Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

8ο Συμπόσιο Ποίησης- Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο














9.Θαλασσινή νύχτα Χειμώνα

Το βαπόρι πλέει χαμένο στην
ομίχλη, σταγόνες απ τα ξάρτια
μουσκεύουν την κουβέρτα.

Μουδιασμένος ανάβω τσιγάρο,
ο καπνός την ανάσας μου γίνεται πούσι,
της σφυρίχτρας ο ατμός ομίχλη,

ο παφλασμός των κυμάτων
νανούρισμα σε νεκροκρέβατο,
παγωμένες καρδιές προσεύχονται,
άχρωμα πρόσωπα ζητούν συντροφιά.
















10.ΜΟΥΣΩΝΑΣ

Λυσσομανούσε ο Ινδικός.
είχε βαλθεί να μας βουλιάξει,
μέρες πολλές παλεύαμε,
με μινεράλι φορτωμένοι.

Η πλώρη βούταγε στον Άδη
και γκρεμιζόταν σε θαλασσινές χαράδρες
βαρύ το σκαμπανέβασμα
Μουσώνας στον αέρα.

Και βλέπαμε τα κύματα
βουνά μπροστά μας νάναι,
μέσα μας προσευχόμαστε,
χωρίς να μολογάμε.

Ξενέρωνε η προπέλα στον αέρα,
και το τρελό τρεμούλιασμα της πρύμης
θανατικό νανούρισμα ακουγόταν,
σα ν’ είμαστε σε σιδερένιο τάφο.

Τα καύσιμα τελείωναν
και μέσα στην παραζάλη
καυγάς στη γέφυρα άναψε
ποιος φταίει για το χάλι.

Στεριά να βρούμε να σωθούμε
το χώμα να φιλήσουμε το ιερό,
σε ξέρα  πέσαμε επάνω
καραβοφάναρο στον Ινδικό.














11.Η μάνα σου, εγώ κι εσύ!

Λεφτά δεν έχεις για νησί
η μάνα σου, εγώ κι εσύ.
Τρέχεις, δουλεύεις, ξενυχτάς
και πάλι το λογαριασμό κοιτάς.
Θέλεις βεντάλια για τη ζέστη
μα δεν έχεις δεκάρα τσακιστή.
Τρέχεις κατευθείαν στη θάλασσα 
μα, τι ατυχία,
αέρας φύσηξε άμεσα.
Το παίζεις άνετη και κουλ
και πας με μία φίλη στο κοντινό το bar το pool.
Παίρνεις λίγο χρωματάκι
και τελικά μοιάζεις με αραπάκι.
Σου κόβουν σε λίγες μέρες το νερό.
Δεν απελπίζεσαι, πας παίρνεις ξυστό.
Βρε να η τύχη σου που άνοιξε
Και το χιλιάρικο το άρπαξες.
Ετοιμάσου τώρα αγάπη μου.
Έχουμε λεφτά να πάμε στο νησί
η μάνα σου, εγώ κι εσύ!






12. Τη θάλασσα πετροβολούσα

Τα πέτρινα σκαλοπάτια
Σ' έβγαζαν στη θάλασσα
Σκληροί βράχοι γούβες αλατιού
Σανίδες φαγωμένες
Φέτες - φέτες το φεγγάρι βυθισμένο στα ρηχά
Όπως ο χάρτινος ανεμόμυλος
Του παιδιού με τ' αμίλητο βλέμμα
Στα στεκάμενα νερά της αυλής
Μαβής ορίζοντας
Παλιά σκαριά παροπλισμένα απ' την σκουριά
Και τη σαΐτα του χρόνου
Εικόνες σήψης σε τύλιγαν
Αντιστεκόσουν
Χτυπούσες με σαγήνη τα χέρια
Εξιχνίαζες τις κρυφές διαδρομές των φυγάδων
Για την απλωσιά τραβούσες
Μα η αρμύρα σκληρά φύραινε τις χαραμάδες της σκέψης
Απόσταινες
Στένευε ο όρμος σε μια χαρακιά
Τα σκαλοπάτια της θύμησης
Σ' έβγαζαν στους κίτρινους δρόμους ενός άγουρου θέρους

Τα φιδωτά μονοπάτια
Σ' έφερναν στα καρνάγια
Ιδρωμένοι εργάτες
Ήχοι μονότονοι του σφυριού
Χρώματα έντονα να επιπλέουν διαλυμένα στο γαλάζιο
Όπως οι θολωμένοι πίνακες του Gordeev
Που αχνά αργοσβήνουν στο τελάρο της βροχής
Έψαχνες ιστίο
Ταξίδια ονειρευόσουν
Ένα γλάρο για συντροφιά ζητούσες
Ένα σφύριγμα μπουρούς μια όρθια πλώρη
Για τα μπάρκα μιλούσες
Μα διογκώνονταν διπλά οι ρίζες στα πέλματα
Βάραινες
Στένευε ο γιαλός σε μια χαρακιά
Τα μονοπάτια της κραυγής
Σ' έφερναν στο σημείο της ορφάνιας
Τότε που παιδί μικρό πετροβολούσες της θάλασσας την μαγγανεία

