Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

31ο Συμπόσιο Ποίησης ~Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο ~10th anniversary! 🎅









9.Μην αλλάξεις, να είσαι ο Εαυτός σου

Βλέπω τον κόσμο γύρω μου ν’ αλλάζει
Πόσο ψεύτικος στα μάτια μου μοιάζει
Όλοι προσπαθούν με άτιμους τρόπους
Το καθετί να κάνουν δικό τους
Δεν ξέρουν καν τι σημαίνει «αγκαλιάζω»
Μόνο εύκολα κρίνουν και καταδικάζουν
Χάνουν όμως την ουσία μέσα από την αλαζονεία
Ζουν μες το ψέμα χωρίς να δίνουν σημασία

Βλέπω τους ανθρώπους να μη χαμογελούν πια
Τόσο σκοτεινοί σαν κάτι να τους συγκρατεί
Όλοι ψάχνουν την αγάπη να βρουν
Απεγνωσμένοι σε λάθος αγκαλιές
Δεν ξέρουν καν τι σημαίνει «Σ’ Αγαπώ»
Το «Μαζί» ηττημένο από το «Εγώ»
Χάνουν όμως την ουσία μέσα από την ευκολία
Ζουν μες το συμβιβασμό, απλά από συνήθεια

Και μόνο αν εσύ παραμείνεις ο ίδιος
Χαμογελαστός Κόντρα στα δύσκολα
Ένας αδαμάντινος χαρακτήρας
Που δεν προσκυνάει σε ψεύτικα είδωλα
Τότε κάπως ο κόσμος θα αλλάξει
Σε ένα γελαστό παιδί με αλήθεια

Μην αλλάξεις λοιπόν, να είσαι ο εαυτός σου
Ό,τι κι αν γίνει μην αλλάξεις για κανέναν
Εσύ να είσαι πάντα πιο πάνω απ’ το ψέμα
Γιατί οι εποχές θ’ αλλάξουν αρρωστημένα
Οι άνθρωποι θα γίνουν πιο κενοί
Πιο σκληροί κι από την ίδια τη ζωή
Μα εσύ να μείνεις έτσι όπως είσαι
Αυτό το γελαστό παιδί
Που ακόμα και στα δύσκολα
Θα προτιμάει οι μάχες του
Να είναι μια αγκαλιά από στοργή







10.Η άφιξη

Στην αναζήτηση,
η πορεία ακολουθεί και αυτή τους κανόνες
Τα μονοπάτια που γνωρίζουν πολλοί
δεν αναμετρώνται με την έκπληξη
Μεταβάλλεται συνεχώς η αίσθηση της κανονικότητας.
Γνωρίζεις καλά την αφετηρία
Ακούς, έτσι νομίζεις, τη πιστολιά του αφέτη
Έστω, λες ότι από αυτό το σκίρτημα ξεκινάς
Πορεία ευθεία όπως οι διάδρομοι του Αθλητικού στίβου
Ακριβέστατο
Το έχεις προγραμματίσει.
Και τότε έρχεται κάποιος, κάτι,
δίπλα σου να αναμετρηθεί μαζί σου
Να σε προσπεράσει.
Αλλάζεις διάδρομο και τακτική
Μπαίνεις στη μάχη
Το θεωρείς αναγκαίο.
Φουντώνει η θέληση για διάκριση σε άλλο πεδίο
Νέα ερωτήματα ανακύπτουν,
δεν θα απαντηθούν.
Εντέχνως αποσιωπάς το δικό σου αφήγημα
Ανακαλύπτεις απρόσμενες τεχνικές δεξιότητες
Επενδύεις στις αθέατες γωνιές της φιλοδοξίας σου.
Η επιτομή της ανταγωνιστικότητας.
Μιλάς για νίκες και τρόπαια
Λες, και γεννήθηκες γι αυτό.
Αποκόπτεσαι από την έκπληξη
Τίποτα πια δεν ξαφνιάζει.
Φτωχαίνει το σκηνικό, παρά ελπίδα δίνει
Πειθαρχείς στις εντολές της άλλης ιδεολογίας.
Κατά σύμπτωση μπορεί και να λέγεται συμβιβασμός

Μια αγκαλιά στο τέλος αναγγέλλει την άφιξή σου.
Και συ ψάχνεις το στεφάνι του νικητή.
Παράδοξο..





