11.Μητέρα μια Δευτέρα
Πρωί πρωί αξημέρωτα , η τσίμπλα μεσ'το μάτι
χτυπάει τόσο επίμονα, να σπάσω θέλω κάτι!
Σηκώνομαι μα στα τυφλά μισοκοιμάμαι ακόμη
και ο καθρέπτης μου μιλά: Που πας μ' αυτή τη κόμη;
Κλείνω τους συναγερμούς, ανοίγω τα παντζούρια
(τα κάνω και αντίστροφα όταν πάω με φούρια
τότε είναι που ξυπνώ για τα καλά η καημένη
και τη μουρμούρα πιάνουνε οι γείτονες μαζεμένοι!)
Σαν να μην ήμουνα εγώ πριν ώρα μόνο λίγη
που κάτω από τα νερά με πιάνανε τα ρίγη
ανοίγω μεσ΄τη τρελή χαρά τη πόρτα των παιδιών
κι αυτά γλυκά στον ύπνο τους να πίνουν και να τρών!
Ξυπνήστε αγοράκια μου, είναι μεγάλη μέρα!
η πρώτη , η μοναδική , λάθος τη λεν Δευτέρα!
Αφού πρώτη είναι στη σειρά μέσα στην εβδομάδα
μα τα παιδιά δε γέλασαν με τούτη τη κρυάδα.
Ο πρώτος ο ομορφονιός μήτε που ξεμυτίζει
στο όνειρο -λέει-μανούλα μου ωραία που μυρίζει!
Και ο μικρός μειλίχια μου χαμογελάει
τα μάτια κρατά κλειστά και σιγομουρμουράει.
Με τα πολλά γλυκόλογα και τις πολλές φοβέρες
ρουτίνα καθημερινή για όλες τις μητέρες
σηκώθηκαν τ' αστέρια μου , μου κάναν το χατήρι
κι απ΄το πολύ το κέφι μου, σπάω κάνα ποτήρι.
Μα ευτυχώς είναι κενό, γάλα δεν είχα βάλει
νέο αγώνα αρχινώ το πρωινό τους πάλι.
Βρε φάε παλικάρι μου , για να μεγαλώσεις
Στη μπάλα καλέ μου τη κλωτσιά που δύναμη να δώσεις;
Να είσαι έξυπνος πολύ , φάε μια κουταλίτσα
"Χόρτασα δε μπορώ, πονάει η κοιλίτσα!"
Τα παρατώ και αρχινώ το κολατσιό να κάνω
και να' το το χασμουρητό στο άλειμμα απάνω
Μαζί με τη φέτα του ψωμιού με το βιταμ αλείφω
αντίχειρα του αριστερού και ύστερα το γλύφω
Και δε προφταίνω στο κουτί το τοστ να του το βάλω
και μου ζητάει αλλαγή του κολατσιού με άλλο
"Μαμά μου θέλω λιχουδιά, θέλω μια γκοφρετίτσα
φετούλα με μερέντα, τόσο, να μια μπουκίτσα!"
Αφού τον έστειλα -ευτυχώς!- να φύγει στο σχολείο
με υποσχέσεις πως αύριο θα φάει φετούλες δύο
και παει κι ο μικρούλης μου που τρώει το πρωινό του
και κάνει το καθιερωμένο του ....λεπτό χοντρό του
με τη ψυχή στο στόμα η πόρτα να μη κλείσει
και τρέμω αν μείνουν σπίτι η μέρα πώς θα κυλίσει
μα τελικά προλάβαμε, σ' ευχαριστώ Θεέ μου
και τώρα η σειρά σου, σ'εσέ μιλώ εαυτέ μου
Το φρύδι σου κυρία μου κοντεύει να γίνει δάσος
και το μαλλί το ανάκατο σαν ξεχασμένο άλσος
Η ρίζα να μη τα πολυλογώ φτάνει ως το λαιμό
και είναι και ασπρόμαυρη, γονίδιο είναι αυτό;
Τα νύχια σου τα αλαβάστρινα , που τα παινεύαν όλοι
σαν σκουριασμένα δρέπανα, αλλάξανε οι ρόλοι!
