Την ζωή μας ζήσαμε
όλα τα αφήσαμε
όλα μας τα αγαθά
τίποτα δε θελήσαμε
Την ζωή μας ζήσαμε
αγάπη δώσαμε
αγάπη πήραμε
σαν ηλιοβασίλεμα
στο βάθος του ορίζοντα
στη θάλασσα ένα καλοκαίρι
βουτήξαμε κολυμπήσαμε
για τ' ανοιχτά τραβήξαμε
Την αγάπη ζήσαμε
μια αγάπη αιώνια
μια χαρά απέραντη
στα χρώματα βαμμένη
Στην άκρη του πουθενά,
στη γειτονιά του τίποτα,
σαστισμένος ο χρόνος σιωπά
σαν από πάντα βουβός και ακίνητος.
Η φωτιά κάθε βράδυ τραγουδάει
όταν το φως χαϊδεύει την αλήθεια σου
κι ο άνεμος χορεύει σαν η ανάσα σου
λέξεις φτιάχνει να μου χαρίσει.
Τότε ειναι που ρίχνω δίχτυα στ'ανοικτά τ' ουρανού
και ψαρεύω αστέρια.
Ύστερα στη θάλασσα τα πετώ
να 'χεις μονάχα εσύ έν' αλμυρό στερέωμα,
ολάκερο δικο σου, απάνω του να περπατάς
και κάθε που σμίγουμε
μενεξέδες να ντύνουν το γυμνό μου κορμί,
να φανερώνω ηλιοβασίλεμα
Στην άκρη του ορίζοντα...
Έλα,κάθισε κοντά μου!
Σου έχω κάνει χώρο
από καιρό...
Βγάλε τα παπούτσια σου
και κράτα με
από το χέρι...
Έτσι ξυπόλυτοι κι ελεύθεροι
να περπατήσουμε
πάνω στην άμμο,
να γίνουμε ένα
με γη κι ουρανό..
Κι ένας αέρας δροσερός
να μπερδεύεται,λέει
στα μαλλιά μας...
Στην όχθη της ζωής μας,
σφιχτά κρατημένοι
ν' αγναντεύουμε
ένα χρυσό ηλιοβασίλεμα!..
Έλα, κάθισε εδώ, κοντά μου!
Κάποτε σου εμπιστεύτηκα τα
τα όνειρά μου
κι εσύ πάντοτε τα κράτησες
φυλαχτό
μέσ' στην καρδιά σου!
13.Ερωτικός μονόλογος
Έρημες, οι γαρδένιες οι κλειστές
Στης αυλής μου τις γωνιές, που τ'
αγέρι τις χτυπά
Θολές, οι κλεφτές σου οι ματιές
Mοιάζουνε με μαχαιριές, που
πληγώνουν την καρδιά
Άγγελοι, το χάδι μου στείλτε της
Καρτερώ, με χέρια ανοιχτά
Η καρδιά, στα στήθη μου φλέγεται,
πονά
Ουρανέ, ηλιοβασίλεμα στα χέρια
της
Άφησε, να λάμψει ξανά
Τ’ έρωτα, το χρώμα που γίνηκε,
σκιά.
