Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

23ο Συμπόσιο Ποίησης ~ Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο



7. Σβήνει ...

Η θάλασσα είναι τόσο μαγευτική
κρύβει το φως και το σκοτάδι
σ’ ένα σ’ αγαπώ
μια τόσο μικρή λέξη.
Ζωή και θάνατος με ακολουθούν
μου κλείνουν το μάτι
κάτι θέλουν να μου πουν
χωρίς να μπορώ να καταλάβω.
Η καρδιά στην ακρογιαλιά
κλείνει μέσα της τον πόνο και την αγάπη
με το κύμα της μας χαμογελάει
και σβήνει το δάκρυ απ΄τη ζωή μου.





8. αποδομημένη σοκολατόπιτα

(προετοιμασία)
−“τι να κρατάμε στην Αριστέα;”
ρώτησε κάποια απ’ την παρέα
−“καμιά σοκολατόπιτα;”
πρότεινε μία αδαής
ιιιιι… στα όρη στ’ άγρια βουνά
τον κόρφο φτύσαμε ευθύς
κάναμε το σταυρό μας
ξεπλύναμε με αγιασμό
το στόμα της αμαρτωλής
και φούρνο αναζητήσαμε
με προϊόντα ολικής

(υλικά)
διαλέξαμε κριτσίνι
μ’ αγαύη και ταχίνι
με κρούστα κανναβόσπορο
και ποικιλία εφτά καρπών
και μπάρες δημητριακών
και για ποτάκι χαλαρά
smoothies βραστών λαχανικών
κέφι που έχει να γίνει
ετούτο το συμπόσιο
αθάνατο θα μείνει

(εκτέλεση)
«να πεθάνει ο Χάρος ο άχαρος / ο λευκοαλευρωμένος
κι οπού θα πίνουν έτοιμους / χυμούς και κόκα κόλες
πουλάκι να μην κελαηδεί / να γίνοντ’ οι μπριζόλες
δίκοκκοι  λιναρόσποροι και κριθαριού νιφάδες
τα ύστερα της ζάχαρης / τόσων δοντιών φονιάδες
ρύζι λευκό-κακό σπυρί / να μη ριζοβλαστήσει
και μακαρόνι ολικής την πλάση να ταΐσει»

(σερβίρισμα)
−εβίβα στην παρέα!
μας είπε η Αριστέα
−πεθαίνω για να ζω
ήταν το σύνθημά μου
κι όποιος δεν αποδόμησε
σωστά το νόημά μου
ενημερωτικό σημείωμα
του στέλνω με μια ρήση:
«Φοβόταν τρομερά το θάνατο
γιατί δεν είχε ακόμα ζήσει» (*)

(*) Φραντς Κάφκα





9. Θέλω να ζω!

Ξέρω να ζω...
Δεν σκιάζομαι το θάνατο εγώ.
Την κάθε μέρα, νέα αρχή θωρώ
Κάθε στιγμή τη γεύομαι 
οσφραίνομαι το άρωμα της ζήσης,
μεθώ και τραγουδώ, τον έρωτα υμνώ

Ξέρω να ζω...
Δεν νοιάζομαι για θάνατο εγώ.
Ακροβατώ, το Χάρο προκαλώντας,
γελώ συχνά χουνέρια να του κάνω
Φόβο δεν γνώρισα ποτέ
Με μουσική ξυπνώ, όλη μέρα σέρνω το χορό

Ξέρω να ζω...
Δεν  σκιάζομαι το θάνατο εγώ
Μια διασκέδαση είναι η ζωή
πολλά δεν έχω με αγάπες και ''λουλούδια''
βαρίδια της καρδιάς δεν νοσταλγώ
δεν έχω την ανάγκη κανενός

Ξέρω να ζω...
Δεν νοιάζομαι για θάνατο εγώ
Παρέες σε γέλια και χαρές έχω πολλές
Μόνη σαν μένω είναι γι αλλαγή
Μην με λυπάσαι ούτε μια στιγμή
Τον εαυτό μου αγαπώ, σ’ αυτόν οφείλω το καλό!

