18. Έρως νεκρική ακολουθία
Πέθανα τη στιγμή
που το Τώρα φλέρταρε τη Νύχτα
μη και μαρτυρήσει στο Ξημέρωμα
πως άδικα έρχεται εκείνο
Μα ο Χρόνος, ένα «π»,
με ατέρμονα δεκαδικά
τα λιγόψυχα «Αν» και
ξεψυχισμένα «Θα»
Κουράστηκα, φυγάς
σε λαγούμια Ονείρων
μη με βρει η Αλήθεια,
στη μέγγενη του «Πρέπει»
Σκιές το παρελθόν,
ξυράφια της Καληνύχτας τα φιλιά
γιατί εκείνο σύστησε
το «φ» και μαθηματικά τον Θάνατο
Στην Πανσέληνο μια ωδή
γιατί σκιά εκείνη ρίχνει
στου Αχέροντα τις όχθες,
σκοτωμένοι Έρωτες δίχως έλεος
Άμφια αληθινά
μονάχα η γύμνια της Ψυχής
μα ποιος αντέχει φορώντας εκείνα,
Σεβαστιανός δίχως στεφάνι
Κι Εσύ κι Εγώ
Δευτέρας Παρουσίας προσμονή
μα δεν αλλάζει μακαρίτη ο Καιρός
αν δεν αλλάξουμε Εμείς
19. Στη χώρα των ποιητών
Με γυμνά τα πέλματα
υποδέχτηκα την Άνοιξη.
Στη χώρα των ποιητών,
οι λυγμοί με τη βροχή
γίνονται ένα.
Εδώ μπορείς να δεις
πράγματα θαυμαστά κι απίθανα.
Τα ξόανα χορεύουν
ανάμεσα στα στάχυα.
Οι νάνοι αδειάζουν το χρυσάφι τους.
Αίμα χύνεται πηχτό, χρυσοκόκκινο.
Ο γαλάζιος μανδύας που ενδύθηκα,
έβγαλε νύχια.
Μακριά, γαμψά, μαύρα νύχια.
Ξεπήδησαν απ' τα μαλλιά μου.
Καθώς προχωρώ, ξυπόλητη,
γαντζώνονται και ξεριζώνουν
τις τριανταφυλλιές.
Τα φαντάσματα γύρω
με περιγελούν.
Στη χώρα των ποιητών
τίποτα δεν είναι αδύνατο.
Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Τώρα, τα νύχια έγιναν κλωστές.
Μεταξωτές, αραχνοΰφαντες.
Κι ο μανδύας μου δεν είναι
πια γαλάζιος, μα λευκός.
Οι φρικτές μορφές
που πριν λίγο με περιέπαιζαν,
τώρα στοργικά χαμογελούν.
Τα σάπια δόντια τους
πέφτουν απ' το στόμα τους.
Φτάνουν στη γη μαργαριτάρια.
Στη χώρα των ποιητών
η μουσική έχει άλλο μέτρο.
Η γαλήνη εδώ δεν ορίζεται.
Ο θάνατος δεν υπάρχει.
Οι σκέψεις ροδόσταμο στάζουν
και περνούν στην αθανασία.
Η Ποίηση, Κυρά πανώρια
και νεράιδα, διαφεντεύει το παρόν.
Το πριν και το μετά
εξαϋλώνονται στο τώρα.
Το νου σου, ταξιδευτή.
Στη χώρα των ποιητών
εισέρχεσαι χωρίς ενδύματα.
Εισέρχεσαι αδύναμος, ισχνός.
Εδώ δεν έχει καταφύγιο
για τους σώφρονες.
Αν είσαι κατατρεγμένος,
εμμονικός, λίγο παράωρος,
τότε μόνο θα ξεδιψάσεις στις πηγές της.
Αίμα αναβλύζουν και κρασί,
μπρούσκο γλυκόπιοτο.
Κι αν είσαι τυχερός,
η Κυρά θα σου φανερωθεί
σε όλη της τη δόξα.
Μα, μη λαθέψεις.
Αν σ' αγκαλιάσει,
μην πιστέψεις πως την κέρδισες.