Ν’ ακουστεί, των χειλιών η
προσευχή
Της ανάσας η κραυγή, που ζητά μιά
αγκαλιά
Να σβηστεί, των
λυγμών η θύμηση
Π’ άφησ’ ανοιχτή πληγή και ζητάει
τη γιατρειά
Θάλασσες, αφήστε τα κύματα
Στο γιαλό, ψηλά ν’ ανεβούν
Να βραχούν, τα μάτια που δάκρυα,
γεννούν
Άνεμοι, σκορπίστε τ’ αγγίγματα
Των χεριών, που αναζητούν
Στων
χειλιών, τ’ αφύλακτο πέρασμα, να μπουν
14.Το ηλιοβασίλεμα
Τον ήλιο κατεβάζουνε
Κόκκινοι αιθέρες συλλαμβάνοντες
Μήπως και καταδιώξουνε
Βάσανα και μοίρες ανεξάρτητες
Παιδί που κλαίει, μάνα που λυγά
Κόρη που φεύγει, γέρος που ξεψυχά
Μαζί τους καίνε ηλιαχτίδες –λες και φθονερά
Σ’ ένα χορό μπλεγμένο –πόνος και χαρά
Πέρασε όμως ώρα απ’ όταν η Αυγή
Ήρθε και με τη ζέστη έφερε αυτή
Συνήθεια, ικεσία, στολές εργατικές
Συνοθύλευμα γνωστό ήδη από τα χτες
Κάθε αχτίδα τάφος της επερχόμενης
Μέρας που δεν θα επιστρέψει
Ούτε θα εξαργυρωθεί
Αν η τσέπη θα βαρύνει έστω και προσωρινή
Μόνο το ηλιοβασίλεμα προσμένουν σιωπηλά
Το φως του κόκκινο να ρίξει πάνω στα υφαντά
Που πλέκει η πρωτοκόρη και η νοικοκυρά
Κι έτσι να τελειώσει η μέρα η μακριά
Τον ήλιο κατεβάζουνε
Κόκκινοι αιθέρες συλλαμβάνοντες
Μήπως και καταδιώξουνε
Βάσανα και μοίρες ανεξάρτητες
Παιδί που κλαίει, μάνα που λυγά
Κόρη που φεύγει, γέρος που ξεψυχά
Μαζί τους καίνε ηλιαχτίδες –λες και φθονερά
Σ’ ένα χορό μπλεγμένο –πόνος και χαρά
Πέρασε όμως ώρα απ’ όταν η Αυγή
Ήρθε και με τη ζέστη έφερε αυτή
Συνήθεια, ικεσία, στολές εργατικές
Συνοθύλευμα γνωστό ήδη από τα χτες
Κάθε αχτίδα τάφος της επερχόμενης
Μέρας που δεν θα επιστρέψει
Ούτε θα εξαργυρωθεί
Αν η τσέπη θα βαρύνει έστω και προσωρινή
Μόνο το ηλιοβασίλεμα προσμένουν σιωπηλά
Το φως του κόκκινο να ρίξει πάνω στα υφαντά
Που πλέκει η πρωτοκόρη και η νοικοκυρά
Κι έτσι να τελειώσει η μέρα η μακριά
Πάρε φίλε μια ανάσα
που όλη μέρα σαν τρελός
τρέχεις να προλάβεις, τι;
Στο καναπέ να σωριαστείς;
Δεν σου έδειξε κανείς
πως κει έξω, ανάμεσα στα φύλλα
ένας ήλιος σε παρακολουθεί
από τότε που ήσουνα παιδί;
Όταν το βλέμμα κοιτά ψηλά
και γίνει ένα με τον ουρανό
τότε θα γιάνει η καρδιά
που έχασε κάθε σκοπό
Ο δρόμος της απλότητας
που μόνο ο ήλιος ξέρει
θα έρθει να σου μάθει
τα βήματα της ξεγνοιασιάς
Πάψε πια να σκέφτεσαι
και άσε το ηλιοβασίλεμα
να χρωματίσει με την γλύκα του
τον παραλογισμό σου
Η δύση ευλογεί τον σπόρο
που ο ήλιος ζέστανε όλη μέρα
και όταν πάει να κοιμηθεί
θάναι πια μια νέα αρχή
Ήρθα εκεί που οι αχτίδες σου χύνουν το ολόχρυσο τους δάκρυ.
Λάμπουν οι μπούκλες μου από το πορφυρό σου χρώμα.
Στου ηλιοβασιλέματος την Άγια ώρα, ζητώ να εξαγνίσω τον απόηχο της μέρας.
Πριν το κατώφλι δρασκελίσεις, να δώσεις φως σε άλλους κόσμους.
