Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

2ο Συμπόσιο ποίησης - Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο


13. Σ  Αγαπώ Σου Λέω

 Έρωτά μου /  Μελένιε  μου έρωτα 
στους ίσκιους μιας πόλης έρημης σ αναζητώ
στων χαλασμάτων τις σκοτεινές ρωγμές / κι εσύ
μια κούπα χρυσαφένιο μέλι να κυλάς 
σαν λάζο σπλαχνικό  πληγές γλυκοχαράζεις
Κοίτα πως περιφέρομαι με θολωμένη την ματιά 
σαν της ψυχής τ  αντάριασμα ηδονικά προστάζει
να βαριοκλείσουνε τα βλέφαρα 
σαν μέλι να σταλάξεις στο ραγισμένο μου κορμί, 
τους ώμους, τα στήθια, την κοιλιά, 
στις άκριες των ποδιών χέρια ανονείρευτα ασελγούν 
καταβροχθίζοντας  κορμί και θέληση 
π  ανήμπορα παραδομένα σε νάμα ηδονοστάλαχτο
κείτονται σε κοίτη τρισκότεινου ποταμού / 
άγριου χειμάρρου / άπνοα στα βάθη σου 
δροσολογούν τα διψασμένα χείλη

Σ αγαπώ σου λέω / τυφλά σε αγαπώ
Στον ίσκιο σου   ξοδεύω την ψυχή μου
τα πρώτο σου χαμόγελο κρατώ /τον ήχο της φωνής σου 
το βραδινό αθάνατο φιλί που πλάγιασε στην γλώσσα μου
το θρόισμα των πόθων μου  δίπλα στο προσκεφάλι
Σ αγαπώ σου λέω / τυφλά σε αγαπώ
Την μνήμη διαγράφω /το παρόν δεν ζω
το αύριο ονειρεύομαι μ έρωτα να σε πίνω / να μεθώ
Μελένιε γλυκοστάλαχτε έρωτά μου.


14.Ο μάγος με τον αυλό

Είναι ένας μάγος πιτσιρικάς
και σκορπάει αλόγιστα τα "μη ρωτάς". 
Απ' τα μανίκια βγάζει ήλιους
και πότε ζεσταίνει και πότε πληγώνει με τρόπους χίλιους. 
Στην πλάτη φορά φτερά
για να μπορεί να φτάνει μακριά. 
Ξέρει να παίζει και αυλό 
για να ημερεύει της λογικής το φίδι το κολοβό. 
Να παραληρεί και να χορεύει
και τον κόσμο να μαγεύει. 
Να τους οδηγεί σε εμπειρίες πρωτόγνωρες και λυτρωτικές
ματαφέροντάς τους σε πολιτείες ερωτικές.
Ρίχνει αυλαία στις πρότερες τις μνήμες
ανοίγοντας το κλουβί στις ελπίδες εκείνες.
Κι αυτές βγαίνουν και πετούν σαν πουλιά
και τα ζηλεύει του φιδιού η ματιά. 
Το στόμα του ανοίγει για να τα κάνει μια χαψιά
και το θανατώνει του Έρωτα η σαϊτιά.


15.Έρωτας Θάνατος

Ήρθες αργά,
ήρθες νωρίς.
Ποιος ξέρει να μου πει;
Το μόνο που φοβόμουν ήταν η αρχή!

Έμεινες λίγο,
έμεινες πολύ.
Ποιος μπόρεσε να το αισθανθεί;
Αυτό που ήθελα ήταν μόνο ένα σου φιλί!

Με μάγεψες,
με παρέσυρες,
για μια μονάχα στιγμή.
Τόσο μικρή,
τόσο υγρή,
σαν χελιδόνι που έφθασε ο χειμώνας
και ήθελε να σωθεί!

Με δίκασες,
με αλάργεψες
και χάθηκες την αυγή.
Και απέμεινα εδώ στο όνειρο
σε μια παλιά μου εκδοχή.

