Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

30ο Συμπόσιο Ποίησης ~Οι συμμετοχές, Μέρος 3ο

 


17.Δεν ξέρεις ο δρόμος που τελειώνει

Είναι μυστήρια η διαδρομή της ζωής, σε πολλά σημεία ακατάληπτη η πορεία της. Και εμείς, ταπεινοί ταξιδευτές, αγναντεύουμε στιγμές, γευόμαστε εμπειρίες και ξεδιψάμε με συναισθήματα. Η ζωή είναι αδιανόητα μικρή και ασυναγώνιστα απρόβλεπτη. Μην αναλώνεσαι σε κοινότυπα κυνήγια ευτυχίας γιατί, ο κόσμος το επιτάσσει ούτε σε ακατάλληλους για την ψυχή σου ανθρώπους γιατί, ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Δεν ξέρεις, ο δρόμος που τελειώνει, ζήσε όπως μπορείς, για σένα πιο σωστά. Γιατί, τι μένει στο τέλος νομίζεις; Οι στιγμές που αγάπησες, οι αγάπες που έζησες και μια ελπίδα που μιλά για ανάσταση!






18.Το γράμμα

Τις λευκές αράδες του χαρτιού κοιτώ, κυνηγώντας λέξεις, τις άδειες τις γραμμές για να γεμίσουν. Πόσα πολλά έχω να σας πω, μα στο μυαλό μου, κουβάρι είναι οι σκέψεις. Ποια θάναι αυτού του γράμματος η διαδρομή, είναι άγνωστο να πω. Μπορούσα απλά με λόγια να εκφραστώ, μα ο ήχος μπορεί και να ατονήσει. Κι ακόμα, αυτόν τον άνεμο, τον σκιάζομαι θαρρώ, μη τις ανακατέψει ή τις σκορπίσει. Μήπως κάποια χαθεί, μεσ' την αιχμή, του ζόρικου του παιχνιδιού του. Θέλω σκέψεις κι αισθήματα, να φτάσουν στον σωστό προορισμό τους. Φύγατε! Κι ανακάλυψα, τόσα που δεν ειπώθηκαν. Τόσα, που τώρα μοναχά, έχω κατανοήσει. Μα απ' όλα πιο σημαντικό, είναι όσα δεν έκανα. Έχω όμως μια παρηγοριά. Πως φύγατε στην ώρα σας. Γέροι, σοφοί, από την αγκαλιά αγαπημένων. Την ώρα αυτή που έπεσε, της άμμου κι ο τελευταίος κόκκος. Τη ζήση, νέοι αδράξατε. Δεν σας χαρίστηκε η ζωή, μα ούτε και η τύχη. Πολύ κουράγιο δείξατε και σε δυσοίωνους καιρούς, σπείρατε τη γενιά σας. Με όνειρα τη χτίσατε, με αγάπη και με διδαχές, άκοπα την ποτίσατε. Νιώθω, πόσο πολύτιμη ήταν αυτή η σκέπη. Κρατούσε σε απόσταση, κάθε είδους καταιγίδα, κάθε θεομηνία της ζωής. Κι εγώ που πάντα νόμιζα, πως η δική μου η δύναμη ήταν ο φύλακας μου! Πόσο γελιόμουν, τελικά! Θλίψη σου φέρνει, αν σκεφτείς, κάθε πολύτιμου η αξία, βγαίνει στο φως μόλις χαθεί. Όταν δεν είναι πια στην κατοχή σου. Μόλις μείνει κενή η θέση που είχε στη ζωή σου. Χαοτικό κενό η έλλειψη σας! Του χρόνου την πορεία παίρνω προς τα πίσω. Συχνά