Εκεί που πριν ξαπόσταιναν, ετοιμοπόλεμοι προσμένουν.
Αυτή είναι η στιγμή που χέρια σμίγουν και καρδιές ανοίγοντας μιλούν.
Αυτή η στιγμή που το ολοκίτρινο βαθαίνει,
και γίνεται ένα με το χρυσό του μπρούντζου.
Πιο ήπιο και με περίσσεια γλύκα.
Πόσες καρδιές ζευγαρωμένες σ' ατένισαν σαν θώπευες της θάλασσας το κύμα.
Πηγή ζωής εσύ! Αιώνια βασιλεία!
Συ που φωτίζεις ανομίες και καημούς, πόθους κρυφούς και φανερούς,
κωδωνοκρούστης στο σήμαντρο του έρωτα απ' την αρχή του κόσμου.
Κι ενώ την πύρινη σου μάζα ατενίζω, μέσα μου η ψευδαίσθηση γεννιέται,
πως η ματιά μου άφοβα σαν ίση σου σε προσμετράει.
Τώρα που εσύ βυθίζεσαι στου ορίζοντα την άκρη,
η σκιά μου απομακρύνεται ξανά μέχρι την άλλη μέρα
που σε καινούργιο ραντεβού θάρθει να με ματάβρει,
αφήνοντας με ενέχυρο στην σκοτεινιά της νύχτας.
Δεν είν' της μέρας η ντροπή που σε αποδιώχνει πάλι!
Είναι που οφείλεις να γεννάς φως και ζωή αντάμα.
Είναι που στα διαλείμματα η Πλάση ξαποσταίνει,
και με την πρώτη αχτίδα σου μ' ενέργεια ξυπνάει.
Είναι που υπάρχουν πλάσματα που ζουν απ' το σκοτάδι,
αγάπες που ανθίζουνε και θλίψεις που σε πνίγουν.
Δύο κορμιά που σμίγουνε σαν κλέφτες μεσ' την νύχτα
κι εκφράζουν όσα σκιάζονται κάτω απ' το φως της μέρας.
Όνειρα που υφαίνονται και ελπίδες που καρπίζουν,
ή και σιωπή που ο ήχος της πιο δυνατός απ' όλους.
Όλα ανάγκες της ψυχής! Κι ανατολές και δύσεις.
Πόσο το λαχταρώ το φως, γιατί με το σκοτάδι,
διάσταση παίρνει η μοναξιά, διάσταση κι ο πόνος.
Τη νιώθεις μέσα σου βαριά, νιώθεις να σε πλακώνει.
Γιατί το χέρι μου αδειανό, ακόμα περιμένει.
Κι ίσως να σου ψιθύρισα, αν δεις σε κάποια άκρια,
νάναι το άλλο μου μισό, πες του πως το προσμένω.
Υπάρχουν τόσες θύμησες ερώτων που χαθήκαν!
Που το μπουμπούκι έπεσε προτού καν να ανθίσει!
Λόγια που στο ηλιόγερμα, τόλμησαν να εκφράσουν
και πόσα ακόμα θα ειπωθούν στην κάθε σου την Δύση.
Εγώ βουβή που σε θωρώ ακόμα αναρωτιέμαι,
κάνοντας απολογισμό κάθε που εκπνέει η μέρα.
Ωστόσο νοιώθω τυχερή βλέποντας σε να γέρνεις
και της ζωής τα βάσανα ξεχνώ σαν σε κοιτάζω.
Ο πορφυρός ο δίσκος σου κάθαρση μου χαρίζει
κι οι πύρινες οι φλόγες σου με λιώνουν και με χύνουν.
Μου δίνουν πάλι νέα μορφή, κι εγώ σ' αποθεώνω,
και υποκλίνομαι βαθιά στο μεγαλόσχημά σου!
Δεν χαρήκαμε
ένα ηλιοβασίλεμα
Μεγάλο κρίμα
Δεν ξέρεις πόσο το ήθελα!