Σε ένα δρόμο,
κάποιο απομεσήμερο τ’ Αυγούστου
σε απαντώ και
με μια φωνή,
μέσα στου κόσμου τη βουή,
σε φωνάζω έρωτα,
Έρωτα Θάνατο! 

16. Άδολο

Απόρησες,που αυτό το ηλιοβασίλεμα,
σου φάνηκε πιο μενεξεδί και το πέταγμα 
του γλάρου πιο ανάλαφρο.
Απόρησες,που τα άστρα της νύχτας απόψε,
είναι πιο λαμπερά και το φεγγάρι σου στέλνει
το πιο πλατύ του χαμόγελο.
Απόρησες, που δεν άφησες τον ύπνο,
να ακουμπήσει απαλά τα βλέφαρα σου,
γιατί ήθελες να δεις το ξημέρωμα.
Απόρησες, που άκουσες το τραγούδι του Μαρτιού
μέσα στο καταχείμωνο και ψιθύρισες καλήμερα 
στην μαργαρίτα που κρατούσες στην χούφτα σου.
Με ρώτησες.... όλα αυτά γιατί;;
Σου απάντησα.....σε άγγιξε ο ΈΡΩΤΑΣ δεν το κατάλαβες;..!!!

17. Εικόνες

Έτσι όπως πέφταν οι ηλιαχτίδες
πίσω απ' τις διάφανες λευκές κουρτίνες
σε είδα να χαμογελάς!
Τότε σε γνώρισα…ήσουν ο Έρωτας!

Και ένα βράδυ, στα μάτια σου είδα
αϊτοκορφές και καταιγίδα
και όλα όσα αποζητάς!
Τότε κατάλαβα…ήσουν ο Έρωτας!

Στον κόκκινο το βράχο πάνω
τίναζες από τα μαλλιά την άμμο
κι ως σε κοιτούσα να με κοιτάς,
είπα πως… ξημερώνει ο Έρωτας!

Στον φεγγαρόλουστο τον κήπο
σκιές βουβές με ίδιο χτύπο,
φιλιά εκατόφυλλα να με κερνάς!
Το ‘νιωσα τότε… ήσουν ο Έρωτας!

Κι αν ήταν σύντομη η ζωή σου
κι έμεινε μόνο η ανάμνησή σου,
βαθιά κρατώ κι ας προσπερνάς
στιγμές, εικόνες, βλέμματα…Αυτά δεν ήταν ψέματα!


18.Της καρδιάς και της ερήμου

Καιρό σε περίμενα.
Το ήξερες;
Τριγυρνούσα μόνη στην έρημο του κόσμου.
Ατέρμονα τριγυρνούσα, πουθενά διέξοδος
Κανένας χάρτης για να ΄ρθω να σε βρω.
Ένας κόκκος μικρός έγινα κι εγώ
στην απεραντοσύνη της ερήμου.
Ανάμεσα σε τόσους άλλους,
κι όμως τόσο μόνη.
Φωνή πουθενά, χάδι κανένα.
Μόνο ένα παλιό ρολόι
Μόνιμα κρεμασμένο στο θόλο του ουρανού,
να χτυπά
-σκουριασμένα-
Και να μετρά
-ανελέητα-
το χρόνο της ζωής μου χωρίς εσένα.

Το σώμα μου διψούσε.
Το πρωί καιγόμουν, το βράδυ κρυβόμουν στην άμμο
Να ζεσταθώ.
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες.
Κι έτσι περνούσαν οι νύχτες.
Μέρες και νύχτες, νύχτες και μέρες,
χωρίς τη δική σου παρουσία.

Και σ΄έψαχνα, ξέρεις.
Απεγνωσμένα.

