Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

12ο Συμπόσιο Ποίησης - Οι συμμετοχές, Μέρος 2ο




9. Η σοφία του Σοφού

Ικέτιδα σ' ένα όνειρό μου έγινα
και θέλησα αρχαία μυστικά να μάθω,
για τα ταξίδια των στοιχείων της ζωής
πως ξεκινούν, τι τελειωμό, και ποιο τάχα νόημα 
                                                             να έχουν.
Είναι ένας γρίφος τα ταξίδια τους αυτά
μου είπε ένας σοφός που άκουσε την ικεσία.
γιατί η φλόγα, το νερό, η γη κι ο άνεμος 
καλά κρατούν τα μυστικά τους,
βαθιά σε μια σπηλιά κρυμμένα.
Μα η ταξιδιάρα μου η καρδιά,
ήθελε οπωσδήποτε να μάθει,
και σαν τα ρώτησε τα τέσσερα στοιχειά
αυτά σιωπή ντυθήκανε και την κοιτάξανε με μια ματιά 
                                                              απορημένη.
Σε λίγο το βλέμμα τους μακριά αποτραβήξανε
κι ο άνεμος άρχισε να σιγοτραγουδάει
τότε η φωτιά στη μουσική ευθύς λικνίστηκε
σ' ένα χορό μυστήριο που μες το χρόνο παραπαίει.
Θύμωσε η γη και με οργή αμέσως σείστηκε
και τον θυμό της στο νερό ξεσπάει
κι αυτό που σε κύμα τεράστιο μεταμορφώθηκε
ότι δεν ήταν σταθερό, στο πέρασμά του παρασύρει.
Αίφνης θαρρείς πως και η σιωπή διαλύθηκε
η αναμπουμπούλα τώρα πήρε τη θέση της στον ύπνο
και ο γέρος με σοφία περισσή ψιθύρισε
λόγια σοφά και αδυσκόλευτα συνάμα.

Ξέχνα μου είπε κόρη μου της φύσης τα στοιχειά
και ψάξε της ψυχής να βρεις που οδηγούνε τα ταξίδια.









10.Ταξίδι ονειρεμένο

Έλα μωρό μου λατρεμένο
σ'ένα ταξίδι ονειρεμένο.

Με ταξιδιάρη την καρδιά μας
πλώρη τα όνειρα μας
θα αρμενίζουμε παρέα.
στα νησιά μας τα ωραία.

Το πέλαγος θα σχίσουμε
με ταξιδευτή τον έρωτα μας
μόνο εγώ και εσύ 
αγάπη μου,χρυσή!

Από τις Βόρειες Σποράδες
θα σε γυρίσω τις Κυκλάδες
και πορεία θα χαράξω
στην όμορφη την Νάξο!

Μπροστά στην Μεγαλόχαρη
την Παναγία της Τήνου
θα κάνω όρκο βαρύ
πάντα κοντά σου θα μείνω!

Και στην Εκατονταπυλιανή
της Πάρου,στο νησί
θα βάλουμε στεφάνι
γλυκιά μου αγαπημένη!

Και έπειτα το βραδάκι
εκεί πλάι στο κύμα
θα σε πάρω αγκαλιά
να σε γεμίσω με φιλιά!









11.Ταξιδευτές της ουτοπίας


Εγώ τα ταξίδια μου τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Σχεδίαζα το χαρτί
Με την τέχνη του σκιτσογράφου
Νεύματα παιδικά με το πενάκι
Του Μιρό δοσμένα σκάλιζα
Άγκυρες γλάροι σωσίβιες λέμβοι
Συρματόσκοινα
Κι εκείνοι οι ήλιοι που
Και μες στη νύχτα έλαμπαν σταθερά
Να φωτίζεται ο κόσμος
Με ολοφώτιστα όνειρα να ξαγρυπνά
Χώρο να μην βρίσκουν
Οι πικροί εφιάλτες μου
Ο τρελός με τις σκούνες
Που με φεγγαροαχτίδες γητεύει
Τις μικρές μου νησίδες
Και τα γαλάζια βραχονήσια σκυφτός να χαθεί

