Βλέπω τον κόσμο γύρω μου ν’ αλλάζει
Πόσο ψεύτικος στα μάτια μου μοιάζει
Όλοι προσπαθούν με άτιμους τρόπους
Το καθετί να κάνουν δικό τους
Δεν ξέρουν καν τι σημαίνει «αγκαλιάζω»
Μόνο εύκολα κρίνουν και καταδικάζουν
Χάνουν όμως την ουσία μέσα από την αλαζονεία
Ζουν μες το ψέμα χωρίς να δίνουν σημασία
Βλέπω τους ανθρώπους να μη χαμογελούν πια
Τόσο σκοτεινοί σαν κάτι να τους συγκρατεί
Όλοι ψάχνουν την αγάπη να βρουν
Απεγνωσμένοι σε λάθος αγκαλιές
Δεν ξέρουν καν τι σημαίνει «Σ’ Αγαπώ»
Το «Μαζί» ηττημένο από το «Εγώ»
Χάνουν όμως την ουσία μέσα από την ευκολία
Ζουν μες το συμβιβασμό, απλά από συνήθεια
Και μόνο αν εσύ παραμείνεις ο ίδιος
Χαμογελαστός Κόντρα στα δύσκολα
Ένας αδαμάντινος χαρακτήρας
Που δεν προσκυνάει σε ψεύτικα είδωλα
Τότε κάπως ο κόσμος θα αλλάξει
Σε ένα γελαστό παιδί με αλήθεια
Μην αλλάξεις λοιπόν, να είσαι ο εαυτός σου
Ό,τι κι αν γίνει μην αλλάξεις για κανέναν
Εσύ να είσαι πάντα πιο πάνω απ’ το ψέμα
Γιατί οι εποχές θ’ αλλάξουν αρρωστημένα
Οι άνθρωποι θα γίνουν πιο κενοί
Πιο σκληροί κι από την ίδια τη ζωή
Μα εσύ να μείνεις έτσι όπως είσαι
Αυτό το γελαστό παιδί
Που ακόμα και στα δύσκολα
Θα προτιμάει οι μάχες του
Να είναι μια αγκαλιά από στοργή
12.Απερίγραπτο συναίσθημα
ανοιχτά σε προσκαλούνε,
αγκαλίτσα να τα πάρεις
και εκεί μέσα να κρυφτούνε.
Η αρθρίτιδα που πήγε;
Λες και είμαι κοριτσάκι
και σαν πούπουλο σηκώνω,
το μικρούλι του κορμάκι.
Φάρμακο η αγκαλιά του
κι όλα μου τα θεραπεύει.
Όταν το μικρό μου εγγόνι,
μια αγκαλίτσα μου γυρεύει!
13.Κάθε χρόνος και μια στάση
Λένε πως η ζωή είναι ένα ταξίδι: κάθε χρόνος και μια στάση. Χρόνε που φεύγεις από την αγκαλιά της γης, μη φύγεις έτσι. Πάρε μαζί σου τις λύπες, τις θυμωμένες στιγμές, τους χαμένους έρωτες και τις άδοξες φιλίες. Και στο ζητώ σαν ύστατη χάρη, πάρε απ' το χέρι, τις ψυχές που έφυγαν, μην ταξιδέψουν μόνες ως τον παράδεισο. Λίγο πριν γίνεις ανάμνηση, θα σβήσω τα φώτα και με ένα τραγούδι, φόρο τιμής για τις στιγμές που ζήσαμε, θα σε αποχαιρετήσω. Και εσύ Χρόνε που θα 'ρθεις, μην έρθεις με άδεια χέρια. Φέρε λίγη ζεστασιά, λίγη ανθρωπιά, ειρήνη στους λαούς και τις ψυχές. Ολίγην τύχη για το καλό και μια εσάνς μαγείας. Και εγώ θα ανοίξω τα παραθύρια της ψυχής να τα βρεις όλα καθάρια όταν φτάσεις. Θα στρώσω στην καρδιά, χαλιά ευγνωμοσύνης και θα απλώσω δάφνες χαράς, να σε υποδεχτώ με όσες τιμές σου πρέπουν. Και μιας το τρία, θα γίνει τέσσερα λες και θα ζευγαρώσουν οι στιγμές, ας ευχηθούμε να γεννήσουν αγκαλιές να πνιγεί στην ευτυχία και τη θαλπωρή κάθε δυστυχία, σκοτεινιά και ό,τι άλλο βασανίζει την ανθρώπινη ζωή!
