7.Χρονικό
Ξεκίνησαν απ'το πρωί,
δέκα φαντάροι, όλοι μαζί,
να πάρουν ένα οχυρό,
ψηλά, σε όρος ξακουστό.
Ήταν μεγάλη η διαδρομή,
μα οι φαντάροι είχαν ορμή.
Πηγαίναν με βήμα γοργό,
ένα και δυο, ένα και δυο.
Φτάσαν κι οι δέκα στα ριζά
μα ο ένας τους σαν να λυγά:
«λαχάνιασα και δεν μπορώ,
στα βράχια ν'αναρριχηθώ».
Συνέχισαν τότε οι εννιά,
να σκαρφαλώνουν θαρρετά.
Πιο πάνω, σε μια ανηφοριά,
ο ένας είπε, δυνατά:
«Προτού να πάμε, λογικό
είναι να έχουμε αρχηγό.
Χωρίς οργάνωση, θαρρώ,
δεν θ'ανεβούμε στο βουνό».
Συμφώνησαν όλοι σ’αυτό,
και τον ορίσαν αρχηγό.
Ξαναξεκίνησαν μετά,
πίσω αυτός, οι άλλοι μπροστά.
Πιο πάνω βράχος χαλαρός,
κύλησε, πάει ο μπροστινός!
Το χτύπημα ήτανε βαρύ,
ένιωσαν όλοι συντριβή.
Ένας τους, ο πιο δυνατός,
στάθηκε λίγο σκεφτικός.
«Αμέτε εσείς», είπε, «κι εγώ,
μένω να θάψω τον νεκρό».
Αναχωρήσαν οι εφτά,
άλλαξε η κλίση στην πλαγιά.
Το βάδισμα έγινε πιο αργό,
μα το ηθικό έμεινε υψηλό.
Πιο πάνω σύννεφα βαριά,
κι ο αέρας να λυσσομανά.
Βροντές πολλές και αστραπές
στα νέφη ανοίγαν χαρακιές.
Ένας τους ρίχνει δρασκελιά,
και χώνεται σε μια σπηλιά.
«Εδώ να μείνουμε, ασφαλείς»,
λέει, και στέκει, ευθυτενής.
Ο αρχηγός βάζει φωνή,
να βγούνε έξω, στην βροχή.
Πρέπει να πάρουν το οχυρό,
δεν έχουν χρόνο και καιρό.
«Αν θες εσύ, κάτσε εδώ»,
λέει άγρια στον νεαρό.
«Πάμε, παιδιά, ένα και δυο,
να πάρουμε το οχυρό»!
Οι έξι νέοι ξεκινούν,
με δυσκολία προχωρούν.
Τα βράχια απότομα, τραχιά,
πληγιάζουν τα νεαρά κορμιά.
Ο αέρας γίνεται αραιός,
μα είναι ο στόχος κοντινός.
Ξάφνου, ο ένας τους γλιστρά
και απ'το βουνό κατρακυλά.
Το θέαμα τρομακτικό,
παγώνουν όλοι στο λεπτό.
Τα γόνατα τρεμουλιαστά,
δεν πάνε πίσω, ούτε μπροστά.
«Εμπρός!» φωνάζει ο αρχηγός,
αλλά δεν είναι πειστικός.
Ένας φωνάζει «ως εδώ!»
κι οι άλλοι νιώθουν πανικό.
Ο αρχηγός χειρονομεί,
τον λιποτάκτη απειλεί.
Κοιτάει τους άλλους αυστηρά,
«Πάμε!» τους λέει, «όλοι μπροστά»!
Πιο πάνω η θέα μαγική,
νιώθουν σαν να'ναι αετοί.
Ο ένας στέκεται εκεί,
θέλει να γράψει μια ωδή.
Οι άλλοι στέκουν, τον κοιτούν,
κι αρχίζουν να τον λοιδορούν.
«Μα, δείτε», αυτός τους απαντά,
«δεν βλέπετε την ομορφιά»;
Πιάνουνε την ανηφοριά
κι εκείνος ούτε τους κοιτά.
Και συνεχίζουν, προχωρούν,
μέχρι τον στόχο τους να δουν.