Ένα ταξίδι όλη η ζωή

Με τα κουρελάκια της γιαγιάς
Για άλμπουρα και πανιά
Να χαμογελούν στο απόρθητο κενό
Ελπιδοφόρα
Να στοιχίζονται οι στιγμές
Με τα φτερά
Της αέρινης πεταλούδας
Και να ελαφροπατούν στο φως πετρωμένες

Υγρό κι αέρας
Θάλασσα κι όστρια
Σε κύκλους τεμνόμενους απ' το εγγύς
Να λάμνουν αέναα

Μύθος το άγνωστο
Μου έπεμπαν οι μούσες
Μύθος το ταξίδι
Μου κέλευαν οι αστερισμοί
Όλα κοντά
Όλα τα σύνορα φευγαλέα
Μια μικρή αυλή κι ένα σοκάκι
Να παίζουν μπάλα οι αγύρτες χρόνοι
Το μόνο μέλημα
Αναχωρούσα
Καραβοκύρισσα του ονείρου
Ξεχορτάριαζα τις λίμνες της σκέψης
Κυματισμούς σχημάτιζα στις κρύες πηγές
Έτσι που το ταξίδι πνιγηρά να γίνεται ωραίο

Επιφάνεια και βυθός
Ουρανός και υπέδαφος
Στεφανωμένα με κισσούς
Πλεγμένα με νήματα φλεβικά
Στα άπειρα της ψυχής σημεία να εισχωρούν

Εγώ τα ταξίδια τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Αποδράσεις στης καρδιάς τους κολπίσκους
Βάφονταν τα δάκτυλα κόκκινα
Επαναστατούσε η φορά του θυμού
Ράμφιζε το κοτσύφι κι έφευγε
Κελαρύσματα παντού
Νερά πουλιά ηλιοβασιλέματα λυγαριές
Και γλυκά λυκαυγή
Άνοιγα φτερούγες λευκές
Χρυσά φορούσα σανδάλια
Κι ας έλειπε το ψωμί και το μαχαίρι
Απ' το τραπέζι
Φτάνει που περίσσευε το αλάτι στην κρούστα των βράχων
Το νέκταρ στου Απρίλη την κυψέλη
Εκεί ξεδιψούσα και δείπνιζα
Εκεί μεγάλωνα και μοιραζόμουν
Ψήλωνε ο κόσμος της παράγκας
Έτσι που ψηλώνει το μαντήλι χορεύοντας
Στους αποχωρισμούς

Ξένη και γνώριμη
Μακρινή και οικεία
Φίλιωνα με τα χνάρια των ελαφιών
Και σε δάση απάτητα έφερνα το όνομα μου
Ερατώ Ελένη Ελπινίκη Ευτυχία
Στο μέγιστο έψιλον συναντούσα
Της Ελλάδας την απεραντοσύνη
Τα μεγάλα υπογάστρια της μικρής μου υφηλίου ψηλάφιζα

Μεθούσαν οι οπλές των αλόγων
Σαν που μεθάει η σκιά της σημαίας
Στη γαλάζια επιδερμίδα του νερού
Μεθούσα κι εγώ σαν μέδουσα
Σε ερυθρόμορφα αγγεία
Προϊστορική γινόμουν θεά
Και σ' έπαιρνα μαζί μου
Αθάνατος να ζεις στα υπέρθυρα της χαρμολύπης

Συγγένεψε με της ανάσας την πλώρη
Κι έλα μαζί μου ταξιδευτής της ραψωδίας μου!







12.Μ'ένα σου βλέμμα ταξιδιάρικο

Μ'ένα σου βλέμμα ταξιδιάρικο
σαν ένα μικρό ψαροκάικο
σε γαλάζια πλέω νερά.
Ταξιδεύτρια με τον νου,την ψυχή και έναν χάρτη
έχοντας ως αποσκευές τις ελπίδες στην αγάπη
γυρεύω ίσως στεριά.
Ανέμους δυνατούς και θύελλες
μπόρες ξαφνικές,εφήμερες
υπομένει γερά το μικρό καΐκι.
Και μ'ένα σου βλέμμα ταξιδιάρικο
για τον Ορίζοντα πέρα τον άπιαστο
συνεχίζεται το ταξίδι.
Προς τα βαθιά...