11. Αγάπης υπόσχεση...

Πέφτει η ψιχάλα της βροχής, στο τζάμι και παγώνει.
Μα μεσ' το σπίτι η ζεστασιά, το κρύο αντιπαλεύει.
Τα κούτσουρα τριζοβολούν σα καίγονται στο τζάκι,
και ο χορός της φλόγας τους, ευφραίνει την ψυχή μου.
Καμαρωτό σε μια γωνιά, το λαμπερό το δέντρο,
που το Άστρο και τα φώτα του, θρέφουν ευχές κι ελπίδες.
Κουτιά, πακέτα διάφορα, με φιόγκους στολισμένα,
συνθέτουν, από κάτω του, την γιορτινή εικόνα.
Ένα σωρό μικρά παιδιά, γελούν, πηδούν τριγύρω.
Παλεύουν να μαντέψουνε, μύριες κρυφές εκπλήξεις.
Και στην κουζίνα ψήνονται, κάθε λογής καλούδια,
με ευωδιές που υπόσχονται, ονειρεμένες γεύσεις.
Κι ο σκύλος από δίπλα μας, κι αυτός κρυφοκοιτάζει,
ενόσω νιώθει απόλαυση, απ' το απαλό μου χάδι.
Κοιτάζω απ' το παράθυρο, στο φωτισμένο δρόμο,
λίγους διαβάτες βιαστικούς, που τρέχουν να προφτάσουν.
Απόψε ο κόσμος χαίρεται το τελείωμα του χρόνου, 
νέο χρόνο προσμένουμε που φέρνει νέα ελπίδα.
Ποτέ μου όμως δεν ξεχνώ, τους άτυχους του κόσμου,
που η ζωή κι οι άνθρωποι, τους έχουν αδικήσει.
Γέρους, και νέους και παιδιά, ζώα, μικρούς μεγάλους,
που ζουν φτωχα, μοναχικά, χαμένοι μεσ' τον φόβο.
Ζωσμένοι ανασφάλεια, κι ανθρώπινη αδιαφορία.
Που δεν γνωρίζουν σπιτικό, αγάπη, ή πατρίδα.
Πόσο πονώ απ' τον πόνο τους,όσο κι αν τους προσφέρω.
Είμαι μικρή κι αδύναμη, λίγα μπορώ να κάνω.
Όμως μεγάλη αγκαλιά, μπορώ να τους χαρίσω.
Και μια ευχή από καρδιάς, να βρούμε τη γαλήνη.
Να ηρεμήσει ο κόσμος μας, πόνους, καημούς να σβήσει.
Οι εφιάλτες να χαθούν, το δίκαιο να επιστρέψει.
Η Αγάπη θάναι νικητής, αν είμαστ' ενωμένοι.
Όλοι οι καλοί, μύρια καλά στον κόσμο θα σκορπίσουν.
Γαλήνη θα γίνει η ερημιά, η βία ηρεμία.
Το μίσος θα γίνει θαλπωρή, θα εξαλειφθεί η κακία.
Μία τεράστια ΑΓΚΑΛΙΑ, απ' όλους μας δοσμένη,
λίγοι νταήδες δεν μπορούν ποτέ να την νικήσουν!






12.Απερίγραπτο συναίσθημα


Μα που πήγανε τα χρόνια; Δεν πονάει πια η μέση. Μες το στήθος η χαρά, Πείτε μου πως να χωρέσει. Όταν δυο μικρά χεράκια,
ανοιχτά σε προσκαλούνε,
αγκαλίτσα να τα πάρεις
και εκεί μέσα να κρυφτούνε.
Η αρθρίτιδα που πήγε;
Λες και είμαι κοριτσάκι
και σαν πούπουλο σηκώνω,
το μικρούλι του κορμάκι.
Φάρμακο η αγκαλιά του
κι όλα μου τα θεραπεύει.
Όταν το μικρό μου εγγόνι,
μια αγκαλίτσα μου γυρεύει!







