Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

31ο Συμπόσιο Ποίησης ~Οι συμμετοχές, Μέρος 3ο ~10th anniversary! 🎅

 








21.Πεφταστέρια

Σαν να ξεχάσαμε με τον καιρό
Πως να ανοίγουμε τα χέρια
Πως πέφτουν γάργαρο νερό
Πάνω στη γη τα πεφταστέρια
Σαν να μας πρόφτασε η ζωή
Πριν να προλάβουμε τη ζήση
Κι όσα λαχτάρησε η ψυχή
Μες σε σεντούκι τα έχει κλείσει
Σαν όνειρο άσπρο παιδικό
Σα σύννεφο και σαν μπαμπάκι
Σαν της θαλάσσης τον αφρό
Και σαν του γιασεμιού ανθάκι
Κι όλου του κόσμου οι άγιοι
Μα κι όλοι οι καταραμένοι
Αθώοι, ένοχοι, τρελοί,
Ελεύθεροι, κατατρεγμένοι
Έναν μοιράζονται καημό
Ίδια φωτιά τα μάτια καίει
Ο ίδιος κόμπος στο λαιμό
Αναδιπλώνεται και κλαίει
Ζητούν μονάχα μια αγκαλιά
Αληθινή, ζεστή, μεγάλη
Να τους τυλίξει σα μωρά
Να τους φιλήσει το κεφάλι
Ας είναι η μια η μητρική
Η στοργική γλυκιά αγκάλη
Ή ακόμα ας είναι η ερωτική
Που μες στον πόθο θα τους βγάλει
Ας είναι φίλοι που γλυκά
Μέσα στα χέρια θα τους κλείσουν
Ή δυο χεράκια παιδικά
Που τρυφερά θα τους αγγίξουν
Φτάνει να είναι αληθινή
Το μέσα τους για να ζεστάνει
Σα λάμψη ήλιου φωτεινή
Η αγκαλιά θαύματα κάνει
Κάνει τον πόνο πιο απαλό
Και την ελπίδα πιο μεγάλη
Τον πιο θλιμμένο μας εαυτό
Να ονειρεύεται και πάλι
Κάνει τη μνήμη θαλερή
Ανοίγουνε ξανά τα χέρια
Στο χώμα σα χρυσή βροχή
Πέφτουν και πάλι πεφταστέρια









22. Σμιλεύοντας την αγκαλιά 

Α Γ Α Π Η 

Γ Ε Μ Α Τ Η 

Κ Ε Ν Τ Ρ Ο 

Α Λ Η Θ Ε Ι Α 

Λ Ο Υ Λ Ο Υ Δ Ι 

Ι Α Σ Η 

Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ 

Ζ Ω Η 

Ω Ρ Α Ι Ο Φ Υ Λ Λ Ο 


Στο κέντρο του σώματος του ανθρώπου 

εκεί όπου χτυπά η καρδιά, 

γεμάτη από λουλούδια ωραιόφυλλα, 

βιώνει ζωή και ίαση. 

Κι είναι τούτη η στιγμή 

που 

μια αλήθεια γεννιέται με κέντρο την αγάπη 

μονάχα από μια αγκαλιά.








23.Αγάπη θέλω..

Πλησιάζουν οι Άγιες μέρες της αγάπης!
Ακούω τα βήματα τους στο βρεγμένο πλακόστρωτο,
μυρίζω το άρωμά τους στην κανέλα και το γαρίφαλο,
βλέπω τη σκιά τους στα γιορτινά φωτάκια,
που σαν τους χτύπους της καρδιάς,
δείχνουν  το δρόμο των Χριστουγέννων
Κι αυτό το ημερολόγιο, έπαψα να το φυλλομετρώ
τι γρήγορα που περνά ο καιρός!
Τα φώτα στο σπιτικό του γερο-χρόνου δηλώνουν παρουσία.
Ημέρες και ώρες έχουν πιάσει δουλειά!
Αποσκευές ετοιμάζονται,
πίκρες αμπαλάρονται,
υποσχέσεις μάταιες τσαλακώνονται,
έτοιμες για ανακύκλωση
Πλησιάζει η ώρα που θα φύγει ο παλιός ο χρόνος,
στων αναμνήσεων τον τόπο θα κατοικήσει.
Το τρένο του Άι Βασίλη θα φέρει το νεαρό έτος
με πολλές αποσκευές, ερμητικά κλειστές και σφραγισμένες.
Ζυγίζουν βαριά λένε οι πληροφορίες,
ποιος ξέρει τι θα μας φέρει;
Ο νέος χρόνος έρχεται κι εγώ δεν θέλω πολλά
Αγκαλιές και αγάπη θέλω
να ξεχύνεται στην πόλη, στο χωριό, στη χώρα.
Να βλέπεις την αγάπη στα χαμόγελα των γερόντων,
να την ακούς στις χαρούμενες ξέγνοιαστες παιδικές φωνές,
να ξεχειλίζει από τις γραφές των νέων,
να την αισθάνεσαι στην αναγέννηση της φύσης,
να ποτίζει την ψυχή η ελπίδα για τον άνθρωπο.
Αγάπη θέλω, να διώξει την καταχνιά της βίας.
το μαύρο της ανασφάλειας,
του φόβου τον ιστό,
που  σαν αιμοχαρή αράχνη μας έχει αιχμαλωτίσει
Δεν θέλω πολλά, μ' ακούς νέε χρόνε;
Την αγάπη να φέρεις, ακούς; 