το κάνω τελευταία. Ίσως αυτό και κάτι να σημαίνει. Τώρα που γκρίζαραν και τα δικά μου τα μαλλιά. Ή ίσως απλά να αναζητώ, εκείνη την αχτίδα θαλπωρής από παλιά, που δεν υπάρχει πλέον στη ζωή μου. Πού πήγε άραγε; Ακόμα ένα, που πήρατε με τις αποσκευές σας; Μόνη, κυλούν οι μέρες μου, σε έναν κόσμο που όλο και μαραίνεται. Απότιστος κι ανήλιαγος, σαν ξεχασμένη γλάστρα, σε έρημο σαλόνι αφημένη. Μία εποχή, που το κακό, ακούραστα παλεύει να νικήσει. Νωρίς σάμπως δεν φάνηκαν, τα σχετικά σημάδια; Όταν θυσία κάναμε, μπρος στον βωμό του κέρδους, κάθε ηθική και δίκαιο; Το μήνυμα φαινόταν! Για μία φήμη εφήμερη, σκοτώνουμε το πνεύμα, αξίες και ποιότητα, για ευτελή οφέλη. Παράδοση μα και θεσμούς, αλήθεια και οικογένεια, γίναν καπνός, σαρώθηκαν σε δολοπλόκες φλόγες, της ψεύτικης ανάπτυξης του πρότερου αιώνα. Φτηνά ταξίματα τραβούν, όπως ένας μαγνήτης, σαν φωτεινές επιγραφές, σε εμπορικό δρομάκι. Αυτόν τον κόσμο αφήσατε. Δεν είναι και για ζήλια! Πόση κατάντια, πρέπει πια, κανείς να υπομείνει; Όλα πλέον τα κάναμε! Ντροπή η ύπαρξή μας. Και τελευταίο κατόρθωμα, την αθωότητα μενού, για κάθε διεστραμμένο. Τη νιότη καταστρέφουμε, στη κόλαση πετάμε. Νομίζω πλέον πως φύγατε, την πιο κατάλληλη ώρα. Μα εμένα πού μ' αφήσατε; Χάνω τα λογικά μου. Ταράζομαι από όνειρα. Δεν πρόλαβαν να ανθίσουν. Και κάθε αθέμιτος σκοπός, με φόβο με γεμίζει. Με κούρασε ο κόσμος μας, το μάταιο ταξίδι. Αυτό αξίζει λέγατε, μα πρέπει να το ζήσεις. Να είσαι πάντα μαχητής, ψυχή βαθιά με αξία. Μου λείπουν οι φτερούγες σας, και το χαμόγελο σας. Οι απλές οι απορίες σας, το άσπρο και το μαύρο. Κι όχι οι ενδιάμεσες και πλάνες αποχρώσεις. Δεν είναι λίγοι οι καλοί. Μα πρέπει να φωνάξουν. Στα πέρατα να ακουστούν, και να χαθεί η ομίχλη. Κακίες, μίση, σπαραγμό, ανασφάλειες και οδύνη, όλα να παραμεριστούν. Κάθαρση πια να γίνει! Και ο καθένας από εμάς, κτήμα του να το κάνει, συνείδηση, πεποίθηση, δεν έχει ρόλο κομπάρσου. Δεν παίζει πίσω απ' τη σκηνή, έχει ρόλο ουσίας. Η κάθε μια του επιλογή, όλους τους επηρεάζει. Πρώτα αδέκαστος κριτής, ας γίνει του εαυτού του. Καθήκοντα, δικαιώματα, είναι το μερτικό του. Αυτό είναι το κληροδότημα. Αυτό έχει την αξία. Μαζί με τη συγγνώμη μας, ας το αντιληφθούμε, την ιστορία αυτής της γης, γράφει η δική μας πένα.






