και να μας μάθουν μέχρι τη Χαβάη;
Έλα να πάμε στο pc
στου διαδικτύου τις πιο ωραίες πτυχές
εκεί που τα likes δε μετράνε πολύ
γιατί μιλάνε μεταξύ τους οι ψυχές.




37. Πετάς ψηλά 

Η ματιά σου απλή
Δεν είναι η ματιά αυτή που απογυμνώνει,
είναι το βλέμμα που ρουφά τα χρώματα
το βλέμμα που δεν έμαθε να κρίνει.
Βυθίζει, μα δε βυθίζεται

Αφουγκράζεσαι
Συλλέγεις ήχους σ΄ ένα κόσμο εκκωφαντικά κακόφωνο
και τους τραγουδάς μ΄ αλανιάρικο σαξόφωνο.
Πώς τα κάνεις όλα τραγούδια;  
Μάθε με.....
Μαζεύεις εικόνες και τις ντύνεις φως,
Πώς συλλέγεις έτσι τον ήλιο; 
Μάθε με....
Δεν ξέρω να ερμηνεύω σαν και σένα τα πράγματα απλά, 
στροβιλίζομαι  στους κύκλους μου. 

Βάζεις κόκκινο και γαλάζιο και ροζ 
σε άχρωμο φόντο.
Κλείνεις το μαύρο ερμητικά απ' έξω,
γιατί σε τρομάζει η σκοτεινιά.
Αφού γύρω σου βάφουνε τα γκρι
πώς έμαθες ξεκάθαρα να ζωγραφίζεις τη χαρά;

Τα θέλω σου συλλαβές καθάριες 
και τα διεκδικείς τίμια.
Δε τα συμβίβασες ποτέ.
Πώς μπορείς να εκφράζεσαι τόσο δυνατά;

Ταξιδεύεις σε γέφυρες υπέργειες,
για τους δικούς σου παραδείσους.
Ταξιδεύω σ' αγωγούς υγρούς,
γεμάτους τρωκτικά.
Οι διαδρομές σου γραμμές ευθείες
και πάντα κατεβαίνεις εκεί που θες
μοναχικός, μα όχι μόνος
κι εμείς συντροφικοί, μα μόνοι.
Πώς το κάνεις;
Μάθε με να χαράσσω ευθείες διαδρομές.

Στην ασχήμια σφραγίζεις αυτιά και μάτια 
και πηδάς σ' ένα μεγάλο, κίτρινο ταξί.
Γελάς στον οδηγό -
κραυγές που κελαρύζουν ενθουσιασμό.
Τα χέρια χτυπάς
και σκανάρεις τη ζωή από το παράθυρο.
Χρεώνει το κοντέρ -
ποιος νοιάζεται για τα λεφτά;
Ζηλεύω την επιλογή σου να πετάς 
όπου θες,
για όσο θες.
Έχεις διέξοδο τη φυγή με το ταξί,
έχω αδιέξοδα σε σύνθετη ζωή.
Πόσο θα 'θελα να ξέρω κι εγώ να πηδάω σ' ένα μεγάλο, κίτρινο ταξί...
να γυρνάω άσκοπα
όπου θέλω,
για όσο θέλω.
Βαρέθηκα τους προορισμούς,
βαρέθηκα τους εγκλωβισμούς.

Βυθίζομαι στη σιωπηλή μορφή σου.
Γυρνάς, με κοιτάς διαπεραστικά, καθάρια.
Φτιάχνεις τις δικές σου λέξεις και με γδύνεις.
Τον φθόνο δεν τον ξέρεις.
Ψέματα ποτέ δε θα μου πεις.
Εγώ όμως ξέρω καλά να αφηγούμαι παραμύθια...
τα δικά μου παραμύθια,
τα δικά τους παραμύθια.

Το Λευκό της ψυχής σου με γέμισε άξαφνα ντροπή.

(Γραμμένο για τον Θ. που πήγαινε με ταξί σε ειδικό σχολείο. Τα υπόλοιπα μετά το
πέρας του Συμποσίου)





38. Ψυχή λησμονημένη

Ψυχή...
Ποιος την έχασε και δεν ψάχνει καν να τη βρει;
Ποιος την πούλησε έναντι πινακίου «περιττωμάτων»;
Ποιος λησμόνησε την ύπαρξή της στον λαβύρινθο της ανοησίας;

Ποιος φόρτωσε τα βαθιά σκοτάδια της
στα μάτια ενός αθώου παιδιού, ενός ευάλωτου εφήβου;
Ποιος αδιάφορος ή ύπουλος «σκατένιος» φόρτωσε τα κρίματά του
εκεί που χτυπά η πιο φρέσκια καρδιά του μέλλοντος;

Κοίτα στα μάτια με ειλικρίνεια
έναν ταλαιπωρημένο κι απελπισμένο έφηβο.
Θα συναντήσεις έναν ολόκληρο κόσμο, έναν χείμαρρο συναισθημάτων.
Ηχηρός πόνος, θλίψη, αγωνία, αμφισβήτηση, οργή, ερημιά, απόγνωση
του ’χουν στήσει παγίδα.

Κοίτα τον ξανά στα μάτια με θάρρος,
όταν εκείνος βρει στον δρόμο του κατά λάθος ένα λυχνάρι ευαισθησίας.
Τότε θα δεις αυτούς τους «καθρέφτες» της ψυχής να υγραίνονται από την
ελπίδα της ανθρωπιάς και της εντιμότητας.

Ναι, τότε θα ’χεις απαντήσεις στα επαναλαμβανόμενα «Ποιος...;»

Αυτός ο μικρός «μασκαράς» ανθρωπάκος, που δίχως τύψη καμιά
καταχώρισε στ’ «αρχίδια» του, άνευ αριθμού πρωτοκόλλου,
τα όνειρα, τα ιδανικά, την εμπιστοσύνη στη ζωή.

Αυτός που τον εγκατέλειψε
στους δρόμους της αποβλάκωσης του διαδικτύου
ή εκεί έξω στους δρόμους της «φωτιάς». 






Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.