Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

31ο Συμπόσιο Ποίησης ~Οι συμμετοχές, Μέρος 3ο ~10th anniversary! 🎅

 








21.Πεφταστέρια

Σαν να ξεχάσαμε με τον καιρό
Πως να ανοίγουμε τα χέρια
Πως πέφτουν γάργαρο νερό
Πάνω στη γη τα πεφταστέρια
Σαν να μας πρόφτασε η ζωή
Πριν να προλάβουμε τη ζήση
Κι όσα λαχτάρησε η ψυχή
Μες σε σεντούκι τα έχει κλείσει
Σαν όνειρο άσπρο παιδικό
Σα σύννεφο και σαν μπαμπάκι
Σαν της θαλάσσης τον αφρό
Και σαν του γιασεμιού ανθάκι
Κι όλου του κόσμου οι άγιοι
Μα κι όλοι οι καταραμένοι
Αθώοι, ένοχοι, τρελοί,
Ελεύθεροι, κατατρεγμένοι
Έναν μοιράζονται καημό
Ίδια φωτιά τα μάτια καίει
Ο ίδιος κόμπος στο λαιμό
Αναδιπλώνεται και κλαίει
Ζητούν μονάχα μια αγκαλιά
Αληθινή, ζεστή, μεγάλη
Να τους τυλίξει σα μωρά
Να τους φιλήσει το κεφάλι
Ας είναι η μια η μητρική
Η στοργική γλυκιά αγκάλη
Ή ακόμα ας είναι η ερωτική
Που μες στον πόθο θα τους βγάλει
Ας είναι φίλοι που γλυκά
Μέσα στα χέρια θα τους κλείσουν
Ή δυο χεράκια παιδικά
Που τρυφερά θα τους αγγίξουν
Φτάνει να είναι αληθινή
Το μέσα τους για να ζεστάνει
Σα λάμψη ήλιου φωτεινή
Η αγκαλιά θαύματα κάνει
Κάνει τον πόνο πιο απαλό
Και την ελπίδα πιο μεγάλη
Τον πιο θλιμμένο μας εαυτό
Να ονειρεύεται και πάλι
Κάνει τη μνήμη θαλερή
Ανοίγουνε ξανά τα χέρια
Στο χώμα σα χρυσή βροχή
Πέφτουν και πάλι πεφταστέρια









22. Σμιλεύοντας την αγκαλιά 

Α Γ Α Π Η 

Γ Ε Μ Α Τ Η 

Κ Ε Ν Τ Ρ Ο 

Α Λ Η Θ Ε Ι Α 

Λ Ο Υ Λ Ο Υ Δ Ι 

Ι Α Σ Η 

Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ 

Ζ Ω Η 

Ω Ρ Α Ι Ο Φ Υ Λ Λ Ο 


Στο κέντρο του σώματος του ανθρώπου 

εκεί όπου χτυπά η καρδιά, 

γεμάτη από λουλούδια ωραιόφυλλα, 

βιώνει ζωή και ίαση. 

Κι είναι τούτη η στιγμή 

που 

μια αλήθεια γεννιέται με κέντρο την αγάπη 

μονάχα από μια αγκαλιά.








23.Αγάπη θέλω..

Πλησιάζουν οι Άγιες μέρες της αγάπης!
Ακούω τα βήματα τους στο βρεγμένο πλακόστρωτο,
μυρίζω το άρωμά τους στην κανέλα και το γαρίφαλο,
βλέπω τη σκιά τους στα γιορτινά φωτάκια,
που σαν τους χτύπους της καρδιάς,
δείχνουν  το δρόμο των Χριστουγέννων
Κι αυτό το ημερολόγιο, έπαψα να το φυλλομετρώ
τι γρήγορα που περνά ο καιρός!
Τα φώτα στο σπιτικό του γερο-χρόνου δηλώνουν παρουσία.
Ημέρες και ώρες έχουν πιάσει δουλειά!
Αποσκευές ετοιμάζονται,
πίκρες αμπαλάρονται,
υποσχέσεις μάταιες τσαλακώνονται,
έτοιμες για ανακύκλωση
Πλησιάζει η ώρα που θα φύγει ο παλιός ο χρόνος,
στων αναμνήσεων τον τόπο θα κατοικήσει.
Το τρένο του Άι Βασίλη θα φέρει το νεαρό έτος
με πολλές αποσκευές, ερμητικά κλειστές και σφραγισμένες.
Ζυγίζουν βαριά λένε οι πληροφορίες,
ποιος ξέρει τι θα μας φέρει;
Ο νέος χρόνος έρχεται κι εγώ δεν θέλω πολλά
Αγκαλιές και αγάπη θέλω
να ξεχύνεται στην πόλη, στο χωριό, στη χώρα.
Να βλέπεις την αγάπη στα χαμόγελα των γερόντων,
να την ακούς στις χαρούμενες ξέγνοιαστες παιδικές φωνές,
να ξεχειλίζει από τις γραφές των νέων,
να την αισθάνεσαι στην αναγέννηση της φύσης,
να ποτίζει την ψυχή η ελπίδα για τον άνθρωπο.
Αγάπη θέλω, να διώξει την καταχνιά της βίας.
το μαύρο της ανασφάλειας,
του φόβου τον ιστό,
που  σαν αιμοχαρή αράχνη μας έχει αιχμαλωτίσει
Δεν θέλω πολλά, μ' ακούς νέε χρόνε;
Την αγάπη να φέρεις, ακούς; 








