3. Εισπνέω φως
Το οξυγόνο
αθάνατο όσο ζω
φέρνει αγάπη
Η αναπνοή
οξυγόνο μας ζητά
Ευγνωμοσύνη
Δώσε μου χαρά
Να ανοίξει η καρδιά
Ιερότητα
4.Κρακ
Ανάσα. Κρακ.
Ανάσα. Κρακ.
Ανάσα. Κρακ.
Κάθε ανάσα και πόνος.
Και ηλεκτρισμός και μούδιασμα.
Με οξυγόνο που δε μοιάζει μ’ οξυγόνο.
Είναι πνίξιμο και μαχαιριά.
Είναι πτώση, μα όχι ελεύθερη.
Είναι συναίσθημα. Αυτό που ευχόσουν να μη ζήσεις.
Και τώρα που το ζεις;
Κάθε ανάσα κι ένα κρακ.
Κρακ βαθύ.
Οξύ.
Σφοδρό.
Διαπεραστικό.
Και τώρα που το ζεις;
Δε ζεις.
5. Συγχωρέσε με
Δεν θα γράψω για την απουσία σου
ποσο βαριά έγινε στα χρόνια που πέρασαν
ούτε για τη φωτογραφία σου
τη μόνη ανάμνηση που έμεινε βουβή
κρυμμένη ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου,
δεν θα σου γράψω γιατί έφυγα μακριά
χωρίς να σε αποχαιρετήσω
ήμουν εγώ αυτός που χάθηκε,
αλλά τώρα είμαι μόνος σε αυτό το δωμάτιο
ακουμπισμένος στο παράθυρο, κοιτάζοντας τον δρόμο,
το οξυγόνο λιγοστεύει, ο ουρανός σκοτεινιάζει
η θύμησή σου μια γλυκιά παρηγοριά,
συγχωρέσε με αν μπορείς.
6. Να με θυμάσαι.....
Μέτρησα τα βήματα μου ανάμεσα στα δέντρα.
Μου χάρισαν άπλετη τη θαλπωρή της σκιάς τους και
το ψιθύρισμα από το θρόισμα των φύλλων τους.
Ανάσα πήρα βαθιά! Οξυγόνο!
Πέταξα βότσαλα, ενόσω τα γυμνά μου πόδια τα έβρεχε το κύμα.
Αγνάντεψα τη θάλασσα και το γαλάζιο ουρανό, καθρεφτισμένο
στα νερά της.
Γέμισα γαλήνη. Οξυγόνο!
Απόθεσα στο βάθος του ορίζοντα το βλέμμα. Ο ήλιος έδυε.
Βάφτηκα απ' τα χρώματα του.
Ανάσα πήρα! Οξυγόνο!
Χάιδεψα τα πέταλα των λουλουδιών, σ' ολάνθιστο κήπο.
Βελούδινο άγγιγμα. Γέμισα αρώματα.
Ανάσα πήρα! Οξυγόνο!
Σκαρφάλωσα μονοπάτια αόρατα, πέτρινα.
Εγώ τόσο μικρή, κάτω από μεγαλόπρεπα βουνά.
Πάτησα την πρώτη μου κορφή.
Ανάσα πήρα! Οξυγόνο!
Με νανούρισε το κελάρυσμα του νερού που κυλούσε, και
το κελάηδισμα των πουλιών. Τέλειο πάντρεμα μουσικής νότας.
Θεϊκές συγχορδίες. Ανάσανα! Οξυγόνο!
Ένιωσα το άγγιγμα της γονικής φροντίδας, και τη στήριξη του αδελφού.
Γέμισα αυτοπεποίθηση. Οξυγόνο!
Χάθηκα στην τέλεια αίσθηση ερωτικού αγγίγματος υπέροχης αγάπης.
Χάθηκα σε αγαπημένα μάτια με μαγεμένο βλέμμα. Οξυγόνο!
Αφέθηκα στη σκέψη, μετρώντας ράγες, για όσα νοιώσω, όσα γευτώ,
όσα γνωρίσω, όσα εγώ θα δημιουργήσω.
Δεν έφτασα ποτέ σε ένα σταθμό. Χάθηκε ο αέρας! Δεν έχω ανάσα!
Δεν έχω οξυγόνο!