Δε στο ομολόγησα
Απορείς όμως
δε μ'έμαθες επομένως.
Ήθελα που λες
να σταθώ εμπρός σου
στο πορτοκαλί φόντο
να λουστώ χρυσαφένιο φως
και να με αποθανάτιζε η ματιά σου
σύγχρονη Αφροδίτη.
Πώς λένε την ώρα εκείνη της μέρας που σιγοκυλάει ο ήλιος στο γέρμα του.
Πώς λένε τις στιγμές που ο ουρανός γίνεται πυρόχρυσος στο δείλι.
Πώς καλούνε τις ώρες που η ισκιογάλαζη θάλασσα συναντά στην αγκαλιά της το φως.
Πώς ονομάζουν τα λεπτά που το φέγγος της μέρας ακουμπά στην αγκαλιά της νύχτας.
Ηλιοβασίλεμα λένε θαρρώ.
Σαν στέκεις αντίκρυ μου, σμιλεμένη μορφή στο βαθυκόκκινο του ουρανού,
και ο μπάτης στο σούρουπο ανασκαλεύει τα χαλκόχρωμα μαλλιά σου.
Αγναντεύω το βλέμμα σου να τρέχει ανέμελο στις άφρες των μικρών κυμάτων.
Στων χειλιών σου τις γραμμές, μαγεμένος παρατηρητής, αποθέτω τη ζήση μου.
Ηλιοβασίλεμα λένε θαρρώ.
Των βημάτων σου ακόλουθος σιωπηρός στις άκρες της θολοπόρφυρης ακτής,
να γεμίσω της καρδιάς μου το θρόνο με σύμπασα τη μορφή σου.
Της ανάσας σου το απαύγασμα μετάγγιση στους δικούς μου παλμούς,
Λατρεμένη Κυρά μου, καπετάνισσα των ονείρων και ταξιδιών μου.
Εκεί στο Ηλιοβασίλεμα.
Των σκιών σου θεατής και της ολόγλυκης φωνής σου εραστής,
τα ίχνη σου στην νοτισμένη ακτή ψηλαφώ με τις άκρες των δαχτύλων μου,
Σιγοπατώ στα σημάδια των ποδιών σου και στενάζω στο λίκνισμα του κορμιού σου,
όπου, γυμνό και λουσμένο στο ζεστόχρωμο θάμπος στο ακρογιάλι βαδίζει.
Εκεί στο Ηλιοβασίλεμα.
Η φωτιά σου τις μνήμες με ξόρκια ξανοίγει,
για να γίνουν οι πόθοι στο γιαλό παρουσία ολόγλυκη.
Να πλανέψουν τη ζήση μου απ άκρου σε άκρου
όπως πάντα και άναρχα ο σφυγμός σου το κάνει.
Εδώ στο Ηλιοβασίλεμα.
Κάπως έτσι αγάπη μου οι πνοές σου γινήκαν της ζωής μου χοές.
Κάπως έτσι τα χείλη σου στα δικά μου ζωγράφισαν σχήματα,
και τα λόγια σου στίχοι ολόθερμοι το νου μου μαγέψαν,
σε ονείρατα υψόφωτα στων ερώτων τα κάστρα.
Ένα τέτοιο Ηλιοβασίλεμα.
Σαν και τώρα και πάντα σφιχτά οι καρδιές μας,
σαν και τώρα υγρά τα κορμιά μας ενώνονται
στο καλωσόρισμα της νύχτας μετά το φέγγος της μέρας
με ηδονές ανυπόφορες τις στιγμές πυρπολούνε.
Και τις πνοές μας τραγούδι στο γέρμα θα σύρουν γλυκάκουστο.
Τάμα και δώρο στου έρωτα κόσμημα για πάντα θα αφήσουν.
Κοίτα στο βάθος , του πελάγους τα λόγια
τα ολοπόρφυρα χρώματα, των ερώτων σπονδές.