Οι ελεύθεροι δρόμοι
Σε πήγαιναν σε πλωτές πολιτείες
Γυμνές γοργόνες
Ναυαγοί με παραμορφωμένα πρόσωπα
Παζάρια της σάρκας ίσκιοι ελάχιστοι
Κι ένας ήλιος παντοκράτορας
Να σε ζεύει στα πύρινα σκοινιά του
Σαν τον Σίσυφο να σε ανεβάζει και να σε γκρεμίζει
Από δυσθεώρητα ύψη
Κρατιόσουν από ρίζες από σφεντάμια από αγάλματα
Από της φούστα της καλής σου
Γύρευες τη διαφυγή
Ένα πλοίο με πολλά φινιστρίνια
Ένα ψαθάκι το άρωμα απ' την γη
Κάποιον φίλο να σε στέρξει
Για αποδράσεις έψαχνες
Όμως πλήθαιναν τα μαύρα παραβάν του κελιού
Κι οι πληγές του έρωτα έχασκαν ανοικτές
Πνιγόσουν
Στένευε ο χώρος σε μια χαρακιά
Οι δρόμοι της αγρύπνιας
Σε πήγαιναν σε πυρπολημένες μνήμες
Στα καμένα απ' τον ασβέστη γόνατα
Σε μια πατρίδα ευκαιριακή και στου πατέρα το πικρό φευγιό







13. Κόρη θαλασσινή


Κατέβαινες στη θάλασσα
Με το μαντήλι ανάγερτο στα μαλλιά
Με την φούστα τρυπημένη απ' τις λόγχες του ήλιου
Και της ημισελήνου τις σκοτεινές πόρπες
Σε είπανε θαλασσογέννητη φυκιάδα
Ερωμένη της τρικυμίας και του γραίγου
Κορίτσι εσύ που απίστησες της γης
Και στα υγρά πελάγη ανακάλυψες
Την μεγάλη γραφή του πρώτου έρωτα
Σ' ένα κοχύλι που εμπιστευτικά σου μίλησε

Κόρη των κοραλλιών
Βασανιστικά με χέρια υγρής επιθυμίας
Σε ψηλάφιζα στα όνειρά μου
Υπόσταση έδινα στο απροσδιόριστο
Στο κάλλος σου μύστης γονάτιζα
Κι ιεροφάντης σε οδηγούσα στους ναούς
Των ακρωτηρίων χοϊκά να βαφτιστείς
Αρκεί που σ' έβλεπα
Αρκεί που σε άγγιζα
Αρκεί που εισχωρούσα στους βυθούς της ουτοπίας σου

Μικρή θαλασσινή
Με τον μαΐστρο σύντροφο κι αγαπητικό
Με τα λόγια του κύματος θα σε γνωρίσω
Με των βράχων την καρτερία θα σε προσμένω
Με των γλάρων τα φτερά
Θα επιχειρήσω το ταξίδι μου στα ύφαλα σου
Κι αν είναι να σε απαντήσω
Κι αν είναι να σε προσπεράσω
Κι αν είναι να αποξεχαστώ στον δρόμο
Θα είναι για μια και μόνο στιγμή

Εγώ αιωνιότητες θα φτιάχνω
Να εμπεριέχουν την ουσία σου
Ναυαγός θα γίνω να προσεγγίζω τους ιστούς σου
Και καπετάνιος με πλήρωμα αξιόμαχο
Να εκστρατεύω στις ακτές σου
Γιατί η αγάπη μου σπάει τους κώδικες των οριζόντων
Μηδενίζει τις κύκλιες αποστάσεις
Κηλιδώνει τη φούστα σου με το αίμα της ηδονής
Θυσιάζεται για ένα μόνο σου φίλημα
Κι ας είναι να το πάρω από τη σφοδρή παλίρροια των χειλιών σου
Των χειλιών που ποτέ δεν θα χαρώ
Κόρη της στιλπνής γυαλάδας των μαρμάρων
Ουράνια φρεγάτα των σύννεφων
Άγκυρα ρίξε στην καρδιά μου
Απ' τα απαλά σκοτάδια του γαλαξία
Που τόσο υπερβατά μα και πιστά εσύ τους δόθηκες















14.‘’Φτου ξελευτερία" 

Ήταν τότε που παιδιά στις γειτονιές και στις αλάνες
στον ήλιο του καλοκαιριού φτερουγίζαν  οι καρδιές
κι ακούγονταν πέρα ως πέρα ανέμελες φωνές.