13.Κάθε χρόνος και μια στάση


Λένε πως η ζωή είναι ένα ταξίδι: κάθε χρόνος και μια στάση. Χρόνε που φεύγεις από την αγκαλιά της γης, μη φύγεις έτσι. Πάρε μαζί σου τις λύπες, τις θυμωμένες στιγμές, τους χαμένους έρωτες και τις άδοξες φιλίες. Και στο ζητώ σαν ύστατη χάρη, πάρε απ' το χέρι, τις ψυχές που έφυγαν, μην ταξιδέψουν μόνες ως τον παράδεισο. Λίγο πριν γίνεις ανάμνηση, θα σβήσω τα φώτα και με ένα τραγούδι, φόρο τιμής για τις στιγμές που ζήσαμε, θα σε αποχαιρετήσω. Και εσύ Χρόνε που θα 'ρθεις, μην έρθεις με άδεια χέρια. Φέρε λίγη ζεστασιά, λίγη ανθρωπιά, ειρήνη στους λαούς και τις ψυχές. Ολίγην τύχη για το καλό και μια εσάνς μαγείας. Και εγώ θα ανοίξω τα παραθύρια της ψυχής να τα βρεις όλα καθάρια όταν φτάσεις. Θα στρώσω στην καρδιά, χαλιά ευγνωμοσύνης και θα απλώσω δάφνες χαράς, να σε υποδεχτώ με όσες τιμές σου πρέπουν. Και μιας το τρία, θα γίνει τέσσερα λες και θα ζευγαρώσουν οι στιγμές, ας ευχηθούμε να γεννήσουν αγκαλιές να πνιγεί στην ευτυχία και τη θαλπωρή κάθε δυστυχία, σκοτεινιά και ό,τι άλλο βασανίζει την ανθρώπινη ζωή!






14.Ο άνθρωπος που φοβόταν τα χέρια του

Είμαι ένας άνθρωπος που αρνιόταν να χρησιμοποιεί τα χέρια του
“Χρόνιος αντιρρησίας χρήσης άνω άκρων” η διάγνωση
Από μικρός άκουγα μόνο
«Να κρατάς άμυνα σ’ όσους είναι πιο δυνατοί
Να βαράς αλύπητα όσους είναι αδύναμοι»
Στο σχολείο μού δίδαξαν πως πρέπει πάντα να βγαίνω νικητής
και πως η ήττα είναι ντροπή
Κι όποιος σταθεί εμπόδιο «Χτύπα τον για να μάθει»

Στο σπίτι με ξαγρυπνούσαν τα ουρλιαχτά της μάνας
κάτι βράδια που της χτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο
ο πατέρας «οι γυναίκες θέλουν ξύλο για να στρώσουν»
Στη γειτονιά έβλεπα φίλους να πετροβολούν αδέσποτα
Να δοκιμάζουν τις σφεντόνες τους στα σπουργίτια
Στο στρατό εκπαιδεύτηκα να σημαδεύω αόρατους εχθρούς
«Χτύπα τους στο ψαχνό»

Σε κάθε γωνιά της ζωής μου παραμόνευε κι ένα «Χτύπα»
Στη δουλειά ο προϊστάμενος με παρότρυνε να χτυπήσω μια καλή
θεσούλα «αν δεν χτυπήσεις κάτω απ’ τη ζώνη δεν πρόκειται να προκόψεις»
Επαγγελματίας Ανεπρόκοπος έμεινα
Οι φίλοι μ’ έκαναν πέρα γιατί ποτέ δεν χτυπήθηκα μαζί τους
«τι άντρας είσ’ εσύ που δεν παλεύεις;»
Φοβήθηκα τα χέρια μου, τ’ ομολογώ
μην έρθει η ώρα που θ’ αυτομολήσουν απ’ το κορμί μου
κι επανέλθουν στις συμβατικές ρυθμίσεις τους
«ΧΤΥΠΑ»

Τη μέρα που αποφάσισα να κόψω τα χέρια μου
«Άχρηστα πετσιά, κουράστηκα με δαύτα
Θα τα πετάξω στ’ αγρίμια να ξαλαφρώσουν οι ώμοι μου»
Ήταν ένα βροχερό απόγευμα στο κέντρο
Τα πουλιά χτυπούσαν τρομαγμένα τα φτερά τους μέσα στα καπνογόνα
Οι αστυνόμοι χτυπούσαν τους διαδηλωτές
Τα παιδιά ξυλοκοπούσαν ανελέητα ένα σκουρόχρωμο χαμίνι
Λυσσασμένα ανθρωπόμορφα σκυλιά χτυπούσαν μετανάστες
Κυλούσε το αίμα από παντού γινόταν πηχτή λάσπη και γλιστρούσε στους υπονόμους