24.Όταν δύει ο ήλιος

Όταν δύει ο ήλιος
στο τέλος της μέρας
σ’ αυτόν τον μεγάλο κόσμο
σ’ αυτή την βρεγμένη πόλη
όταν φυσάει ο άνεμος
όταν το κρύο παγώνει χέρια και πόδια,
χρειάζομαι μια αγάπη, οποιαδήποτε αγάπη
έστω μια περαστική αγκαλιά,
ένα κομμάτι πρόσκαιρης ευτυχίας
μετά την ομίχλη, να διώξει τα σύννεφα
ν’ απομακρύνει για λίγο την καταιγίδα.









25.Το αθάνατο νερό

Ζητώ την αγκαλιά σου όπως
ζητά το κυκλάμινο μια σχισμή
του φθινοπώρου για να ανθίσει.
Σε κακοτράχαλα βουνά ζω
κρατώντας στο χέρι μου το
υφαντό κιλίμι του έρωτα που μου
χάρισες κάποιο μακρινό Νοέμβρη.
Με φτέρες και κλαριά σφενδάμου
συνομιλώ και την αψάδα απ' τους
χυμούς τους παίρνω για να γράψω
το ποίημα του έρωτα.
Άκουσέ το αγάπη.
Φώναξέ το στα αστέρια.
Πριόνισέ το στον άνεμο.

Αυτό το ποίημα δεν γερνάει ποτέ
ρωμαλέο είναι όπως το όνομά σου
που σκιτσάρισα ένα κρύο βράδυ
στα χυτά μαλλιά ενός αγάλματος.
Κορασίδα ήταν κι είχε βολβούς
ναρκίσσων για μάτια και χέρια
κρινένια του γιαλού.
Δεν ήταν στη συλλογή κάποιου
υπέργηρου συλλέκτη ούτε έκθεμα
μουσείου απόμακρο μα μία κόρη
απλή ενός πάρκου βουερού στα
δυτικά της πόλης προάστια.

Στέκονταν εκεί όπου οι έφηβοι
δίνουν το πρώτο ραντεβού
με την Άνοιξη και στα ουράνια
πετούν τη σάκα τους ξαλαφρωμένοι
απ' τις ανούσιες του κόσμου περιπτύξεις.
Εδώ ζεις αγάπη μια ζωή απέθαντη
και με τα αηδόνια του πρωινού
συνδιαλέγεσαι και τους αποσπάς
το μερτικό σου στη χαρά.
Δεν σε χάνω, εφηβικό είσαι αίμα
και με διαπερνάς.
Δεν σε ξεχνώ, ιμάντας είσαι που
δένει την παραζάλη του χορού.
Στην αγκάλη μου σε φέρνω 
μετρώντας τις νότες που ξεπηδούν
μέσα από το όνομά σου
σαν νερό αθάνατο.







26.Εναγώνιο κάλεσμα

Το χρόνο τον έσπασα σε κομμάτια ακανόνιστα,
Το λογισμό του ερήμαξα και στα μπρος και στα πίσω,
Ακανόνιστα να σιάξω ταξίδια στις μνήμες.
Της λησμονιάς έκρουσα τις χαραγμένες θύρες,
Τα μάνταλα σπάζοντας ευθύς για να ανοίξω.
Κομμάτια και θρύψαλα το παρόν μου το έκανα,
Ν’αναιρέσω το τώρα με σκιές ξεχασμένες,
Τι στ’ αλήθεια γυρεύοντας μες της λήθης τη στράτα;

Ταξίδι αναπόλησης, σκέφτηκα ευθύς να κινήσω,
Μα στο δρόμο μετέπεσε σε προσώπων την κλήση;
Μήτε εγώ καταστάλαξα τί φορεσιά θα του βάλω.

Μπροστά στην παλιά σιδερένια την πόρτα,
Αυλής έρημης το καμβά το ζωγράφισα,
Πινέλα και χρώματα, παλέτες, μολύβια.
Λες να γίνονταν άραγες τα κάδρα εικόνες;
Ζωή να αποκτούσανε, ανάσα και όψη.