Φτου ξελευτερία λέγαμε, το κορμί μας να λευτερωθεί
μέσα απ’ τα παιδικά παιχνίδια, μα ήταν πάντα λεύτερη η ψυχή
λίγη απ’ την αγνότητα να πάρει του γαλάζιου σύννεφου
και του θαλασσινού αφρού!  Ήταν τότε…

Μα είναι τώρα μεγάλη ανάγκη, η ψυχή μας να λευτερωθεί
το’’ φτου ξελευτερία’’ δεν ανήκει στο κορμί…
Χειρότερο δεν έχει απ’ το να θέλουν να σου κλέψουν τη χαρά
να σου βλάψουν την ψυχή…

Μόνος, μάθε να πολεμάς για τις αξίες,
τη χαρά, τα αγνά ιδανικά σου…

Σε θάλασσες φουρτουνιασμένες ας βουτάς
και στο βυθό κάποια στιγμή  αν φτάσεις,
σίγουρα ξανά θ’ αναδυθείς, την ηλιαχτίδα σου θ’ αρπάξεις
και μόνο αν ‘’φτου ξ-ελευθερία’’ τούς φωνάξεις,
εκείνη τη στιγμή θα λυτρωθείς!

















15. Η χώρα μου

Σε μια γωνιά της γης γεννήθηκα, αυτή θε να σου δείξω!!
Έλα  να  ταξιδέψουμε με τα δικά μου μάτια,
να δεις πόσο μεγάλη κι όμορφη είναι η μικρή γωνιά μου!
Την τριγυρίζουν τα βουνά, εμπόδια στους ανέμους,
με μονοπάτια δύσβατα τα χάραξε η ιστορία,
και  τα  χωριά,  πετράδια αστραφτερά σπαρμένα στην πλαγιά τους.
Κοίτα τα στάχυα κίτρινα, πώς  στήνουνε χορό στη μουσική του αγέρα!
Να και τ’ αμπέλια έτοιμα, νέκταρ θεϊκό να σου δωρίσουν,
γεμάτα με αρώματα, Πολύφημους λυγίζουν!
Γεύσου καρπούς  κάθε  εποχής,
κάτω απ' του πεύκου τη δροσιά, θε να τους απολαύσεις
με τα  τραγούδια των πουλιών για συντροφιά,
κελαρυστά νερά τη δίψα σου να σβήνουν
Σαν έλθει της νυχτιάς η σιγαλιά, βάλε προσκέφαλο λογής- λογής λουλούδια,
παρέα με νύμφες και με  ξωτικά,
του φεγγαριού το άρμα θα οδηγήσεις!
Μύρισε του Ιπποκράτη βότανα, μπορούν να σε γιατρέψουν.
δώρα των Θεών στη χώρα μου, του ήλιου θυγατέρα.
Αυτή είναι η πατρίδα μου!!!
Αυτή είναι η γωνιά μου!!!

Βλέπεις εκείνη τη θεά που στέκει ορθή,
περήφανη και χαμογελαστή και σε καλωσορίζει; 
Φιλοξενία είναι τ’ όνομά της.
Αντάμα με την Ελλάδα περπατά κι ας είναι δύσκολοι καιροί.
Η θάλασσα τη χώρα μου, με τραγούδια νανουρίζει.
Γαλαζοπράσινα νερά χαϊδεύουνε τριγύρω τη χρυσαφένια άμμο  της,
τα  βότσαλα, τα βράχια , τα λιμάνια.
Άνθρωποι  γελαστοί, με κέφι για ζωή,
με το χαμόγελο αγκαλιά και το ινάτι προσκεφάλι,
χαράζουν την πορεία της  και γράφουν ιστορία!
Υπάρχουν και οι άλλοι -μη ξεχνάς,
οι Εφιάλτες της που ζουν ανάμεσά μας!
Την πόνεσαν τη χώρα μου, τραύματα τη γεμίσαν..
Σαν πειρατές  εκούρσεψαν τις χάρες της στους αιώνες,
δεν λησμονήθηκαν ποτέ.… κι ας μη τιμωρηθήκαν.
Δέντρα, κοχύλια , βότσαλα, βράχια και μνημεία,
ρώτα, αν θες, αλήθεια για να πάρεις,
ιστορίες θα σου πουν για να θαυμάσεις
αλλά και να ντροπιαστείς που στους ανθρώπους προσμετρείσαι.

