Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

28ο Συμπόσιο Ποίησης ~Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο


7.Μαύρη πεταλούδα

Ξέρεις, εγώ δεν ήμουν πάντα πεταλούδα. 
Κάποτε ήμουν κορίτσι. 
Δίπλα στο σπίτι μου είχα ένα ποταμό
Στις όχθες του φύτρωναν κυκλάμινα. 
Πόσο αγαπούσα αυτόν τον ποταμό!
Κάθε μεσημέρι του καλοκαιριού
ξάπλωνα δίπλα του. 
Μυστικά μου ψιθύριζε 
όσα γνώριζε στο αέναο ταξίδι του. 
Τα βράδια τραγουδούσαμε παρέα. 
Η φωνή μου έμπλεκε με το κελαρυσμά του. 
Εκεί, στον ίδιο ποταμό, 
έγινα μια μέρα πεταλούδα. 
Έβαψα το νερό κόκκινο με το αίμα μου. 
Κομμάτια μαύρο σίδερο πλημμύρισαν την όχθη. 
Μύρισε ο τόπος καμμένη γη και καμμένη σάρκα. 
Τελευταίος ήχος το ουρλιαχτό της μάνας μου. 
Τελευταία εικόνα το διαμελισμένο σώμα της
πλάι στο δικό μου. 
Άφησα το κορμί μου στο ποτάμι
κι ανέβηκα ψηλά στον ουρανό. 
Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να είσαι πεταλούδα.
Όσο ψηλότερα πετάς τόσο πιο πολύ πονάς. 
Γυρνάω από χώρα σε χώρα κι από πόλη σε πόλη. 
Ψιθυρίζω στους ανθρώπους την ειρήνη. 
Μαρτυρώ όλα του πολέμου τα δεινά. 
Οι περισσότεροι δε με ακούνε. 
Μόνο θαυμάζουν το μαύρο χρώμα 
των φτερών μου. 
Τις άλικες σαν αίμα πιτσιλιές τους. 
Τα παιδιά μονάχα ακούν τη φωνή μου. 
Μα τα παιδιά κανείς δεν τα πιστεύει.
Ξέρεις, εγώ δεν ήθελα να γίνω πεταλούδα..




8.Την Κόλαση τη ζήσαμε εδώ 

Χριστέ μου!
Μας σκοτώνουν!
Μας οδηγούν στον Σταυρό, χωρίς χιτώνα!
Γιατί ο πόλεμος πάντα ξεγυμνώνει.
Την αλήθεια, την ασφάλεια, τον ανθρωπισμό!
Εκεί που τα πιο άγρια ένστιχτα,
γίνονται πυξίδα για την επιβίωση!
Και ενώ καθημερινά μας πολεμούν
οι ισχυροί αυτού του κόσμου,
με τα δεινά που δημιουργούν,
υπάρχει και ο αληθινός πόλεμος,
με τα όπλα και τους στρατιώτες του,
να μας αποτελειώνει.
Γυμνοί με την αλήθεια μας,
ανεβαίνουμε τον Γολγοθά,
με τα βάσανα να αποτελούν το αγκάθινο στεφάνι μας!
Σείεται η γη, όχι από σεισμούς,
αλλά από βόμβες!
Και ρέει το αίμα άφθονο,
λες και ο Θάνατος γλεντά με το δικό μας δράμα!
Μα στο γλέντι αυτό, κανείς δεν τραγουδά,
ακούγεται το μοιρολόι της ζωής,
κλαίει σαν μάνα που χάνει τα παιδιά της.
Ακούγονται και οι φωνές των ανθρώπων,
άλλοι ουρλιάζουν από φόβο,
άλλοι από πόνο,
και άλλοι από απόγνωση!
Οι σειρήνες σώπασαν πια,
μέχρι να ηχήσουν ξανά!
Μας προδίδουν καθημερινά,
οι ισχυροί,
αν δεις τα συμφέροντα τους για αργύρια.
Και δεν είναι τριάντα, είναι πολλά!
Μα δεν είναι ένας ο Ιούδας.
Αλλάζει όνομα και μορφή,
ανάλογα την προδοσία!
Μαστιγωνόμαστε εμείς
και αυτοί νίπτουν τας χείρας τους!
Ένα καρφί εδώ, ένα εκεί και ένα παραπέρα.
Το σφυρί τους δουλεύει υπερωρίες
και η ζωή ξεμένει από δάκρυα.
Χριστέ μου!
Κάνε αν μπορείς, όταν θα φύγουμε όλοι απ' τον κόσμο αυτό
οι ισχυροί τούτου του κόσμου, να μην έρθουν μαζί!
Ο πόνος με όσα βλέπω, όσα ακούω και όσα ζω,
με κάνει να πω τ' ανάθεμα
και ας κουβαλήσει η ψυχή μου, αυτό το βάρος
και ας φανεί η καρδιά μου άπονη, όπως των ισχυρών!
Μα δεν με νοιάζει αν θα πάνε στην Κόλαση!
Γιατί εμείς, την Κόλαση, τη ζήσαμε εδώ!
Την λένε πόλεμο!
Και δεν τους ένοιαξε! 