7. Άρνηση
- Ουρανόεσσα
Ξαγρυπνισμένη νιότη,
Υπομένοντας,
Γύρισέ μας το βλέμμα.
- Όταν πονάς, αρνιέσαι:
ΝΟ!
8.Ζωή στη στιγμή
Χρόνια που περνούν, προσπερνούν
και επιστρέφουν με χρέη
Μήνες που κορνάρουν, φρενάρουν
και κοντράρονται στην Εθνική
Βδομάδες που κηδεύουν, παντρεύουν
και φωτογραφίζονται στα μαύρα
Μέρες που κλειδώνονται, ταπεινώνονται
και ντύνονται γίγαντες
Ώρες που σπαράζουν, ουρλιάζουν
και κοιμούνται στη σιωπή
Λεπτά που φυτεύουν, κλαδεύουν
και πνίγονται στην αμφιβολία
Δευτερόλεπτα που γλιστρούν, ξεγλιστρούν
και ιδρώνουν στην παλάμη
Μα στιγμές!
Στιγμές που νοιάζονται, αγκαλιάζονται
και μπολιάζουν με οξυγόνο
9. …μετά, σιωπή ανήθικη
Λειψός Φλεβάρης,
στέρηση οξυγόνου!
Λυγμός Θανάτου…
10. Η ποίηση στους δρόμους
Όχι άλλα ποιήματα στην χώρα των παραπλανημένων
Φλερτάρουν με την ελπίδα
Και η ελπίδα είναι επικίνδυνη
Με πληγώνουν τα ποιήματα
Μου θυμίζουν κόσμους που δεν θα ζήσουμε
Και δεν θέλω πια να ελπίζω
Όχι άλλα ποιήματα σε μια χώρα ασφυκτική
Δώσαμε απλόχερα και το τελευταίο μας οξυγόνο
Η ελπίδα δεν πεθαίνει τελευταία
Χρειάζομαι ποιήματα αγωνιστές στο παρόν
Εκείνα που δεν συντηρούν αυταπάτες
Ποιήματα που μας ενώνουν
Να εκπέμπουν ανάσες ανθρωπιάς
Να πλημμυρίζουν φως
Δικαιοσύνη από άκρη σε άκρη
Δώσε μου ποιήματα άγριας ομορφιάς
Να μοιραζόμαστε ιστορίες
Να μην έχουμε ανάγκη από οξυγόνο
Η ποίηση είναι στους δρόμους
Ανέπνευσε μαζί μου, μη με πιάνεις σφιχτά
Δώσε χώρο στα όνειρά μας
11. Αγάντα!
Είναι βαρύς ο Σταυρός, σαν ξεκινά του καθενός ο Γολγοθάς.
Πάντα με βήμα αλλιώτικο προχωρά,
τυλιγμένος με τον μανδύα της αγωνίας του,
χαμένος στις σκιές του κόσμου.
Και σαν τον ανεβαίνει, χάνεται, βαρυγκωμά.
Στάσου-
πάρε μια ανάσα, να σβήσει ο συριγμός του πόνου σου,
άσε το οξυγόνο, να ταΐσει λίγο φως, τους λογισμούς σου,
και το μυαλό να ξεδιψάσει με ελπίδα.
Να μην ξεχνάς -
Η πιο σκοτεινή ώρα, είναι πάντα πριν την αυγή.
Εκεί που κάτι νέο γεννιέται και οι ευκαιρίες ανασταίνονται.
Μπορεί όταν σηκώνεις τον σταυρό να μην το νιώθεις,
μα να θυμάσαι -
σαν μας σταυρώνει η Ζωή, πάντα θα έρχεται η Ανάσταση,
να μας λυτρώσει, να μας ανταμείψει
και να αγναντέψει στην καρδιά
τα άνθη της δύναμης μας
και το φως της καρτερίας, να λάμπει ολούθε.
Κανένα ακάνθινο στεφάνι,
δε βαστά, μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής!
Αγάντα!
12. Εξομολόγηση
Είσαι της ζωής μου τ' οξυγόνο,
της στείρας μοναξιάς το φως,
το κύμα στο ακροθαλάσσι,
της λησμονιάς λεμονανθός.