Μην απατάσαι πως
την έχεις κατακτήσει,
αν σου επιτρέψει να την αγγίξεις,
στον κόρφο της ζεστά
να αποκοιμηθείς.
Εκείνη σε διάλεξε.
Εκείνη άτακτα εισχωρεί
με κάθε χάδι της
βαθιά στις φλέβες σου.
Με κάθε λέξη, τις σκίζει.
Βγαίνουν οι φλέβες
απ' το δέρμα σου.
Τα χέρια σου γίνονται κλαδιά
και το κορμί σου δέντρο.
Πονάς...
Μα τι γλυκός αλήθεια
είναι αυτός ο πόνος!
Γιατί εσύ τόλμησες
ν' αγγίξεις την Ποίηση.
Γιατί σε σένα αποκάλυψε
το πιο σκληρό,
το πιο τρυφερό της πρόσωπο.
Στη χώρα των ποιητών
όνειρα κι εφιάλτες γίνονται ένα.
Σσσς.. μη μιλάς! Σιωπή!
Με σιωπή κι ευλάβεια
να εισέλθεις.
Είναι ιερός αυτός ο τόπος.
Εδώ ανασαίνουν οι ψυχές
οι λαβωμένες
κι από το χώμα
φτιάχνουν ουρανό.
Με σιωπή κι ευλάβεια
να εισέλθεις.
Και μ' ευθύνη δική σου.
Ποτέ κανείς δε γύρισε αλώβητος.
Όσο για μένα... δεν νεκρώθηκα.
Ολοζώντανη, ξυπόλητη,
της τρέλας και του πάθους
υφαίνω τις κορδέλες.
Πολύχρωμο γαϊτανάκι τις πλέκω
και το δένω σφιχτά στον καρπό μου.
Εδώ, σε αυτόν τον λαβύρινθο,
που μήτε οι πεταλούδες
την έξοδο δε βρίσκουν,
εναπόθεσα το γέλιο
και το δάκρυ μου.
Την ψυχή μου
τη φόρεσα στην παλάμη μου.
Και με γυμνά τα πέλματα
υποδέχτηκα την Άνοιξη.
20. Άλωση. Ανάλωση. Κατανάλωση.
Εκ του «εάλω» όλα.
-Πόση ζωή έχω ;
-Το προσδόκιμο σε αυτές …
-Περίπου.
-Η νωτιοθαλαμική οδός…
-Περίπου.
-Λίγους…
Η πόρτα έκλεινε πριν ειπωθούν οι μήνες.
Λοιπόν, ναι. Ήθελε να πεθάνει.
Χωρίς μνήμες.
Χωρίς αποσκευές.
Μια δέσμευση ολάκερη η ζωή
μια φλούδα γη εδώ, μια φλούδα γη εκεί
να πόσο κάνει η ανταρσία.
Πρώτη του βουτιά στο ποτάμι
χωρίς σωσίβιο.
Χωρίς επιστροφή.
Να μην ήταν άνυδρο μόνο
- ή απόβλητο ποτάμι.
Οι ζωντανοί σιωπηλά κι ενδόμυχα
θα ανακουφίζονταν για την προσωρινή τους ασηψία.
Το χαρτομάντιλο ελαφρώς νωπό
από το κομψό τους δάκρυ
κι ελαφρώς ελαφρύ
σαν το χώμα που, υπάκουο στη χημεία του
θα τον αποσάρθρωνε στις αρχικές του ύλες.
Το βράδυ θα έβλεπαν στο BBC
«Ο Θεός σώζει τη Βασίλισσα».
«Ο Θεός σώζει την Αμερική».
(και τους παρίες σώζει Τι; )
γελώντας καταλήγει:
« τελικά ο θάνατος δεν έχει καμία εξουσία »
Έξω από το ιατρείο
η ματιά του σκόνταψε στην ξεχαρβαλωμένη μάντρα
με μόνους καταπατητές
μισοσβησμένα συνθήματα ρετάλια
- για αγάπες παντοτινές μιλούσαν
με αισιοδοξία σαν μπαλόνια νέον φίσκα
και για ονείρων τάματα
στα ζευγαράκια, στα παιδιά πετούσαν σφαίρες μαργαρίτες.