9.Σήμερα είναι εκείνοι 

Πίσω από τα ερείπια
βομβαρδισμένες ζωές. 

Τις πήρε μακριά από δω
το άδικο. 
Σε έναν κόσμο 
που δεν σκοτώνει. 

Σε έναν κόσμο που δεν χωρά
πολέμους
πανδημίες
γυναικοκτονίες
ρατσισμό
ανθρωποφαγία. 

Και τι θα είμαστε στο μέλλον; 
Μερικές σελίδες ενός βιβλίου ιστορίας, 
που θα έχει γραφτεί αψηφώντας 
την πραγματική αλήθεια. 

Σε ένα τριτοκοσμικό 2022 
παλεύουμε ο καθένας 
με την δική του αλήθεια. 
Αγωνιζόμαστε για τα αυτονόητα. 

Σήμερα είναι εκείνοι.
Αύριο εμείς. 



10. Σκέψεις στον καπνό

Κοίτα πώς μούχλιασε ο ουρανός
στης κάπνας το πηχτό το χρώμα!
Κι αυτές οι πυγολαμπίδες αυλακώνουν τον ουρανό σαν πύρινα φίδια.
Άκου τους κρότους του χαμού, των κανονιών τα βόλια,
ολόγυρα μάς ζώσανε σαν πένσας τη λαβίδα. 

Άλλαξαν όλα ξαφνικά
σαν να το ‘χαν τάμα να ταράξουν της αφασίας το βάλτο.
Μέσα σε λίγες ώρες οι ζωές μας γκρεμίστηκαν με πάταγο,
κάθε όνειρο, κάθε πρόσταγμα βούλιαξε στη φλόγα του πολέμου.

Φίλε μου, ο άνθρωπος έμαθε να βολεύεται στο μικρόκοσμό του,
στήνει δικά του βασίλεια και παραδίνεται στην αυταπάτη του.
Λογίζαμε πως εμάς ο πόλεμος ξανά δεν θα μάς εύρει!
Ο θάνατος και το κακό, για άλλους είν’ ορισμένα.

Πόσο ψεύτικα φάνηκαν όλα αυτά Ολέγκ!
Εγώ στο λέω, ο παλιός σου φίλος, ο Ιβάν!
Θα μου πεις, σημασία δεν έχει πως μας λένε,
από πού είμαστε, τι γλώσσα μιλάμε, σε ποιο Θεό πιστεύουμε.
Σημασία έχει ότι το ζούμε.

Μοιραστήκαμε τον ίδιο ιδρώτα στο χωράφι Ολέγκ!
Χρόνια τώρα οι φαμίλιες μας μαζί αντάμα.
Τον ίδιο μόχθο στο γιαπί, στη φάμπρικα και στο γραφείο.
Στων μαγαζιών τις βιτρίνες παρέα χαζέψαμε.

Σταθήκαμε μαζί σ΄ αγώνες για το δίκιο,
στις ιστορίας τις στιγμές αγκαλιασμένοι πεθάναμε στο ίδιο αμπρί.
Στις ίδιες αλάνες ματώσανε τα γόνατά μας,
στο ίδιο χώμα κόψαμε μαργαρίτες για τα στεφάνια του Μαγιού.

Σε κοινά θρανία ακουμπήσαμε Ολέγκ

και να! Θυμάσαι; Τα ίδια κορίτσια μάς χαμογέλασαν,
δες εκεί απέναντι, στο αλσάκι αυτό μουσκέψαμε με δάκρυα τους πρώτους έρωτές μας.

Κοίτα το τώρα, να αντίκρυ σου!
Με δέντρα μισοκαμμένα, κουφάρια νεκρά, στων κανονιών τη φλόγα.
Και οι αιώρες που προσπαθούσαμε μ’ αυτές τον ουρανό ν΄ αγγίξουμε,
κείτονται τώρα κάρβουνα στο χώμα πεθαμένες.