Κάποτε γνώρισα ένα πλάσμα
-λύκος ήταν;-
Και νόμιζα πως ήσουν εσύ.
Δεν ήσουν.
Το πλάσμα με ξεγέλασε.
Πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχα
και μ΄άφησε ξέπνοη,
να μετρώ το χαμένο χρόνο,
να σκαλίζω μανιασμένα με τα νύχια μου
το όνομά σου στην άμμο.
Ξανά και ξανά,
σχημάτιζα το όνομά σου και σε καλούσα.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια
να νιώσεις την ανάγκη μου,
να έρθεις εσύ να με βρεις.
Δε θ΄άντεχα πολύ ακόμη.

Και ήρθες.
Επιτέλους, ήρθες.
Ήρθες σ ΄ένα από εκείνα τα ατελείωτα βράδια,
τα χωρίς έρωτα,
τα χωρίς βλέμματα και επαφή.
Ήμουν χωμένη πάλι στην άμμο
Υποταγμένη στην ανάγκη μου να ενταχθώ
σε κάτι ξένο
Μόνο και μόνο για λίγη ζεστασιά.
Δε μίλησες,
Μόνο μου έπιασες το χέρι.
Αχ, φως μου…
Με τράβηξες έξω απαλά.
Με αποκάλυψες.
Και χαμογέλασες.
Αυτό το χαμόγελο μου ξύπνησε θύμησες πανάρχαιες
Και όνειρα
Και γέλια
Και χορούς
Και μουσική.
Και όλα εκείνα τα όμορφα
Που μόνο οι ερωτευμένοι γνωρίζουν.
 «Καλώς ήρθες, αγάπη μου»
σου είπα, με φωνή στεγνή, βραχνή.
Φωνή που είχε αρχίσει
να μη μοιάζει πια με τη δική μου.
Με φίλησες…
Και το ρολόι του χρόνου μου
Σαν να ξεκίνησε πάλι από την αρχή.
Καιρός να ζήσω.
Καιρός να αισθανθώ.
Μαζί σου.

Πέρα μακριά, στον απέραντο ερημότοπο,
μια όαση είχε αρχίσει να γεννιέται.
Με αγκάλιασες…
και με παρέσυρες προς τα εκεί.
Δυο πρόσωπα, χαμογελαστά.
Αγαπημένα.
Αγκαλιά βαδίσαμε,
σαν ένα.

19.ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ

Λείπεις εσύ
κι όλα γύρω μιλάνε για σένα.
Λείπεις εσύ
κι έχει σβήσει του ήλιου το φως.
Λείπεις εσύ 
και κοιτάζω με μάτια κλαμένα
πως ξαφνικά 
σκοτεινιάζει ο ουρανός.
Έρωτα μου,
σου μιλάει η καρδιά μου.
Λέει τα παράπονα μου
στο τραγούδι της βροχής.
Έρωτα μου,
σβήσε απόψε τη φωτιά μου.
Καίει τα στήθη, τη ματιά μου.
Λύτρωσε με, να χαρείς...

Δε σου ζητώ
τίποτα στη ζωή σου αλλάξεις.
Μ' ένα λυγμό
ικετεύω να 'ρθεις να σε δω.
Με μια αγκαλιά
βάλσαμο στις πληγές μου να σταξεις.
Με δυο φιλιά
να μου πεις "σ'αγαπώ".
Έρωτα μου,
σου μιλάει η καρδιά μου.
Λέει τα παράπονα μου
στο τραγούδι της βροχής.
Έρωτα μου,
σβήσε απόψε τη φωτιά μου.
Καίει τα στήθη, τη ματιά μου.
Λύτρωσε με, να χαρείς...


20.Μόνο για μας

Τις σκέψεις μου ταράζει η μορφή σου
και δίνες με τραβάνε στου έρωτα τα βάθη
Σε χορό συναντιόμαστε μυστηριακό,
παλμοί δυνατοί κρατάνε το ρυθμό.
Άλλος κανείς δεν ακούει,
άλλος κανείς δε βλέπει,
παρά μόνο εμείς

Μυστικό πανάρχαιο με καίει
Φουντώνει στο στήθος η φωτιά
σπάει σαν καθρέπτη το εγώ,
και τρύπες σκάβει
με τα μαυρισμένα κομμάτια του
να ‘βγει στον αέρα να λυτρωθεί,
να σμίξει με άλλο μυστικό.
Το δικό σου.

