Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

26ο Συμπόσιο Ποίησης ~Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο ~ 7th anniversary! 🎅

10. Ευέλικτες Αναμνήσεις 

Τους ακούω… αλλά δεν ξέρω, τι θέλουν από εμένα.
Διακρίνω τις φωνές, τις προσταγές, τους απεγνωσμένους ψιθύρους τους,
όλα!
Όλα μέσα στο μυαλό μου,
όλα.
Δεν θέλω να μιλώ, οι αισθήσεις με εγκαταλείπουν.
Όμως…
Μάρτυρες,
παντού μάρτυρες.
Όπου κι αν κοιτάξω,
μάρτυρες.
Να με κατηγορήσουν
Να με προστατέψουν
Να με εξαγνίσουν
Λες και μπορούν
Λες και τους το ζήτησα
Λες και ξέρουν τι συμβαίνει


Τους ακούω… αλλά δεν ξέρω, τι θέλουν από εμένα.
Διακρίνω τις φωνές, τις προσταγές, τους απεγνωσμένους ψιθύρους τους,
όλα!
Όλα μέσα στο μυαλό μου,
όλα.
Δεν θέλω να μιλώ, οι αισθήσεις με εγκαταλείπουν.
Κρύφτηκα,
μέσα σε κάτι σκοτεινά στενά τοποθέτησα – ευλαβικά – τον εγωισμό μου.
Την αξιοπρέπειά μου, την έκρυψα μέσα σε ένα κάδο σκουπιδιών.
Τη ταπεινοφροσύνη μου, αφού την «έντυσα» με πέρλες, θαμπές· καταλαβαίνεις,
την χάρισα στον κύριο εκείνο, με τα μαύρα ρούχα. Εκείνον ναι, που μοιράζεται τα αποφάγια με τους σκύλους του.
Τη ψυχή μου, τη στέγασα σε ένα μισογκρεμισμένο υπόστεγο - με την ελπίδα - να μη τη βρουν και τη κουρελιάσουν.
Το μόνο που άφησα σε κοινή θέα, ήταν ο οίκτος μου. Αυτός - ίσως και να άξιζε - τον άξεστο σεβασμό τους.

Τώρα… Υπάρχω εγώ!

Δεν τους ακούω… αλλά ξέρω, τι θέλουν από μένα.
Φαντάζομαι τις φωνές, τις προσταγές, τους απεγνωσμένους ψιθύρους τους,
όλα!
Όλα μέσα στο μυαλό μου,
όλα.
Θέλω να μιλήσω, όμως οι άνθρωποι με εγκατέλειψαν.

Και τώρα που περπατώ μόνη, σε άδειους δρόμους…
Και τώρα που παρατηρώ την πόλη έρημη: όμορφη και άχαρη, μαζί.
Και τώρα που δεν έχει σημασία τι χρώμα έχουν τα φωτάκια και τι σχέδια, συναντά κανείς στις βιτρίνες, στις πλατείες, στα «παλάτια»,
μπορώ να σου πω με βεβαιότητα, πως όλα όσα υπήρξαμε κάποτε, είναι μόνο αναμνήσεις.
Ευέλικτες… αναμνήσεις!

Περπατούσα σε φωταγωγημένους δρόμους και ένιωθα ασφαλής
- Βρισκόμουν σε κίνδυνο

Βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους και ένιωθα άνθρωπος
- Βρισκόμουν σε αυταπάτη

Τους άκουγα να τραγουδούν και ένιωθα πως χορεύω
- Βρισκόμουν σε σύγχυση

Τους άκουγα να προσεύχονται και νόμιζα πως είχα Θεό
- Είχα Θεό

Και τώρα που περπατώ σε κάτι βρώμικα και γεμάτα υγρασία, στενά…
Και τώρα που δεν χαζεύω τα λαμπιόνια, τους στολισμούς και τις βιτρίνες…
Και τώρα που χορεύω με τις λέξεις και τα ποιήματά μου…
Και τώρα που πλάθω Θρησκείες και Θεούς στα όνειρά μου, συναντώ:

ανθρώπους χωρίς σώματα
σώματα χωρίς την ανθρωπιά τους
ρούχα χωρίς αντίο
λόγια χωρίς σιωπή
μουσική χωρίς χάδι
λύτρωση χωρίς αγέρα

Τους ακούω… αλλά δεν ξέρω, τι θέλουν από εμένα.
Διακρίνω τις φωνές, τις προσταγές, τους απεγνωσμένους ψιθύρους τους,
Όλα!
Όλα μέσα στο μυαλό μου,
όλα.
Δεν θέλω να μιλώ, οι άνθρωποι με εγκατέλειψαν.
Κι είναι καλύτερα!