19.Ανείπωτες ρήσεις

Ακολούθησα το μονοπάτι του ήλιου
καρτερώντας να ανταμώσω το γέλιο σου. Στα χέρια μου κρατούσα ένα βάζο με μαρμελάδα από σύννεφα. Ήθελα τόσο να σε ταΐσω τη γνώση του σύμπαντος. Να σου μαρτυρήσω πως τίποτα παραπάνω δεν είμαστε από μια πνοή αγάπης. Ένα φύσημα γεμάτο στοργή και ελπίδα ανάμεσα στα χείλη μας, που τόσο εύκολα ξεχνάμε ή ανταλλάσσουμε. Ο δρόμος ήταν στρωμένος με μαβιές ανεμώνες. Τώρα ξέρω πως περίμεναν να διαβεί η ελπίδα. Εγώ είχα λουστεί αποβραδίς στο δάκρυ του δυόσμου κι είχα φορέσει ένα λευκό λινό μαντήλι στα μαλλιά. Έτσι με συμβούλεψε η γριά καστανιά, που είχα ρωτήσει τον χειμώνα που πέρασε. Η ώρα περνούσε, ο χρόνος διάβηκε κι εγώ συνέχιζα. Το σώμα γέμισε πληγές από τα άγρια χόρτα και τα κλαδιά των δέντρων. Πεινούσα κι έκλεβα από τη μαρμελάδα του βάζου, μέχρι που άδειασε κι εγώ έκλαψα. Έφτασα κάποτε στο ξέφωτο με σάρκα ματωμένη και το βάζο γεμάτο δάκρυα. Σαν σε είδα, έκρυψα τη γύμνια μου και τις πληγές μου. Πόσο ντρεπόμουν για την εικόνα μου. Μα το φως μες στα μάτια σου με αγκάλιασε και μου μίλησε, "Στην αγάπη δεν φτάνεις ντυμένος με λαμπρή φορεσιά, αλλά φτωχός και πονεμένος, απόδειξη πως άντεξες στο ταξίδι, χωρίς να παραδοθείς".




20.Δρόμος ατελεύτητος


Απόμακρη η γαλήνη της ψυχής,

εγκλωβισμένη στην οδύνη της μνήμης.

Πληγή βαθιά που ποτέ δεν θα κλείσει.

Στάλαζε πίκρα η νύχτα.

Σφυρίζοντας το τρένο θρυμμάτιζε το σκοτάδι,

αφήνοντας πίσω του κοιμισμένες τις πολιτείες.

Η επιστροφή πάντα σε βρίσκει εξαντλημένο.

Σ’ ένα μισοφωτισμένο βαγόνι συναντήσεις

που γεννούν έρωτες, όνειρα, σκέψεις.

Τα νιάτα.

Μικρές κλωστές που ενώθηκαν στο ίδιο κουβάρι

με τη δίψα της ψυχής να ζήσει.

Κουβέντες ασύνδετες με το κορίτσι στο διπλανό κάθισμα,

έτσι για να περνά η ώρα.

Ήταν δεν ήταν είκοσι.

Είχε μια υποψία θλίψης.

Τα μάτια της δυο λίμνες σιωπηλές

που ώρες-ώρες σκοτείνιαζαν.

Ποιος ξέρει ο λογισμός ποιο δύσβατο μονοπάτι ανηφόριζε.


Κύλησε ο χρόνος, βάρυναν οι ώρες,

τα βλέφαρα έκλεισαν.

Ανάμεσα σε βήματα και χαμηλόφωνες κουβέντες,

άκουγες τον αναστεναγμό του ανέμου.

Το φεγγάρι έτρεχε μαζί μας

σέρνοντας απ’ το χέρι ένα σύννεφο.

Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν έντεκα και είκοσι.

Χαμήλωσαν τα φώτα από ώρα.

Σ’ ένα βλεφάρισμα του νου, μια λάμψη στιγμιαία.

Πότε έγινε μαχαίρι κι έκοψε το νήμα της ζωής;

Πότε έγινε κραυγή; Ριπή φλόγας,

καυτός αγέρας σαν από άλλο κόσμο.

Εφιάλτης.

Πνίγηκε ξαφνικά στα ουρλιαχτά η νύχτα.

Κάτω απ’ το βάρος των βαγονιών

συνθλίφτηκε η αγάπη.

Δρασκελώντας τα σπασμένα παράθυρα

μια-μια οι ψυχές ξεγλίστρησαν.


Πάνω στις ράγες βρήκαν το φεγγάρι λαβωμένο,

πνιγμένο στα δάκρυα.

Το κορίτσι απ’ το διπλανό κάθισμα, χάθηκε.

Δεν έμαθα ούτε τ’ όνομά της.

Μεσ’ στον ορυμαγδό με πήρε το παράπονο.

Όλο το βράδυ οι ψυχές πηγαινοέρχονταν.

Το ξημέρωμα λευκά κρινάκια άνθισαν και γέμισαν τον τόπο.