Σιγογέρνουν στο σούρουπο, τη μορφή σου γυρεύουν,
για να κάνουν γιορτή οι ιέρειες έρχονται.
Να σε κλέψουνε θέλουνε στου ουρανού τους τη φλόγα,
μα δες τα χέρια μου άρρηκτα το κορμί σου βαστάνε,
κομμάτι της ζήσης μου και δώρο ανεκτίμητο.
Στο βωμό των καρδιών μας γερμένοι για πάντα εκεί!
στης αποψινής μέρας το απαλόφλογο ηλιοβασίλεμα.
"Είναι το καλοκαίρι η εποχή των ανεπαίσθητων ερώτων",
έτσι πίστευες- μα εγώ κάθε Αύγουστο σε ερωτεύομαι βαθιά,
"Είναι το ηλιοβασίλεμα μια αντανάκλαση ψεμάτων",
έλεγες συχνά- μα εγώ το έβλεπα να καθρεφτίζεται στα μάτια σου
Και τα μάτια, ξέρεις, δε λένε ποτέ ψέματα...
"Είναι η ζωή ένα παιχνίδι ρόλων",
μου έγραφες στα πρωινά σου ραβασάκια- μα η ζωή δεν είναι παιχνίδι,
"Είναι ο έρωτας η αρχή όλων των κακών" ψέλλιζες, κοιτώντας την καλοκαιρινή μπόρα έξω από το παράθυρο- μα ο έρωτας είναι το πιο όμορφο ατελές συναίσθημα
"Είναι ο εαυτός μου ο μεγαλύτερος εχθρός μου"
φώναζες κλαίγοντας τις στιγμές που μαλώναμε - μα εμείς είμαστε ο Παράδεισος και η Κόλαση μαζί σου έλεγα με όλη την δύναμη της καρδιάς μου
Είναι, είναι, είναι...
Και μέσα σε αυτόν τον χαμό ξεχνούσες πάντα τι, πραγματικά, εσύ είσαι
Το μαγικό χρώμα μιας πορφυρής δύσης, η δροσερή αύρα ενός ανατέλλοντος πρωινού,
η πρώτη και τελευταία ανάσα από την αναπνοή μου, η ζωή της ζωής μου. Αυτό είσαι...
Σσσσ μη μιλάς! Άκου!
Το κύμα σιγοτραγουδά νανούρισμα τραγούδι,
χάδι δροσιάς απόλαυση το άγγιγμα του.
Τα βότσαλα φορέσανε τη λαμπερή στολή τους
κι αφέθηκαν στο λίκνισμα της θάλασσας,
καπρίτσιο του ανέμου!
Σσσσ μη μιλάς! Στάσου στην άμμο κι άκου!
Λόγια αγάπης ψιθυρίζει η θάλασσα στου ήλιου τις αχτίδες
Με θέρμη την αγκαλιάζουνε, την παγωνιά να διώξουν,
σκορπίζουν άκουσμα ζωής, απαύγασμα σοφίας
στο αέναο ταξίδι τους του ήλιου οι θυγατέρες.
Με καλημέρα ξεκινούν τον κόσμο να αφυπνίσουν,
το καλοκαίρι να φωνάξουνε πως έφτασε στης θάλασσας τη χώρα.
Σσσσ μη μιλάς! Άκου!!
Διαλαλούν στα καλοκαιρινά τα όνειρα
πως ήρθε η ώρα να ξυπνήσουν.
Υπόσχονται ζεστές διακοπές,
ταξίδια μακρινά, τροφή στην φαντασία,
ζητούν τραγούδι και χορό,
γέλια, παιχνίδια παιδικά,
μα και έρωτες στου σύθαμπου την ώρα.
Ήρθε η στιγμή, τις ανηφόρες της ζωής
στο χειμωνιάτικο σεντούκι να σφαλίσουμε.