13.Φτερούγες

Το βλέμμα ακουμπάει σε μια γαλάζια κι ακύμαντη θάλασσα
Παρακολουθεί τα μικρά κύματα που ακουμπούν απαλά την ακρογιαλιά,
σαν να φοβούνται να μην ξυπνήσουν τα όνειρα από την χθεσινή βελούδινη νύχτα.
Ένας γλάρος πέρασε φτερουγίζοντας.
Ταξιδευτή ακούμπησα την σκέψη μου στα ανοιγμένα φτερά του.
Κι εκείνη έφυγε μαζί του στο βάθος του ορίζοντα να σε γυρέψει.
Εκεί που σμίγει ο ουρανός και η θάλασσα σφιχταγκαλισμένοι εραστές.
Κι έμεινα εγώ ακίνητη εκεί, στην άκρη της να νανουρίζω τα όνειρα 
να μην ξυπνήσουν από την χθεσινή βελούδινη νύχτα. 










14.Ταξιδευτής του Ονείρου

Τον αλεξίφθονο μανδύα 
της αθωότητάς του 
τυλιγμένος, 
Εξεκίνησεν· 
ο Ανεξίκακος 
Ταξιδευτής του Ονείρου!










15.Στο προσκεφάλι

Γιατί μάτια μου βιάζεσαι την πόρτα σου να κλείσεις
καθόλου δεν σε χάρηκα και θες να μου μισέψεις;
Μέρες γιορτής που έζησα απ’ όταν είδες ήλιο
μην τις στερείς στη μάνα σου που φυλαχτό της σ’ έχει

Σε κράτησα στην αγκαλιά σε βύζαξα αγάπη
σε φίλεψα δάκρυ χαράς, λύπης για σε δεν είχα.
Τ’ άσπαρτο κεφαλάκι σου όπου δεν έχει στάχυα
βάστηξα στα δυό μου χέρια σαν εκκλησιάς καντήλι

Τα άστρα σε ζηλέψανε που είχες ξεχωρίσει
να πας κοντά τους λαχταρούν, σε ικετεύω, όχι.
Εσύ κάνεις τον πόλεμο κι εγώ γεμίζω τ’ όπλο
θ’ ανέβουμε στο ύψωμα, τσάκισε τον εχθρό σου

Μείνε κοντά μου, σώσε με, φύσηξέ με στο στόμα
δωσ’ μου ανάσα λύτρωσης πριν στο βυθό κατέβω.
Σαν μου πονάει η ψυχή κι αναπαμό δε βρίσκει
μόνο εσύ σταυραετέ κρατάς το γιατρικό της

Σκίσε το εισιτήριο ταξίδι δεν θα κάμεις
και πες στους άλλους άγγελους να μη σε περιμένουν.
Θεέ σπλαχνίσου τον βλαστό άσε να τον ποτίσω
σαν βγάλει ρίζες και κλωνιά τότε καν’τον δικόν σου









16.Του χρόνου φτερουγίσματα

Στα χέρια μου κρατώ του χρόνου φτερουγίσματα.