Φτάσανε, πλέον, στην κορφή,
το οχυρό να το, εκεί!
Και πλησιάζουνε γοργά,
κι οι τρεις, γεμάτοι από χαρά.
Ήρθε ώρα κι η στιγμή
που ανέμεναν απ'την αρχή,
σφίγγουν τα χέρια τα σπαθιά
κοιτιούνται όλοι θαρρετά.
«Είμαστε όλοι κι όλοι τρεις,
μήπως δεν είμαστε επαρκείς;
Με δέκα ήταν εφικτό.
Με τρεις, πώς παίρνουν τ'οχυρό»;
Το σκέφτεται κι ο αρχηγός,
λάθος είν’ ο σχεδιασμός,
κι αντί για θρίαμβο τρανό,
τους στέλνει τώρα στο χαμό.
Βόλια πολλά, και κανονιές,
καπνούς, και αίμα, και φωτιές.
Αυτά προσμένει ο αρχηγός
μα και οι άλλοι δυο, σαφώς.
Μονόδρομος η επιστροφή,
και δε χωρούσε αναβολή.
Και οι γενναίοι εκείνοι τρεις,
γύρισαν σώοι και αβλαβείς.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά,
κι ήρθε μαζί κι η λησμονιά.
Το πάρσιμο του οχυρού
έγινε έπος του συρμού.
Το τραγουδούσαν στις γωνιές
οι τροβαδούροι τις νυχτιές.
Το τραγουδούσαν και οι νιές,
με του αργαλειού τις σαϊτιές.
Και το άπαρτο το οχυρό,
έγινε πλέον μυθικό.
Ποτέ δεν έγινε γνωστό,
πως ήταν πάντα αδειανό.
8.(α)διέξοδος
Μια πορεία προς την άβυσσο, απότομη και ανήλιαγη.
Με δρόμους σφραγισμένους και μια διαδρομή πρωτόγνωρη.
Γεμάτη ξερά κλαδιά και κάτι πρασινάδες.
Λυρικά λόγια ακούγονται τριγύρω.
Άγνωστη φωνή. Γνωστές λέξεις.
«Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου».
Πού;
Εκεί που οδηγεί η καρδιά;
Αδιέξοδο.
Εκεί που οδηγεί το μυαλό;
Αδιέξοδο.
Κι αν οι δρόμοι είναι όλοι ανοιχτοί;
Κι αν η διαδρομή δεν είναι τελικά τόσο άγνωστη;
Κι αν σ’ αυτή την πορεία δεν είμαστε τόσο μόνοι;
Ο ήλιος μας λούζει.
Η άβυσσος έχει έδαφος.
Τα ξερόκλαδα βγάζουν άνθη.
Η διαδρομή δε βρίσκει αδιέξοδο.
Απλά σκύβουμε το κεφάλι.
9.Από τον νου στην καρδιά
Ο δρόμος σου
δύσβατος από πολύ νωρίς.
Από την αγκαλιά
εκείνης της γυναίκας
που για χρόνια σε στοίχειωνε.
Ο πατέρας που δεν γνώρισες
μόνιμη έλλειψη.
Εξαγόραζες το χρόνο,
το κενό μέσα σου
γυρίζοντας
απ' άκρη σ' άκρη
όλο τον κόσμο!..
Μεξικό, Ινδία, Θιβέτ,
Ισραήλ, Περού, Κολομβία...
Έψαχνες απεγνωσμένα
την αγάπη που δεν έλαβες
στις ουσίες,
στη βία,
στις θρησκείες του κόσμου!
Ώσπου βρέθηκε
η αγκαλιά
που σε γιάτρεψε!
Το βάθρο
που είχες στήσει
για τον εαυτό σου
έπεσε!
Κι έμεινε
μια καρδιά παιδική,
αγαπητική προς όλους!
Έμαθες
με το δύσκολο τρόπο
πως όσες χιλιάδες μίλια
κι αν διανύσουμε,
η μεγαλύτερη,
η πιο δύσκολη
και η πιο σπουδαία διαδρομή μας
είναι εκείνη
από τον νου
στην καρδιά!
10. Η μαθητεία των γλάρων
Ο δρόμος προς την καρδιά σου
πολλά έχει εμπόδια, παρακαμπτήριους
κι επικίνδυνες στροφές.