Είπαμε:
Είναι ευέλικτες οι αναμνήσεις μου! 




11. Μέσα απ' το τζάμι

Η σκιά μου διαβαίνει το δρόμο,
κι εγώ τη θωρώ πίσω απ' το τζάμι.
Σε κάποιο σταυροδρόμι όμως διστάζει,
να διαλέξει ποια κατεύθυνση θα πάρει.
Μπροστά σε μια ταβέρνα σταματάει,
δεν πτοείται από ρολά ή από λουκέτα,
στα αυτιά της μουσική και γέλια φτάνουν,
φασαρία και κουβέντες όλο σκέρτσα.
Παραδίπλα είναι καρότσια αραδιασμένα,
που εμπορεύονται κάθε λογής πραμάτεια.
Μα εγώ πίσω απ' το τζάμι μόνο βλέπω,
μουσαμάδες και κασόνια αραχνιασμένα.
Παρακεί πολλοί ανθρώποι σε παρέες,
που η σκιά μου πλησιάζει μία μία,
ζευγαράκια περπατούν αγκαλιασμένα,
κι οικογένειες ψωνίζουν στη γωνία.
Κάθε σκέψη μου εκφράζει η ματιά της.
Η σκιά μου και εγώ είμαστε ένα.
Η ζωή μαζί μ' εκείνην χέρι χέρι
κι εγώ ακίνδυνη παρέα με τον Κανένα.
Το ψιλόβροχο μουσκεύει όλο το δρόμο,
η σκιά μου μια χορεύει, μια πηδάει,
μα η μόνη υγρασία εγώ που νοιώθω,
το ολόπικρό μου δάκρυ που κυλάει.
Κι όταν βλέπω τη σκιά μου ν' ανταμώνει,
τις σκιές κάποιων δικών μου αγαπημένων,
ο λυγμός που με τραντάζει με νεκρώνει,
για δε ξέρω πια τι πρέπει να προσμένω.
Δεν αντέχω μάτια μοναχά να βλέπω,
που ο φόβος κι η αγωνία τα μαραίνει,
σα ληστής σ' έρημη πόλη με μια μάσκα,
στη γλυκιά ζωή ενέδρα έχω στημένη.
Της πλατείας το σιντριβάνι έχει πένθος.
Με τους άστεγους παρέα απλά στάζει.
Τα λουλούδια στα αυτιά μου τραγουδάνε,
μ' έναν ήχο όλο πίκρα και μαράζι.
Κι η σκιά μου ακούει για λίγο το τραγούδι,
που είναι ένα στερνό αντίο σε όσους,
μόνοι έφυγαν σαν περιφρονημένοι,
και το μέλλον θα μετρήσει άλλους καμπόσους.
Στον τεράστιο αυτό πόνο καταθέτει,
για τη μνήμη όσων φύγαν κι όσων φύγουν,
χειροποίητο ευωδιαστό στεφάνι,
και προσεύχεται οι άλλοι να ξεφύγουν.
Με σκυμμένο το κεφάλι επιστρέφει,
και χαζεύει πιτσιρίκια ενώ παίζουν,
μα το μόνο που εγώ πλέον αντικρίζω,
μύρια ''πρέπει'', τις ψυχούλες τους πιέζουν.
Πλησιάζουν οι γιορτές δίχως μια λάμψη
μια αγκάλη αγαπημένη, ένα χάδι,
το κακό που μας σκοτώνει ελλοχεύει,
και μας ρίχνει σε ολοσκότεινο πηγάδι.
Ανυψώνουμε το βλέμμα με λαχτάρα,
που μια αχτίδα ν' αχνοφέγγει επιμένει,
πως η ελπίδα θ' ανατείλει με τον ήλιο,
και με αγίασμα θ' αρχίσει να μας ραίνει.
Η σκιά μου σταματά έξω απ' το τζάμι,
και το χέρι της το χέρι μου ακουμπάει,
έναν ήλιο λαμπερό μου ζωγραφίζει,
και το φως μεσ' την καρδιά μου ξεπηδάει.