 Όνειρα, νοιάξιμο, αισθήματα, σκέψεις, χαρά και πόνο,
όλα γραμμένα τ' άφησες γιαγιά αγαπημένη.
Με το μελάνι της ψυχής  ζωντάνεψες την κάθε σου τη λέξη.
Τα πλαγιαστά σου γράμματα, το κόμμα, οι τελείες,
λουλούδια που ζωγράφισες μουντζούρες να καλύψεις,
μείναν στο χρόνο αγέραστα στα κίτρινα πια φύλλα.
Το χτυποκάρδι του έρωτα ηχεί σε κάθε σου αράδα,
τα δάκρυα που στάλαξαν σφράγισαν τις σελίδες.
Το πρώτο σου φιλί, τα φλογισμένα μάγουλα,
 η ανάσα του ανέμου που τα δέντρα κάνει να ριγούν
όταν υπόσχεση ζωής ορκίστηκε ο καλός σου,
τα σώματα σαν έσμιξαν στου έρωτα τη ζάλη,
 ο πόνος του  αποχωρισμού μεσ' του πολέμου την αντάρα,
μα κι η ανείπωτη χαρά απ' την επιστροφή του,
 χάρισμα έγιναν στου χρόνου το σεντούκι.
Το κάθε βήμα σου ταξίδι ζωής το βάπτισες
κι εγώ ταξιδευτής, μ' αποσκευές δικές σου αναμνήσεις,
πνοές ζωής αφουγκράζομαι και γεύομαι μαζί σου.
Παιδιά, έγνοιας ανάσα και όνειρα,
εκεί μπροστά μου ζωντανεύουν,
οικεία μορφή από το χθες, γιαγιά αγαπημένη.
Στήνουν χορό οι λέξεις σου, στο θρόισμα της κάθε σου σελίδας
φωνάζουν την αγάπη που σημάδεψε την ρότα της ζωής σου.
Εκεί στο θρόνο της καρδιάς, στη θέση που της πρέπει,
η αγάπη διαφέντευε τη ζήση σου με εκείνον,
τη ζήση σας με τα παιδιά, του έρωτα ποιήματα,
 που είχαν την τύχη να γευτούν το τρυφερό σας χάδι.
Τον τρόπο που εχάραξες τη στράτα της ζωής σου, 
έκανες  φάρο κι οδηγό στο δρόμο της αγάπης. 
Αυτόν το φάρο ακολούθησα, καλύτερη να γίνω.










17.Σπόρος ονείρου

Ήσυχη που είναι η βραδιά, 
πως τρεμοπαίζουν τα άστρα!
Πόσο γλυκιά και η ευωδιά
του γιασεμιού στη γλάστρα!

Κι εμείς μικροί ταξιδευτές
μες στη μεγάλη νύχτα
μιας πικραλίδας τις ευχές
κρατάμε για πυξίδα

Να μην τελειώνει τίποτα
απ' όσα αγαπάμε
κι απ' όνειρα ανείπωτα
ταξίδια να αρχινάμε









18.Εξομολόγηση...

Πόσα κομμάτια μπορεί να γίνει η σιωπή;
Πόσες ελπίδες μπορεί να διαλύσει ο πόνος;
Πόσα αστέρια μπορεί να κρύψει η αυγή;
Πόσα γιατί γεννάει ο φθόνος;

Σήμερα αφέθηκα να περπατώ στα δάση της ψυχής.
Δύσκολος δρόμος, κοφτερές οι πέτρες και σκοντάφτω.
Σήμερα αφέθηκα να τριγυρνώ ολημερίς
στους σκοτεινούς λαβύρινθους για να υπάρχω...

Ταξίδια κάνω στου μυαλού τις διαδρομές
εκεί που ο χρόνος σταματάει
πόρτες που μένουν ανοιχτές
και μόνο το βήμα σου τις προσπερνάει

Τον κύκλο πώς θα αφήσω ανοιχτό
να μπεις στο κέντρο του και να χορέψεις
θρόνο σου φτιάχνω λαμπερό
και κάστρο απόρθητο για ν' αφεντέψεις.

Κι όταν μας βρούνε άσχημοι καιροί
ορθός εσύ πολεμιστή μου
στα χείλη μου προσκύνα τη ζωή
κι απάγκιο βρες μες την ψυχή μου.










19.Το κουπάκι

" βλέπω γράμμα και ταξίδι
και έναν όμορφο νέο  ,
διισταμένο να πλέει αγκαλιά με τον αέρα ..... "
Μέχρι εδώ πάει καλά
Το τραπέζι της αυλής να στρώσεις  !!!
Ανακαλώ !!
Μέχρι εδώ πήγε καλά ....