Για σένα έρχομαι το βράδυ
και φεύγω πάλι ξαφνικά,
γοργόνα στο δεξί κατάρτι
και βράχος πάνω στη στεριά.
Στείλε ένα μήνυμα γραμμένο
στων άστρων λάμψη μακριά.
Θέλω να ζω και να πεθαίνω
μες τη δική σου αγκαλιά.
13. Επίκληση
Μου κόβεται η ανάσα μαμά
θέλω οξυγόνο.
Εσύ που πάντα με έστεργες
και πύρινα φιλιά σκορπούσες
γύρω στο λαιμό μου πως γίνεται
να μην με ακούς;
Θέλω οξυγόνο, πνίγομαι, η ζωή
μια παλάμη ανοιχτή και με κοροϊδεύει.
Μαμά μην γυρνάς πλευρό και
μην κοιμάσαι μέσα από σωρούς
με συντρίμμια και δρεπάνια κοφτερά
σου φωνάζω:
Έλα εδώ με ένα βρεγμένο μαντήλι
να μου σκουπίσεις τα δάκρυα.
Έλα να με πάρεις μαμά.
Όλα γύρω φλέγονται.
Τα είκοσι χρόνια μου επαναστατούν
και φωνάζουν δυνατά
ζητούν απελπισμένα οξυγόνο.
Κοράκια πετούν πάνω από τα κεφάλια
μας μαμά έλα να τα διώξεις.
Δεν αντέχω να ακούω τους κρωγμούς
τους και ούτε να θωρώ τα μαύρα τους
φτερά.
Πνίγομαι μαμά.
Το καλό μου τζιν που χτες μου
έπλυνες και μου σιδέρωσες μαμά
καίγεται.
Η σάρκα μου καίγεται.
Βάζω τα χέρια σαν χωνί στο στόμα
και σου φωνάζω.
Έλα να μας ελευθερώσεις μαμά
πριν το πηγάδι μας καταπιεί.
Ο κάμπος σκοτεινός.
Φεγγάρι δεν βγήκε απόψε μαμά.
Αστεράκι έγινα στον ουρανό μαμά.
Δεν μπορεί παρά να με βλέπεις,
αλλά κι εδώ ησυχία δεν βρίσκω
πάλι πνίγομαι μου λείπει το οξυγόνο.
Άγγελοι μας συντροφεύουν.
Θεοί μας συμπονούν.
Άγιοι με γενειάδες μακριές μας
συμπαραστέκονται.
Δεν φτάνει.
Έλα εδώ μαμά με το χτενάκι σου,
να με ομορφύνεις μαμά
στον χάρο να μην δοθώ απεριποίητη.
14. Η αγάπη ακούει τον παλμό της γης
Στους ήχους του ανέμου, στ’ άγριο τοπίο,
οξυγόνο γεμίζει τη σιωπή των Τεμπών
στη σκιά του βράχου, το βλέμμα μου πλανιέται,
εκεί που το φως και η νύχτα σβήνουν και ερωτεύονται.
Περάσματα κρυφά, απ' τα βουνά τα ψηλά,
η ανάσα μου δυναμώνει απ' το ποτάμι που καλεί.
η γη φωνάζει, το δέντρο απλώνει τη ρίζα,
κι η ζωή της καρδιάς μου γίνεται αέρας, αιώνια γαλήνη.
Οξυγόνο από τη φύση, απέραντο και ζεστό,
με χρώματα της αυγής και του δειλινού,
στα Τέμπη, όπου τα όνειρα πετούν σαν πουλιά,
Εκεί, η αγάπη ακούει τον παλμό της γης, ελεύθερη και βαθιά.
15. Ποιος καίγεται απόψε και μύρισε ο κόσμος συγκάλυψη;
Λουλούδια
Παιδιά
Όνειρα
Πουλιά
Τραίνο
57
Ξυλόλιο
Φωτιά
Οξυγόνο
Φονικό
Δολοφόνoι
57
Τέμπη
Συμφορά
Έγκλημα
Ποτέ
Ξανά
16.Το πορτοφόλι
Βρισκόμουν στο δεύτερο βαγόνι πατέρα
πριν από λίγο.
Ήθελα καφέ και ένα σνακ να τσιμπήσω.
Εκεί κατάλαβα πως δεν πήρα μαζί μου
το πορτοφόλι.