Ξέπνοη αφήνομαι να γεννηθώ
στο χάδι των ματιών σου.
Κρύβομαι στο φως τους να φανερωθώ
αληθινή σαν όνειρο,
ψεύτικη σαν εικόνα
Απλώνω φτερά στο αύριο
όσο οι σκιές γίνονται χτες.
Κι όλα συμβαίνουν τώρα.
Μόνο για μας.


21.ΑΦΡΟΣ

Αν η ψυχή είναι θάλασσα και κύματα το σώμα, 
ο Έρωτας σαν τον αφρό σκάει στων ακτών το στόμα
κι οι βράχοι ακόμα ανοίγονται, κι απ' τον αφρό δροσαίνουν
και ψάρια -δες- κάθε λογής στην άμμο τώρα βγαίνουν...

Αφρός είναι κι ορμητικός, τα κύματα ερεθίζει
και παρασέρνει μονομιάς ό,τι τον εμποδίζει.
Αφρός είναι μυστήριος και θέλγει τις Γοργόνες,
σε πάει μια στην Καλυψώ και μια στους Λαιστρυγόνες.

Αν η ψυχή είναι θάλασσα και κύματα το σώμα,
ένα τα ενώνει μοναχά: τ' αφρού η αρρεβώνα.
Σε μια σανίδα ακροβατούν οι μάρτυρες του πάθους
μα ο αφρός είν' απ' τη φύση του, του ύψους ή του βάθους.

Αφρός είναι ο Έρωτας, ψευδαίσθηση και μύθος
μα μπρος του στέκεται ορθός τ' Ανθρώπου όλος ο μύθος!
Σπίτια και χρήμα έφτιαξε, πολέμους κι εξουσίες,
για να κερδίσει μιας καρδιάς υγρές ταχυπαλμίες!

Κι αν ο αφρός είν' ψεύτικο, μόνο νερού παιχνίδι,
τα κύματα είν' ερωτικό θεατρικό σανίδι!
Ο αφρός δεν είναι τίποτα, παρά μια οφθαλμαπάτη,
μα αυτόνε μόνο προσκυνούν θνητοί και αθανάτοι!


22. Ερωτ- ε-Μένος


αποσύρθηκε

23.ΕΡΩΜΕΝΗ ………….

Ψήλωσε ο ήλιος ,
και εμείς αφήσαμε το θαμπό καλοκαίρι
για μια άνοιξη που δεν είχε ακόμη  αρχίσει  ..
Έρωτας ,
αέρινη κορμοστασιά , τυλιγμένη αχνογάλανες φυσαλίδες ,
νεοφερμένη , άγνωστη , η Ερωμένη μου
Περπάτησε  πάνω στα νερά
και εκείνα αναρίγησαν σαν ανήσυχο αγρίμι, έγιναν κύμα ….
Σκόνταψα πάνω της και μοιραστήκαμε το ψωμί μου
Ιδρώτας πότιζε το χώμα , και εκείνη χόρευε γύρω μου .
τα δάχτυλα της άγγιζαν το αλμυρό νερό ,
με κύκλωναν δίχως να με αγγίζουν .
Όλο το βράδυ στριφογύριζε , χόρευε και ανάσαινε ,
 δίχως να δω το πρόσωπο της  ,
άκουγα μόνο τους ψίθυρους και τις κινήσεις των λευκών της  χεριών ,
ψίθυροι του Έρωτα , που λιγώνουν , σπίτωσαν  στο μυαλό μου ..
Σε ποια μιλούσα  ….;
Ξέτρεξε με το διασκελισμό του ανέμου
Η αίσθηση φυλλορρόησε , και έμεινε ο απόηχος της
αντί για εκείνη , απαντά ο τηλεφωνητής .