20.Ταξίδι στο κέντρο της νύχτας

Μια νύχτα που όλα απεργούν,
πλάι σε έναν άγνωστο άνθρωπο ή κόσμο.
Πλάι σε μια πόλη χωρίς φώτα,
ψάχνοντας μιαν αγάπη που ίσως να μην υπάρχει.
Αναμιγνύοντας τις μυρωδιές,
φτιάχνοντας κάθε στιγμή κάτι καινούριο.
Κάποιες φορές όμορφο και ελκυστικό,
άλλες αηδιαστικό και απόμακρο.
Ταξιδεύοντας με ιλιγγιώδεις ταχύτητες,
αμετακίνητοι όμως μες στο μυαλό μας, 
αναλωνόμαστε σε άσκοπες λύσεις.
Κύματα τα αμάξια, 
χωρίς να μπορούν να μας σκάσουν στα βράχια.
Να μας λιώσουν στην καυτή άσφαλτο.
Ακόμα και αυτό θα ήταν μια λύτρωση.
Ένας τέλος που θα μπορούσε να σημάνει μιαν αρχή.
Μια καταστροφή που δεν μπορούμε να δώσουμε.
Και έτσι συνεχίζουμε να αλλάζουμε,
χωρίς στην ουσία να βελτιωνόμαστε,
δίχως να φτιάχνουμε τίποτα,
κατάκοποι όμως να πέφτουμε στα κρεβάτια μας.
Σε ένα ανώφελο ταξίδι στο κέντρο της νύχτας.









21.Ταξιδιάρα καρδιά

Ονειρεύομαι
αλαργινά ταξίδια στη θάλασσα
στην αλμύρα, στον άνεμο, στο τραγούδι της γης
περιοδείες, ανάμεσα, στα πελαγίσια κρίνα της ζωής.

Ονειρεύομαι
σε μακρινούς προορισμούς να περπατήσω  
πέρα απ’ τη φουρκέτα της μόνωσης και του καημού
πάνω στο κύμα της ελπίδας να γλιστρήσω
ήλιους να φέρω, στους χλωμούς ορίζοντες του νου.

Ονειρεύομαι
ένα ουράνιο τόξο λύτρωσης
τα τείχη της απόγνωσης να γκρεμίσει
στο σταυροδρόμι, που η μοίρα έγραψε αλλιώς
το νήμα της ζωής να ταλαντεύει και να χαραμίζει
με ορφανές πληγές στις παλάμες της ψυχής.
κι η ανάγκη στοιχειωμένη να αιμορραγεί.

Ονειρεύομαι
σε μουσικά ακρογιάλια να χορέψω
κι η αυγή, αθόρυβα τη θλίψη ν’ αλαργέψει
την άγνοια του κόσμου να ανατρέψει
το δειλινό, γνώση και θέληση να τους φιλέψει.
τ’ αδιέξοδα κλουβιά να ξεκλειδώσει
και τ’ όνειρο αλώβητο πια, να ταξιδέψει.

Ονειρεύομαι
τους πράους φόβους μου να υποτάξω
σε μια ζωή που χρόνια τρεμοσβήνει
η λαχτάρα διψασμένη φωσφορίζει  
στην άμαξα ενός δότη να υπάρξω
με μια ένωση θεϊκή, να στάξει ζωή
φήμες του θρήνου, ανελέητα να πνίξω
το μοιρολόι στο λαιμό της μάνας
επί τέλους να σβήσω.

Ονειρεύομαι
μια ταξιδιάρα καρδιά,
να διορθώσει, τη μοίρα, και σ’ άλλο σώμα το μέλλον να δωρίσει
να χαράξει αόρατο χρόνο και το ταξίδι της ζωής, να συνεχίσει... 










Εδώ τελείωσαν 13 ακόμα συμμετοχές.
Στην επόμενη ανάρτηση θα βρεις τις υπόλοιπες 4 συμμετοχές.
Πάτα εδώ και μπες στην ανάρτηση.