Κι ήρθε απ’ το πουθενά και κούρνιασε στο κρεμασμένο χέρι μου
ένας αλήτης σκύλος
που δεν ήξερε να γαβγίζει ο άθλιος
Με κάτι ακατάληπτα γουργουρητά αγκάλιασε το φόβο μου
Χάιδεψε την παλάμη μου με τις βρωμότριχές του
Κι ένιωσα να φλέγονται τα χέρια μου
Τους νευροδιαβιβαστές να ξαναμπαίνουν σε λειτουργία
Όλα τα «ΧΤΥΠΑ» που με σφυροκοπούσαν τόσα χρόνια
σκορπίστηκαν σαν πολύχρωμος χαρτοπόλεμος στη γκρίζα πόλη

Εκείνη τη σκυλίσια μέρα λοιπόν
ένα δίποδο ον έμαθε την ορθή λειτουργία των χεριών του
από ένα τετράποδο κυνηγόσκυλο που δεν διέθετε χέρια
παρά μονάχα ένα σπάνιο βίτσιο
να κυνηγάει τις χαρές του
στις ερημιές των ανθρώπων.






15.Αγκαλιά


Όλη νύχτα ο ύπνος δεν με αντάμωσε.

Εκείνο το γοερό κλάμα μαστίγωνε τον άνεμο

και κομμάτιαζε κάθε όνειρο πάνω στη γη.

Βγήκα στον δρόμο κι άρχισα ν' ακολουθώ 

τον ήχο από το ασίγαστο παράπονο. 

Το βρήκα σε μια σκοτεινή γωνιά,

σ' ένα αδιέξοδο, 

να τρέμει ορφανό από άγγιγμα. 

Γύρω του χόρευαν γελώντας

η οδύνη, ο φόβος και η μοναξιά. 

- Φύγετε, φώναξα πετροβολώντας.  Αφήστε το ήσυχο! 

Ο ανίερος χορός, όμως συνεχιζόταν. 

Πέρασα δίχως δισταγμό ανάμεσά τους. 

Του άπλωσα τα χέρια κι εκείνο κόλλησε πάνω στο στήθος μου. 

Αίφνης σταμάτησε να κλαίει. 

Ένα λαμπρό φως το έλουσε

και την καρδιά μου τύλιξε μια ζεστασιά όμοια με αυτή της φάτνης,

όταν γεννιόταν ο Χριστός. 

- Πώς σε λένε; ρώτησα.

Το πλάσμα με κοίταξε με δυο μάτια φεγγάρια...

- Αγκαλιά, μου ψιθύρισε και όλη η πλάση

έλαμψε στο άκουσμά της.







16.Ο χορός της επιστροφής

Μετά από ένα μακροχρόνιο
εγκλεισμό στις θύρες του ουρανού
θυροκολλήθηκε η έξοδος σου
αγάπη.
Δυο άγγελοι σε συντρόφευαν
με τις πύρινες ρομφαίες τους.
Στα χέρια τους κρατούσαν
τις βαριές αποσκευές σου.
Ο ένας μάλιστα, ο πιο μικρός,
σε φίλησε στο μάγουλο και
σου χάρισε ένα ζευγάρι ολόλευκα
φτερά, μαγεύτηκες κι
έμοιαζες με παιδί ανεβασμένο
σε ένα πολύχρωμο καρουζέλ.

Χαμογελούσες κι άνοιγες διάπλατα
την αγκαλιά σου για να τους
αποχαιρετήσεις συγκινημένος.
Ήσουν ωραίος, δυνατός,
ροδομάγουλος και δυο
διπλά ουράνια τόξα κρατούσες
στα χέρια σου.
Σήμερα νυμφεύομαι τον ήλιο,
είπες, τελείωσε η εποχή των
καταιγίδων και των δακρύων.
Δυνατά ακούστηκαν τα λόγια
ως εδώ με τονισμένα τα φωνήεντα. 
Ανασκίρτησα κι άρχισα να στρώνω
ρόδα τις οδούς για να διαβείς. 