12.Το ολόλαμπρο αστέρι

Τη φωτογραφία σου κοιτώ και σου μιλώ, μπαμπά.
Ένα μου χάδι, ένα φιλί το κρύο το γυαλί κερδίζει.
Δεν είναι χρόνος που έφτασες εκεί ψηλά
η απουσία σου ακόμη με πονά
μα  χαίρομαι που έφυγες στην ώρα σου,
πριν το κακό τη γη πολιορκήσει
Τι αγωνία θα περνάς, να μας θωρείς στα χαμηλά,
κλεισμένους μέσα σε κελί,  
με το θεριό που καιροφυλακτεί
τη ζωή να μας στερήσει!
Τα πάντα άλλαξαν  μπαμπά,
ερήμωσε η πόλη, το γέλιο εξορίστηκε,
ο ήλιος κι αν προβάλλει εκεί ψηλά
αδυνατεί να μας ζεστάνει.
Τα λόγια σου στη μνήμη  έρχονται συχνά,
δεν θέλω άλλο, έλεγες, μόνον αυτό...
κι έγερνες το κεφάλι
στον ώμο μου απάγκιο για να βρεις.
Mα ενοχοποίησαν μπαμπά
την αγκαλιά και το φιλί, ακόμη και το χάδι,
το φονικό την επαφή την κυνηγά
ανθρώπους αφανίζει
Μόνοι, βασανισμένοι φεύγουνε
δεκάδες κάθε ημέρα,
άγνωστοι, απαρηγόρητοι, ανάμεσα σε ξένους.
Ορφάνεψαν οι δρόμοι που σ' άρεσε να περπατάς
κι οι γείτονες αμπάρωσαν πόρτες και παραθύρια
Η μοναξιά εθέριεψε τους ίσκιους προσκαλώντας
για συντροφιά απατηλή, παρηγοριά να δίνει
Τη μάσκα δεν την ήθελες, θυμάσαι;
Η επιθυμία  το χαμόγελό μου να θωρείς,
υπερνικούσε πάντα.
Μα τώρα είναι σύμμαχος ζωής
μακριά κρατάει τον εχθρό
ασφάλεια προσφέρει.
Να μας προσέχεις ήθελες μπαμπά,
μα τώρα εκεί που κατοικείς δεν το μπορείς, το ξέρω.
Στείλτε ευχή όλοι εσείς
να δώσουν δύναμη στους ήρωες της πρώτης της γραμμής
που μάχονται ολημερίς τον άνθρωπο να σώσουν
Κι οι άγγελοι σύμμαχοι ισχυροί
το ολόλαμπρο αστέρι να στείλουνε στη Γη
της ποθητής ελπίδας το στρατί με λάμψη να στολίσουν. 




13. Αλλόκοτο πλάσμα εθεάθη

Έρημη πόλη το κορμί της
κουφάρι των τηλερώτων
Στην υγειά των επιζώντων
πίνει ο Άγιος κόκα-κόλα.
Όλα κι όλα
εννέα παρά ένα
ανοίγει το πορτόνι στο κλουβί της
Η καρδιά στα πόδια
τα χέρια, φτερά
Αλλόκοτο πλάσμα εθεάθη στους δρόμους
ρουφιάνα εμήνυσε του αστυνόμου
έπιασαν δουλειά.
Σπάει γλάστρες από βεράντες
λευτεριά στα λουλούδια
Εννέα και ένα
η ώρα θηλειά
το ρολόι σπάει η Σταχτοπούτα.