Οι πινακίδες δυσνόητες, ιερογλυφικά
να είναι;
Δεν τα αναγνωρίζω.
Σε ποιο τώρα προσκυνάς αλφάβητο;
Ποιοι σε συμβουλεύουν προφήτες;
Εγώ που ονομάτιζα κάθε σου κύτταρο
μένω έμπλεη να παρατηρώ τις κινήσεις
των γλάρων μήπως μια πορεία μου χαράξουν
προς τα σένα.
Απιστώ των ματιών μου, σε μάγισσες
καταφεύγω την τρίλιζα για να λύσω του
μυαλού σου.
Πληρώνω αδρά, γρόσια πολλά έχασα
κι υποθήκη έβαλα την κάμαρα που γλυκά σε κοίμιζα.
Θυμάμαι ακόμα το σκοπό του νανουρίσματος.
Απέξω συγκρατώ της πεθυμιάς τα λόγια.
Εκείνο το λεξιλόγιο πως μας πήγαινε!
Πώς το ξέχασες;
Κι η μουσική θεσπέσια να κλείνει τις λέξεις σαν αχιβάδα.
Ναι μια ελαφριά μπαλάντα ήταν στο ρυθμό του κύματος.
Αύγουστο μήνα στο νησί σου.
Ανάλαφρα την άκουγα να έρχεται στο αμπέλι
με τα καλογυμνασμένα πόδια των τρυγητών
να την συνοδεύουν.
Τι θυμήθηκα ξαφνικά, φταίει η μοναξιά που
σωριάστηκε στα μέλη μου θα μου έλεγες.
Ας είναι.
Εγώ εξακολουθώ να ακούω να μιλάς σαν
μέσα από ένα όστρακο μεγάλο.
Σοβαρά σε παίρνω κι ας αναγνωρίζω πλέον μιλιά σου.
Ακινητώ καράβια, γοργόνες ρωτώ
αν σε συνάντησαν πουθενά.
Ασαφείς παίρνω απαντήσεις.
Μακριά μου στέκεις.
Σε ποιες άλλες χώρες αφήνεις το στίγμα σου;
Με ποια νανουρίσματα νεράιδων αποκοιμιέσαι;
Στο αγκυροβόλιο μου έλα να σου μάθουν οι γλάροι
εξαρχής την γλώσσα του έρωτα και παράτησε
επιτέλους αυτούς τους προφήτες με τα περίεργα
ιερογλυφικά.
Γλώσσα μου γίνε πάλι ακριβή και κανόνας
στίξης στο πολυτονικό μου καμβά.
11.«Μη με λησμόνει»
Σήμερα είδα τον παππού μπροστάρη στην πορεία
αρμένιζε το ματωμένο μαντήλι του σα φλογερή παντιέρα
κι η γιαγιά ξοπίσω του
μπαρουτοκαπνισμένη απ’ τα χαλάσματα της Σμύρνης
κι ο πατέρας απ’ το κολαστήρι της Γυάρου
«ΛΑ-Ο-ΚΡΑ-ΤΙ-Α» σπάραζε με όση φωνή του απόμενε
κι η μάνα εκεί, τρέχει να τον συντρέξει
με το φτωχικό της φουστανάκι ξεσκισμένο
απ’ τις βουρδουλιές του Αλφαμίτη
υψωμένες γροθιές κι ένα πανό κυματίζει μεσίστιο
«Καημένη μάνα, ακόμα να φανεί η άνοιξη»
«Ακολούθα το δρόμο τον κόκκινο απ’ το αίμα μας
Γίνε εσύ η άνοιξη, ψυχή μου»
Γέρικο σκαρί η ιστορία και ταξιδεύει
ρίχνει άγκυρα στην πλατεία του άγνωστου Έλληνα
ανοίγουν τ’ αμπάρια της και ξεχύνονται
πλημμυρίδες δάκρυα, σπαράγματα, συνθήματα
εκεί προγόνοι και χαροκαμένες μανάδες
εκεί κι οι νεκροί εργάτες απ’ τα Δεκεμβριανά
«Ή αλυσίδες ή όπλα»
εκεί κι οι φοιτητές του Πολυτεχνείου
εκεί κι όσους έλιωσε του τύραννου η αρβύλα
εκεί και τα παιδιά των παιδιών μας
με τα όνειρά τους κουρελιασμένα
αλλά με το ατσάλινο πείσμα που έχει ο παππούς
στην κεφαλή της πορείας
ένα κορίτσι στεφανωμένο
ίδιο η άνοιξη
δίνει το σύνθημα
τινάζει αγέρωχη τα μαλλιά τη
κυματίζει πίσω της η λαοθάλασσα
το φαρμακερό βέλος του χωροφύλακα χτυπάει κατάκαρδα
ανθάκια λεμονιάς ξεχύνονται απ’ το στήθος της
πανάκριβη κι αυτή η άνοιξη
κι ο δρόμος προς την αθανασία
σπαρμένος είναι με
«μη με λησμόνει».