24.Όταν δύει ο ήλιος

Όταν δύει ο ήλιος
στο τέλος της μέρας
σ’ αυτόν τον μεγάλο κόσμο
σ’ αυτή την βρεγμένη πόλη
όταν φυσάει ο άνεμος
όταν το κρύο παγώνει χέρια και πόδια,
χρειάζομαι μια αγάπη, οποιαδήποτε αγάπη
έστω μια περαστική αγκαλιά,
ένα κομμάτι πρόσκαιρης ευτυχίας
μετά την ομίχλη, να διώξει τα σύννεφα
ν’ απομακρύνει για λίγο την καταιγίδα.









25.Το αθάνατο νερό

Ζητώ την αγκαλιά σου όπως
ζητά το κυκλάμινο μια σχισμή
του φθινοπώρου για να ανθίσει.
Σε κακοτράχαλα βουνά ζω
κρατώντας στο χέρι μου το
υφαντό κιλίμι του έρωτα που μου
χάρισες κάποιο μακρινό Νοέμβρη.
Με φτέρες και κλαριά σφενδάμου
συνομιλώ και την αψάδα απ' τους
χυμούς τους παίρνω για να γράψω
το ποίημα του έρωτα.
Άκουσέ το αγάπη.
Φώναξέ το στα αστέρια.
Πριόνισέ το στον άνεμο.

Αυτό το ποίημα δεν γερνάει ποτέ
ρωμαλέο είναι όπως το όνομά σου
που σκιτσάρισα ένα κρύο βράδυ
στα χυτά μαλλιά ενός αγάλματος.
Κορασίδα ήταν κι είχε βολβούς
ναρκίσσων για μάτια και χέρια
κρινένια του γιαλού.
Δεν ήταν στη συλλογή κάποιου
υπέργηρου συλλέκτη ούτε έκθεμα
μουσείου απόμακρο μα μία κόρη
απλή ενός πάρκου βουερού στα
δυτικά της πόλης προάστια.

Στέκονταν εκεί όπου οι έφηβοι
δίνουν το πρώτο ραντεβού
με την Άνοιξη και στα ουράνια
πετούν τη σάκα τους ξαλαφρωμένοι
απ' τις ανούσιες του κόσμου περιπτύξεις.
Εδώ ζεις αγάπη μια ζωή απέθαντη
και με τα αηδόνια του πρωινού
συνδιαλέγεσαι και τους αποσπάς
το μερτικό σου στη χαρά.
Δεν σε χάνω, εφηβικό είσαι αίμα
και με διαπερνάς.
Δεν σε ξεχνώ, ιμάντας είσαι που
δένει την παραζάλη του χορού.
Στην αγκάλη μου σε φέρνω 
μετρώντας τις νότες που ξεπηδούν
μέσα από το όνομά σου
σαν νερό αθάνατο.







26.Εναγώνιο κάλεσμα

Το χρόνο τον έσπασα σε κομμάτια ακανόνιστα,
Το λογισμό του ερήμαξα και στα μπρος και στα πίσω,
Ακανόνιστα να σιάξω ταξίδια στις μνήμες.
Της λησμονιάς έκρουσα τις χαραγμένες θύρες,
Τα μάνταλα σπάζοντας ευθύς για να ανοίξω.
Κομμάτια και θρύψαλα το παρόν μου το έκανα,
Ν’αναιρέσω το τώρα με σκιές ξεχασμένες,
Τι στ’ αλήθεια γυρεύοντας μες της λήθης τη στράτα;

Ταξίδι αναπόλησης, σκέφτηκα ευθύς να κινήσω,
Μα στο δρόμο μετέπεσε σε προσώπων την κλήση;
Μήτε εγώ καταστάλαξα τί φορεσιά θα του βάλω.