Οι αφεντάδες μας, διατάξανε πως πρέπει να ζούμε χώρια!
Χωρίς να μάς ρωτήσουνε, τη ζήση μας ορίσαν.
Μακριά ο ένας απ’ τον άλλον.

Βάλανε τα όνειρά μας σε οικόπεδα,
συρμάτινα τα κάνανε σύνορα, ανάμεσά μας.
Άλλες καινούργιες φορεσιές στο σώμα μάς εντύσαν,
ζωγράφισαν καινούργιες σημαίες σχίζοντας την παλιά μας.
Ανάμεσά μας σκόρπισαν δαιμόνους και Θεούς να μάς χωρίσουν.
Κάνανε τη γλώσσα μας παντιέρα μισεμού

και τη πίστη μας όπλο του θανάτου.
Στραβοκοίταξαν το χρώμα του προσώπου μας και των ματιών το βλέμμα.
Ω πόσο εύκολα Ολέγκ παραδοθήκαμε στων λόγων τους την πλάνη.
Εγώ στο λέω, ο Ιβάν, φίλος κι ανάδελφός σου!
παλιός σου γείτονας, γνωστός.
Αχ τα όμορφα κουστούμια τους με τα λευκά κολάρα,
οι πλουμιστές γραβάτες τους και τα χρυσά κοσμήματα.
Ηγέτες φρέσκους ανεχτήκαμε, σαν λυτρωτές καινούργιους
“Νοικοκυραίοι” λέγαμε, αρχοντολόι μεγάλο.

Το βλέπεις; Το βλέπω κι εγώ, μισητέ μου “εχθρέ” καινούργια ορισμένε,
όμως της πλάνης μου τη πλάκα,
απ’ την καρδιά μου γιατί δεν μπορώ να κινήσω;
Τι με κρατά και τι μ’ ορίζει; Πες; Απόκριση δεν έχεις; 

Σε βλέπω αντίκρυ εκεί ψηλά κουλουριασμένο στο φυλάκιό σου,
βλέπω τη σκούρα τρύπα της κάνης του όπλου σου να με μετρά,
θάνατο να σερβίρει.
Εκεί στη μάντρα που στον τοίχο της σκαλίζαμε τα ονόματα των κοριτσιών μας.
Εκεί που καρδιές με βέλη κάναμε, του έρωτα σημάδι.
Τώρα οι τρύπες χάσκουνε, της σφαίρας τα σημάδια.

Ποια είναι θέση μας εδώ και τι θα καρτεράμε;
σε ποιών ενόχων προσταγές θάνατο θα σκορπάμε 
γιατί εχθρούς μάς βάφτισαν φίλε και γείτονά μου;
Θα τα σκεφτούμε όλα αυτά, απόφαση να βρούμε;
Μαριονέτες θλιβερές στον πόλεμό τους γίναμε!

Ολέγκ μ’ ακούς; Εγώ είμαι, ο Ιβάν!
Ουκρανός εσύ, Ρώσος εγώ.

Εβραίος και Παλαιστίνιος ο άλλος.
Τούρκος και Έλληνας εκείνοι,
Σύροι κι Ιρακινοί αντίκρυ παραπέρα,
Κορεάτες, Κινέζοι, Γιάπωνες στου ωκεανού τις άκρες.
Εργάτες και ξωμάχοι στον ίδιο μόχθο αγκαλιασμένοι,
μισεμό θανάσιμο μάς βάλανε να ζούμε,
της ιστορίας γυρίζοντας γρανάζια προς τα πίσω.

Μπορούμε να αλλάξουμε ξανά τη ρότα πάλι τούτη!
Σκέψου!
Στα σκόπευτρα των όπλων μας, τα βλέμματά μας ένα.
Δάχτυλα στην σκανδάλη έτοιμα, θάνατο να σκορπίσουν.
-Ολέγκ φυλάξου!
-Ιβάν πρόσεχε! 



11. Προσευχή

Κάνω μια προσευχή απόψε
να έχουν όλα τα παιδιά στον κόσμο
χορτασμένο στομάχι
μαλακό κρεβάτι
καθαρά σεντόνια 
πουπουλένια όνειρα 
παραμυθένιους ήρωες
ακροβολισμένους στα προσκεφάλια τους
να κάνουν βραδινές περιπολίες
μακριά να κρατήσουν τα βάρβαρα στίφη που
ακονίζουν σημαίες και θρησκείες
στις φάμπρικες του πολέμου 

φεγγοβολάει έξω η σελήνη
φως-φεγγάρι πως είναι σύμμαχός μας
ο μολυβένιος στρατιώτης δίνει το σύνθημα:
«Όχι άλλες σφαίρες στα παιδικά όνειρα»
Χορτάριασαν οι τρύπες απ’ τα κανόνια σας
φυτρώνουν μέσα τους ολόλευκα γιασεμάκια