Χατίρι μού έκανε της φαντασίας το βήμα,
Μπροστά μου σαν έστησε στιγμές ξεχασμένες.
Αλλά αυτή ήταν που διάλεξε, τι σκηνή θα μού φτιάξει,
Και με παίδεψε σφόδρα στα αισθήματα πρώτα.

Στο τέλος με πήγε, στης αυλαίας το κλείσιμο.
Στο στερνό το αντίο, στης ερημιάς την εικόνα.
Αγκαλιά με τις θύμησες, τις σκιές και τα ξόδια,
Εκείνων, που πνοή ύπαρξης εδώ απλόχερα δώσανε.

Τα χέρια μου άπλωσα, ανοιγμένα στο χώρο,
Σαν δεντρόκλαδα άγουρα τον αγέρα να σώσουν.
Σκιές ψηλαφίζοντας, μορφή να τους δώσω.
Αγκαλιασμένοι να στέκουμε στις γωνιές και στις θύρες.

Κοίτα πώς γίνεται το κάλεσμα πράξη!
Κοίτα πως στέκουνε οι μορφές εδώ γύρω!
Αχ πόσο θα ‘θελα τη φωνή τους ν’ ακούσω!
Των χεριών τους τη θέρμη στο κορμί μου επάνω.
Φως γλυκοπόρφυρο και χαμόγελο πλέριο.

Ώρα να φύγω αδυσώπητη,  ο χρόνος εσήμανε,
Στης μνήμης τη χώρα το πέρασμα έκλεινε,
Κι οι χώροι βαραίνανε με θάμπος ατέρμονο.

Τα σημάδια του χρόνου τη σκληράδα τους έδειξαν,
Τη φθορά τους επέβαλαν μ’ ανεξίτηλο τρόπο,
Δες!  Οι ρωγμές επληγώσανε κάθε δοκάρι και τοίχο,
Και η μούχλα απλώθηκε σαν σκιά στο σκοτάδι.

Πήρα τα βήματα, μακριά πια να φύγω,
Άλλωστε τίποτα ορθιο ξωπίσω δεν έμεινε.
Όλα πια πέρασαν στης λήθης τους θρόνους
Φωτογραφίες γινήκανε σε άλμπουμ επώδυνο.

Μονάχα εκείνοι, ολοζώντανοι έμειναν,
φάροι ακλόνητοι την καρδιά να φωτίζουν.








27.Το κορίτσι

Ένα κορίτσι περπατά με τα κλειδιά στο χέρι

μα μια σκιά από πίσω, πιστά την ακολουθεί.

Ένα αεράκι που φυσά, αγγίζει το λαιμό της

κι η καρδιά μέσα στη νύχτα, πιο δυνατά στο στήθος της χτυπά.


Βγάζει τ' ακουστικά, το βήμα κάνει πιο γοργό.

Φοράει παντελόνι, λέει, ευτυχώς.

Κι ένα μήνυμα χρωστά στις φίλες της να στείλει.


Σταματά για λίγα δευτερόλεπτα.

Δε θέλει να φοβάται.


Πόσο θα ήθελε, σκέφτεται, απλά να περπατάει.

Χωρίς “όπλα” που κρυφά κάθε βραδιά στις χούφτες της κρατάει.


Πόσο θα ήθελε μια μέρα να βγει και να μεθύσει. 

Χωρίς να σκέφτεται μήπως κάποιος χωρίς τη θέλησή της την αγγίξει.


Κάποια μέρα το ξέρει, θα το κάνει. 

Το φόρεμά της το καλό θα βάλει να γλεντήσει.

Και με ψηλά τακούνια στο δρόμο θα βαδίσει.

Με εντύπωση θα την κοιτάζουν όλοι.

Μα δε θα φοβηθεί.


Χωρίς την τσάντα στην αγκαλιά θα περπατά μες στα στενά

κι η ομορφιά θα λάμπει από την ηρεμία που θα “φορά”.









28.Αγνοούμενη αγκαλιά

Μήπως είδατε την αγκαλιά;
Εδώ ήταν, που χάθηκε;
Μήπως την τύφλωσαν τα φώτα της πόλης
και την πέταξαν στα σοκάκια της βρωμιάς και της δυσωδίας;
Μήπως την φλέρταρε η λάμψη της ματαιοδοξίας
και την κέρασε ψεύδος και μνησικασία;
Λέτε να την άρπαξε η ψευτιά
προσφέροντας της ευπιστία και υποκρισία;

Μπορεί να κρύφτηκε από ντροπή
γιατί τα παιδιά πληγώνονται μεταξύ τους
Μπορεί να εξαφανίστηκε ηθελημένα
γιατί τα χέρια γίναν μαχαίρια
Μπορεί να πνίγηκε στην άβυσσο
γιατί κάπου, κάποτε, ήταν υπόσχεση φωτός