Ξέρω να ζω...
Δεν σκιάζομαι το θάνατο εγώ
Τους ψυχολόγους ρώτα τους να δεις
πόσο Εσένα πρέπει να νοιαστείς
να ζεις την κάθε σου στιγμή
σαν να ναι μία και μοναδική

Ξέρω να ζω
Μα σκιάστηκα το θάνατο εγώ
 μόνο εκείνη τη στιγμή, τον άγγιξα, τον είδα
Ούρλιαξα δυνατά  το Χάρο να αποδιώξω
...γιατί γελάς; 
                     Θέλω να ζω!
...και πεθαμένη πώς θα ζήσω;





10. Αιώνιο Ερώτημα

Θεέ μου
Εγώ ένα ζωντανό κύτταρο
στον κόσμο
Ένα όραμα πνεύματος
μιας αγάπης σταλιά
Γιατί ζω γιατί υπάρχω
Κάθε πρωί ξυπνώ
δουλεύω τρώω πίνω
διασκεδάζω τραγουδώ
χορεύω ερωτεύομαι
χάνω χάνομαι
διαλύω καταστρέφω
θυμώνω συμφιλιώνω
αρρωσταίνω
γιατρεύομαι κοιμάμαι
ονειρεύομαι
Γιατί
Πραγματοποιώ απογοητεύομαι
κλαίω λυπάμαι
Κάνω δώρα μου κάνουν
ταξιδεύω
διαβάζω ...
Επιτυχίες Αποτυχίες
Γιατί
Κάθε μέρα πεθαίνω
Φοβάμαι το Θάνατο
Μια μέρα ένα πρωί
ένα απόγευμα
ένα βράδυ
Πεθαμένη στο σύμπαν
Γιατί Θεέ μου
να ζω στο διάβα της ζωής
διαρκής πόνος είναι
Δείξε μου το νόημα της ύπαρξης
δεν το βρίσκω
Σε όλα αυτά που κάνω
σε όλα αυτά που ψάχνω
σε όλα αυτά που με σπρώχνουν
διαρκώς Σε Σένα
Μια μέρα θα είμαι στο νεφέλωμα
Μαζί Σου
Αιώνια
Μια ελπίδα ζητώ
να συνεχίσω ...
Μια πίστη ζητώ
να δημιουργήσω...
Λύτρωση...




11. Σαν αεράκι

Έδυε ο ήλιος όταν άκουσε μια φωνή
γύρισε να δει και τότε αισθάνθηκε
ένα γλυκό αεράκι να του χαϊδεύει τα μαλλιά.
-Δεν θα με πεθάνεις εσύ, μπορώ και μόνος!

Σε περίμενα και ας μη το ήξερα
είσαι ο θάνατος ή μήπως μου μιλά η ζωή;
αφού είστε ένα και τα δυο μαζί...
και τότε αυτός, του μίλησε:

Γιατί με φοβάσαι, αφού δεν μ' έχεις δει;
Ένα τίποτα είναι ο θάνατος
γιατί μπορεί νάσαι ζωντανός
και μέσα σου από καιρό, νεκρός.





12. Τελεία

Αγωνία απελπισία τρόμο ή γαλήνη
δηλώνει η ματιά ανθρώπου που εκπνέει;
Δεν μπορώ να φανταστώ.
Μήτε γιατρός που παλεύει για ζωή
μήτε ιερέας είμαι που εξομολογεί.
Μόλις η ψυχή αποχωριστεί το κορμί
πού πηγαίνει;
Ποσώς μ'απασχολεί.
Αιώνες δεν έχει απαντηθεί
από Φιλοσόφους ανά τη Γη.
Το ταξίδι με βαρκάρη τον Χάροντα
προς την άλλη όχθη του ποταμού Αχέροντα
μήτε με εικόνες μήτε με λέξεις ή μουσικές
να περιγράψω μπορώ
Καλλιτέχνης δεν είμαι.
Την φθορά και τη σήψη πώς να αναστείλω;
Επ'ουδενί!
Ο Υιός του Θεού μονάχα έχει
προ πολλού αναστηθεί.
Τί είμαι;
Κατώτατος υπάλληλος στη διοικητική ιεραρχία
μια γραμματεύς.
Ο Θάνατος για μένα
είναι ένα απλό γεγονός.
Έτος Τόπος Αιτία
Φευ!
φάκελοι εκρού
στο χρώμα του νεκρού
γραφειοκρατική μπίχλα
η ψυχή στ'αρχεία
φτυσμένη ροζ τσίχλα.