αυτό είναι το χρέος εμάς των παιδιών
η μοίρα μας αντίκρυ στις κάνες των όπλων σας
τα στήθια μας θα γίνουν λευκά περιστέρια
θα ανακαταλάβουμε την αθωότητά μας
πλημμυρίδες ορμητικές τα ιδανικά μας
θα πνίξουν τις θανατερές σας μεγαλοϊδέες
στο σύνορο της αγάπης μετριέται ο άνθρωπος
εκεί θα σας περιμένουμε με τα φωτόσπαθά μας 
άφθαρτα κι αναμάρτητα παιδιά
προσμένουμε την ώρα της έλευσης
απ’ τις βόμβες σας πιο δυνατή θα ηχήσει
η πτώση της πρωινής δροσοσταλίδας
το δάκρυ του Θεού
στο κρινάκι του βράχου.

Γενηθήτω το θέλημά μας
Ειρήνη - έαρ παντοτινό - ΑΜΗΝ 




12. Κάθε που είναι πόλεμος

λευκά περιστέρια διαπραγματεύονται 
για τ' ουρανού τα σύνορα




13. Φωνούλα

Δεν θέλω να πεθάνω 
για τα συμφέροντά σας
Βασικά, δεν θέλω να πεθάνω 
δεν έχω ζήσει
παλεύω
με τα νεύρα
τα παράπονα
τ' απωθημένα
γεννήθηκα πεταλούδα
μεταμορφώνομαι σε κάμπια
πατρίδα
είναι η οικογένεια 
Μάνα αδελφός πατέρας
ίσως γι' αυτούς να πέθαινα
για τίποτ' άλλο



14. Άνθρωποι ή στοιχειά;

Αγάπη μου,
το μελάνι σώνεται κι έχω τόσα να σου πω.
Πρόσεχε, ακούς;
Πρόσεχε εκεί που διαβαίνεις.
Μη λάχει και σε βρει βόλι εχθρικό.
Πέντε μήνες τα μάτια σου δεν αντάμωσα
κι ο ουρανός μου χωρίς στερέωμα δείχνει.
Πέντε μήνες που δεν σε φίλησα
κι ο κόρφος μου κάθε απόβραδο σ’ αναζητά.
Φούσκωσε η κοιλιά μου και μαζί και η αγάπη μας.
Πρόσεχε ακριβέ μου, να φυλάγεσαι…
κι αν μπορέσεις να μη σκοτώσεις κάποιον,
σώσε τον.
Ίσως έχει κι εκείνος έναν κόρφο που τον περιμένει.
Ίσως έχει κι εκείνος ένα βιολί όμοιο με το δικό σου.
Ίσως έχει κι εκείνος ένα γιασεμί στο παραθύρι του.
Ο πόλεμος θα περάσει αγάπη μου.
Εμείς όμως πρέπει να επιλέξουμε τι θα μείνουμε.
Άνθρωποι ή στοιχειά;
Σώθηκε το μελάνι αγάπη μου.
Να προσέχεις ακούς;
Σ’ αγαπώ.



15. Αντί ευχών και ξορκισμών

Είμαστε καλεσμένοι στη γιορτή της ζωής για να ζήσουμε
Ο καθένας μας, βασιλιάς, στο δικό του θρόνο
Ο καθένας μας, ένα βεγγαλικό, ίδιο με τον ήλιο
Ο καθένας μας, μια καρδιά, που μαζεύει ζωή
Χρέος μας η υποδοχή κι άλλων βασιλιάδων, που σαν βεγγαλικά
Με τις καρδιές τους, θα μαζέψουν τη δική τους ζωή.
Γιατί η ζωή είναι τα πάντα κι ο θάνατος το τίποτα
Δώστε τα χέρια, η ψυχή δεν μαζεύεται, αγγίζεται
Δώστε τα χέρια, το τίποτα να γίνει πάντα




