19. Απώλεια
Σαν ένα χέρι να μου έφραξε το στόμα
και μήτε να μιλήσω μπορώ μήτε να ανασάνω.
Σαν ένα βάρος να έπεσε στα στήθια μου
κι η καρδιά μου χτυπάει αργά και με δυσκολία.
Έτσι είναι οι μέρες μου από τότε που χάθηκες.
Άχρωμες, άγευστες, άφωτες.
Και τα βράδια...
Τα βράδια γεμίζουν καπνούς κι εφιάλτες
Φρικτές μάσκες κι ουρλιαχτά σε τραβούν μακριά μου.
Η ζωή μου φτήνυνε χωρίς εσένα.
Σε καλώ στη σκέψη μου, στα όνειρα μου, στα λόγια μου.
Τι άραγε θέλει ένας άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος;
Ένα χέρι να πιαστεί.
Μια φωνή να ψιθυρίζει σ αγαπώ, είμαι κοντά σου.
Μια αγκαλιά οξυγόνο, να ανασάνει.
Ακόμα θυμάμαι τα μάτια σου.
Το χρώμα τους, το γέλιο τους, το φως τους.
Θυμάμαι το χάδι που άφηνε το βλέμμα μου πάνω σου, όταν εσύ δεν κοιτούσες.
Πώς γέμιζαν τα δωμάτια με την παρουσία σου.
Ακόμα κι η σιωπή σου έμοιαζε τραγούδι.
Και δεν είναι ότι με πειράζει που πέταξες μακριά μου.
Είναι που σε κλέψανε βίαια από τα χέρια μου.
Σε είχα και σ αγαπούσα τη μία στιγμή.
Χάθηκες κι ας σ' αγαπούσα την επόμενη.
Η αγάπη δεν έχει προσδόκιμο ζωής.
Ούτε ορίζεται από απτούς νόμους.
Είναι τεράστια μες στην απλότητά της.
Είναι μικρή μες στην κακία του κόσμου.
Πέλαγος η αγάπη μου μα δεν αρκούσε.
Δεν έβγαλε φτερά να σε προφυλάξει.
Τώρα εγώ εδώ κι εσύ εκεί κι ανάμεσα μας το έρεβος.
Κι όλο προσεύχομαι για ένα θαύμα.
Σε προσκαλώ.
Έλα από το χέρι να με πάρεις.
Οξυγόνο μου γίνε, πριν χάσω την ψυχή μου.
Τράβηξε με μαζί σου άγγελέ μου
να χαθώ στο αιώνιο το φως.
20. Άγγελοι
Άγγελοι
με φτερά ματωμένα!
Ένα βράδυ που η φύση ησύχαζε
έφυγαν για τον ουρανό ψηλά!
Οι αγκαλιές άδειασαν!
Φωτιές απλώθηκαν,
κραυγές απόγνωσης, πόνου
έσκισαν
τον παγωμένο αέρα!
Ζητούσαν λίγο οξυγόνο!
Μια ανάσα,
να κρατηθούν!
Όμως το καντηλάκι
τρεμόπαιζε.
Δεν κράτησε πολύ
κι έσβησε
στην ησυχία της νύχτας!
Μάνες με μαύρα
με δάκρυα ποτάμια
μαζεύτηκαν,
να ποτίσουν το χώμα
που τους σκέπασε
λάδι και κρασί.
Να μην ξεχαστούν!
Να είναι κοντά μας για πάντα
είπαν...
21. Εγώ δεν είμαι εδώ!
Εσύ διαβάτη που περνάς
σκυφτός και δακρυσμένος,
εσύ που βροντοφώναξες
για έγκλημα στις ράγες,
το όνομά μου διάβασε,
άναψε το κερί σου
μα μάθε το, δεν είμαι εδώ.
Τα λίγα χρόνια που έζησα,
γέννησαν όνειρα πολλά
κι απότομα το έκοψαν
το νήμα της ζωής μου
Κι όμως! Εγώ δεν είμαι εδώ.
Στης μάνας μου την αγκαλιά
δεν μπόρεσα να φτάσω
Στον άνεμο με σκόρπισαν
ύπουλες μεθοδεύσεις
Γι' αυτό εγώ δεν είμαι εδώ!
Κοίτα ψηλά, στον ουρανό
που αχανής σου μοιάζει
στα σύννεφα που περπατώ
με τους αγγέλους συντροφιά
δεν θέλω οξυγόνο
Όμως, εγώ είμαι εδώ.
Εσύ διαβάτη που περνάς
σκούπισ' τα δάκρυά σου
κράτησε με στη μνήμη σου
και σήκωσε το βλέμμα
τον ουρανό κοίτα ψηλά
και ύψωσε τη φωνή σου
να φτάσει εδώ που είμαι εγώ!
22. Μιας μέρας οξυγόνο
Μια Κυριακή, σαν όλες τις άλλες.
Από αυτές που λες ότι όλα θα γίνουν όπως τα σχεδίασες το Σάββατο.