Να' μαι, γυρνώ στο σπίτι μου αποφασισμένη
την έταξα τη μέρα μου, σ' εμένα αφιερωμένη
Μα ρίχνω γύρω μια ματιά, σκούπα πρέπει να βάλω
και τη μπουγάδα των παιδιών , τώρα το δίχως άλλο
αργότερα μου είπανε βροχές θα ρίξει πάλι
που να τ' απλώσω η καψερή, απλώστρα δεν έχω άλλη!
Και κάπως έτσι πέρασε η ώρα στο πι και φί
λίγες δουλειές, το φαγητό, βόλτα ιντερνετική
και έφυγε και πέταξε πάλι κι αυτή η Δευτέρα
Καθρέφτη μου μη με κοιτάς, θα' ρθει η δική σου μέρα!
Πρωί πρωί αξημέρωτα , η τσίμπλα μεσ'το μάτι
χτυπάει τόσο επίμονα, να σπάσω θέλω κάτι!
Σηκώνομαι μα στα τυφλά μισοκοιμάμαι ακόμη
και ο καθρέπτης μου μιλά: Που πας μ' αυτή τη κόμη;
Κλείνω τους συναγερμούς, ανοίγω τα παντζούρια
(τα κάνω και αντίστροφα όταν πάω με φούρια
τότε είναι που ξυπνώ για τα καλά η καημένη
και τη μουρμούρα πιάνουνε οι γείτονες μαζεμένοι!)
Σαν να μην ήμουνα εγώ πριν ώρα μόνο λίγη
που κάτω από τα νερά με πιάνανε τα ρίγη
ανοίγω μεσ΄τη τρελή χαρά τη πόρτα των παιδιών
κι αυτά γλυκά στον ύπνο τους να πίνουν και να τρών!
Ξυπνήστε αγοράκια μου, είναι μεγάλη μέρα!
η πρώτη , η μοναδική , λάθος τη λεν Δευτέρα!
Αφού πρώτη είναι στη σειρά μέσα στην εβδομάδα
μα τα παιδιά δε γέλασαν με τούτη τη κρυάδα.
Ο πρώτος ο ομορφονιός μήτε που ξεμυτίζει
στο όνειρο -λέει-μανούλα μου ωραία που μυρίζει!
Και ο μικρός μειλίχια μου χαμογελάει
τα μάτια κρατά κλειστά και σιγομουρμουράει.
Με τα πολλά γλυκόλογα και τις πολλές φοβέρες
ρουτίνα καθημερινή για όλες τις μητέρες
σηκώθηκαν τ' αστέρια μου , μου κάναν το χατήρι
κι απ΄το πολύ το κέφι μου, σπάω κάνα ποτήρι.
Μα ευτυχώς είναι κενό, γάλα δεν είχα βάλει
νέο αγώνα αρχινώ το πρωινό τους πάλι.
Βρε φάε παλικάρι μου , για να μεγαλώσεις
Στη μπάλα καλέ μου τη κλωτσιά που δύναμη να δώσεις;
Να είσαι έξυπνος πολύ , φάε μια κουταλίτσα
"Χόρτασα δε μπορώ, πονάει η κοιλίτσα!"
Τα παρατώ και αρχινώ το κολατσιό να κάνω
και να' το το χασμουρητό στο άλειμμα απάνω
Μαζί με τη φέτα του ψωμιού με το βιταμ αλείφω
αντίχειρα του αριστερού και ύστερα το γλύφω
Και δε προφταίνω στο κουτί το τοστ να του το βάλω
και μου ζητάει αλλαγή του κολατσιού με άλλο
"Μαμά μου θέλω λιχουδιά, θέλω μια γκοφρετίτσα
φετούλα με μερέντα, τόσο, να μια μπουκίτσα!"