14.Ο άνθρωπος που φοβόταν τα χέρια του
Είμαι ένας άνθρωπος που αρνιόταν να χρησιμοποιεί τα χέρια του
“Χρόνιος αντιρρησίας χρήσης άνω άκρων” η διάγνωση
Από μικρός άκουγα μόνο
«Να κρατάς άμυνα σ’ όσους είναι πιο δυνατοί
Να βαράς αλύπητα όσους είναι αδύναμοι»
Στο σχολείο μού δίδαξαν πως πρέπει πάντα να βγαίνω νικητής
και πως η ήττα είναι ντροπή
Κι όποιος σταθεί εμπόδιο «Χτύπα τον για να μάθει»
Στο σπίτι με ξαγρυπνούσαν τα ουρλιαχτά της μάνας
κάτι βράδια που της χτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο
ο πατέρας «οι γυναίκες θέλουν ξύλο για να στρώσουν»
Στη γειτονιά έβλεπα φίλους να πετροβολούν αδέσποτα
Να δοκιμάζουν τις σφεντόνες τους στα σπουργίτια
Στο στρατό εκπαιδεύτηκα να σημαδεύω αόρατους εχθρούς
«Χτύπα τους στο ψαχνό»
Σε κάθε γωνιά της ζωής μου παραμόνευε κι ένα «Χτύπα»
Στη δουλειά ο προϊστάμενος με παρότρυνε να χτυπήσω μια καλή
θεσούλα «αν δεν χτυπήσεις κάτω απ’ τη ζώνη δεν πρόκειται να προκόψεις»
Επαγγελματίας Ανεπρόκοπος έμεινα
Οι φίλοι μ’ έκαναν πέρα γιατί ποτέ δεν χτυπήθηκα μαζί τους
«τι άντρας είσ’ εσύ που δεν παλεύεις;»
Φοβήθηκα τα χέρια μου, τ’ ομολογώ
μην έρθει η ώρα που θ’ αυτομολήσουν απ’ το κορμί μου
κι επανέλθουν στις συμβατικές ρυθμίσεις τους
«ΧΤΥΠΑ»
Τη μέρα που αποφάσισα να κόψω τα χέρια μου
«Άχρηστα πετσιά, κουράστηκα με δαύτα
Θα τα πετάξω στ’ αγρίμια να ξαλαφρώσουν οι ώμοι μου»
Ήταν ένα βροχερό απόγευμα στο κέντρο
Τα πουλιά χτυπούσαν τρομαγμένα τα φτερά τους μέσα στα καπνογόνα
Οι αστυνόμοι χτυπούσαν τους διαδηλωτές
Τα παιδιά ξυλοκοπούσαν ανελέητα ένα σκουρόχρωμο χαμίνι
Λυσσασμένα ανθρωπόμορφα σκυλιά χτυπούσαν μετανάστες
Κυλούσε το αίμα από παντού γινόταν πηχτή λάσπη και γλιστρούσε στους υπονόμους
Κι ήρθε απ’ το πουθενά και κούρνιασε στο κρεμασμένο χέρι μου
ένας αλήτης σκύλος
που δεν ήξερε να γαβγίζει ο άθλιος
Με κάτι ακατάληπτα γουργουρητά αγκάλιασε το φόβο μου
Χάιδεψε την παλάμη μου με τις βρωμότριχές του
Κι ένιωσα να φλέγονται τα χέρια μου
Τους νευροδιαβιβαστές να ξαναμπαίνουν σε λειτουργία
Όλα τα «ΧΤΥΠΑ» που με σφυροκοπούσαν τόσα χρόνια
σκορπίστηκαν σαν πολύχρωμος χαρτοπόλεμος στη γκρίζα πόλη
Εκείνη τη σκυλίσια μέρα λοιπόν
ένα δίποδο ον έμαθε την ορθή λειτουργία των χεριών του
από ένα τετράποδο κυνηγόσκυλο που δεν διέθετε χέρια
παρά μονάχα ένα σπάνιο βίτσιο
να κυνηγάει τις χαρές του
στις ερημιές των ανθρώπων.
15.Αγκαλιά
Όλη νύχτα ο ύπνος δεν με αντάμωσε.
Εκείνο το γοερό κλάμα μαστίγωνε τον άνεμο
και κομμάτιαζε κάθε όνειρο πάνω στη γη.
Βγήκα στον δρόμο κι άρχισα ν' ακολουθώ
τον ήχο από το ασίγαστο παράπονο.
Το βρήκα σε μια σκοτεινή γωνιά,
σ' ένα αδιέξοδο,
να τρέμει ορφανό από άγγιγμα.
Γύρω του χόρευαν γελώντας
η οδύνη, ο φόβος και η μοναξιά.
- Φύγετε, φώναξα πετροβολώντας. Αφήστε το ήσυχο!
Ο ανίερος χορός, όμως συνεχιζόταν.
Πέρασα δίχως δισταγμό ανάμεσά τους.
Του άπλωσα τα χέρια κι εκείνο κόλλησε πάνω στο στήθος μου.
Αίφνης σταμάτησε να κλαίει.
Ένα λαμπρό φως το έλουσε
και την καρδιά μου τύλιξε μια ζεστασιά όμοια με αυτή της φάτνης,
όταν γεννιόταν ο Χριστός.
- Πώς σε λένε; ρώτησα.
Το πλάσμα με κοίταξε με δυο μάτια φεγγάρια...
- Αγκαλιά, μου ψιθύρισε και όλη η πλάση
έλαμψε στο άκουσμά της.