Μπήκα στο σπίτι τρελή από χαρά.
Σιγύρισα το κρεβάτι μας.
Τακτοποίησα τα άνθη στα βάζα.
Έβαλα το γαλάζιο της γιορτής φόρεμα.
Στην αγκαλιά μου χώθηκε η γάτα 
μας με ένα πήδο νιαουρίζοντας ερωτικά, την χάιδεψα.
Όλα τα πλάσματα της γης σε 
αποζητούσαν απ' το μικρό τζιτζίκι
μέχρι τα πιο άγρια του κόσμου θηρία.
Κι εγώ πάνω απ' όλους σε περίμενα.

Γλυκό σταφύλι θα κεράσω
τους αγγέλους και για σένα
θα φυλάξω τις ευωδιές των γιασεμιών.
Στη λάβα των φιλιών μου έλα να καείς.
Με μύρα θα αλείψω το σώμα μου,
τα θαύματα να αναπνέεις.
Πίστα η αγκαλιά μου  και σε καλεί,
έλα να χορέψουμε τους διονυσιακούς χορούς που κάποτε μου δίδαξες.






17.Σύννεφο

Αν θέλω να σε κάνω
μια αγκαλιά 
θα σε γυρέψω
στ' άστρα. 

Αν θα μου λείψει 
το άρωμά σου
θα μυριστώ
το γιασεμί. 

Για εκεί που φεύγεις
είναι δύσκολο 
συχνά 
να σε ανταμώνω.

Αν θέλω 
να σ' ονειρευτώ
στον ουρανό τον γκρίζο,
θα λέω 
να ρίξει μια βροχή. 

Όλοι εμείς,
μοναχικοί περιπατητές 
αυτού του μίζερου κόσμου, 
ξεχάσαμε να λέμε 
σ'αγαπώ!

Όχι, δεν θα σου πω 
αντίο!
Τα αντίο είναι 
για όσους 
χάνονται!

Κι εσύ 
θα είσαι εδω!
Μέσα μου, 
στην καρδιά μου!

Αν θέλω να σε δω
θα κλείνω τα μάτια 
και θ' ανοίγομαι
στ' όνειρο!

Ουρανέ μου,
σύννεφό μου,
άστρο μου
φωτεινό, αιώνιο!






18.Όπου κι αν πας

Έτη φωτός απ' το χθες 
αναζητώ 
τα χέρια σου 
Στη ντουλάπα 
έκρυψα μια θάλασσα
όσο λείπεις - σε ψάχνω 

Οι άνθρωποι 
συναντιούνται σε επεισόδια 
ή αγκαλιές 






19.Το ξύπνημα

Αθώο φτερούγισμα πουλιού
Ψίθυροι απ’ τ’ ανέμου το πέρασμα
Μέσ’ απ’ τ’ ανθισμένα τα κλαριά
Γεμίστε μου την αγκαλιά
Με τη φρεσκάδα σας και τη μυρωδιά
Να της τα στείλω μέσ’ την καρδιά
Με του φιλιού την ξεγνοιασιά
Όταν το βλέμμα της θ’ αναζητά
Τ’ ανέμελου του πρωινού, το ξύπνημα






20.Ίσως μια μέρα 

Ένα μικρό κορίτσι 
ρώτησαν
πότε αισθάνεται 
ότι το αγαπούν

Όταν με αγκαλιάζουν 
τη στιγμή που 
δεν νιώθω μοναξιά 
αποκρίθηκε

Είναι και εκείνο το τραγούδι
που φτάνει στα αυτιά μου
μέχρι και όλο μου το είναι

Διαπεραστικό 
σαν μια γλυκιά υπενθύμιση
κάποιου που σε νοιάζεται 

Σαν ένα απροσδόκητο φιλί
που περίμενες καιρό 

σε έναν κόσμο επιφανειακό
που λίγοι απέμειναν 
να τιμούν και να σέβονται 

•"Ίσως μια μέρα να βρούμε
την ομορφιά της ζωής
πάρε με να κοιμηθούμε
στην αγκαλιά μιας αυγής"

•Στίχοι τραγουδιού: Monsieur Minimal•






Εδώ τελείωσαν οι συμμετοχές 9-20.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις συμμετοχές 21-31.
Πάτησε εδώ και μπες στην ανάρτηση.