Αφού τον έστειλα -ευτυχώς!- να φύγει στο σχολείο
με υποσχέσεις πως αύριο θα φάει φετούλες δύο
και παει κι ο μικρούλης μου που τρώει το πρωινό του
και κάνει το καθιερωμένο του ....λεπτό χοντρό του
με τη ψυχή στο στόμα η πόρτα να μη κλείσει
και τρέμω αν μείνουν σπίτι η μέρα πώς θα κυλίσει
μα τελικά προλάβαμε, σ' ευχαριστώ Θεέ μου
και τώρα η σειρά σου, σ'εσέ μιλώ εαυτέ μου
Το φρύδι σου κυρία μου κοντεύει να γίνει δάσος
και το μαλλί το ανάκατο σαν ξεχασμένο άλσος
Η ρίζα να μη τα πολυλογώ φτάνει ως το λαιμό
και είναι και ασπρόμαυρη, γονίδιο είναι αυτό;
Τα νύχια σου τα αλαβάστρινα , που τα παινεύαν όλοι
σαν σκουριασμένα δρέπανα, αλλάξανε οι ρόλοι!
Να' μαι, γυρνώ στο σπίτι μου αποφασισμένη
την έταξα τη μέρα μου, σ' εμένα αφιερωμένη
Μα ρίχνω γύρω μια ματιά, σκούπα πρέπει να βάλω
και τη μπουγάδα των παιδιών , τώρα το δίχως άλλο
αργότερα μου είπανε βροχές θα ρίξει πάλι
που να τ' απλώσω η καψερή, απλώστρα δεν έχω άλλη!
Και κάπως έτσι πέρασε η ώρα στο πι και φί
λίγες δουλειές, το φαγητό, βόλτα ιντερνετική
και έφυγε και πέταξε πάλι κι αυτή η Δευτέρα
Καθρέφτη μου μη με κοιτάς, θα' ρθει η δική σου μέρα!
12.Τι να ψηφίσω;
Τι να ψηφίσω;
Τον πρωθυπουργό
που την έφερε στον μακριά από 'δω
κι έταξε wi fi
στη γιαγιά που αρχινάει
απ' το νοσοκομείο
διαπραγματεύσεις με το θείο;
Κατάρ κι ελιές,
μάγουλα, προγούλια και κοιλιές,
κείνα τα μπερδέματα
που ρίχνουν κατάρες κι αναθέματα
στο κατεστημένο
που τους πάχαινε, το καημένο;
Το νέο με το τσαντάκι
το μπλοκάκι, το μαρκαδοράκι
που 'δωσε χεράκι
σε πόρνη, μέθυσο και τσιγγανάκι
και βάλε με το μυαλουδάκι
τι αρρώστιες κουβαλάει το ποταμάκι;
Τα παληκάρια
με τη μόρφωση απ' τα νταμάρια
με το άγριο βλέμμα
που λυσάνε για πιστόλια κι αίμα
να φοβάται η εγγονή
να τρώει και σπαράγγια και φακή;
Κείνα τα νέα τα παιδιά
με τα μπλουτζίν και τα πολλά μαλλιά
που πουλάνε εφημερίδες
και πέφτουν πάνω μου σαν τις ακρίδες
να ενισχύσω οικονομικά
το κόμμα, την οργάνωση, την εργατιά;
Τον τραγουδιστή
που έμαθε του λαού τη χαμηλή;
Τον ηθοποιό
να κάνει η τράπεζα το σπίτι μου κέντρο πολιτιστικό;
Τον αθλητή
να προπονήσει το λαό να ζει χωρίς φαΐ;
Θ' αράξω σπίτι, για να μιλήσω μ' ένα στίχο,
θα βάλω σκούπα, όπως διάβασα σ' έναν τοίχο...