Κι αν τις συλλέξεις τρυφερά
για μια ιδέα παράταση παράστασης
κι αν το νερό τους καθημερινά αλλάζεις;
Κι άπαξ εβδομαδιαίως ασπιρίνη;
Ήταν κατανάλωση κατά προτίμηση πριν από αυτές.
«Πόσο και σένα σου΄μεινε να ζήσεις δύστυχέ μου Μαξ…
Κι αδέσποτος ακόμα, μην ξεχνάς
ό,τι σου έμαθα κόσμιο στον κόσμο
- ... Θα βρω και τη μάνα και τον Παρασκευά!
Μια χαραμάδα ουρανός στη συννεφιά
τον πυροβόλησε με μπλε ανάμεσα στα μάτια.
-όλοι να ξανανταμώναμε Άνθρωπε
για τη μία έστω από εκεί
Δεύτερη Ευκαιρία !
Γιατί εδώ ήταν μόνο η δοκιμαστική. Η δοκιμασία» .
-Στην οδό Φυλής παρακαλώ.
Μηδενίζει η ταρίφα.
Στο ραδιόφωνο ένα κορίτσι
έβγαζε από τις τσέπες φλούδες μανταρίνι
και του έριχνε σαρδόνια στα μάτια να πονά
κι εκείνο να γελά
και φιλόξενο φάντασε ξαφνικά το Μεταξουργείο.
Οι κόκκινες λάμπες σειροθετημένες
τον περίμεναν για μία και μόνη φορά.
Νότισε τη ροζ λατέξ καλτσοδέτα
Και ένα συριγμό τύπου "φοβάμαι"
κανένας τοίχος δεν είπε ότι άκουσε με σιγουριά
πως ξεστομίστηκε.
Ήταν η αποδοχή και η αποκοπή του
φτάνοντας στου συρματόσχοινου την άκρη.
Φεύγοντας στο τραπέζι άφησε είκοσι ευρώ,
το φιλντιτσένιο κομπολόι του κι έναν ζίπο αναπτήρα.
21. Η βουλή του Αρχάγγελου
Μία γριά παλιόγρια εκατό χρόνων και κάτι
ξεγέλασε το Χάροντα με το πολύ ινάτι
«Θα έρθω να σε παντρευτώ» της έλεγε εκείνος
κι εκείνη απολογιότανε: Έχει δουλειά ο μύλος!
Λυγίζει παλιοσίδερα μασάει τα παξιμάδια
και τον λαδώνω με κρασί τα κουρασμένα βράδια».
Μα ο Χάρος ήτανε τυφλός μ’ αβάστακτη την φούρια
και όρμισε αλύπητα στα ολάνθιστα λουλούδια…
Έμεινε η γραία απέθαντη και καλοβολεμένη
απ’ τη βουλή του Αρχάγγελου για πάντα ξεχασμένη
κι εφεύρε νέο επάγγελμα στην περισυλλογή της
να βάζει τους νεότερους στο ανοικτό κελί της!
22. Κοινή Μοίρα
Δεν αντέχω άλλο
τόσο θάνατο γύρω μου!
Βλέμματα παγωμένα,
νεκρά, άζωα..
Κορμιά άψυχα,
ασκόπως περιπλανόμενα!
Χωρίς σπίθα,
απελπισμένα...
Παγερά και παγωμένα
αγγίγματα
σ'ένα κόσμο
που διψά για θαλπωρή
κι αγάπη!
Ξεχείλισε η ζωή μας
από υποκρισία
και ψεύτικα,
πλαστικά χαμόγελα..
και τρυπημένες φλέβες
που διψούν
για λίγη Αλήθεια
και για Φως...
Μα εσύ Θάνατε,
που τόσο μας κυρίεψες,
να ξέρεις,δεν είσαι το τέλος!!
Η Ελπίδα,
η ανέσπερη Χαρά
κι η Σταυρωμένη Αγάπη..
εκεί είναι η μοίρα μας,
κοινή για όλους!
23. Έτσι σε θέλω!
Δύσκολο θέμα είσαι βρε αδελφέ!
Κανείς για σένα δεν θέλει να μιλά.
Ακούνε την λέξη θάνατος,
φτύνουνε τον κόρφο τους
και φεύγουνε μακριά.