13. Πρόβα μπαλέτου

Προσδιορισμός θέσης σε καθρέφτη
Dèboulès - Developpé - Arabesque
Υπακοή στην υποβολή κινήσεων
Ξανά
Dèboulès - Developpé - Arabesque
Παιδικά κελαηδίσματα
Φτου και βγαίνω
Γέλια, ανεμελιά
Ξανά
Dèboulès - Developpé - Arabesque
Πιο 'κει σβησμένο το δωμάτιο
Δυο μάτια κρυφοκοιτούν από βρόμικο τζάμι
Ξανά
Dèboulès - Devel...
Πέφτω κάτω
Ραγισμένος αγκώνας
Ξανά
Dèboulès - Developpé - Arabesque
Φωνές από λαρύγγια ενήλικα
Ελαφάκι στριμωγμένο σε γωνία
Βρισιές, ξύλο
Ξανά
Dèb...
Πέφτω κάτω
Σπασμένο χέρι
Ξανά
Dèboulès - Developpé - Arabesque
Δάκρυα στάζουν υποδόρια
"Μη", "Σταμάτα", "Μαμά, πού είσαι, μαμά" σχίζουν τον αέρα
Νεκρά πουλιά αθωότητας
Ψυχή λεηλατημένη
Ξανά
Dèboulès - Developpé - Arabesq...
Πέφτω κάτω
Πρόσωπο κομματιασμένο
Ακινησία




14. Παρανόηση

Φοβάμαι, έλεγες, και το βλέμμα σου χανόταν στην ομίχλη...
Όλα πεθαίνουν, έλεγες, και νόμιζα το θάνατο φοβόσουν...

Κι εγώ...

Έκρυβα τους ασφόδελους, απώλειες μη θυμίζουν
και ηλιοτρόπια σου 'ταζα, στον ήλιο να γυρίζουν.
Με πεταλούδες όμορφες συχνά σε ξεγελούσα
δε σου 'λεγα ότι είναι ψυχές, μιλούσα μόνο για αλλαγές.
Στα χρώματα προσπάθησα το φόβο να ξορκίσω
μα εσύ μονάχα αίμα έβλεπες στην παπαρούνα επάνω.
Κι όταν σκοτείνιαζε στη γη στα άστρα σε οδηγούσα
εκεί που φως πανάρχαιο νικάει πάντα το σκότος.
Μα όλο στο μαύρο μου 'φευγες, εκείνο σε τραβούσε.

Όσα κι αν σου έδειξα, λίγα σου φανήκαν.
Τι κι αν πάλεψα σκληρά να διώξω την ομίχλη
στο βλέμμα σου όλο πύκνωνε, σύννεφο που πλακώνει.
Σταμάτησα να προσπαθώ, λιβάδια να σου δείχνω,
ούτε νερό ξανάφερα από πηγές βουνίσιες.
Με τον καιρό κατάλαβα καλά τι σου συμβαίνει.
Δεν ήταν πως δεν ήθελες ποτέ σου να πεθάνεις,
τη ζωή είχες εσύ για εχθρό, φοβόσουνα να ζήσεις. 




15. Βίρα τις άγκυρες

Φεύγω
κουρσάρος θα γίνει η ψυχή μου
θα ανοίξει πανιά να γυρέψει τον Παράδεισο.
Θα λεηλατήσει τον χρόνο
και θα προσπαθήσει να παλέψει την αιωνιότητα.

Φεύγω,
κι αν πλούτη δεν έκαμα ποτές μου,
δεν πειράζει.
Εκεί που πάω οι παράδες δεν περνούν.
Το αλισβερίσι τέλειωσε.

Ένα νόμισμα δώστε μου μονάχα
να δώσω στο Βαρκάρη.
Κι ας μείνει στην τσέπη μου
η ειρωνεία,
να 'ναι ο Θάνατος τόσο φθηνός
κι η ζωή μονάκριβη.

Ας είναι νύχτα τουλάχιστον
η ώρα που θα κόψει η Άτροπος το νήμα
να με ταξιδέψει ο Βαρκάρης στη φεγγαράδα.
Να γίνουν οι στιγμές μου
άστρα λαμπρά στον μαύρο μανδύα του θανάτου.
Κι αν κάποιο πέσει,
να 'ναι το μοιρολόι Της για το φευγιό μου.

Κι έτσι,
ήρεμα και σιωπηλά
ας γίνει ο Θάνατος, η τελευταία νύχτα μου
να αρχίσω την περιπέτεια μου
στο ύστατο ταξίδι μου.