Με τον ηλιάτορα για οδηγό,
ας ταξιδέψουμε εκεί που η φαντασία κατοικεί
Αντάμα με τα όνειρα θα στήσουμε γιορτή
μια φεγγαρόλουστη νυχτιά σαν ξωτικά θε να χορέψουμε
και το ηλιοβασίλεμα, σ' αγαπημένες αγκαλιές
φιλιά και χάδια θα τρυγήσουμε
τον 'Ερωτα Θεό να ενθρονίσουμε!
Σσσσ μη μιλάς! Απόλαυσε!
Ένα σεργιάνι στου κόσμου την άκρη,
την ώρα που ο ήλιος βουτούσε στον ορίζοντα.
Μια υστερνή διάφανη αχτίδα έλουζε τα μαλλιά σου
κι είχε ένα φως το βλέμμα σου που μέσα του χανόμουν.
Σ΄ αγαπώ μου πες και το φιλί σου μύριζε αγριοβότανο
και πελαγίσια αρμύρα.
Έγειρες στον ώμο μου κρύβοντας την αλήθεια στη σιωπή σου.
Μεσ’ των ματιών σου τον ατέλειωτο ψίθυρο
δάκρυ κρυσταλλωμένο, αχλύ του απόβραδου.
Πόσα ηλιοβασιλέματα ακόμα; Ρώτησες
Για μια ζωή, μη φοβάσαι, σου απάντησα.
Ένιωσα το τρέμουλο των χεριών σου.
Δεν είπα τίποτ’ άλλο.
Να αιχμαλωτίσω το χρόνο, ήθελα μόνο
σ’ εκείνη τη στιγμή που σε κρατούσα.
Ο ήλιος έκαιγε τα σωθικά μας και πριν βουτήξει στη θάλασσα.
πρόλαβα κι έβαψα τα όνειρα με χρώματα απ’ το λιόγερμα
κάνοντας μιαν ευχή.
Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι μέχρι το σβήσιμο της μέρας.
Ωω αυτές οι μικρές στιγμές μας, βάρκα με λυμένα τα ξάρτια
παραδομένη σε μια γαλήνια θάλασσα,
που μ΄ένα ελαφρύ κυματισμό λικνίζει το όνειρο.
Πόσο κράτησε; Που χάθηκαν εκείνες οι ώρες;
Πότε ήταν που αντάριασε; Πότε το κύμα φούσκωσε
και σκέπασε τα πάντα. Σ΄ έχασα. Πάει πια καιρός.
Κάποιες φορές στο ηλιοβασίλεμα θαρρώ πως βλέπω τη μορφή σου.
Χαμογελάει. Αφουγκράζομαι ακόμα τα λόγια σου.
Εκείνο το σ’ αγαπώ το' κανα φως να απαλύνω τα σκοτάδια μου,
να αντέξω τον αβάσταχτο κόσμο, σε μια ζωή που κυλάει πια
με παγερή αδιαφορία.
22.Αγαπώ τα μαλλιά σου
Αγαπώ τα μαλλιά σου
Είναι πυρόξανθα σα να τα έβαψε το ηλιοβασίλεμα
Χάλκινα σα να τα πότισε ο πηλός της γης
Χρυσοκόκκινα σα να τα φίλησαν τα φύλλα του φθινοπώρου
Αγαπώ τη ματιά σου
Αυτήν την καθαρή αλησμόνητη θωριά σου
Το βλέμμα που στοργικά κοιτούσε τον κόσμο
Τους οφθαλμούς που άλλαζαν χρώμα κάθε φορά που έγερνε ο ήλιος.
Χόρεψε ξανά
μαζί μου στο σούρουπο,
όπως κάποτε.
Χάδι τρυφερό
στη γυμνή σου αγκάλη,
να ονειρευτώ.
Έλα μαζί μου
στο ηλιοβασίλεμα,
ανοίγω πανιά.
Θέλω να χαθώ
στο δυνατό σου τάνγκο,
δίχως αύριο.
Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.