14. Για τη χαρά μιας αντάμωσης και μιας αγκαλιάς

Απόγευμα στον καιρό του εγκλεισμού.
Την ώρα που η τελευταία ανταύγεια του λυκόφωτος έσβηνε αργά
αφήνοντας στην αγκαλιά του τις ωδίνες των καιρών,
την πέτρινη μοναξιά και τις βαθιές ανάσες μιας όψιμης μελαγχολίας,
ένα φως ασθενικό, απόκοσμο κυριαρχούσε στην έρημη πόλη.
 Ασύντροφες, ανέγγιχτες οι σχέσεις σ΄ ένα ακόμη απόγευμα,
 που λεηλατεί τα όνειρα κόβοντας την ανάσα,
όχι απ’ το ξεροβόρι του Δεκέμβρη,
ούτε απ’ την μοναξιά και την αιθάλη,
αλλά από λέξεις παγερά υπολογισμένες
σα συνεχείς βομβαρδισμούς της ψυχής.
Λέξεις που ωστόσο δεν αρκούν για να καλύψουν
την παραδοχή μιας τρεμόσβηστης ελπίδας,
όταν βαριά η σκιά του φόβου απλώνεται στην πόλη.
Μια πόλη ανήμπορη στην επερχόμενη φθορά της,
όταν τα ίχνη δύο τριών περαστικών
μίκραιναν τόσο γρήγορα που αδυνατούσα πια
να διακρίνω απ’ το θολό το τζάμι.
Βουλιάζει η νοσταλγία σ’ αυτά που λείπουν.
Το άγγιγμα, μια αγκαλιά, το μοίρασμα
του ακριβοθώρητου ονείρου, το χάζεμα του έξω κόσμου.
Απόγευμα Δεκέμβρη.
Η μόνη θέα απ’ το παράθυρο η πασχαλιά στον κήπο
που αποτρελάθηκε εντελώς, κι άνθισε,
Κράτησε τον ήλιο να τον κάνει ζωή,
να μερώσει τον πόνο, να γιομίσει η ψυχή ελπίδα.
Κλείδωσα κάθε σκέψη να μη μ΄αγγίξει τίποτα.
Τους φόβους κράτησα για τα φθαρτά και μάταια.
Αν θες, είπα, να φτάσεις σ’ αυτό που αγαπάς,
αν θες πιότερο απ’ του κόσμου το χρυσάφι
να θυμάσαι τα όσα ακριβά έζησες,
τότε ξεγέλασε το χρόνο,
κράτα τα χρώματα του ουράνιου τόξου στην ψυχή σου,
φύλαξε τους σπόρους της ελπίδας
και χαμογέλα μ’ ένα μικρό έστω λειψό χαμόγελο.
Για τη χαρά μιας αντάμωσης και μιας αγκαλιάς.
Αξίζει! 



15. Ησυχία...

Ησυχία...
Η Νύχτα πιστή στο ωράριο της
Βγήκε για μεροκάματο
Να σκεπάσει τον ουρανό
να θρέψει αστέρια
κι όνειρα
Να κρύψει καημούς και δάκρυα.
Ερημιά...
Η πόλη βουβή κι ήσυχη
αδειανή από ανθρώπους κι αυτοκίνητα
γεμάτη από παράπονα και προβλήματα
Οι άνθρωποι στοιβαγμένοι στα κουτάκια τους
σαν τούβλα που χτίζουν νέα τείχη
Μα η τύχη δεν τους χαμογελά
Θα λύγισε κι αυτή μπροστά στον πόνο.
Μοναξιά...
Που βρέθηκε τόση μοναξιά
και τώρα τι θα την κάνουμε;
Που κανένας δε τη θέλει
κι αυτή ζυγώνει τις ψυχές
ψάχνοντας για συντροφιά
ή κατανόηση.
Θάνατος...
Ετούτος ο δεινός Θεός
που ήλιο δεν αντάμωσε
και τον κόσμο βυθίζει στο σκοτάδι
Κι αποζητά υπόκλιση
είτε από σεβασμό, είτε από απόγνωση
εκεί που τα πόδια δε βαστούν
κι αγκαλιάζουν τη γη
και την ποτίζουν δάκρυα
σε έναν αποχαιρετισμό αιώνιο
βαρύ.
Άνθρωποι...
Σαν πλοία μικρά, ακυβέρνητα
σε μια θάλασσα φουρτουνιασμένη
πάνε από εδώ, πάνε από εκεί
όπου ο άνεμος φυσά.
Λες και δεν έχουν
για πυξίδα το μυαλό
και τη λογική τιμόνι.
Κι έτσι η εποχή
πληγώνει το σκαρί τους
σε μια πρωτόγνωρη τρικυμία.
Που πήγε η ζωή;
Ακούει κανείς;
Πρέπει να αφήσουμε την ανθρωπιά
να αναπνεύσει αγάπη
μη σβήσει η Ψυχή.
Το τέλος του κόσμου
δε θα' ναι μια φυσική καταστροφή
θα' ναι η μέρα που το μίσος,
η αδιαφορία,
θα παγώσει και την τελευταία καρδιά.
Ησυχία...
Ας κοιμηθούμε απόψε
καληνύχτα κι όνειρα γλυκά
κι αύριο ας μη σηκωθούμε απλά
ας ξυπνήσουμε... 