Μα εσύ δεν κάνεις τίποτα γνώμη να μας αλλάξεις!
Μες τα μαύρα όλο κυκλοφορείς...
Βάλε κανένα άλλο χρωματάκι!
Ένα γαλάζιο, ένα ροζουλί...
Θα σου πήγαιναν πολύ!
Να σε βλέπουμε και να ανοίγει η καρδιά μας!
Με διάθεση καλή να καταφθάνουμε στον άλλο κόσμο.
Και αυτό το δρεπάνι που κρατάς;
Πέτα το! Παλιομοδίτικο είναι πια!
Κράτα σαν έρθεις ένα όμορφο τριαντάφυλλο
-διαχρονικότατο είναι!
Άλλαξε το λουκ σου.
-Ξεπερασμένο είναι!
Τόσες επιλογές έχεις πια...
Και μόνος αν δεν τα καταφέρνεις, ψάξε στο Pinterest.
Ξέρεις τι μοντελάκια κυκλοφορούν εκεί;
Και αυτή η μπέρτα;
Την φόρεσαν πολλοί!
Εντάξει, ο πρώτος διδάξας είσαι,
καιρός σου δεν είναι όμως να αλλάξεις προς το καλύτερο;
Τι λες;
Αν θέλεις σώνει και καλά μπέρτα να φοράς,
ας είναι τουλάχιστον στα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Σκέψου το την επόμενη φορά που θα'ρθεις στον επάνω κόσμο.
Κι εγώ πιο πρόθυμη θα ήμουν για να σε ακολουθήσω...
Δεν γίνονται αυτά που λέω;
Μπα; Και γιατί παρακαλώ;
Καλά ντε, ωχου! Μην τραβάς!
24. Στα κύματα της νιότης σου
Σιωπηλός όπως πάντα, έστεκες εμπρός μου,
στα κύματα της νιότης σου, στο πορφυρό των χειλιών σου.
Αγνόησες την τύχη σου, έτρεξες μακριά από την πηγή σου. Φυλάκισες το όνειρο, ξεχάστηκες στ΄αστέρια.
Κυνήγαγες τα πέλαγα, πετροβολούσες τα σύννεφα, τα έβαζες με το τίποτα, δεν έβλεπες το παν.
Ατίθασος, αγέρωχος, απτόητος, απρόσιτος, αδάμαστος.
Στα νιάτα σου θα πέθαινες για μιαν ευχή μονάχα.
Στο άπειρο να αντάμωνες την πιο γλυκιά πατρίδα
Κι εγώ χαζή κι ανάμελη, ζητιάνεψα το φως σου.
Λαχτάρησα το πέλαγος, το χείμαρρο των μαλλιών σου.
Βιάστηκα μα το πέτυχα να νιώσω πάλι μόνη,
να σκοτωθώ να πληγωθώ, να σβήσω το παν.
Χαμένη μες στα σύννεφα που εσύ πετροβολούσες, κυνήγησα τη δόξα μου μέσα στο μυαλό σου.
Δεν ξέρω αν τα κατάφερα να νικήσω τη σιωπή σου, αν στην καρδιά σου μπόλιασα τη λαχτάρα να έρθεις στη πηγή.
Στα νιάτα μου κι εγώ θα πέθαινα για μιαν ευχή μονάχα.
Να γινόμουνα εγώ το άπειρο η πιο γλυκιά σου πατρίδα.
25. Ο φόβος του Θανάτου
Φτάνω πάντοτε νωρίς.
Πριν ακουστούν τα γιασεμιά, τα δάκρυα πριν καρπίσουν,
οι έρωτες βρουν κλαδιά και τη φωλιά τους χτίσουν.
Φτάνω πάντα αποβραδίς.
Πριν ξημερώσουν τα χέρια σε γροθιές και σ' αγκαλιά η σκέψη,
πριν δει ο ήλιος την υπογραφή και γίνει φωτιά η λέξη.
Δεν είμαι θάνατος, της φύσης το σοφόπικρο γινάτι,
το που απ' τα πήγαιν'-έλα έσπασε και νερό πια δε βαστά κανάτι.