Σκέφτομαι κείνες τις μάνες

Δέντρα ξεκλωνιασμένα έμειναν

πετσοκομμένα απ’ τη ζωή

που ποτέ δεν θα ανθίσουν.

Λόγια παρηγοριάς δεν υπάρχουν

Ξοδεύτηκαν στη νύχτα του μυαλού μου.

Στην άβυσσο των ενοχών,

Στο περιθώριο της ιστορίας.







21.Καθημερινή διαδρομή

Ξημέρωσε, και ο αγώνας αρχίζει. Η πόρτα πίσω κλείνει, δρόμοι κενοί, μονοπάτια μοναχικά, και ο χρόνος τρέχει. Κόσμος ολόγυρα, διάφορες συναντήσεις, πολλές συζητήσεις, υπάρχουν συμφωνίες και κάπου κάπου αντιλογίες. Η πόρτα της εργασίας κλείνει, τρέχει η ζωή, ξανά συναντήσεις, δημιουργικές συζητήσεις, όνειρα που ανθίζουν, επαφές που κλυδωνίζουν. Ξάφνου ήρθε η στιγμή που η πόρτα του γύρω κόσμου κλείνει. Ο χρόνος τρέχει, ελάχιστες οι προσωπικές στιγμές, βραδινές ονειροπολήσεις και αν μείνει χρόνος, παίρνουν σειρά οι απολογισμοί. Κάθε βράδυ ένας μικρός θάνατος.. Κάθε αυγή η πρώτη γέννηση, η κρυφή ελπίδα που ξαγρυπνά μες στα στήθια.





22.Δώδεκα λεπτά, της καρδιάς μας οι χτύποι


Στους δρόμους διάβηκε η ζωή μας, διάπλατα απλώθηκε σε στράτες κι ατραπούς. Σε ρούγες περπάτησε ποτισμένες με πόθους, σε αναλύσεις πολυσπούδαστες καπνός τα όνειρά μας. Μπολιάστηκαν τα χαμόγελα με σκοπιμότητες δόλιες, οι προσδοκίες τυλίχτηκαν σε γκρίζα κουστούμια, σε δολερά χρηματοκιβώτια στριμώχτηκε η νιότη, των λευκών κολάρων για ν’ αυγατίσει το μέγεθος. Οι ζωές μας τα κέρδη τους, του θανάτου εισιτήριο. Με κουπόνια ζωή, η δική τους απάντηση, Συμβάσεις επένδυσης, η ανάσα μας έγινε. Το χέρι σου δώσε μου να διαβούμε την άνοιξη, καρναβαλιού τη χαρά και τη μέθη να ζήσουμε, ανένδοτων ερώτων το πάθος να πιούμε δικές μας τις ώρες στης γης τα λιβάδια. Άσε με λεύτερα την αγκαλιά σου να ορμήσω, άσε με, του κορμιού σου την αντάρα να νιώσω, μη με ρωτάς, γιατί με τόση ένταση όλα τούτα τα κλείνω, ποιο όνειρο μαύρο τη ψυχή μου λαβώνει. Φοβάμαι πως σχέδια πάνω μας με οδύνες απλώνουν, δικές τους αχόρταγες ευτελείς προσδοκίες. Τις ζωές μας διάδρομο στα κέρδη τους στήνουν, αδιάφορα βλέμματα σε ηθική και αξίες. -Γιε μου μονάκριβε να σε χαρώ δεν προφταίνω, -θυγατέρα μου όμορφη τη φυγή σου γροικάω, -άντρα γλυκέ μου, φιλί μου στη νύχτα σου, διαδρομής σου στις ράγες του τραίνου, ευχή να σου δώσω. Δώδεκα λεπτά της καρδιάς μας οι χτύποι, δώδεκα λεπτά να μετράμε αντίστροφα, σε δώδεκα λεπτά ραντεβού με το χάροντα, σε δώδεκα λεπτά πόσες κραυγές να κλειστούνε. -Στείλε μου όταν φτάσεις… -δεν έφτασες ποτέ…. -δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ σου, μικρέ! Φωνές μύριες ακούστηκαν σε πορείες με φλόγες, με πύρινα αισθήματα γροθιές σηκωθήκαν, χιλιάδες τα στόματα κατευόδιο σού στάθηκαν στο στερνό σου ταξίδι, αθανασίας συμπόσιο. Σείστηκε η γης στων κραυγών την αντάρα, σε πανό και πλακάτ, σε σημαίες κι αφίσες. Σπονδές στης μνήμης σας την τιμή αποτέθηκαν εκεί που πάντα χαράζεται της ιστορίας το βήμα. Το δόλο, το φόνο, την ύβρη να δείξουμε, κομμάτια συθέμελα τη σιωπή να την κάνουμε, τις φωνές μας ως εκεί στου βωμού σας τις ράγες, στο δικό σας το αίμα χοές για να στάξουμε. -Μαμά έφτασα να ‘μαι! Σε δρόμο αλλιώτικο η ύπαρξή μου βαδίζει, να μ’ αγγίξεις δεν γίνεται, να με δεις δεν μπορείς. Μήτε φιλί να αποθέσεις στο νεκρό μου το μέτωπο, ούτε τα μάτια μου να κλείσεις στο ζεστό σου το χάδι. Όμως μάνα μου, αγάπη μου και πατέρα ακριβέ μου, φίλοι μου αχώριστοι και συντρόφοι δικοί μου, οι δικές σας πορείες αθάνατο μ’ έφτιαξαν, και των αφεντάδων τη βία κομμάτια την κάνουν Να θυμάστε, πως μνημόσυνο λύπησης, μ’ οργή απαξιώνω! Και της λήθης την άχλη μ’ απέχθεια διώχνω. Φως στους δρόμους του δίκιου θέλω να δώσετε! Και έναν κόσμο ανθρώπινο στη θύμησή μου σηκώστε! Κόκκινες οι παπαρούνες, στις ράγες ανθίζουν. Κόκκινο το αίμα μου το χώμα το πότισε, κόκκινα τα γαρύφαλλα στα χέρια ανεμίζουν, κόκκινες οι σημαίες στα ουράνια σηκώνονται, με του έρωτα το κόκκινο ζευγάρι να κάνουν.