Μήπως η φτήνια και ο πειρασμός την μάγεψαν;
Μήπως ο φανατισμός και η παρακμή την βίασαν;
Μήπως η απάθεια και η χυδαιότητα την διέσυραν;
Μήπως, λέω μήπως τελικά
την κάναμε σαν τα μούτρα μας;

Αχ και να βρισκόταν ξανά, όπως παλιά.
Την φωνάζω, φωνάξτε και σεις μήπως κι ακούσει. Όλοι μαζί.
Με μια φωνή και μια ψυχή.
Γιατί η αγκαλιά δεν είναι διαίρεση μίσους,
αλλά πολλαπλασιασμός αγάπης 








29.Σε μια αποβάθρα τρένου! 

Στερνή φορά την κράτησε στην αγκαλιά του 
σε μια αποβάθρα τρένου. 
Σούρουπο ήταν φθινοπωρινό, 
από κείνα που αφήνουν χώρο στο φως 
να μπει απ’ της ψυχής το παράθυρο, 
πριν την ξεριζώσει ο πόνος. 
«Θα γυρίσω γρήγορα» είπε 
«κάνε υπομονή» 
Από τότε κάθε απόγευμα, 
δώδεκα χρόνια τώρα, 
την ώρα που ο ήλιος ξεψυχώντας 
καθρεφτίζεται στο αντικρινό μπαλκόνι, 
ξεβράζει η μνήμη κομμάτια στεναγμών 
που τα σκόρπισε ο ανεμοστρόβιλος 
σ’  ένα ταξίδι μοίρας πικρής. 
Η απαντοχή λευκές ελπίδες 
γεμίζουν μια άδεια αγκαλιά 
τα ηλιοβασιλέματα. 

Ανήμπορη πια, ζυγιάζει το χρόνο 
κι ας τρέφεται ακόμα με όνειρα. 
Ακροπατώντας στα συντρίμμια των αναμνήσεων, 
μαζεύει δάκρυα, τα κλείνει στοργικά σ’ ένα μαντήλι, 
κι αποκοιμιέται μαζί τους. 
Το πρωί μεταλαβαίνει παρηγοριά. 
Έτσι πορεύεται, αναπολώντας.









30.Η αγκαλιά της καρδιάς


Δεν έχει στόμα.

Δεν χρειάζεται λόγια.

Μόνο χέρια που μιλάνε έχει.

Λέξεις άφωνες,

που βγαίνουν από τα δέκα δάχτυλά τους,

μόλις σε αγγίξουν.

Έκφραση αγάπης είναι.

Ευτυχίας.

Τρυφερότητας.

Χαράς.

Στοργής.

Ζεστασιάς.

Κατανόησης.

Συγχώρεσης.

Είναι μαγική η θεραπεία της.

Όσες και να πάρετε, ή να δώσετε, σε όλη την ζωή, ποτέ δεν θα είναι αρκετές.

Σου δίνετε αυθόρμητα, απλόχερα.

Χώνεσαι μέσα της.

Θέλεις να μείνεις για πάντα εκεί!

Στο ιατρείο της αγκαλιάς!






31.Είμαι άνθρωπος και εγώ

Σε έναν κόσμο χωρίς ουσία
Η αδυναμία κυριαρχεί
Χάδια και λόγια συντροφιάς ψάχνει η προσμονή
Σε άδειους δρόμους περπατώ
Μια ανθρώπινη ύπαρξη αναζητώ
Μια ωραία ανάμνηση νοσταλγώ
Μια ζεστή αγκαλιά να χορτάσω δεν μπορώ
Είμαι καθηλωμένος πια σε ένα κρεβάτι χωρίς ψυχή και εαυτό 
Αδυνατώ να σηκωθώ
Να βγω στο παράθυρο να δω λίγο φως
Μια αρωγή ψάχνω να βρω
Θέλω να φύγω από το Παρόν 
Μια αγκαλιά χρειάζομαι και εγώ, γιατί νιώθω πλέον ότι θα χαθώ μέσα στην συνάφεια του κόσμου, δυστυχώς 
Είμαι άνθρωπος και εγώ 










Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.