Ξυπνάς, τρως, κάθεσαι.
Παίρνεις ως δεδομένη την ροή της μέρας.
Βγαίνεις στον ήλιο,
προχωράς,
αναζητάς τον άνθρωπο.
Ψάχνεις, αλλάζεις, ρωτάς.
Θησείο, Πετράλωνα, Κουκάκι.
Φυσάει ο άνεμος ανάμεσα στα γκρι κτήρια.
Μυρίζει αδιαφορία, μαζί με την δυσοσμία της πόλης.
Νιώθεις να σπας, μα και ταυτόχρονα τόσο δυνατός.
Αγαπάς τόσο αυτό το ομοιόμορφο, αλλά ταυτόχρονα το μισείς.
Πως να ξεμπερδέψεις το μυαλό;
Στις γειτονιές άγνωστοι ψάχνουν κάτι.
Μήπως αυτό που χάνουμε εμείς καθημερινά;
Κάποιοι γελάνε. Αναγκαστικά.
Κάποιοι προσπαθούν να μην κλάψουν. Αναγκαστικά και αυτοί.
Συνεχίζεις να προχωράς.
Κάποιες στιγμές σε πιάνει πανικός.
Δεν μπορείς να πας πίσω στο Σάββατο.
Να αλλάξεις τα σχέδια.
Να πεις πως είναι πια ανώφελο.
Να το παραδεχτείς.
Πρέπει να ζήσεις την Κυριακή πριν να έρθει η Δευτέρα.
Φτάνεις στο τραίνο.
Μήπως αυτό μπορεί να σε πάει στην αρχη;
Έστω μέχρι την θάλασσα.
Μπας και αλλάξεις έστω μια λάθος απόφαση.
Και η ζωή σου πάει αλλού.
Αλλά και το σωστό... ποιος μας ορίζει το σωστό;
Αυταπατάσαι.
Ή νιώθεις την νομοτέλεια.
Ότι τίποτα δεν γράφεται, τίποτα δεν ορίζεται.
Ας πούμε και σήμερα, πως το άλλο Σάββατο θα σχεδιάσουμε την Κυριακή όπως πρέπει.
Ένα ακόμα ψέμα.
Θυσιάζοντας ξανά τις καθημερινές, για μιας μέρας οξυγόνο.
23. Ανακινώ
Η μήτρα που γέννησε την εντροπία
γονιδιακά επιταχύνει συνεχώς
την παρακμή
Επερχομένου του χάους
επιζητώ λίγο οξυγόνο.
Συντάσσομαι με το βούλευμα
της ενσυναίσθησης
κατοχυρωμένο στην αλήθεια
της Πλατείας
Μου γίνεται αντιληπτό
ότι η Δικαιοσύνη έπαψε το έργο της.
Απειλώ το σύστημα
Την κολυμπήθρα έδειξα
ως υπενθύμιση αναβάπτισης
της βουβής κραυγής της μάνας
Πριν ο σπόρος περιπλανηθεί,
πριν εξοντωθεί,
πριν σκεπαστεί με μαύρο πέπλο.
Επιζητώ λίγο οξυγόνο
24. Τρία γράμματα...
Απ' τον ισχυρό να γαντζωθώ
και ν' αδικήσω;
Απ' τον κλέφτη να πληρωθώ
και να εξαπατήσω;
Απ' τον φταίχτη να σταυρωθώ
και να βασανίσω;
Απ' την αγάπη να λεηλατηθώ
και να μισήσω;
Απ' τη διαταγή να πλανηθώ
και να γκρεμίσω;
Απ' την προφητεία να τυφλωθώ
και ν' απιστήσω;
Οξυγόνο απ' τα όχι μου αντλώ
για να ζήσω
25. Αγάπη απροσμέτρητη
Ομορφαίνει ο κόσμος μου με την παρουσία σου.
Σαν την Άνοιξη που ήρθε.
Προσπαθώ να μην χάνω στιγμή από την παρουσία σου.
Θα ήθελα να είχα περισσότερο τη συντροφιά σου.
Αν ήταν δυνατόν μέρα νύχτα.
Το ξέρω ότι αυτό δεν είναι εφικτό
και αποδέχομαι τον ρόλο μου.
Είμαι η εφεδρική,
η εναλλακτική.
Μιλάω για σένα συνεχώς, τι κάνεις, τι λες.
Ίσως υπερβάλλω κάποιες φορές, το ξέρω.
Σε κρατάω στην αγκαλιά μου και ρουφάω την μυρωδιά σου, λίγο πριν φτερουγίσεις.
Σ αγαπώ με μια αγάπη απροσμέτρητη.
Ακριβό μου πλάσμα.
Ανάσα και οξυγόνο μου!
Σαν την Άνοιξη που ήρθε.
Προσπαθώ να μην χάνω στιγμή από την παρουσία σου.
Θα ήθελα να είχα περισσότερο τη συντροφιά σου.
Αν ήταν δυνατόν μέρα νύχτα.