Αφηρημάδα πες το, καλή τύχη ή απόλυτη
δυστυχία.
Επέστρεψα λοιπόν στο βαγόνι μου και
τότε ακούστηκε ένα τεράστιο μπαμ
σαν σεισμός πέντε Ρίχτερ μας φάνηκε
κι ίσως παραπάνω.
Βγήκαμε από τα παράθυρα πατέρα
Εγώ κρατούσα ακόμα το πορτοφόλι.
Αυτό που με κράτησε ζωντανό
ή μήπως θλιμμένα απών;
Τεράστιες φλόγες τύλιγαν τα μπροστινά
βαγόνια πατέρα.
Τα παιδιά φώναζαν απελπισμένα:
Θέλω οξυγόνο.
Βοήθεια.
Καιγόμαστε.
Εγώ με το πόδι σπασμένο έφτασα ως εκεί.
Αδύναμος ένιωσα μπροστά
στην απόλυτη καταστροφή.
Ανίκανος να βοηθήσω.
Τα καζάνια της κόλασης μου φάνηκαν
λιγότερο τραγικά από αυτό
που ξετυλίγονταν μπροστά μου.
Τώρα δύο χρόνια μετά με καταδιώκουν
φλόγες κι απελπισμένες φωνές.
Το πορτοφόλι που ήταν ο σωτήρας μου
δεν το ξαναχρησιμοποίησα.
Στο εικόνισμα το έβαλα δίπλα
στην Παναγία, την Αγία Κυριακή
και τον Μέγα Βασίλειο.
Η μάνα μου το προσκυνάει σαν εικόνα
θαυματουργή.
Εγώ αποφεύγω να το κοιτάζω.
Τα νεύρα μου στραπατσαρισμένα.
Την καρδιά μου τρυπούν πενήντα
εφτά καρφιά και δικαίωση ζητούν.
Μια άσπρη τούφα απέκτησα εκείνο
το βράδυ και με πηγαίνει συνεχώς
στο παρελθόν.
Γέρασα πατέρα πριν ζήσω.
17. Δεκαπεντασύλλαβες εισπνοές
Ανάσα ανάσα πάλευες, σκυμμένος στο κορμί του,
να μην αφήσεις να σβηστεί η σπίθα απ' τη ζωή του.
Κι ήταν με τον ιδρώτα σου που μάχοσουν να σβήσει,
η φλόγα, που το δέντρο σου γύρευε ν' αφανίσει.
Μ' ένα σου χάδι γιάτρεψες το παιδικό το δάκρυ,
για να μην γίνει απόγνωση στο αύριο που θά ρθει.
Κι απόδειξες αθόρυβα, πέρα από κάθε χρόνο,
πως η αγάπη, της ψυχής είναι το οξυγόνο.
18. Ένας χαρούμενος άνθρωπος
Ένας χαρούμενος άνθρωπος
στους δρόμους τριγυρνάει
Μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη
τίποτα δε μοιάζει να τον χαλάει
Ένας άνθρωπος σε μια πόλη αφιλόξενη
μια ανάσα οξυγόνου φοράει
Ελεύθερος σε όλους μιλάει
Δε φοβάται μήπως παρεξηγηθεί
Ένας χαρούμενος άνθρωπος
τον κόσμο παρατηρεί
Με μια καλή κουβέντα στο στόμα
αγάπη μοιράζει σαν οξυγόνο
Ένας άνθρωπος που κάνει τη διαφορά
εκπέμπει φως απλόχερα
Ελεύθερα σε όλους το χαρίζει
Δε φοβάται μήπως παρεξηγηθεί
Ένας χαρούμενος άνθρωπος με καρδιά
Μια φορά του τα πήρε όλα η ζωή
Και μια που τα συντρίμμια του έγιναν το οξυγόνο του
Ένας χαρούμενος άνθρωπος έξω καρδιά
Είδε στη ζωή του όσα δεν είδε κανείς
Στάθηκε δυνατός απέναντι στην απανθρωπιά
Και είπε να νικήσει τη μοναξιά του
Με την καλή του τη καρδιά

Εδώ τελείωσαν οι συμμετοχές 4-18.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις συμμετοχές 19-26.
Πάτησε ►εδώ και μπες στην ανάρτηση.