Μπροστά στην παλιά σιδερένια την πόρτα,
Αυλής έρημης το καμβά το ζωγράφισα,
Πινέλα και χρώματα, παλέτες, μολύβια.
Λες να γίνονταν άραγες τα κάδρα εικόνες;
Ζωή να αποκτούσανε, ανάσα και όψη.

Χατίρι μού έκανε της φαντασίας το βήμα,
Μπροστά μου σαν έστησε στιγμές ξεχασμένες.
Αλλά αυτή ήταν που διάλεξε, τι σκηνή θα μού φτιάξει,
Και με παίδεψε σφόδρα στα αισθήματα πρώτα.

Στο τέλος με πήγε, στης αυλαίας το κλείσιμο.
Στο στερνό το αντίο, στης ερημιάς την εικόνα.
Αγκαλιά με τις θύμησες, τις σκιές και τα ξόδια,
Εκείνων, που πνοή ύπαρξης εδώ απλόχερα δώσανε.

Τα χέρια μου άπλωσα, ανοιγμένα στο χώρο,
Σαν δεντρόκλαδα άγουρα τον αγέρα να σώσουν.
Σκιές ψηλαφίζοντας, μορφή να τους δώσω.
Αγκαλιασμένοι να στέκουμε στις γωνιές και στις θύρες.

Κοίτα πώς γίνεται το κάλεσμα πράξη!
Κοίτα πως στέκουνε οι μορφές εδώ γύρω!
Αχ πόσο θα ‘θελα τη φωνή τους ν’ ακούσω!
Των χεριών τους τη θέρμη στο κορμί μου επάνω.
Φως γλυκοπόρφυρο και χαμόγελο πλέριο.

Ώρα να φύγω αδυσώπητη,  ο χρόνος εσήμανε,
Στης μνήμης τη χώρα το πέρασμα έκλεινε,
Κι οι χώροι βαραίνανε με θάμπος ατέρμονο.

Τα σημάδια του χρόνου τη σκληράδα τους έδειξαν,
Τη φθορά τους επέβαλαν μ’ ανεξίτηλο τρόπο,
Δες!  Οι ρωγμές επληγώσανε κάθε δοκάρι και τοίχο,
Και η μούχλα απλώθηκε σαν σκιά στο σκοτάδι.

Πήρα τα βήματα, μακριά πια να φύγω,
Άλλωστε τίποτα ορθιο ξωπίσω δεν έμεινε.
Όλα πια πέρασαν στης λήθης τους θρόνους
Φωτογραφίες γινήκανε σε άλμπουμ επώδυνο.

Μονάχα εκείνοι, ολοζώντανοι έμειναν,
φάροι ακλόνητοι την καρδιά να φωτίζουν.








27.Το κορίτσι

Ένα κορίτσι περπατά με τα κλειδιά στο χέρι

μα μια σκιά από πίσω, πιστά την ακολουθεί.

Ένα αεράκι που φυσά, αγγίζει το λαιμό της

κι η καρδιά μέσα στη νύχτα, πιο δυνατά στο στήθος της χτυπά.


Βγάζει τ' ακουστικά, το βήμα κάνει πιο γοργό.

Φοράει παντελόνι, λέει, ευτυχώς.

Κι ένα μήνυμα χρωστά στις φίλες της να στείλει.


Σταματά για λίγα δευτερόλεπτα.

Δε θέλει να φοβάται.


Πόσο θα ήθελε, σκέφτεται, απλά να περπατάει.

Χωρίς “όπλα” που κρυφά κάθε βραδιά στις χούφτες της κρατάει.


Πόσο θα ήθελε μια μέρα να βγει και να μεθύσει. 

Χωρίς να σκέφτεται μήπως κάποιος χωρίς τη θέλησή της την αγγίξει.


Κάποια μέρα το ξέρει, θα το κάνει. 

Το φόρεμά της το καλό θα βάλει να γλεντήσει.

Και με ψηλά τακούνια στο δρόμο θα βαδίσει.

Με εντύπωση θα την κοιτάζουν όλοι.

Μα δε θα φοβηθεί.


Χωρίς την τσάντα στην αγκαλιά θα περπατά μες στα στενά

κι η ομορφιά θα λάμπει από την ηρεμία που θα “φορά”.