16. Προδοσία

Μια κραυγή διαπέρασε τη σιωπή.
Οι μπλε και κίτρινες κορδέλες πέρασαν θηλιά στο λαιμό.
Και το κόκκινο πουλί τσαλαπατάει τα όνειρά μου.
Κρατώ σφιχτά του Διογένη το φανάρι
και ψάχνω απεγνωσμένα να βρω ελπίδα.
Ειρήνη, δημοκρατία, Ενωμένη Ευρώπη,
σταθερά σύνορα, παγκοσμιοποίηση,
έννοιες καθημερινές, οικείες.
Όμως τώρα ηχούν τόσο μακρινές, τόσο ξένες.
«Να προστατέψουμε τα παιδιά», ουρλιάζει μια φωνή.
Μα άλλα προστάζει ο Κύκλωπας.
Τα χαρακώματα βαθιά,
να χάσκουν ορθάνοιχτα περιμένοντας νέα κορμιά και όπλα.
Τα ορφανά στοιχειώνουν τις νύχτες μου.
Θλίψη, ανείπωτο «γιατί», απέραντος πόνος.
Έχει μέρες να προβάλει ο ήλιος, να φανεί ένα χαμόγελο.
Πώς έσβησαν όλα μονομιάς;
Γκρεμίστηκε η ζωή μας, ακούτε;
Καταρρέει το σπίτι δίπλα μας.
Και το δικό μας οικοδόμημα έχει σαθρά θεμέλια.
Δύσκολα χρόνια, ζοφερός καιρός, 
σκουριασμένος «νέος» αιώνας.
Μια χαραμάδα συμπόνιας πουθενά.
Άλλα γνώριζα. Άλλα μου δίδαξαν.
Με πρόδωσαν. 



17. Τα παιδιά

Τα παιδιά
έχουν όπλα δικά τους!
Δεν γνωρίζουν
την ερήμωση
και τον όλεθρο.
Κρατούν στα χέρια
πινέλα
και βάφουν
ήλιους και ουράνια τόξα,
σύννεφα και γαλάζιους ουρανούς,
καράβια με λευκά πανιά
που τα φουσκώνει
ο αέρας της ελπίδας!
Τα παιδιά
μετουσιώνουν τον πόνο
με αγκαλιές και με φιλιά
και με οβίδες αγάπης!
Τα παιδιά
πιάνονται από τα χέρια
και χορεύουν ρυθμικά,
ξορκίζουν το κακό
με αθώα χαμόγελα!
Κάθε τους φωνούλα
σκορπίζει
πολύχρωμα άνθη, αθάνατα
σε κατάσπαρτους αγρούς!




18. Πόλεμος θα πει

Πόλεμος θα πει, 
να είναι το ξυπνητήρι σου οι σειρήνες
και αντί να τρέχεις για δουλειά,
να τρέχεις στο καταφύγιο.
Πόλεμος θα πει,
να μπαίνει ένα επίθετο ή μετοχή δίπλα απ' τη συγγένεια.
Μάνα που έχασε παιδί, μένει χαροκαμένη
και ένα παιδί χωρίς γονιό θα μείνει ορφανό
και αλλάζουν οι οικογένειες και
καταστρέφονται ζωές
Γιατί κάποιοι πιστοί οπορτουνιστές
που λατρεύουν το συμφέρον για Θεό
θυσιάζουν στον βωμό του πλούτου και της δύναμης
ανθρώπινες ζωές.
Πόλεμος θα πει
εκείνο το μικρό παιδί
που κλαίει γοερά
βλέποντας μια κούκλα βρώμικη,
να κείτεται νεκρή και αυτή,
σε κάποια χέρια παιδικά,
που δεν τους άξιζε αυτός ο κόσμος
και απέδρασαν!
Και για όλη αυτή την ασχήμια,
κάνει εμπάργκο η ζωή στη χαρά,
γιατί ο άνθρωπος συνέχεια την πληγώνει.
Και αφού δεν ξυπνάς,
αφού η φωνή σου δε χάνεται από την ένταση,
όταν φωνάζεις στο κατεστημένο,
"Φτάνει πια",
"Όχι άλλος Θάνατος", 
"Είμαι άνθρωπος, δεν είμαι ποσοστό",
άσε την ειρήνη να χαθεί στο όνειρο,
μάθε πως μυρίζει η γη όταν ποτίζεται με αίμα,
πως σβήνει το βλέμμα απ' τα μάτια,
όταν τα φιλά ο Θάνατος,
γιατί θα γίνουν η πραγματικότητα σου.
Οι ισχυροί δε σταματούν να θέλουν,
αν οι ανίσχυροι δεν τους μάθουν πως δεν μπορούν.
Και η μάσκα δε θα φύγει από το πρόσωπο σου τελικά,
απλά θα αλλάξει με αυτή του πόνου!
Γιατί για την απληστία και την ανθρωποφαγία,
δε βρέθηκε ποτέ εμβόλιο! 


Εδώ τελείωσαν οι συμμετοχές 7-18.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις συμμετοχές 19-27.
Πάτησε εδώ και μπες στην ανάρτηση.