16. Χρόνος δραπέτης

Του χρόνου η κλεψύδρα αδειάζει αργά
σταλάζοντας σαδιστικά πόνο, φόβο, μοναξιά…
Κάθε σταγόνα της πύρινη σφραγίδα στο κορμί
κατάρα κι ευλογία μαζί…
Εκπνέει αργά αυτός ο χρόνος…
Δραπέτες ξεφεύγουν οι ώρες, οι στιγμές
μα  αιώνια δέσμιες στις σκοτεινές της μνήμης φυλακές…
Παρών απών αυτός ο χρόνος…
Καινούρια κλεψύδρα προβάλλει δειλά
μια αχτίδα ελπίδας γεννιέται ξανά…
Μέγας γιατρός ο χρόνος…




17. “Δι’ ευχών”  

«Ο  ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…» *  

Καημένε μου Βάρναλη  
και να ̓σουνα σε μια μεριά  
να θωρούσες το σύγχρονο γέροντα  
βαριαναστενάζοντα και νεφελοσκεπασμένο  
κόπιασε να σε χαρώ  
στην έρημη πόλη μου  
εντός της μαθουσάλειας κάμαρής μου  
να ξεγελάσουμε με κατιτίς  
κι αυτά τα Χριστούγεννα  
μέσα απ’ τα εικονίσματα φανερώσου  
απ’ τα βιβλία σου τα ιερά ξεπρόβαλε  
δεν έχω κι ένα ποτηράκι ρακή να σε φιλέψω  
μόνο μια θαλασσοδαρμένη γωνιά νέμομαι  
ένα τραπεζάκι σαρακιασμένο  
ελάχιστα ψιχία εναπομείναντα απ’ τα χτες  
μια καρέκλα παντέρημη  
κι ένα καρφί πίσω απ’ την πόρτα  
μια χλαίνη κλαίουσα και διάτρητη  
ωσάν την γηραιάν καρδίαν μου  
κρεμάμενη επί ξύλου  
υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσούσα  
και εκ πενιχράς συντάξεως εκπεσούσα  

κόπιασε κι εσύ  
αόρατε καβαλάρη  
αρχάγγελε και λυτρωτή μου  
ντύθηκα την πανοπλία της λήθης  
“αντέχει ακόμα ο παλιόγερος”  
ραμφίζουν τ’ αγριοπούλια ολούθε  
μα εγώ δεν χρήζω πλέον της αντιμισθίας τους  
επιστρέφω νικητής στην παιδική μου φάτνη  
ετούτο είναι το θαύμα Σου το μέγα  
μεταλαβαίνω  
το σώμα και το αίμα Σου  
ένθεος και παραδομένος  
στο έλεός Σου!»  

‿︵‿︵‿︵‿︵‿︵‿︵

Θαλπερή αύρα εισόρμησε   
στην υγρή κάμαρα  
σπουργίτης κελάηδησε τη νεκρώσιμο  
τσιμπολόγησε τ’ αντίδωρα  
πάνω στο τραπέζι  
και φτερούγισε ως το γαλάζιο ρυάκι  
της απολησμονιάς  

ένα μικρό αγόρι  
έμπλεο χαράς  
ξαναζούσε τα Χριστούγεννα  
των αλκυονίδων εποχών  
πανάλαφρη σαν κρυστάλλινη νιφάδα  
ακροβολίστηκε η ψυχή του  
αέρινη  
όσο το φτεράκι  
του συνεργού σπουργίτη.  