23. Συνάντηση ζωής

Ακουμπισμένη στο παραθύρι της Άνοιξης τα αρώματα ρουφώ, με τη ματιά να ανιχνεύει του μακρινού ορίζοντα τη θέα! Να τη, μπροστά μου στέκεται ολόρθη, λυγερή, αγέρωχη η Ζωή σαν κοπελούδα αγέραστη στο πέρασμα του χρόνου. Τρόμαξα γι αρχή, μπροστά σε τούτη τη μορφή που ξάφνου ξεπετάχτηκε με το πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Μιλήσαμε θαρρώ, εκεί μπροστά στο παραθύρι παράπονα κατέληξα να πω, ερωτήσεις να της θέσω μήπως απάντηση να βρω σε άχρονες αναζητήσεις. ''Φιλόσοφοι, ιστορικοί, της κοινωνίας οι γιατροί στο πέρασμα του χρόνου αποφασίσαν, πως συ Ζωή είσαι σκληρή. Γιατί τόσα απροσπέλαστα εμπόδια στου ανθρώπου την πορεία; Ολημερίς κι ολονυχτίς, το γράφει η Ιστορία, ο άνθρωπος πολέμησε, εσέ Ζωή να τιθασεύσει. Γι αυτό τόσος πόνος και οργή για σε! Πες μου, χαίρεσαι ταλαίπωρους να βλέπεις στο τέλος της διαδρομής; Γιατί να κλαίνε μάνες για τα βλαστάρια τους που άδικα χαθήκαν; Πόσο πόνο αντέχει της μάνας η καρδιά; Πώς να υμνήσει εσέ Ζωή όταν ομίχλη, καταχνιά, καλύπτει το φως του ήλιου; Υπάρχουν κι αυτοί που σε υμνούν, γιατί με ροδοπέταλα το διάβα τους έχεις στρώσει. Μα οι άλλοι, οι πολλοί, ιδρώνουν καθημερινά, ματώνουν νέο μονοπάτι να χαράξουν. Γιατί οι έχοντες ν' αυθαιρετούν ενάντια στην ύπαρξή μας ; Μέσα στην ανασφάλεια πορεύεται ο κόσμος. Γερόντοι, νέοι και παιδιά, για τη Ζωή μαθαίνουν πως εύκολη δεν είναι τώρα πια, με αγώνα επιβιώνουν. Πώς γίνεται εν μια νυκτί οδόσημα ζωής να χάνονται, μαβιά τα σύννεφα του φόβου να πλανώνται, άνθρωποι να ξεπερνούν τα όρια ενάντια σε άλλους συνανθρώπους; Άγριων ζώων φυλακή έγινες Ζωή, με βρυχηθμούς και οδυρμούς πορεύονται ενάντια σε όλους. Γιατί Ζωή εσύ, που υμνήθηκες όσο καμιά, θες να σ' αγαπούν, τραγούδια να σου γράφουν, να βλέπεις να ερωτοτροπούν θωρώντας τη ματιά σου, μα και άλλοι τόσοι, πολύ να σε μισούν όταν τη στράτα τους απρόσκοπτα δεν επιτρέπεις να διαβούν; Πώς τον αντέχεις τόσο πόνο να σκορπάς; Πόση ανασφάλεια πιστεύεις ο άνθρωπος μπορεί να υπομείνει; Γιατί