 

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Ενημερωτικό σημείωμα 🎅


Αγαπημένοι μου φίλοι!
Ένα Συμπόσιο που σέβεται τη διαδικασία έχει πάντα το ενημερωτικό του! 
Και να 'μαι εδώ να σας ανακοινώνω με χαρά πως το χρονοδιάγραμμα θα 
Θα κάνουμε Χριστούγεννα διαβάζοντας Ποίηση, αλλά και ψηφίζοντας! ☺

Κατάφερα κι εξασφάλισα την παράταση της θεραπείας μου για τις 
πρώτες μέρες της νέας χρονιάς (θα είναι και η τελευταία μου χήμειο)
κυρίως για να κάνω Πρωτοχρονιά χωρίς πόνους.
Οπότε, τι καλά που τα είχα προγραμματίσει όλα! 
Ε, μα, ήξερα που έβγαζα Συμπόσιο υπό αυτές τις συνθήκες.
Αν είχαν διαβάσει όλοι τις υποσημειώσεις μου και τα bold γράμματα 
θα ήμουν κι ένα τσικ πιο ευτυχισμένη!
Αλλά, σήμερα μετά από μερικές πολύ δύσκολες μέρες, είμαι και πάλι καλά,
για αυτό και δεν θα γκρινιάξω περισσότερο!

Μέχρι την Τετάρτη 20/12 και ώρα 12 τα μεσάνυχτα στέλνετε και οι τελευταίοι 
φίλοι τις συμμετοχές σας, 
(το μεγαλύτερο μέρος των Συμποσιούχων μας έχει ήδη στείλει
ενοχλήστε με στο μέιλ για τυχόν διορθώσεις,
για τις επόμενες 7 μέρες είμαι εδώ,
είμαι καλά και ξανά στις επάλξεις!

Η ζωή είναι Ωραία

κι εμείς πάμε δυνατά για ένα ακόμα Συμπόσιο!


Σας φιλώ
@ριστέα

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Η περιπέτεια της ζωής της (αρθρογραφεί ο Ατρόμητος Μαξ!)


Γεια χαραντάν!
Σας έλειψα;
Δεν έχω πάει πουθενά! 
Εδώ είμαι να ξέρετε, λίγο γερασμένος, 
λίγα αρθριτικά, λίγα πονάκια, δεν ανεβαίνω πια σε καναπέδες,
(στα σημεία μου, όχι όπου κι όπου! Είχα τρόπους εγώ πάντα!)
και η σκάλα, πάνω-κάτω, είναι μεγάλος βραχνάς πια,
αλλά για μένα θα μιλάμε, όταν η μανούλα περνάει τα μύρια όσα
και μόνο εγώ, που λέτε, τα ξέρω ΟΛΑ!

Όπως καταλάβατε, θα σας γράψω για την περιπέτεια της ζωής της
όπως θέλει να τη λέει! 
Να της χαλάσουμε χατίρι; Ε, όχι, δεν το πάει η καρδιά μου!

Καταρχάς, να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους:
Εγώ είχα ψιλιαστεί τον καρκίνο της μανούλας, προτού καν η ίδια το μάθει!
Αλλά, έλα μου που δεν μπορούσα να της το πω στη γλώσσα της!
Για αυτό και προσπάθησα στη δική μου:
άρχισα να την παίρνω στο κατόπι,
ρούπι δεν κουνούσα από δίπλα της, την ακολουθούσα παντού,
στην τουαλέτα δε, φύλακας-φρουρός στην πόρτα.
Μπας και πιάσει το νόημα!
Την κοιτούσα στα μάτια, τριβόμουν στα πόδια της, 
μου κόπηκε η όρεξη... έκανα ότι μπορούσα για να της το μηνύσω:
κάτι τρέχει και εγώ το ξέρω!

Για να το καταλάβετε όλο αυτό, πρέπει εδώ να σας πω πως εγώ δεν είμαι 
τέτοιος τύπος, υπό κανονικές συνθήκες.
Είχα χαμπαριάσει εξ αρχής ότι η mamy ήταν μοναχικός άνθρωπος,
κι αυτό με συνέφερε, που λέτε, γιατί κι εγώ έτσι ήμουν από γεννησιμιού μου!
Δεν ήθελα πολλά-πολλά, ούτε στενές επαφές διαρκώς!
Και θα ρωτήσετε με το δίκιο σας" μα δεν σου αρέσουν τα χάδια, ρε σκύλε;"
Πώς, αγαπώ τα χάδια, αλλά σε συγκεκριμένες ώρες.
Και αν περνούσε η ώρα μου, τότε και μόνο τότε ενοχλούσα διακριτικά 
τη μανούλα για να τα πάρω!
Συνήθως η εικόνα στο σπίτι μας ήταν η ακόλουθη: 
στο γραφείο η μαμά, στο σαλόνι εγώ!
Στην κουζίνα η μαμά, στο γραφείο εγώ! 
Στο κρεβάτι η μαμά, πίσω από το σκαμπό στο χωλ εγώ!
Οπότε, σκέφτηκα ο ατσίδας, θα αλλάξω στάση και πού θα πάει;
Θα το πιάσει το νόημα αυτή!