*Απόσπασμα απ’ “Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη” - Κώστας Βάρναλης (“Πεζός λόγος” εκδ. ΚΕΔΡΟΣ)  



18. Σε περιορισμό..

Απείθεια..
Γιατί έσταξε μια σταγόνα νερό σε ξεραμένα χείλη
Γιατί έτρεξε ένα παιδί σε μια έρημη πόλη
Γιατί όρμησε ο έρωτας, να σπρώξει τη σύνεση στην άκρη

Είναι, που κάποια σπαράγματα νόησης εκδικούνται
και αναζητούν μια ζωντανή σπίθα αφημένη στη χόβολη

Απείθεια..
Γιατί είδες ένα χαμόγελο να σφίγγεται σε πετρωμένο πρόσωπο
Γιατί λαχτάρησες ένα μήλο κρεμασμένο στο δέντρο της αφθονίας
Γιατί χόρτασες ηδονή, πάνω σε ένα λερωμένο σεντόνι

Είναι, η ορμή χωρίς φρένα μιας αληθινής σχέσης που αμφισβητεί
και συγκρούεται με τις βαθιά ριζωμένες φοβικές προκαταλήψεις 




19. Δείλι

Σαν βγεις στο δείλι
στον ουρανό αντίκρυ,
αναλογίσου.

Πού πήγαν όλοι;
Η ερημιά πληγώνει
τη θύμησή σου.

Αγκαλιά λειψή,
χάρτινη πόλη μισή
στα βλέφαρά σου.

Βροντερή φωνή
και μια αλήθεια χρυσή
ειν' τα φιλιά σου.



20. Πού πήγαν οι άνθρωποι;

Ψάχνουμε την αγάπη σε χρόνια μισερά
την ανθρωπιά ψαχουλεύουμε σε κάδους απορριμμάτων
Τρέχουμε να προφτάσουμε την ζωή
μα τα σχολειά είναι κλειστά όπως οι ψυχές μας

Αναζητούμε άσκοπα τα γέλια στις παιδικές χαρές
και εκείνα τα βλέμματα που μας κρατάνε ζωντανούς
Που πήγαν όλοι;

Καλλωπίζουμε τη μοναξιά μας με ψηφιακά μασκαρέματα
και οι φωνές που αγαπήσαμε όλο και ξεμακραίνουν

Κι αν συναντώνται οι δρόμοι μας, παράλληλα περπατάμε
Κι όταν φοβόμαστε την αγκαλιά, τι άλλο μένει να δούμε;
Έρημη η πόλη, μα ακόμα πιο έρημη η καρδιά μας
Που πήγαν οι άνθρωποι; 




21.Περσόνα της ερημιάς

Παράξενα που απλώνεται αυτή η ηρεμία,
σιωπή απρόσμενη στην πόλη, σαν σαγήνη.
Αδειάζουν δρόμοι ολόγυρα με βήματα βιασύνης,
λες όλοι έχουνε στο νου την ώρα να αγναντέψουν.
Φιγούρες σκόρπιες, βλοσυρές κινούνται στο σκοτάδι,
αμίλητοι κι αγέλαστοι, στο φόβο φορτωμένοι.
Ποιο αύριο άραγε άγνωστο το νου τους θρυμματίζει,
ποια δύναμη ευνούχισε της αγκαλιάς τη θέρμη;

Βαρύ το βήμα σέρνουνε, οι ώρες τους στη νύχτα,
για σένα τώρα ο χρόνος σου στο χώρο να σαλέψεις.
Το φως σου άγρυπνο σκιές με χρώμα τις ορίζει.
Βλέπω τα χέρια σου αδρά τη φορεσιά ετοιμάζεις,
κείνο το σκούρο φόρεμα το σώμα σου αγκαλιάζει
και τις πληγές στο πρόσωπο γυρεύεις να καλύψεις.
Μπρος στον καθρέφτη στέκεσαι διστάζεις να αντικρίσεις,
με φόβο και με δισταγμό της θέας σου η όψη.