Το ξέρω ότι αυτό δεν είναι εφικτό
και αποδέχομαι τον ρόλο μου.
Είμαι η εφεδρική,
η εναλλακτική.
Μιλάω για σένα συνεχώς, τι κάνεις, τι λες.
Ίσως υπερβάλλω κάποιες φορές, το ξέρω.
Σε κρατάω στην αγκαλιά μου και ρουφάω την μυρωδιά σου, λίγο πριν φτερουγίσεις.
Σ αγαπώ με μια αγάπη απροσμέτρητη.
Ακριβό μου πλάσμα.
Ανάσα και οξυγόνο μου!
26.Οξυγόνο
Τα τελευταία χρόνια δεν παίρνω καλή ανάσα,
δεν αναπνέω σωστά.
Απορώ πως μπορώ και ζω ακόμη,
εφόσον το οξυγόνο μου, έχει εκλείψει από καιρό.
Ειδικά τα βράδια του χειμώνα, παλεύω για να πάρω ανάσα.
Νιώθω πως άγρια και κρύα χέρια παίζουν σκάκι με τον λαιμό μου.
Επαναστατούν και μου προσφέρουν εφιάλτες και δάκρυα,
όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν ή έμειναν μισά,
θύμισες που πληγώνουν, αναμνήσεις που κόβουν σαν ξυράφι, ζεστό.
Και τότε,
αίμα στάζει από τη μύτη μου,
σφυριά αντηχούν στα αυτιά μου,
τρωκτικά τρώνε τα σωθικά μου και ένα μικρό πληγωμένο σπουργίτι
αναζητά τροφή σαν μια θύελλα που πασχίζει, με θαλπωρή να κρύψει το αύριο.
Τις τελευταίες μέρες, το παιδί μέσα μου, δεν αναπνέει σωστά.
Δεν τρέφεται, δεν ελπίζει, ματαιοδοξεί και κοιλοπονά μια αβέβαιη αλήθεια, έναν παράλογο δισταγμό,
μια ακόμη ικεσία που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να παραληρήσουν σαν ένα φεγγάρι αβέβαιο.
Κυρίως το πρωί, με τις πρώτες ηλιαχτίδες, φοβάται, κρυώνει, κλαίει. Στέκει μόνο στη γωνιά και παλεύει να πάρει ανάσα.
Παλεύει να αγγίξει το αύριο, να κρατήσει στα χέρια του μια πολύχρωμη πεταλούδα, να ξεπλύνει με ψιλή βροχή τον πόνο και τον καημό του.
Ένα λουλούδι αναζητεί να ποτίσει στη παλάμη του, να ανθίσει, να σκορπίσει με ελπίδα ο χώρος, η καρδιά, το μυαλό, η φωνή του.
Το σώμα του, κείτεται σαν ένας λεμονανθός που αντί για λεμόνι και άνοιξη, μυρίζει πίσσα και αιχμαλωσία.
Και τότε,
αίμα στάζει από την πληγή που έχει στην καρδιά του,
σάλπιγγες αντηχούν στο κεφάλι του,
αγκάθια φυτρώνουν στο μυαλό του και η ψυχή του
δεν μπορεί πλέον να συνθέσει μελωδία ζωής, μπορεί μόνο,
ένα θλιμμένο κονσέρτο να υπηρετήσει.
Τις τελευταίες ώρες δεν αναπνέω.
Δεν ξέρω πως μπορεί στ’ αλήθεια να συμβαίνει αυτό
αλλά δεν αναπνέω.
Δεν υπάρχει οξυγόνο, δεν υπάρχει θέληση για ζωή.
Δεν υπάρχει φως, ούτε σκοτάδι.
Δεν υπάρχει παρελθόν, ούτε παρόν και μέλλον.
Υπάρχει μια συνεχή θλίψη, που όμως, κάποιες φορές,
ακόμη και αυτή, σταματώ να την αισθάνομαι
Και μόνο τότε, αναρωτιέμαι αν είμαι στ’ αλήθεια ζωντανός.
Και μόνο τότε, μου απευθύνω το λόγο μα απάντηση δεν παίρνω.
Προσπαθώ, μάταια, να αγγίξω το πρόσωπό μου.
Να χαϊδέψω τα μαλλιά μου.
Να αγγίξω τα φρύδια και τα χείλη μου.
Τίποτα!
Τα χέρια μου, ακούνητοι φρουροί.
Τα βλέφαρά μου, ασήκωτες πλάκες.
Τα ποδιά μου, κολώνες θεμελιωμένες στη γη.
Η ψυχή μου, βαρίδι ασήκωτο.
Μα τι μου συμβαίνει;
Διεκδικώ τη ζωή ή εκείνη διεκδικεί εμένα;
Προσφέρω ή προσφέρομαι;
Θυσιάζω ή θυσιάζομαι;
Γεννώ ή γεννιέμαι;
Αλήθεια, θαρρώ, γίνομαι οξυγόνο.

Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε ►εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.