Και νομίζω ότι το έπιασε!
Την κρυφάκουσα... Μιλούσε με εκείνη τη αγάπη της, αναγκαίο κακό για μένα,
που την αποκαλεί Αφρούλι.
-Έλα, αγάπη, (γκρρρρ) να δεις που έχω καρκίνο!
-.............. (πού να ξέρω τι της είπε η άλλη; Ατρόμητος είμαι, ατσίδας είμαι,
predator και υποκλοπές μακριά από μένα όμως!)
-Είμαι πια απόλυτα σίγουρη: Μου το είπε Μαξ! 
Διάβασα πριν καιρό σε ένα άρθρο ότι
Ε, ο Μαξ έχει αλλάξει συμπεριφορά...
Με παίρνει συνέχεια από πίσω. Πουθενά δεν με ντώνει
(πυργιώτικη έκφραση.... αυτά τα ξέρω νεράκι εγώ!)
Ρε συ, είναι διαρκώς δίπλα στα πόδια μου, όπου κι αν καθίσω! 
Με κοιτάζει στα μάτια, ενώ συνήθως αποφεύγει τη βλεμματική επαφή!
Να δεις που το ξέρει... Έχω καρκίνο!
-........... (γμτ! Τι να της έλεγε η άλλη; Κάτι καλό για μένα, φαντάζομαι ☺)

Τέλος πάντων!
Κάποια στιγμή ρημαδοβγήκε εκείνη η εξέταση και ήταν όπως σας τα λέω:
είχε κάτι κακό! 
Δεν με έπαιρνε να στενοχωρηθώ. Έπρεπε να τη στηρίξω! 
Οπότε συνέχισα αυτό "το δίπλα της, παντού!"
Δεν είχα κι άλλο τρόπο ο καψερός! 
Δεν ήξερα πώς να της πω, μην στενοχωριέσαι, εδώ είμαι εγώ για σένα,
οπότε έκανα αυτό που μπορούσα καλύτερα: ήμουν εκεί! 
Δυο βράδια την άκουγα που στριφογυρνούσε στο κρεβάτι.
Δεν κοιμήθηκε. Αναστέναζε.
Την κοιτούσα στα μάτια και της έλεγα:
σώπα, μανούλα, θα περάσει κι αυτό!
(Το έχω ακούσει να το λέει, άρα κάτι καλό είναι!)


Και μια μέρα του καλοκαιριού έφυγε. 
Έλειψε τρεις μέρες και δυο νύχτες. Τις μετρούσα, μπορούσα να κάνω κι αλλιώς;
Ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα! 
Πού πήγε; Θα γυρίσει καλά; 
Δεν είχα όρεξη να φάω, παρ' όλο που η γιαγιά, τώρα που το έχασε,
είναι καλούλα μωρέ και με αγαπάει πολύ! 😁

Και γύρισε!
Ταλαιπωρημένη, με μια τσάντα κρεμασμένη στα αριστερά της, δεν ξέρω
τι κουβαλούσε διαρκώς πάνω της για μέρες,
αλλά την έβλεπα που δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι,
-ούτε να ντυθεί μπορούσε- κι μονολογούσα, είναι άδικο!
Τέσσερα πόδια και να μην μπορώ να βοηθήσω;
Χάθηκε να μας έδινε τρία πόδια ο θεούλης κι ένα χέρι;
Πέρασαν όμως οι μέρες, κάποια στιγμή έφυγαν η τσάντα και οι επίδεσμοι
και η μαμά ξαναέγινε απ' έξω όπως ήταν πάντα.
Βασικά για μένα κι από μέσα μια χαρά ήταν.
Αγωνιούσε πώς θα το έπαιρνα, αν την έβλεπα να αλλάζει ρούχα...
(Κι αυτό το είχα κρυφακούσει που το έλεγε στην αγάπη της την άλλη- γκρρρρ!) 
Σιγά μην με νοιάζουν τέτοια πράματα εμένανε! 
Το έπαιξα αδιάφορος!
(Μα είμαι Ατρόμητος, εξάλλου! Γνωστόν τοις πάσι!)

Κι επειδή πλέον εγώ το ήξερα, το κακό είχε φύγει από πάνω της,
έπρεπε να της το μηνύσω, οπότε πήρα κι εγώ τη συνηθισμένη μου στάση:
στο μπαλκόνι αυτή, στο γραφείο εγώ! ☺
Και κοιμόμουν έπειτα, ανακουφισμένος, του καλού καιρού!


Όχι για πολύ, όμως!
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι άρχισε η "νέα περίοδος".
Η μαμά έκανε θεραπεία, λέει, γιατί έτσι έπρεπε!
Μα, γιατί; Αφού όλα ήταν οκ τώρα πια...
Γιατί να πρέπει να ξυπνάω κι εγώ από το ξημέρωμα κάθε τρεις και λίγο ε;
Γιατί να βασανίζεται η μανούλα μου; 
Γιατί βασανίζεται, το ξέρω εγώ, κι ας μην λέει πολλά!