24.Τα συναπαντήματα του έρωτα

Toν έρωτα συνάντησε προχθές, η συμπεθέρα,
στη λαϊκή παρακαλώ, στον πάγκο  εκεί πέρα,
με το μαρούλι το σγουρό, το φρέσκο κρεμμυδάκι,
ήταν καλοστεκούμενος, φορούσε καβουράκι .
«Μαντάμ της είπε ευγενικά, εντύπωση μου κάνει
πόσο καλά διαλέγετε, κοιτώντας το κοτσάνι,
εγώ διαλέγω ο φουκαράς, πληρώνω όσο-όσο,
μα όλα χάλια δυστυχώς, πάω να παλαβώσω,
έχω χηρέψει δυστυχώς προ μιάς τετραετίας
και μόνος ζώ ο δυστυχής, άνευ πλέον συμβίας.»
Ητανε αφοπλιστικός κι αυτή ψυχοπονιάρα,
μαζί ψωνίσαν τελικά, φρούτα, αυγά , τσιγάρα,
αυτή τονε συμπάθησε, τον έκοψε η ματιά της
μίζερος δεν της φάνηκε, ήξερε η αφεντιά της,
και δέχτηκε να πιούν καφέ, στου ΡΟΔΟΥ το πατάρι,
δυό μήνες χρειαστήκανε, να γίνουνε ζευγάρι…!
Πως θα το πούμε στα παιδιά, τον ρώτησε εκείνη.
Εγώ μωρέ θα τους το πώ, και ότι θέλει ας γίνει.
Τα είπαν, τα μιλήσανε, και μια χαρά τα πάνε
κι ας φρίξανε τα σόγια τους κι ας τους περιγελάνε.
Η Αννεζούλα χώρισε κοντά στα εικοσιπέντε,
από έναν φραγκοφονιά ετών τριανταπέντε,
δεν άντεξε η δύσμοιρη τη γκρίνια του τσιγκούνη
και το κεφάλι τ΄άνοιξε  με το ψηλό τακούνι,
έκτοτε έζησε απλά, σπίτι, δουλειά, εκκλησία,
ώσπου ένοιωσε του έρωτα τη λάβρη παρουσία.
Ο Θεοδόσης ήτανε, άνθρωπος της θρησκείας,
ζούσε ζωή χριστιανική, μετά της θείας Μαρίας,
κι όταν η θειά απόθανε κι απόμεινε πιά μόνος,
η Αννεζούλα έσπευσε να μοιραστεί ο πόνος.
Τον στήριξε, τα λέγανε, βρήκανε πως ταιριάζουν
μαζί να φτιάχνουν κόλλυβα, μαζί να τα μοιράζουν,
σε αγρυπνίες, συλλείτουργα, αχώριστοι οι δυό τους
πριν φιληθούνε, κάνανε τρείς φορές το σταυρό τους,
το γάμο τους ευλόγησαν τέσσερις Δεσποτάδες
κι ο έρωτας  φτερούγιζε πάνω από τις λαμπάδες….
Ο κυρ Αργύρης ήτανε στραβόξυλο από κούνια,
μα την Καλλιόπη αγάπησε, σφοδρά, μέχρι τα μπούνια,
αυτή δεν τον καλόβλεπε , είχε κακοπεράσει,
μικρή-μικρή παντρεύτηκε  και πήρε ένα κουμάσι,
δεν ήταν από έρωτα, μα από προξενιό
της τον φορτώσαν βιαστικά, έτσι με το στανιό.
H οικογένεια φτωχή, κι οι πέντε της οι κόρες,
για βάρη λογαριάζονταν, για φύρα και για μπόρες.
Μονάχη δούλεψε σκληρά γι αυτή και τα παιδιά της,
αυτός  εξαφανίστηκε κι έφυγε από κοντά της,
αφού τους χόρτασε βρισιές, μεθύσια και απάτες