28.Αγνοούμενη αγκαλιά

Μήπως είδατε την αγκαλιά;
Εδώ ήταν, που χάθηκε;
Μήπως την τύφλωσαν τα φώτα της πόλης
και την πέταξαν στα σοκάκια της βρωμιάς και της δυσωδίας;
Μήπως την φλέρταρε η λάμψη της ματαιοδοξίας
και την κέρασε ψεύδος και μνησικασία;
Λέτε να την άρπαξε η ψευτιά
προσφέροντας της ευπιστία και υποκρισία;

Μπορεί να κρύφτηκε από ντροπή
γιατί τα παιδιά πληγώνονται μεταξύ τους
Μπορεί να εξαφανίστηκε ηθελημένα
γιατί τα χέρια γίναν μαχαίρια
Μπορεί να πνίγηκε στην άβυσσο
γιατί κάπου, κάποτε, ήταν υπόσχεση φωτός

Μήπως η φτήνια και ο πειρασμός την μάγεψαν;
Μήπως ο φανατισμός και η παρακμή την βίασαν;
Μήπως η απάθεια και η χυδαιότητα την διέσυραν;
Μήπως, λέω μήπως τελικά
την κάναμε σαν τα μούτρα μας;

Αχ και να βρισκόταν ξανά, όπως παλιά.
Την φωνάζω, φωνάξτε και σεις μήπως κι ακούσει. Όλοι μαζί.
Με μια φωνή και μια ψυχή.
Γιατί η αγκαλιά δεν είναι διαίρεση μίσους,
αλλά πολλαπλασιασμός αγάπης 








29.Σε μια αποβάθρα τρένου! 

Στερνή φορά την κράτησε στην αγκαλιά του 
σε μια αποβάθρα τρένου. 
Σούρουπο ήταν φθινοπωρινό, 
από κείνα που αφήνουν χώρο στο φως 
να μπει απ’ της ψυχής το παράθυρο, 
πριν την ξεριζώσει ο πόνος. 
«Θα γυρίσω γρήγορα» είπε 
«κάνε υπομονή» 
Από τότε κάθε απόγευμα, 
δώδεκα χρόνια τώρα, 
την ώρα που ο ήλιος ξεψυχώντας 
καθρεφτίζεται στο αντικρινό μπαλκόνι, 
ξεβράζει η μνήμη κομμάτια στεναγμών 
που τα σκόρπισε ο ανεμοστρόβιλος 
σ’  ένα ταξίδι μοίρας πικρής. 
Η απαντοχή λευκές ελπίδες 
γεμίζουν μια άδεια αγκαλιά 
τα ηλιοβασιλέματα. 

Ανήμπορη πια, ζυγιάζει το χρόνο 
κι ας τρέφεται ακόμα με όνειρα. 
Ακροπατώντας στα συντρίμμια των αναμνήσεων, 
μαζεύει δάκρυα, τα κλείνει στοργικά σ’ ένα μαντήλι, 
κι αποκοιμιέται μαζί τους. 
Το πρωί μεταλαβαίνει παρηγοριά. 
Έτσι πορεύεται, αναπολώντας.









30.Η αγκαλιά της καρδιάς


Δεν έχει στόμα.

Δεν χρειάζεται λόγια.

Μόνο χέρια που μιλάνε έχει.

Λέξεις άφωνες,

που βγαίνουν από τα δέκα δάχτυλά τους,

μόλις σε αγγίξουν.

Έκφραση αγάπης είναι.

Ευτυχίας.

Τρυφερότητας.

Χαράς.

Στοργής.

Ζεστασιάς.

Κατανόησης.

Συγχώρεσης.

Είναι μαγική η θεραπεία της.

Όσες και να πάρετε, ή να δώσετε, σε όλη την ζωή, ποτέ δεν θα είναι αρκετές.

Σου δίνετε αυθόρμητα, απλόχερα.

Χώνεσαι μέσα της.

Θέλεις να μείνεις για πάντα εκεί!

Στο ιατρείο της αγκαλιάς!






31.Είμαι άνθρωπος και εγώ

Σε έναν κόσμο χωρίς ουσία
Η αδυναμία κυριαρχεί
Χάδια και λόγια συντροφιάς ψάχνει η προσμονή
Σε άδειους δρόμους περπατώ
Μια ανθρώπινη ύπαρξη αναζητώ
Μια ωραία ανάμνηση νοσταλγώ
Μια ζεστή αγκαλιά να χορτάσω δεν μπορώ
Είμαι καθηλωμένος πια σε ένα κρεβάτι χωρίς ψυχή και εαυτό 
Αδυνατώ να σηκωθώ
Να βγω στο παράθυρο να δω λίγο φως
Μια αρωγή ψάχνω να βρω
Θέλω να φύγω από το Παρόν 
Μια αγκαλιά χρειάζομαι και εγώ, γιατί νιώθω πλέον ότι θα χαθώ μέσα στην συνάφεια του κόσμου, δυστυχώς 
Είμαι άνθρωπος και εγώ 










Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.