Μέτρα νησιά, διαμαντικά πολύτιμα που τα ζηλεύουν όλοι
κοσμούν της θάλασσας το στέμμα.
Θαλασσινοί είναι οι κάτοικοι
ακόμη κι οι βουνίσιοι!
Καθένας  έχει να σου πει, τραγούδια για τη φύση,
για τη γλυκιά πατρίδα μου  που πόνεσε και βιάστηκε,
στο αίμα των παιδιών της άξιζε, την Ελευθερία να βαπτίσει!
Κοίτα την τώρα και θα  δεις  πώς την ποδοπατούν οι ξένοι ! 
Μα θα σταθεί ορθή ξανά, μη ξεγελιέσαι…
Όσα εμπόδια  κι αν συναντήσει, τόσο μελάνι θε να ξοδευτεί
για να γραφτεί ξανά,
 πως η Ελλάδα ποτέ δε θα χαθεί, ποτέ δε θα λυγίσει!

















16.Θαλασσογραφίες

Δένδρα φωτός ,
της θάλασσας γεννήματα,
ταλαντώνονται εύδεκτα
στο θόλο της ζωής,
συναθροίζουν 
τους ήχους των κοραλλιών 
μυρώνουν 
τη διάθλαση της στιγμής 

άυλα δένδρα φωτός 
θαλασσογραφούν 
















17.Βότσαλα...

Θάλασσας αμέτρητα βότσαλα,
δάκρυα κύματος, αλμύρα αφρών, σώματα σταθερά και παραπλέοντα.
Εσείς θα δείξετε στην μοίρα την πολυπλοκότητα της αγάπης,
εσείς θα δώστε στους ανθρώπους να καταλάβουν το αδύνατο.
Βάλτε τους να λογαριάσουν τα πλήθη σας,
κάντε τους τον αριθμό να χάσουν.
Δείξτε την γεύση του ατελείωτου έρωτα,
τρυπώντας πλάτες κορμιών έρμαιων, βρεγμένων και ανίκανων,
πληγώνοντας πέλματα σκληρά, βαριά και αναίσθητα,
αγγίζοντας τ΄όνειρο,
εκτοξεύοντας πόνο και ηδονή στο άπειρο.
















18.Αναγέννηση

Αχ θάλασσα μου
ποια φλέβα σ'έσταξε εδώ
μπλε πορσελάνη

στ'ομφάλιο ύδωρ σου
εξαγνίζω την ψυχή.














19.Η δίνη μου

Καθημερινά ξυπνήματα της ίδιας αντίστροφης μέτρησης.
Βαριά κουρασμένα βήματα δεν προοιωνίζουν αλλαγές.
Μια στιγμή, μια ημέρα. Πέρασε.
Παγωμένες εικόνες του χρόνου που βιάζεται.
Δεν αντέχονται τα πρωινά λεωφορεία.
Συχνά δραπετεύουν μόνα τους με δίχως επιβάτες
παράθυρα που χάσκουν για να αρπάξουν στιγμές.
Τους είδα.
Το βλέμμα γύρισα.
Βάλσαμο!
Ήταν πρωί, ανοιγόταν η μέρα.
Να μη χαλάσει. Η ζωή είναι αλλού.
Είναι;
Μέσα από θρυμματισμένη μνήμη
δεν ονειρεύομαι
δεν ζω αυτό που θέλουν.
Περπατώ στα πεζοδρόμια της μοναξιάς μου
στρίβω και αποφεύγω τα ανθρώπινα κουφάρια.
Γλίτωσα;
Προσπέρασα τους πόνους των ανθρώπων,
τα απλωμένα χέρια τους
σκάβοντας μέσα μου να δω τι έχει μείνει.
Οίκτος;
Απόσταση;
Αγάπη ή όλεθρος;
Πανικός!
Βρήκα το κενό μου. Βυθός μάζεψε τα παιδιά τους
ίδιος σαν την ψυχή την άδεια.
Κοιτάζω δυό μάτια … τέσσερα … οκτώ …
Χίλια μάτια με κοιτούν. Αδυσώπητα.
Σφυροκοπούν σαν ώρες.
Περιμένουν να τελειώσει το μαρτύριο.
Έστριψα το μαχαίρι και έβγαλα όλη την καρδιά.
Για να τη δω. Να μου μιλήσει. Να μου πει τι είδε.
Η θάλασσα τους έφερε.
Αν δεν κάνω τίποτα
η θάλασσα θα με τραβήξει μέσα της…





Εδώ τελείωσαν 11 ακόμα συμμετοχές.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις υπόλοιπες συμμετοχές.
Πάτα εδώ και μπες στην ανάρτηση.