φόρτωσε και τα  χρέη του  στις έρμες της τις πλάτες.
Τώρα πιά στα εξήντα δυό, που είχε ηρεμίσει
του έρωτα προέκυψε να΄ρθεί να τη γνωρίσει,
και στον Αργύρη τράβηξε μια σαϊτιά γενναία
την πίεση του ανέβασε εις το δεκαεννέα !!!
Δεν κάτεχε απο έρωτες η έρμη η Καλλιόπη,
στο ισόγειο διαμέρισμα στεγάζονταν οι κόποι,
μιάς ζωής  που έζησε, με όπλο μία βελόνα,
δυό μάτια αχνογάλαζα στου βίου τον αγώνα…
Ο κυρ Αργύρης ήτανε μονόχνωτος, γκρινιάρης,
όλα πάντα του φταίγανε, ήταν και πεισματάρης,
όμως τελείως τον άλλαξε του έρωτα το βέλος,
τον έκανε μειλίχιο και έβαλε ένα τέλος
σε μια άχαρη  ζωή,  μες την μεμψιμοιρία,
άρχισε να χαμογελά, και βρήκε ευκαιρία
να ομιλήσει ευθαρσώς με γλύκα στην Καλλιόπη :
«Σας εκτιμώ κυρία μου, μ΄έχετε συγκινήσει,
μου ράψατε τα σώβρακα που είχανε ξεφτίσει,
μου ράψατε όλα τα κουμπιά, μ ΄εχετε υποχρεώσει
τι θα μπορούσε άραγε να σας το ξεπληρώσει;»
Να μην σας τα πολυλογώ, αρχίσανε τα δώρα
τα κοπλιμέντα, οι έξοδοι…τι θέλει τούτος τώρα;
Τη στρίμωξαν και τα παιδιά, ρε μάνα είσαι νέα
εμείς πια μεγαλώσαμε, χρειάζεσαι παρέα,
αξίζεις ένα σύντροφο να νοιάζεται για σένα
όλα τα χρέη στη ζωή τα έχεις πληρωμένα.
Ταξίδεψαν, χαρήκανε γεράσανε οι δυό τους,
κι αν άργησε ο έρωτας, ήταν το ριζικό τους,
το θαύμα του το έκανε και με το παραπάνω
κι αν αρνηθώ το στοίχημα, στα σίγουρα το χάνω!
Και τώρα που το σκέφτομαι , η ιδέα με ταράζει
η μάνα μου τηλεφωνεί και σιγοκουβεντιάζει
και στο ΚΑΠΗ ολημερίς περνάει τον καιρό της,
στις εκδρομές πρώτη γραμμή …μωρέ μπα σε καλό της,
εκεί συχνάζουν γόητες της ίδιας ηλικίας
με πίεση, τρία μπάϊ πάς και με συχνοουρίας….
Ένας πολύ ευγενικός με μούσι και μουστάκι
συχνά πυκνά προσφέρεται, κερνάει λικεράκι
και ένας άλλος υψηλός , όλο περιποιήσεις
με μια ατάκα έξυπνη σ΄όλες τις συζητήσεις,
ένας πρώην δικαστικός, τους λέει ιστορίες,
και μαγεμένες τον ακούν με προσοχή οι κυρίες,
δεν έχω καμιά ένδειξη ή έστω υποψία,
όμως ψιλοπετάγομαι να κάνω….αυτοψία
γιατί προχτές μου φάνηκε, κάτι φτεροκοπούσε

και στο κατώφλι του ΚΑΠΗ ένα φτερό ακουμπούσε….


Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Πάτα εδώ για να μπεις και πάλι στην πρώτη ανάρτηση.


Δεν υπάρχουν σχόλια: