19.Απρόσμενα
Μιλούσες,
και με τα λόγια σου κεντούσες.
Και ξεδιπλώνονταν εικόνες ολοζώντανες.
Ήταν κι ο τόνος τής φωνής
και του προσώπου η θωριά.
Ήσουν τ’ αρχαίο κάλλος.
Της φαντασίας μου θεά,
στέκεις μπροστά μου αυθεντική
της Άνοιξης αλήθεια.
Ήρθες στο τέλος των στιγμών,
των γκρεμισμένων γεφυριών
και των κομμένων δρόμων.
Κι άλλαξες τόσο απρόσμενα
όλη την ύπαρξή μου.
Σε ποιον πηχτό μεσαίωνα
έζησα τόσα χρόνια;
Τώρα, μαζί σου ξεκινώ
την Αναγέννησή μου.
20.Αγάπη μόνο
Και αν άλλαξα,
ο κόσμος έμεινε ίδιος.
Και αν αλλάζω,
είναι γιατί με αναγκάζουν οι στιγμές μου.
Και αν θα αλλάξω,
είναι επειδή έχω ανάγκη να ταιριάξω.
Όχι στον κόσμο. Στα όνειρα μου.
Και αν άλλαξα,
οι άνθρωποι δεν το ένιωσαν.
Και αν αλλάζω,
οι φόβοι δεν τρομάζουν.
Και αν θα αλλάξω,
είναι επειδή την συνήθεια έτσι την ξορκίζεις.
Και αν άλλαξα,
οι νύχτες ίδιες έμειναν.
Και αν αλλάζω,
τα αστέρια ακόμα δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν τις ευχές μου.
Και αν θα αλλάξω,
είναι για να τους δείξω πως όσο και αν αλλάζει κανείς
όταν τον αγαπάς, η αγάπη δεν αλλάζει.
Και αν είναι να αλλάξει κάτι τελικά,
πλην εμού σε αυτή την πλάση,
Ας είναι η νοοτροπία μας.
Αγάπη μόνο.
Αγάπη μόνο.
21.Ψηλά τον ήλιο
Ο κυρ Αντώνης πάει καιρός
που ζούσε στην κοσμάρα του
του ήρθε η τρομάρα του
σκόρπισε ο καψερός
Φραγμό δεν είχε ηθικό
θα τον πονάει ίσως
πολέμησε με μίσος
ότι ήταν λαϊκό
Τον νέο δεν συγχάρηκε.
Λύγισε η καρδιά του;
ή η σκατοψυχιά του
είναι που δεν τον άφηκε;
Απλώθηκε η μαυρίλα
έγινε τρίτο κόμμα
πόσοι κρετίνοι ακόμα
στηρίζουν τη σαπίλα!
Δε σκέφτονται τα εγκλήματα
δε νιώθουν ενοχές
μα πως με ιαχές
αλλάζουν τα συστήματα
Μέσα και τα ποτάμια
τα θέλουν όλα δικά τους
κρυφά τ’ αφεντικά τους
που απλώνουνε πλοκάμια
Ο Βάγγος μοιρολόγαγε
πως φταίει ο Γιωργάκης.
Και δεν σου φταίει ο Άκης
που χρόνια τσιμπολόγαγε;
Νοιάξου για τα ρεμάλια σου
ψεύτες και θεομπαίχτες
μη ψάχνεις αλλού φταίχτες
κοίτα τα μαύρα χάλια σου
Ο Φώτης έγινε μπουχός
ήρθε η Θεία Δίκη
γιατί ήταν δεκανίκι
στη διαπλοκή λαγός
Οι Έλληνες είπαν φωναχτά:
Όξω "νοικοκυραίοι"!
αυτοί είν’ αρουραίοι
που τρων τον μπεζαχτά
Τα ανθρωπάκια έφυγαν
από την εξουσία
μα άλλη είν’ η ουσία
η χώρα που την έσκυψαν
Στο διάολο εσείς που φταίξατε
στύψατε την Ελλάδα
την είδατε αγελάδα
και όλοι την αρμέξατε
Ώρα για να δουλέψουμε
για μια δίκαιη χώρα
αυτό που μένει τώρα
είναι να το πιστέψουμε
Ψηλά να την σηκώσουμε
όλοι μαζί αντάμα
μήπως γενεί το θάμα.
Χρέος; Να την ενώσουμε!
Χρέος; Να την ενώσουμε!
22.Δυσκολία προσαρμογής
Μερικές φορές σκέφτομαι
τι θα άλλαζε αν άλλαζα
κι άλλες αν θα έκανα τα ίδια
όμως φοβάμαι τις αλλαγές και το ξεκίνημα
όλα πάλι από το μηδέν
κι απ’ την αρχή να ξαναρχίζουν
δεν έχω ούτε την υπομονή να περιμένω
Καλύτερα λοιπόν να παραμείνουν όλα όπως είναι
γιατί ο χρόνος είναι σκληρός κι αμετανόητος
αδύνατο να τον προλάβεις
κι ας με τρομάζει η ανυπόφορη
συνήθεια των πραγμάτων
κι η κούραση μιας καθημερινής μονοτονίας
Πάντα με δυσκόλευε η προσπάθεια
κάθε νέας προσαρμογής.
23.Ο αλλαχτής Συλλέγω ρωγμές
του βάρβαρου κόσμου στιγμές
από το δημοκρατικό περιτύλιγμα γυμνές
Ψάχνω στα βράδια
ίχνη από σώματα άδεια
που κάνουν το πρωί του φιλόσοφου τη βάρδια
Συλλέγω ρωγμές
του βάρβαρου κόσμου στιγμές
από το πολιτισμένο περιτύλιγμα γυμνές
Ψάχνω στα ψηλά
μοντέλα απατηλά
π' αγαπούν να σέρνουν και να σέρνονται στα χαμηλά
Συλλέγω ρωγμές
του βάρβαρου κόσμου στιγμές
για να τις δείτε από το περιτύλιγμα γυμνές
Στιγμή τη στιγμή
στεριώνω την αλλαγή
Ρωγμή τη ρωγμή
θα φέρω την αλλαγή
Δεν είμαι συλλέκτης ιδεών και θεωρημάτων
είμαι ο αλλαχτής του κόσμου, της ζωής, των πάντων.
24. Μια καινούρια Γη!
Είναι ξεκίνημα, είναι αλλαγή
κάθε ξημέρωμα, μια καινούρια Γη!
Δεν είναι πόλεμος, είναι γιορτή
κάθε τραγούδι της, μια καινούρια Γη!
Είν' επικίνδυνη και τολμηρή
κάθε της δίλημμα, μια καινούρια Γη!
Δεν είν' ευθεία, είναι στροφή
κάθε της γύρισμα, μια καινούρια Γη!
Είναι ταχύτητα, είναι κραυγή
κάθε λαχάνιασμα, μια καινούρια Γη!
Δεν είν' αγάπη, είναι ηδονή
κάθε της άγγιγμα, μια καινούρια Γη!
Είναι χορεύτρια και καλλονή
κάθε της λίκνισμα, μια καινούρια Γη!
Δε νιώθει φόβο, μα ούτε οργή
πλάθει στα χέρια της μια καινούρια Γη!
Είναι των εποχών η αλλαγή
η κάθε άνοιξη, μια καινούρια Γη!
25.Ο ύμνος του μπίζνεσμαν
Συμβούλιο κι απόψε θα μου πεις
με ξένους εκπροσώπους συζητήσεις
να μη σε περιμένω πριν τις τρεις
θα είσαι ένα πτώμα όταν γυρίσεις.
Να μη σ’ αναζητώ στο κινητό
μηνύματα ν’ ακούς δεν προλαβαίνεις.
Γιατί τη γραμματέα σου ενοχλώ;
συνέχεια δεν το καταλαβαίνεις.
Να μην σ’ υπολογίζω για φαϊ
ταξίδι στην Ευρώπη ετοιμάζεις
κουβέντα για το σεξ μην ακουστεί
η πτώση μετοχών σ’ επηρεάζει.
Να μην προγραμματίζω διακοπές
συνέδριο θα έχεις στην Ασία
να μη σου μεταφέρω ενοχές
που σ’ έχουν τα παιδιά στη φαντασία.
Να μην ξεχάσεις κάποτε να βρεις
κουράγιο τον καθρέφτη ν’ αντικρίσεις
να μην τρομάξεις όταν θα το δεις
το τέρας που προσμένει να το φτύσεις.
Σηκώνουμε την άγκυρα κι αλλάζουμε ζωή
Κι εγώ που χρόνια αγαπούσα ένα λιμάνι
σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «μη» βάζω ένα Χ
στη σχέση εξ αποστάσεως, ένα «Φτάνει»!
Φιλάκια και να μην ανησυχείς
δεν σ’ είχαμε γι αυτό και δεν μας λείπεις.
Να μην ξεχάσεις πριν να κοιμηθείς
Την πόρτα των ονείρων σου να κλείσεις.
26.Ελπίδα Φλόγα Ανήλεη
Στυλώνομαι κι αναθαρρεύω
ξεκορμίζω απ’ την γης που με κρατεί
σαν σκούληκας να σέρνομαι
λαγούμια στα σπλάχνα της ν’ ανοίγω
Κι εσύ νύχτα αδελφή μου
ως τον λόγο μου να αποσώσω
τον Ήλιο σφιχταγκάλιασε στον κόρφο σου
με τ’ άστρα σου ξεγέλα τον
κι από τα σκοτεινά τα στήθια σου
γάλα της λησμονιάς δως του να βυζάξει
Τα πόδια του Κύρη μου φιλώ
και στις βασανισμένες χούφτες του
τις μύριες σκέψεις μου απιθώνω
Κοιτώ δεξιά, κοιτώ ζερβά
κι ειν’ των προγόνων μου οι σκιές
που στους γερτούς του ώμους παραστέκουν
Τα χέρια, τα λυγισμένα γόνατα
τα θολωμένα σωθικά μου
τα νοιώθω ν’ αντρειεύουν
Περιφρονώ Σε Θάνατε γελώ και κράζω
Κόπιασε Φίλε Θάνατε, κόπιασε φόβε
Άνθρωπος είμαι σάρκα αδύναμη
καίγομαι και σπαρταρώ μα είμαι
πνεύμα περήφανο σπόρος του Κύρη μου
που τα χει μοιρασμένα
με καλοφροντισμένη τάξη
κι ας βάλθηκε το γένος
του άρπαγα τ’ ανθρώπου
ν ανασκαλεύει διαγουμίζοντας
την ισορροπία της γης
Κόπιασε Φίλε Θάνατε, κόπιασε φόβε
Ελπίδα βάφτισα της αλλαγής τον σπόρο
Άγριο σπουργίτι πεινασμένο η ψυχή μου
γεμάτη πάθη κι ονείρατα αχόρταγα
κι ώσπου το ξημέρωμα να ‘ρθει
Αγώνα κι Ελπίδα του δίνω να χορτάσει_
η κάθε άνοιξη, μια καινούρια Γη!
25.Ο ύμνος του μπίζνεσμαν
Συμβούλιο κι απόψε θα μου πεις
με ξένους εκπροσώπους συζητήσεις
να μη σε περιμένω πριν τις τρεις
θα είσαι ένα πτώμα όταν γυρίσεις.
Να μη σ’ αναζητώ στο κινητό
μηνύματα ν’ ακούς δεν προλαβαίνεις.
Γιατί τη γραμματέα σου ενοχλώ;
συνέχεια δεν το καταλαβαίνεις.
Να μην σ’ υπολογίζω για φαϊ
ταξίδι στην Ευρώπη ετοιμάζεις
κουβέντα για το σεξ μην ακουστεί
η πτώση μετοχών σ’ επηρεάζει.
Να μην προγραμματίζω διακοπές
συνέδριο θα έχεις στην Ασία
να μη σου μεταφέρω ενοχές
που σ’ έχουν τα παιδιά στη φαντασία.
Να μην ξεχάσεις κάποτε να βρεις
κουράγιο τον καθρέφτη ν’ αντικρίσεις
να μην τρομάξεις όταν θα το δεις
το τέρας που προσμένει να το φτύσεις.
Σηκώνουμε την άγκυρα κι αλλάζουμε ζωή
Κι εγώ που χρόνια αγαπούσα ένα λιμάνι
σ’ όλα τα «πρέπει» και τα «μη» βάζω ένα Χ
στη σχέση εξ αποστάσεως, ένα «Φτάνει»!
Φιλάκια και να μην ανησυχείς
δεν σ’ είχαμε γι αυτό και δεν μας λείπεις.
Να μην ξεχάσεις πριν να κοιμηθείς
Την πόρτα των ονείρων σου να κλείσεις.
26.Ελπίδα Φλόγα Ανήλεη
Στυλώνομαι κι αναθαρρεύω
ξεκορμίζω απ’ την γης που με κρατεί
σαν σκούληκας να σέρνομαι
λαγούμια στα σπλάχνα της ν’ ανοίγω
Κι εσύ νύχτα αδελφή μου
ως τον λόγο μου να αποσώσω
τον Ήλιο σφιχταγκάλιασε στον κόρφο σου
με τ’ άστρα σου ξεγέλα τον
κι από τα σκοτεινά τα στήθια σου
γάλα της λησμονιάς δως του να βυζάξει
Τα πόδια του Κύρη μου φιλώ
και στις βασανισμένες χούφτες του
τις μύριες σκέψεις μου απιθώνω
Κοιτώ δεξιά, κοιτώ ζερβά
κι ειν’ των προγόνων μου οι σκιές
που στους γερτούς του ώμους παραστέκουν
Τα χέρια, τα λυγισμένα γόνατα
τα θολωμένα σωθικά μου
τα νοιώθω ν’ αντρειεύουν
Περιφρονώ Σε Θάνατε γελώ και κράζω
Κόπιασε Φίλε Θάνατε, κόπιασε φόβε
Άνθρωπος είμαι σάρκα αδύναμη
καίγομαι και σπαρταρώ μα είμαι
πνεύμα περήφανο σπόρος του Κύρη μου
που τα χει μοιρασμένα
με καλοφροντισμένη τάξη
κι ας βάλθηκε το γένος
του άρπαγα τ’ ανθρώπου
ν ανασκαλεύει διαγουμίζοντας
την ισορροπία της γης
Κόπιασε Φίλε Θάνατε, κόπιασε φόβε
Ελπίδα βάφτισα της αλλαγής τον σπόρο
Άγριο σπουργίτι πεινασμένο η ψυχή μου
γεμάτη πάθη κι ονείρατα αχόρταγα
κι ώσπου το ξημέρωμα να ‘ρθει
Αγώνα κι Ελπίδα του δίνω να χορτάσει_
27. Περί αλλαγών
Ωραίο πράγμα η αλλαγή που έρχεται εκ των έσω!
Με σκέψη, μ’ αυτοκριτική ανοίγει νέους ορίζοντες,
έτσι καλύτερος να γίνεσαι με τα χρόνια…
Μα αλίμονο στις αλλαγές με βία που επιβάλλονται
και να προσαρμοστείς ζητούν για να επιβιώσεις.
Άλλος να γίνεις, ν’ αρνηθείς αρχές, αξίες, τρόπους,
για να κερδίσεις έπαινο ή αγάπη ή φιλία ή χρήμα και οφίτσια…
Μα προς Θεού! να μη σκεφτείς να τις αμφισβητήσεις
γιατί παρίας θα βρεθείς, μόνος και πεινασμένος.
Δύσκολο να διακρίνεις,
Όταν κοιτάς το είδωλό σου στον καθρέφτη,
αυτό που βλέπεις είσαι εσύ ή αυτό που οι άλλοι θέλουν;
Και ποιο απ’ τα δυο αντέχεις;
(Να απαντήσεις μη βιαστείς…στο βάθος ίσως να εκπλαγείς!)
28.Ανάσα επιστροφής
Ζητιάνεψα στιγμές του χθες
τις ορφανές μου ώρες από σένα, να γεμίσω
τις παραισθήσεις μου ν’ αλλάξω με ωδές
το μορφασμό τσ’ απελπισιάς να λοιδορήσω.
Μα η νύχτα είναι ασάλευτη
παγιδευμένη στη σιωπή
που η μορφή σου έχει αφήσει
αθέατος ο πόνος στην ψυχή
από τις καπνισμένες μνήμες
που ο χρόνος ψηλαφίζει
τραυματισμένα σ' αγαπώ κι αισθήματα
αταίριαστα ντυμένα,
σε μια αλλαγή ζωής που κουβαλώ
αγιάτρευτα μοναχική και ξένη.
Πάθη κι αγάπη που αφήσαμε στη μοίρα
υποταγμένα στη φλέβα του “εγώ”
κι η νιότη μας, απείθαρχο ταξίδι
τις φλογισμένες διαδρομές, αναπολώ
που απόψε δραπετεύω,
γιατί, κοντά σου
μια ανάσα επιστροφής γυρεύω.
29.Θηρίο
Η απόφαση έπεσε σαν τη νύχτα.
Πύκνωνε έξω το σκοτάδι,
στέρευε μέσα της το φως.
Τις σάρκες της με μανία ξέσχιζε
και βορά στα αστέρια τις πετούσε.
Σπαρακτικά ούρλιαζε
στον αφέγγαρο ουρανό.
Πολύ πονούσε η αλλαγή.
Κι όλη νύχτα άλλαζε...
Το χάραμα ήταν έτοιμη.
Αλαφιασμένη η αυγή,
για πάντα την προσπέρασε.
Κι έτσι αποκομμένη,
φυλακισμένη στο έρεβος,
θηρίο έγινε.
Βρυχήθηκε δυνατά
κι όταν έσπασε ο καθρέπτης
φόρεσε τη μάσκα της
και βγήκε για κυνήγι.
30.Αντ-αλλαγή
Η ανάσα της φάλαινας
ακουγόταν σαν την
βουτιά της πλώρης
σε φουσκοθαλασσιά.
Τα χελιδονόψαρα πετούσαν
στην κουβέρτα ξεψυχούσαν.
τα δελφίνια τούμπες κάναν,
απ' την πλώρη μας περνούσαν.
Η άχνη της αρμύρας
στα χείλη μου επάνω.
Ο γαλάζιος ορίζοντας
μου χάριζε τον ήλιο.
Η αγκαλιά των λιμανιών
κοπέλες της μιας νύχτας.
Τα απόνερα της προπέλας
έγραφαν τα πλάτη και τα μήκη.
Οι πολύχρωμες παντιέρες
τις ανθρώπινες κουλτούρες.
Η σφυρίχτρα εν πλω
το καρδιοχτύπι του πούσι.
Η γαλακτώδης θάλασσα
το φόβο της φουρτούνας.
Το καμπανάκι
της σκάντζας βάρδιας
ναυτική αδελφοσύνη.
Μέσα σε αυτά μεγάλωσα,
από παιδί έγινα άνδρας.
όλα αυτά τ' αντάλλαξα
για το φιλί μιας γυναίκας.
28.Ανάσα επιστροφής
Ζητιάνεψα στιγμές του χθες
τις ορφανές μου ώρες από σένα, να γεμίσω
τις παραισθήσεις μου ν’ αλλάξω με ωδές
το μορφασμό τσ’ απελπισιάς να λοιδορήσω.
Μα η νύχτα είναι ασάλευτη
παγιδευμένη στη σιωπή
που η μορφή σου έχει αφήσει
αθέατος ο πόνος στην ψυχή
από τις καπνισμένες μνήμες
που ο χρόνος ψηλαφίζει
τραυματισμένα σ' αγαπώ κι αισθήματα
αταίριαστα ντυμένα,
σε μια αλλαγή ζωής που κουβαλώ
αγιάτρευτα μοναχική και ξένη.
Πάθη κι αγάπη που αφήσαμε στη μοίρα
υποταγμένα στη φλέβα του “εγώ”
κι η νιότη μας, απείθαρχο ταξίδι
τις φλογισμένες διαδρομές, αναπολώ
που απόψε δραπετεύω,
γιατί, κοντά σου
μια ανάσα επιστροφής γυρεύω.
29.Θηρίο
Η απόφαση έπεσε σαν τη νύχτα.
Πύκνωνε έξω το σκοτάδι,
στέρευε μέσα της το φως.
Τις σάρκες της με μανία ξέσχιζε
και βορά στα αστέρια τις πετούσε.
Σπαρακτικά ούρλιαζε
στον αφέγγαρο ουρανό.
Πολύ πονούσε η αλλαγή.
Κι όλη νύχτα άλλαζε...
Το χάραμα ήταν έτοιμη.
Αλαφιασμένη η αυγή,
για πάντα την προσπέρασε.
Κι έτσι αποκομμένη,
φυλακισμένη στο έρεβος,
θηρίο έγινε.
Βρυχήθηκε δυνατά
κι όταν έσπασε ο καθρέπτης
φόρεσε τη μάσκα της
και βγήκε για κυνήγι.
30.Αντ-αλλαγή
Η ανάσα της φάλαινας
ακουγόταν σαν την
βουτιά της πλώρης
σε φουσκοθαλασσιά.
Τα χελιδονόψαρα πετούσαν
στην κουβέρτα ξεψυχούσαν.
τα δελφίνια τούμπες κάναν,
απ' την πλώρη μας περνούσαν.
Η άχνη της αρμύρας
στα χείλη μου επάνω.
Ο γαλάζιος ορίζοντας
μου χάριζε τον ήλιο.
Η αγκαλιά των λιμανιών
κοπέλες της μιας νύχτας.
Τα απόνερα της προπέλας
έγραφαν τα πλάτη και τα μήκη.
Οι πολύχρωμες παντιέρες
τις ανθρώπινες κουλτούρες.
Η σφυρίχτρα εν πλω
το καρδιοχτύπι του πούσι.
Η γαλακτώδης θάλασσα
το φόβο της φουρτούνας.
Το καμπανάκι
της σκάντζας βάρδιας
ναυτική αδελφοσύνη.
Μέσα σε αυτά μεγάλωσα,
από παιδί έγινα άνδρας.
όλα αυτά τ' αντάλλαξα
για το φιλί μιας γυναίκας.
Σε ευχαριστώ πολύ που έφθασες ως εδώ.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Διάβασε ξανά και ξανά αν χρειαστεί, πριν ψηφίσεις.
Πάτα εδώ και μπες στην ανάρτηση.