Είναι βαρύς ο Θάνατος να ξέρεις
κι ας ξεκουράζεται η ψυχή από το σώμα σου.
Φεύγω,
και σου αφήνω την Αγάπη μου,
κι αν έχεις λίγο χώρο στη καρδιά σου
κράτα με ζωντανό σε μια θύμηση
να μη χαθώ στη λήθη και με φάει η λησμονιά.

Βίρα τις άγκυρες Βαρκάρη!
Κόσμε,
Χαίρε, γεια.





16. Χωρίς Όρια

Παντοτινά τα μάτια μου σφαλίσαν!
Στο πρόσωπό μου κατοικεί η νεκρική χλωμάδα!
Το σώμα μου κείτεται άπνοο
με συνοδεία θρήνου αγαπημένων!
Πέθανε το Αύριο για μένα πια
κι οι μουσικές, πάψαν να με υμνούνε!
Δεν θα μυρίσω ευωδιά των λουλουδιών
μήτε θα με ζεστάνει η ηλιαχτίδα.
Στον Άδη τώρα θε να ταξιδέψω
που άυλες ψυχές διαφεντεύουν.
Τα φύλλα πια για μένα δεν θροϊζουν
και ο αγέρας δεν ανακατεύει τα μαλλιά μου.
Μια δύναμη ψηλά γνωρίζω πως με καρτερά,
μα αρνιέμαι να αποδεχθώ πως έπρεπε να φύγω.
Η όχθη αυτή δεν είναι της καρδιάς μου!
Τον Θάνατο τον σκιάζομαι! Μα πώς να τον νικήσω;
Αναποφάσιστη η ψυχή για το στρατί που πρέπει να διαλέξει,
έμεινε τώρα έρημη χωρίς να ανήκει κάπου.
Χωρίς κορμί, χωρίς μορφή, χωρίς σκοπό κι ελπίδα,
μονάχα ακούσιος θεατής του γήινου του κόσμου.
Μα απ' την άλλη, ανάλαφρη από ευθύνης βάρος,
ούτ' άγχος απ' τα Θέλω μου, δίχως χαζούς κανόνες.
Ελεύθερη να πορευθώ χωρίς δεσμά βαρίδια,
να βλέπω έναστρο ουρανό, τα πράσινα λιβάδια, 
την Πλάση όλη να χαίρομαι, αθέατη απ' ανθρώπους.
Είχα την ευκαιρία μου να δω γνωστούς κι αγνώστους,
κάθε γωνιά αυτής της Γης, μπορώ να την πατήσω.
Να είμαι πλέον εγώ κριτής των εν ζωή πλασμάτων.
Ο Χάρος αφού επέμενα, με άφησε να μείνω.
Οι μόνες λέξεις που άκουσα, ήτανε, Θα γυρίσεις!
Την πρώτη μέρα χάζεψα με τα παιδιά που παίζαν.
Κι εκεί που με συνέπαιρνε το τόσο τους το κέφι,
ξάφνου το είδα το κακό να τα παραμονεύει!
Αυτό που την αθωότητα την εκτελεί με δόλο.
Κι εκεί μπροστά στα μάτια μου ο Θάνατος θερίζει,
ό,τι αθώο παιδικό, ό,τι αγνό καθάριο
με τρόπο άπονο σκληρό, με όπλο ανθρώπου χέρι.
Ο πόνος τους με βάρυνε, μα ανήμπορη όπως ήμουν,
πέταξα αλλού για να κρυφτώ, στη λήθη να αλαφρώσω.
Κι είδα μια ωραία κοπελιά να τρέχει μεσ' το δάσος.
Σαν πλοιαράκι έπλευσα κι εγώ μαζί μ' εκείνη.
Σε δέντρα κι αγριολούλουδα σαν μέλισσα πετάω.
Μα ξάφνου την τριγύρισαν τρεις- τέσσερις αντάμα
και την τραβούν απ' τα μαλλιά και την πετάνε κάτω.
Ήταν γυναίκα αδύναμη, στο έλεος των βιαστών της
που ενώ της μίαζαν το κορμί, σκότωναν την ψυχή της.
Τον πόνο δεν εβάσταξα! Πώς να την βοηθήσω;
Ένοιωσα να ξεσκίζομαι, στάζει χολή και αίμα
κι έγινα ακόμα πιο βαριά! Λίγο απ' τη γη απέχω.
Πετάω φεύγω μακριά πηγαίνω σ' άλλο τόπο
να ξεχαστώ, να εξαγνιστώ και νάβρω τον παλμό μου.
Μα τότε ακούω εκεί κοντά, έντονο κρότο όπλων, 
και ο χαμός που αντίκρισα με κύλισε στο χώμα.
Άνθρωπος σκότωνε άνθρωπο, του άρπαζε το βιος του,
κλωτσούσε το κουφάρι του! Ανείπωτη η λύσσα!
Αυτός ήταν ο κόσμος μου; Αυτός που λαχταρούσα;
Όχι! Πλέον δεν άντεχα! Σέρνομαι προς την όχθη,
στην Πύλη του Άδη βρέθηκα, ψιθύρισα του Χάρου.
Κάλλιο ο δικός μου θάνατος, στην ώρα μου που ήρθε,
παρά να ζω και να θρηνώ θάνατο κάθε μέρα.
Δώσε μου όμως δυο λεπτά και πάλι θα γυρίσω.
Στο σπίτι μου σαν έφτασα και είδα τους δικούς μου,
απόθεσα ύστατο φιλί στο μέτωπό τους πάνω.
Σας χαιρετώ αγάπες μου, χαίρομαι πια που φεύγω.
Φόβος και μίσος εκτελούν κάθε τι που αξίζει.
Στον Άδη θάβρω θαλπωρή, θ' αναπαυθεί η ψυχή μου.
Κι έπειτα έτρεξα με ορμή και πέρασα την Πύλη,
στο Χάρο ψιθυρίζοντας κι ουρλιάζοντας συγχρόνως.
Πόρτες σφαλίστε πίσω μου, κλείστε και χαραμάδες,
του ανθρώπου η άπονη καρδιά κι εσένα ακόμα Χάρε
από την Γη σαν κορεστεί, θάρθει να σ' εκθρονίσει! 