Τι βάθος και τι έκφραση, τι φλόγα στη θωριά σου,
τι δέος κι ορμή αλλόκοτη την όψη σου αγκαλιάζουν.
Και κάθε βήμα σου βαρύ στο πάτωμα αντηχίζει.
Μεσάνυχτα σημάνανε των ρολογιών οι χτύποι,
και ναι, η ώρα σου έφτασε τη στράτα σου να ορίσεις.

Έρημη πόλη ολάκερη σου ανοίγει την αγκάλη,
να σε δεχθεί, ορμητική και αλήθεια οργισμένη.
Τα βήματά σου αντηχούν στην άσφαλτο του δρόμου,
στις πλάκες των πεζόδρομων κυλάει η περπατησιά σου,
σκιές απλώνονται παντού, να σε αρπάξουν θέλουν
στης αγκαλιάς τους την αδρή και υδαρή ομίχλη.
Είναι ο κόσμος σου εκεί, με εκείνον συντροφεύεις,
είναι οι ώρες σου αυτές με αυτά να διαφεντέψεις.

Λεν κάποιοι άνθρωποι λοιπόν ότι η αγκαλιά τους λείπει.
Στενάχωρο τους φαίνεται τα χέρια σαν χωρίζουν.
Σκέφτονται τι τους έμελλε στις άγιες τούτες μέρες,
μοναχικά Χριστούγεννα, έχοντας ορμήνια, για να κάνουν.
Δικούς φοβούνται δεν θα δουν, και δυνατά φωνάζουν.
Οι γέροι τους, οι αδύνατοι, οι συγγενείς και φίλοι.
Πως θα ‘ναι τώρα ο χώρος τους χωρίς τον ερχομό τους.

Τις έρημες ξορκίζουνε, τις πόλεις τις μεγάλες,
δεσμά, με φόβους και ενοχές, για ευθύνες τους φορτώσαν.
Σ’ όλων τα στόματα βουβά Χριστούγεννα φαντάζουν,
πώς θα τα αντέξουν; Έρχεται ο αναστεναγμός μεγάλος.

Και εσύ ακούς, κοιτάς βουβά κι πλέρια ανανταριάζεις
κι οργή μεγάλη μέσα σου στα σωθικά φουντώνει.
Χαμόγελο πικρό κι ειρωνικό, τα χείλη ζωγραφίζει
και γέλιο αλλόκοτο, ηχηρό, με στόμφο φτερουγίζει.
Τι τάχα μου υποκριτές και ψεύτες δα μεγάλοι.
Δείξ’ τους λοιπόν εμφαντικά ευθύνες τους δικές τους,
και κάλεσέ τους για να δουν των έργων τους τη θέα.

Που ήταν σαν οι αδύναμοι τη στήριξη ζητούσαν;
που ήταν σαν οι απόκληροι για φως εκλιπαρούσαν!
Ποια αγκαλιά τους, άνοιξαν στους ντροπαλούς της πλάσης;
Τους γέροντες, πού έκλεισαν σε ιδρύματα της λήθης,
παιδιά τους που απόδιωξαν διωγμό στα όνειρά τους.
Γυναίκες, κόρες βίασαν, με βία και με θράσος,
ζωστήρα σήκωσαν οξύ του κράτους οι αρχόντοι.
Ο πλούτος τους, φαρμάκι φονικό το μόχθο να κουρσέψει
τη δύναμή τους έδειξαν εκεί που τους περνούσε,
στου περιθώριου τις ψυχές, στα σώματα των άλλων.

Η πίκρα, ο πόνος, η οργή, η μοναξιά κι η θλίψη,
τ’ άδικο, το παράταιρο, το μίσος και το ψέμα,
τη μοναξιά τους έστρωσαν με είδωλα σκουπίδια,
Το σώμα σου, η όψη σου σκληρά μεταλλαχτήκαν
μια μίξη φρίκης άσχημης κι αρρώστιας μεγάλης.
Έτσι μονάχη θέριεψες με τρόμο μες στο βλέμμα.