Θα ξεχάσω εγώ που ένα βράδυ που χτένιζε τα μαλλιά της 
έβαλε τα κλάματα και μου είπε: Μαξ δεν βλέπω να τη γλιτώνω! 
Θα πάω να τα ξυρίσω!
Έφυγε ένα βράδυ που λέτε, με μαλλιά και μου γύρισε Γιουλ Μπρίνερ!
Χαμογελούσε όμως! Πάλι καλά! Δεν χρειάστηκε να τη στηρίξω!
Εξάλλου, εγώ συνέχισα το χαβά μου: αδιάφορο στυλ και καλά,
δεν τρέχει πράμα, mum! Κούκλα είσαι, ετσετερά!

Μπα, το πέρασε καλά αυτό! Το 'νιωθα, όπως όλα, εξάλλου!
Έχω ατρόμητη μανούλα! 
Μα αν δεν ταιριάζαμε.... 😁

👀

Πέρασαν λοιπόν οι πρώτοι μήνες κάπως έτσι:
η μαμά έφευγε για μια μέρα, γυρνούσε, ήταν χάλια τις πρώτες μέρες,
ανακατευόταν, εγώ έκανα ησυχία, δεν ζητούσα πολλά,
συνερχόταν μετά πάλι, και ω τι ωραία, χοροπηδούσα, γιατί έλεγα, πάει,
αυτό ήταν, τέλειωσε!
Αμ δε! 
Τον ατελείωτο είχε αυτό το "θεραπεία"!
Φτου και πάλι από την αρχή: Ξύπνημα από τα άγρια μεσάνυχτα,
μετακόμιση στο χαγιάτι, συνύπαρξη για λίγες ώρες με τον αχώνευτο Τίτο, 
τον σκύλο των κάτω, 
η μαμά γυρνούσε χάλια τις πρώτες μέρες κ.ο.κ

Και μετά ήρθαν ακόμα πιο άγριες μέρες!
Είχα πια να αντιμετωπίσω και το κρύο 
τα δύσκολα αυτά πρωινά που με ξυπνούσε με το ζόρι κι έφευγε για μια μέρα...
Αλλά φευ! Το κρύο δεν ήταν τίποτα!
Οι μέρες που ακολουθούσαν ήταν τα πιο δύσκολα! 
Η μανούλα να ουρλιάζει από τους πόνους, να ξενυχτάει κι εγώ να μην μπορώ
να προσφέρω τίποτα! 
ΤΙΠΟΤΑ!
Πού να κλείσω μάτι ο καψερός! 
Φωνάζει και φάλτσα (αλλά μην της το πείτε)!
Οπότε γυρνούσα γύρω γύρω από το κρεβάτι,
σίγουρος ότι άκουγε τις πατουσίτσες μου στο πλακάκι, σαν να της έλεγα, 
"αχ μανούλα, να, εδώ είμαι εγώ, ξενυχτάω μαζί σου, πονάω κι εγώ! "
Ελπίζω να το έπιασε, γιατί άλλο τρόπο δεν έχω! 

Κι αυτός ο Θεούλης μισές δουλειές κάνει!
Χέρια δεν μας έδωσε, μιλιά δεν μας έδωσε,
πώς να δείξω εγώ το νοιάξιμο;
Πώς να ανταποδώσω λίγα από τα πολλά που έχω πάρει, τόσα χρόνια;
Πήγαινα λοιπόν και τριβόμουν στα πόδια της. 
Έβαζα τη μουσουδίτσα μου δίπλα της και την κοιτούσα με το 
πιο στοργικό και λυπημένο βλέμμα!
Και ήμουν υπάκουος -πιο υπάκουος πεθαίνεις! 
Ήσυχος, δεν ζητούσα πολλά, απλά έκανα υπομονή.
Όπως κάνει και η μανούλα. Την ακούω που λέει στους άλλους
 πως δεν έχει γεύση καθόλου, 
πως τα νύχια της πονούν τόσο πολύ που δεν μπορεί καθόλου τις πρώτες μέρες
ούτε να πληκτρολογήσει (μα γιατί να χρειάζεται αυτό;), ούτε το καζανάκι 
να πατήσει (ε ας μην το πατάει κι αυτή, ωχού!)
βγάζει αίμα από τη μύτη, καίγεται στο λαιμό, δεν μπορεί να φάει κι άλλα τέτοια, 
αφήστε δε που συνέχεια κοιτάζει το φρύδι της στον καθρέφτη και το φτιάχνει...
αλλά κάνει υπομονή, λέει! 