17.Το μήνυμα

Στον ύπνο μου το μήνυμα, ω φίλτατοι επήρα,
ο Αη Πέτρος  πρόσταξε, «τις άγκυρες για βίρα,
το λάδι στο καντήλι σου εσώθηκε, κουνήσου ,
λίγες είναι οι μέρες σου, τελείωσε η ζωή σου !!!»
Τι να σας πω, ένα σύγκρυο μ΄έπιασε κι ένας τρόμος
γιατί  μου ήρθε ξαφνικά, πως έληξε ο χρόνος…
Με βρήκε απροετοίμαστη ετούτο το χαμπέρι
οφείλω να ενημερωθώ….. και από πρώτο χέρι,
δεν μου ΄χει τύχει να βρεθώ ξανά, στην ίδια θέση,
είμαι τελείως άσχετη…..κι αυτό δεν μου αρέσει.
Πρέπει αμέσως να σκεφτώ τις εκκρεμότητές μου,
να θέσω με σαφήνεια τις προτεραιότητές μου….
Κάτι χρωστάω στον ΕΝΦΙΑ, κάτι στην  Εφορία,
τα τάπερ που δανείστηκα, από τη θεία Μαρία,
στην αδελφή μου έταξα εκείνα τα μπακίρια,
το θυμιαστήρι της μαμάς, δυο κεντητά πεσκίρια
και στα παιδιά μου άμεσα, πρέπει να φανερώσω,
πως έταξα 100 ευρώ, στον Αη Γιάννη τον Ρώσο…
και θέλω να με θάψουνε στων πάππων μου το κτήμα,
κάτω απ΄την κουκουναριά να σκάψουνε το μνήμα,
τραπέζι για τις φίλες μου θέλω πολύ χλιδάτο,
σ΄εστατόριο καλό, πασίγνωστο, μοδάτο,
προσθέτω...στο κηδειόχαρτο, μην γράψουν ηλικία
και απαιτώ τον σεβασμό σε κάθε επιθυμία.
Τώρα το πιο σημαντικό, είναι αν θα προλάβω,
να πάρω τη συγχώρεση και αν θα μεταλάβω…..
να μην με βρεί ο θάνατος με βάρη στην ψυχή μου
και συνοδεία σιχτιριών στην κατευόδωσή μου….
Και μην ξεχάσω ….άμεσα, να κόψω και την μάσα
για να χωρέσει άνετα, το σώμα μου στην κάσα !!!




Εδώ τελείωσαν 11 ακόμα συμμετοχές.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις υπόλοιπες 12 συμμετοχές.
Πάτησε εδώ και μπες στην ανάρτηση.