εσύ και ο χρόνος, δικός σου εραστής, που τις μέρες τις ανθρώπινες με θράσος διαφεντεύετε, δυνάστες γίνεστε τόσων ψυχών; Πώς δεν λυγάς με τόσα δάκρυα που σε ποτίζουν; Πώς δεν ακούς τόσα ''Γιατί'' που πονεμένοι σου απευθύνουν; Πώς αντέχεις φωνές οδύνης να κυριαρχούν; Μήπως πλανάσαι κι εσύ Ζωή από μια δύναμη ισχυρή που σε τυφλώνει να μη δεις πόση δυστυχία προκαλείς; Μα πώς να εξηγήσει πια κανείς, όταν σε ερωτεύονται τόσες ψυχές χαμόγελα σκορπάς και αμέσως σαν την αστραπή, τον άνθρωπο κακοποιείς;'' Και εκείνη με οργισμένη τη ματιά και βροντερή φωνή... ''Επιλογή ανθρώπινη τα τόσα βάσανά σας, αχάριστη είσαι που μοναχά αυτά τα προσμετράς Μάθε τον υπαίτιο να αναζητάς, ευγνωμοσύνη να αισθάνεσαι για όσα σου χαρίζω'' και χάθηκε στα ξαφνικά!








24.Ο δρόμος που χάνουμε


Θέλω να πω για τον δρόμο που όλοι κάποια στιγμή χάνουμε.

Που στρίβουμε στην λάθος διαδρομή και μετά χανόμαστε.

Και ψάχνουμε διακαώς να βρεθούμε πάλι κοντά σε αυτό που είμαστε.

Κάποιες φορές το ονομάζουμε κάρμα.

Ότι είναι κάτι νομοτελειακό.

Κάτι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε.

Ότι είναι όλα αυτά που κάναμε λάθος και επιστρέφουν πίσω σε μας.

Άλλες φορές το ονομάζουμε μάθημα.

Οι λάθος επιλογές που θα οδηγήσουν στις σωστές καταστάσεις.

Που χωρίς αυτές δεν χτίζουμε τον εαυτό μας.

Όπως και να το βαφτίζουμε, το δύσκολο απ΄όλα αυτά είναι η παραδοχή.

Η απόφαση ότι χαθήκαμε, είναι αυτή που θα μας δείξει το χάρτης της επιστροφής.

Όταν δούμε πίσω από τις ενοχές, πίσω από την απελπισία, 

εκεί θα δούμε να κάθεται αυτό που λέμε ζωή,

αυτή που δεν περιμένει και τρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες.

Και δυστυχώς την νιώθουμε όταν αυτή περπατάει παράλληλα και όχι χιαστή.

Όταν δεν μπορούμε να την πιάσουμε και όχι όταν την έχουμε στα χέρια μας.








Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτησε εδώ
και μπες στην αρχική ανάρτηση για να βαθμολογήσεις.





Η δική μου, εκτός συναγωνισμού, προσπάθεια 
βρίσκεται εδώ.