Είμαι ο Θάνατος, των αφεντάδων ο ψυχοσακάτης,
ο που απ' το κύμα λύγισε και μίσησε λευτεριά κι αγάπη μπάτης.
Κι έχω ένα φόβο κάθε που θερίζω μια ζωή στο δίκιο χαρισμένη,
μη χίλιες ακόμα ζήσει ζωές σε θύμησες και χείλη, έστω και πεθαμένη..
26. Με στόχο τ' απέραντο
Χους ει - μου λένε -
Θα σου φορέσω τα λευκά του θανάτου
και το προσκέφαλό σου θα κεντήσω
με των μαλλιών μου το νήμα
να 'χεις μια μυρωδιά από γαζία
στον όμορφο ύπνο σου.
Θα κρύψω στη χούφτα σου λίγα βότσαλα αστραφτερά,
σημάδια να βάλεις στον δρόμο
μη και θελήσεις να γυρίσεις.
Κι εκεί στου σακακιού σου το πέτο, ζερβά
ένα ματσάκι μη με λησμονείς θα σου στολίσω
να σε σκεπάζουν οι θύμησες
στης κάθε μέρας το γέρμα.
Μύριζε άνοιξη το στερνό μας φιλί,
και τα δυο χέρια σου
απλωμένες φτερούγες γύρω μου.
Πάρε με να πετάξουμε μαζί.
Να δω τον ουρανό μέσ' απ' τα μάτια σου.
Μνέω στον άνεμο να σώσει της φωνής σου τον ήχο
να 'χω αιώνιο το στερνό σου σ' αγαπώ
κάθε που τρεμοπαίζουν οι φυλλωσιές στ' άγγιγμά του.
και εις χουν απελεύσει - μου ψιθυρίζουν-
Μα εγώ ξέρω πως πάντα μ' ένα ρόδο στο χέρι
θα στοχεύεις στ' απέραντο
μέχρι να με ξανανταμώσεις.
27. Α-θάνατη ζωή
Πόσες φορές πεθαίνουμε ζώντας;
Πόσους ανθρώπους "θάβουμε" ξανά και ξανά;
Μίσος, Φθόνος, Υποκρισία, Θυμός
Χιλιάδες μικροί θάνατοι η πολύτιμη ζωή μας
Μα Εκείνος,γεμάτος πληγές και πόνο,
φάρος Αγάπης και Συγχώρεσης
έρχεται να μας υπενθυμίσει:
"Λάζαρε, δεύρο έξω"
Τελευταίος σταθμός, η Ανάσταση...
28. Μετά το θέατρο
"Πρέπει ν'αγαπάς την ζωή, για νά'χεις ζωή μέσα σου•
και πρέπει νά'χεις ζωή μέσα σου, για ν' αγαπάς την ζωή."
Η Μικρή μας πόλη /Our Town Thornton Wilder.
Θάνατος είναι
η απώλεια της πίστης στην ζωή.
Μικροί φονιάδες,
μάς σκοτώνουν κι από λίγη πίστη κάθε μέρα.
Μικροί κλέφτες,
μάς ληστεύουν κι από λίγη ελπίδα.
Τελώνες ομοτράπεζοι,
φορολογούν τη χαρά μας.
Φαρισαίοι ομόκλινοι,
σφαγιάζουν τα όνειρά μας.
Από "αγάπη",
μάς σκοτώνουν την Αγάπη.
Κι εμείς,
Αφελείς και τυφλοί,
Αφηνόμαστε
σε τοξικές αναθυμιάσεις
Από λίγο κάθε μέρα
Αφήνουμε την ψυχή μας
στην ασφυξία.
Ώσπου δεν ξέρουμε πια
πώς ν αγαπάμε την ζωή
Κι η ζωή μέσα μας
κείται πεθαμένη
Πολύ πριν το θάνατό μας...
29. Νέμεσις
Φοβάμαι αυτήν την νέμεση.
Τον θάνατο που θα 'ρθει μια μέρα
και θα δικαιολογήσει όλα τα κακά που έχουμε κάνει.
Μέχρι τότε ας αποθηκεύουμε τις τύψεις μας
σε μικρούς καθημερινούς θανάτους,
ελπίζοντας πως θα επιζήσουμε.
Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.