Τώρα τους δρόμους άλωσες της έρημης της πόλης,
εσύ μονάχη, ανίκητη, σκληρά μεταλλαγμένη,
σκιάχτρο βαρύ, στους φόβους τους βασίλισσα να γίνεις,
για να θυμίσεις στους θνητούς ανίκητοι δεν είναι
και το εγώ τους άρρωστο την Νέμεσι θα φέρει.
Σε εκείνους που αψηφίσανε της ανθρωπιάς τη χάρη,
και σε σκοτάδια θα κρυφτούν για να γλιτώσουν τάχα
απ' της οργής σου την ορμή και του χεριού το ξίφος.
Περσόνα εσύ της ερημιάς, του σκοταδιού η Νύμφη. 




22. Ο ήχος της σιωπής

Το ψιλόβροχο
Στο παλιό καλντερίμι
Πέφτει αθόρυβα

Κάτι κύματα
Φουσκωμένα κρατάνε
Την ανάσα τους.

Κι αφουγκράζομαι
Την σιωπή των αιώνων
Μες στο βλέμμα σου 




23. Παγωμένες νύχτες

Κάθε που κλείνω τα μάτια
να ξεκουραστώ,
μου 'ρχονται στο νου
όλα τα λόγια
που θέλω να σου πω...

Όλες οι αγκαλιές
και τα φιλιά
και χίλια χάδια
που 'χω φυλαγμένα
για σένα...

Δεν έχω αμφιβολία
τώρα πια
πως αυτές τις μέρες
του ολικού εγκλεισμού μας
τις βίωσα περισσότερο
σαν πένθος
και σαν έλλειψη τραγική
που έσκιζε
την ψυχή μου!

Η ερημιά των δρόμων
θα 'ναι
για τα επόμενα χρόνια
μια μνήμη
ανεξίτηλα χαραγμένη
στο μυαλό

Μα η μέσα μου ερημιά
δεν ξέρω,
δεν μπορώ να πω
πότε...αν
θα επιλέξει να μ' αφήσει
ποτέ ήσυχη...

Προσπάθησα
να ξορκίσω
αυτή τη θλίψη
μα ήταν
δύσκολο για μένα!

Νύχτες Χριστουγέννων
κι εγώ
πρέπει να νιώσω
τη χαρά!
Μα είναι η θλίψη
που έχει κάνει 
κατάληψη
μέσα μου!

Βγαίνω στο μπαλκόνι
να ψηλαφήσω
τη σιωπή...

Νύχτες Χριστουγέννων
ξάστερες
παγωμένες νύχτες!

Ο αστερισμός ψηλά
με λούζει
στο φως του...
Τον κοιτώ
και θαρρώ κοιτώ εσένα!

Πόσα θέλω 
να σου πω
όταν σε δω...

...μα η αλήθεια είναι
πως δεν ξέρω πια
κι αυτό 
αν θα μας επιτραπεί!... 





24. Βρέχει γαζία απόψε

Βρέχει γαζία απόψε
πάνω στα σκονισμένα μου ματόκλαδα.
Γεμίζω το ποτήρι μου λυγμούς 
και σε κερνάω...  "Στην υγειά μας, αγάπη μου"
Συλλογιέμαι τη μοναξιά της Κυριακής,
το παράπονο των στίχων.
Στρώνω το κρεβάτι μου με μια μεταξωτή θλίψη
κι αποκοιμιέμαι στην αγκαλιά της απουσίας σου.
Μάκρυναν οι δρόμοι,
δεν φτάνει η φωνή μου πια σε σένα 
και το χαμόγελο αδιόρατο πια.
Χαθήκαμε...
Έλα να κλείσουμε κι απόψε τις κουρτίνες,
τ' άστρα μας πρόδωσαν κι αυτά
και δεν φωτίζουν τον ουρανό μας τη νύχτα.
Έλα να σβήσουμε τα φώτα
και ν' ανταμώσουμε στο όνειρο.
Έλα...
Θα σου 'χω αναμμένο ένα κερί για φάρο.
Πιάσε το χέρι μου και πάμε μακριά,
πίσω ν' αφήσουμε την έρημη τούτη πόλη.



Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.