13. Η πανέξυπνη Γορτύνια και ο οικονομικός μετανάστης
14. Εγώ, ο Εσύ
13. Η πανέξυπνη Γορτύνια και ο οικονομικός μετανάστης
Η νεόκτιστη κατοικία είχε ολοκληρωθεί και ο
κυρ Χρήστος ετοιμαζόταν μαζί με τη γυναίκα του να εγκατασταθούν μόνιμα στο
χωριό. Σε ένα μικρό οικισμό στους πρόποδες της Τσεμπερού μέσα στο πράσινο. Αρκετά
είχε δουλέψει στα Ναυπηγεία της Ελευσίνας. Δουλειά βαριά και ανθυγιεινή. Ηλικία
του κοντά στα εξήντα πέντε. Ζούσε με τη γυναίκα του την κ. Ελένη που είχε
βαλθεί κυριολεκτικά να μην ξεφύγει από τα «49» τα οποία υπερασπιζόταν και με γυναικεία
φιλαρέσκεια. Οι φιλοφρονήσεις του τύπου
πόσο ωραία είσαι και τι νέα που φαίνεσαι μπορεί να είναι κοινότυπες αλλά ήταν
καλοδεχούμενες.
Ο γιός τους,
παλικάρι μέχρι 30 χρόνων, με το πτυχίο του, το μεταπτυχιακό του, το μαλλί
καρφάκια και το όνειρό του, όπως το όνειρο όλων των Νεοελλήνων αυτής της
ηλικίας, να μεταναστεύσει στις αγορές της Ευρώπης. Σ αυτό η μαμά Ελένη διατηρεί
σοβαρές επιφυλάξεις. Δεν μπορεί να εννοήσει πως η άλλη χώρα θα υποδεχτεί με
ανοικτές τις αγκάλες τον κανακάρη της.
Η καταγωγή της κ.
Ελένης είναι από την Ευρωπαϊκή Γορτυνία.
Πανέξυπνη, δραστήρια, πολύπλευρη, πνευματώδης, διακατέχεται από την Γορτυνιακή
φιλοσοφία. Ποιος δεν έχει ακούσει για τους Γορτύνιους. Σοφά μυαλά, δαιμόνια.
Δεν λέω κάτι καινούργιο. Είναι
διαολεμένη φάρα. Στίβουνε τη πέτρα.
Αν οι Γορτύνιοι ήξεραν μπάνιο θα είχαν
κατακτήσει όλη τη γη,....λέει
εμφαντικά η λαϊκή θυμοσοφία, χωρίς αυτό να απέχει και πολλή από την
Ιστορική πραγματικότητα. Για τα υπόλοιπα βέβαια δεν τίθεται θέμα. Οι άνθρωποι
το έχουν αποδείξει γι αυτό και κομπορρημονούν πίσω από τις επιτυχίες τους.
Το κυριότερο, η
κυρία Ελένη είναι καταπληκτική νοικοκυρά. Άριστη μαγείρισσα, και στο σπίτι της
όλα αστράφτουν. Η χωροθέτηση του νοικοκυριού, και αυτό δική της υπόθεση. Ο
προσανατολισμός της κατοικίας, η μεγάλη υπήνεμη βεράντα, το γκαζόν, ο κήπος, τα
λουλούδια, μέχρι και την αυλόπορτα την είχε σχεδιάσει στο μυαλό της και την
επέβαλε έστω και αν ο μηχανικός διαφωνούσε με το ογκώδες του σχήματος.
Μία παλιά ερειπωμένη
αποθήκη που ήταν στον ακάλυπτο του οικοπέδου και τη χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοι
για να σταβλίζουν τα άλογα της χαλούσε την όλη εικόνα. Με τα πρώτα χρήματα που
θα έμεναν η απόφαση ήταν να κάνουν αναπαλαίωση του μικρού κτίσματος.
Ο μετανάστης,
Βαλκάνιος με καθιερωμένο στη πιάτσα το όνομα Βασίλης, οικοδόμος στο επάγγελμα,
ήταν γνωστός στην ευρύτερη περιοχή την οποία θεωρούσε κάτι σαν δικό του φέουδο.