12.Άρριζοι
Για κάποιους ο δρόμος
δεν έχει επιστροφή
Δέντρα άρριζα
με κλαδιά σπασμένα
άγονται και φέρονται
από έναν άνεμο μαύρο,
πηχτό σαν αίμα
Στρώθηκε με αίμα κι η διαδρομή
Τα φύλλα ξεράθηκαν
κι έπειτα έγιναν σκόνη
Η μήπως είναι στάχτη;
Πάνω στις ράγες χαραγμένα
τα αρχικά ενός θαύματος
Που όμως ποτέ δεν ήρθε
Τόσοι έφυγαν, πόσοι γύρισαν;
Η άδεια αγκαλιά της μάνας
Το κρεμασμένο σακάκι στον καλόγερο
Το γέλιο το παιδικό που δε θα ακουστεί
Τα ματάκια που μάταια ψάχνουν
Όλα ζητούν δικαίωση
Όχι λάθος, επιστροφή ζητάνε
Να έρθει πίσω
η ζωή που κλάπηκε
Να στεγνώσει το αίμα
Να γίνει γύρη η στάχτη
Να ανθίσουν οι ράγες
Κι ο δρόμος
να μη μοιάζει πια εφιάλτης
παρά τραγούδι του γυρισμού
Ένα αστέρι πέφτει
Πορεία χαράζει στον ουρανό
Χιλιάδες μάτια
στραμμένα στην ελπίδα
Φευ! Κάποιες ευχές
δεν βγαίνουν ποτέ αληθινές
13.Φώτα πορείας
Δρόμος κακοτράχαλος, ατέλειωτος δρόμος
Σκέψεις, θύμησες, γεγονότα,
τι διαδρομή Θεέ μου
Οι πινακίδες προειδοποιούν
το ένστικτο ρισκάρει
Ελεύθερη βούληση
με όρια και πρέπει υπάρχει;
Αφήνεις πίσω σου ανθρώπους
Σκόνη, λάσπες και συντρίμμια
Μια βροχή, μια ζέστη
Κι αυτός ο άνεμος λυσσομανάει
"Λίγο ακόμα", σκέφτεσαι "και έφτασα"
μα όλο ξεμακραίνει το τέρμα
Φρενάρεις απότομα και σταματάς
Συνειδητοποιείς. Αφουγκράζεσαι. Νιώθεις.
Φώτα πορείας. Και συνεχίζεις.
Ήρεμος πλέον.
Γιατί το βλέπεις πια καθαρά
Σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι...