Η μαμά, αρχικά, έλεγε ότι έχω κατάθλιψη. 
Μετά φοβήθηκε και είπε θα με πάει στον γιατρό, γιατί μάλλον πονάω.
(Πού πονάω, αλλά σιγά! Είμαι άντρας εγώ, αρχηγόπουλο
και μάλιστα ατρόμητο! Μην το ξεχνάμε! Αντέχω!)
Αλλά όταν η μαμά γινόταν καλά, αυτόματα γινόμουν κι εγώ,
οπότε το έπιασε και πάλι το νόημα! (Θενκ γκοντ!)
-Ο Μαξ ακολουθεί τη δική μου ψυχολογία, είπε στους άλλους!
Ουφ! Πάλι καλά που δεν είναι εντελώς βλίτο η μανούλα!
Θα έσκαγα, αν δεν καταλάβαινε!


Και τότε κάτι είπε για ενσυναίσθηση, που δεν το κατάλαβα εγώ καλά αυτό,
ναι, είμαι ατσίδας, αλλά αυτά τα ανθρώπινα
πολύ μπερδεμένα φθάνουν στα αυτιά μου, 
κάτι για αγκαλιές και λίγα λόγια,
τα έλεγε και με μια άλλη φιλενάδα στο τηλέφωνο αυτά,
δεν τη ξέρω εγώ αυτή, το μόνο που ξέρω είναι ότι την αποκαλεί 
το πιο ενσυναισθηματικό άτομο που γνωρίζει,
(σαχλαμαρίτσες της μαμάς! Μα υπάρχει πιο ενσυναισθηματικός τύπος
από μένα;)
αποφάσισε και Συμπόσιο λέει, γιατί της έδωσα εγώ την έμπνευση,
(αυτό καλό μου φάνηκε, ε;) 
στόλισε και το σπίτι μας τραγουδώντας, οπότε λέω όλα καλά πάνε...
Αμ δε! Έφυγε πάλι, γύρισε, τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου!
(Ποιος είναι, ρε παιδιά, αυτός ο Παντελής;)
Τον ατελείωτο σας λέω έχω αυτό το "θεραπεία"!

Άντε να τελειώνει επιτέλους, κουράστηκα ο δόλιος να αλλάζω 
κάθε τρεις και λίγο ψυχολογία!
Γέρασα κιόλας και θέλω την ησυχία μου.
Λίγο καλό φαΐ, λίγα χαδάκια στην κοιλίτσα μου, πολλή ζέστα,
μουσικούλα και ξάπλααααα!


Και να μην μου κλέβει άλλος την αγάπη της μανούλας! Ναι; 
Πήγε να μου φέρει, που λέτε, εντελώς πρόσφατα, μια τσιριμπίμ τσιριμπόμ 
εδώ μέσα, στο σ π ί τ ι  ΜΟΥ,
νέα υιοθεσία την είπε, της ίδιας οικογενείας με μένα είπε,
"ψυχικό κάνω" είπε,
μα αυτή, ο θεός να την κάνει, θηλυκό δεν ήταν!
Κόντεψε να με κατασπαράξει... Αλλά το χειρότερο; 
Κατασπάραξε την μανούλα! 
Αχ, πόσο στενοχωρήθηκα... Και ντράπηκα, γιατί δεν την υπερασπίστηκα 
όπως έπρεπε,
όχι γιατί φοβήθηκα, αλλά να, άμα πάθαινα τίποτα, θα στενοχωριόταν η μανούλα! 
Ευτυχώς, την έδωσε πίσω κι ελπίζω να μην σκεφτεί ξανά 
να φέρει άλλο σκύλο εδώ μέσα! 
Υπάρχω εγώ! Φθάνω και περισσεύω!
Τ' ακούς μανούλα!

Πού θα ξαναβρείς πιο ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ άτομο, μου λες;
Τράβα, κάνε Συμπόσιο εσύ κι άσε τις υιοθεσίες!

Και κοίτα να τελειώνεις με όλα αυτά τα χημικά και τα ταξίδια,
γιατί το πολύ το κυρ' ελέησον το βαριέται και ο Θεός 


Αυτά είχα να σας πω για την ώρα ο καψερός, από τη δική μου πλευρά
που τα ζω από πρώτο πόδι (είπαμε, χέρι δεν έχω!)
κι ελπίζω να τελειώνουμε με όλα αυτά κάποια στιγμή.

Κάπου εδώ τριγύρω θα είμαι, σε επιφυλακή πάντα, 
θα κρυφακούω όσο μπορώ,
(για σας φίλοι μου, για σας δουλεύω!)
θα δίνω στήριξη κι αγάπη 
και θα εύχομαι όλος ο κόσμος να είναι καλά 
και να αγαπάει τους σκύλους! 

Φιλιά στα μούτρα σας!
Ο ατρόμητος Μαξ!