14.Ο κόσμος είναι δικός σου
Πώς φτιάχνεται ένας κόσμος, μοναχά για σένα
Πώς χαράζεται το χαμόγελο, χαρισμένο σε σένα
Πώς ανοίγει ένας δρόμος, μ’ ηλιαχτίδες και άνθη
Πώς σκορπίζουν τα νέφη, στ’ ουρανού κάθε άκρη
Πώς γεννιέται η ματιά, που φροντίδα σου δίνει
Πώς γεννιέται το φως, που στα μάτια σου ανθίζει
Πώς ν’απλώσω δυό χέρια, να σε σκώσω ψηλά
Πώς ν’ αφήσω ένα χάδι, να σ’ ανοίξ’ η καρδιά
Σ’ ένα όμορφο κόσμο, με χαράς χαμόγελα
Να διαβαίνεις περάσματα και ν’ ανοίγεις φτερά
Της φροντίδας ματιές, να φωτίζουν απλόχερα
Της καρδιάς σου τ’ ανοίγματα, με αγάπης φωτιά
Όταν ο ήλιος ο καυτός, που μοιάζει μ’ άγγελο αντάρτη
Σηκώνεται καλπάζοντας, σαν Άη-Δημήτρης Μυροβλήτης
Να παραβγαίνει, αν μπορεί, στη ζέστη και στη λάμψη
Με τ’ όνειρά σου για ζωή, που θα σε κάνουνε ν’αστράφτεις
Σαν τον κόκκο της άμμου, να μοιάζουν όλα γύρω σου
Σαν αγριολουλούδο να νιώθεις, τ’ ουρανού το απέραντο
Να βαστάς στις παλάμες σου, του απείρου τ’ απόλυτο
Κι ο χρόνος ο ατέλειωτος, να κοιμάται κοντά σου
Για κείνον, που του έμελλε να φορά τ’ όνομά μου
αλλά να υπογράφει με εκείνο, που είναι μόνο το δικό του
15.Να μου το θυμάσαι
Θα 'ναι Παρασκευή
8 Αυγούστου του '69
στο υγρό Λονδίνο
όταν τα θρυλικά "Σκαθάρια"
θα περπατούν στην πόλη
με τον ήλιο στο μεσουράνημα
ο ιδρώτας θα μπερδεύεται
γλυκά στα γένια του Τζον
η εμπριμέ γραβάτα θα σφίγγει
το λαιμό του Ρίνγκο
ο Πολ θα πετά τα σανδάλια
και θα ψάχνει για αναπτήρα
ο Τζορτζ θα ασφυκτιά
μες στα χίπικα τα τζιν
όταν στη διάβαση της Abbey Road
θα διασχίσουν το δρόμο απέναντι
και θα περάσουν στην αιωνιότητα
(Η φωτογράφιση του τελευταίου δίσκου των Beatles
"Abbey Road" έγινε στο Λονδίνο στις 8 Αυγούστου 1969)
Ας βγούμε στους δρόμους,
να διαδηλώσουμε για τη ζωή.
Για το νερό, τον ήλιο και τον αέρα.
Την ελευθερία, τα ιδανικά μας και την αξιοπρέπεια μας.
Το σύνθημα της πορείας,
θα 'ναι "Αγάπη".
Για τον κόσμο, για τους πονεμένους,
για μας, για την ύπαρξη μας.
Τα πανό, θα μιλούν για αξίες,
για δικαιοσύνη, όνειρα,
για κάθε τι καλό
που αξίζει η ζήση μας.
Οι φωνές μας,
θα σπάνε το φράγμα της δυστοπίας.
Με τις καρδιές μας σημαία,
όλοι μαζί μια γροθιά,
μέχρι και ο φόβος θα σαστίσει.
Ίσως, τούτη η προσμονή
να 'ναι βαθιά ρομαντική.
Ίσως και ενός αιθεροβάμων η ασοφία.
Από την άλλη,
μπορεί ένα ανοιξιάτικο πρωινό,
μια ντουντούκα να μας ξυπνήσει,
που θα φωνάζει τη διαδρομή,
για ένα καλύτερο μέλλον.
Άλλωστε η Ανάσταση,
έναν Απρίλη ήρθε.
Άνθρωπος είμαι και ελπίζω.
Η άνοιξη με παρασύρει
και με κάνει να προσδοκώ:
τη ζωή μας να ανθίσει, το χαμόγελο να λάμψει
και το μέλλον να γεμίσει ευωδία.
Η αγάπη να ξέρεις θα 'ναι πάντα,
ο πιο επαναστατικός ξεσηκωμός!
Και της αξίζει της ζωής μας, να ξεσηκωθούμε,
να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε,
γαλήνια και ανθρώπινα να ζήσουμε.
Αμήν!
Εδώ τελείωσαν οι συμμετοχές 7-16.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις συμμετοχές 17-24.
Πάτησε ►εδώ και μπες στην ανάρτηση.