Προτάθηκε να αναλάβει τις μικροεργασίες.
Την ώρα όμως του
ραντεβού ο κυρ- Χρήστος είχε σοβαρή απασχόληση. Προσπαθούσε να φτιάξει το
σύστημα άρδρευσης του μικρού του κήπου. Μπλεγμένος με λάστιχα βάνες, με σταγόνες και ότι άλλο έχει
η σύγχρονη τεχνολογία.
Η κυρία Ελένη
γνώστης του θέματος αναλαμβάνει να
ενημερώσει το Βασίλη για τις εργασίες που πρέπει να γίνουν.
- Θα γίνει αμμοβολή και αρμολόγημα της τοιχοποιίας…
- Εγώ….. λέει ο Βασίλης.
- Σενάζ πάνω από τα παράθυρα με υπέρθυρα γωνιόπετρες, αλλά και σενάζ
περιμετρικό στην απόληξη του τοίχου.
- Εγώ…κάπως αμήχανα ο Βασίλης, γιατί δεν μπορούσε να εκτιμήσει πως αυτά
θα συνδυαστούν.
- Αλλάζουμε το δάπεδο με νέο μπετόν και επίστρωση με κεραμικό πλακάκι…
- Εγώ,... ο Βασίλης που ξαναβρίσκεται στα λημέρια του.
- Ταβάνι ραμποτέ…
- Εγώ…
- Τζάκι με … και λοξή ματιά πλέον από τη Γορτύνια για να μελετήσει την
όλη αντίδραση του.
- Εγώ η απάντηση … πριν καν τελειώσει την φράση της.
- Στη παλιά βρύση στη πρόσοψη, θέλω να μπει καινούργια πέτρινη
γούρνα….. να φέρω το νερό, και με ένα φως να έχω ντεκόρ….
- Εγώ, ψέλλισε ο Βασίλης, και άρχισε να επεξηγεί στην άσχετη όπως
θεωρούσε νοικοκυρά πως θα φέρει το νερό και πως θα στηρίξει τον προβολέα.
Η Γορτύνια αρχίζει πλέον να βλέπει πιο καθαρά πως έχει η κατάσταση.
- Το θέλω με κρυφό φωτισμό…. του βάζει δύσκολα και τον στριμώχνει.
- Εγώ, και να δείτε που όλα θα λειτουργούν τέλεια,.... ετοιμόλογος και
καθησυχαστικός εκείνος.
Το ότι κάτι δεν πήγαινε καλά ήταν πλέον ορατό και φυσικά έπρεπε η κ.
Ελένη να το αναδείξει….
- Θέλω και ένα ευχέλαιο….
- Εγώ .... λέει μακρόσυρτα ο Βασίλης δίχως να δώσει περαιτέρω
εξηγήσεις.
Μη θέλοντας να τον προσβάλει η κ. Ελένη το προσπέρασε…….
Μάλλον καλύτερα τα πήγε ο Βασίλης με τον κυρ Χρήστο όταν άρχισε να
κάνει προμέτρηση και προϋπολογισμό του έργου στο μεγάλο υπαίθριο τραπέζι του
κήπου.
- τόσο επί τόσο ....συν και συν ....και συν,
- Επτακόσια το αρμολόγημα, εξακόσια η στέγη, πεντακόσια το δάπεδο… και
πάει λέγοντας.
Στο τέλος πριν
κλείσει η προσφορά θυμήθηκε και την επιθυμία της συζύγου που ήδη περιποιόταν τα
ουζάκια στη κουζίνα και τη ρώτησε βάζοντας δύναμη στη φωνή του.
- Κυρία, δεν μου είπατε το ευχέλαιο που το θέλετε ;……..
Πως να διανοηθεί ο
καψερός ότι υπάρχει οικοδομική εργασία (ευχέλαιο) την οποία και θα έχανε….. Από
την περιγραφή των ιδιοκτητών ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι θα
αντιλαμβανόταν περί τίνος πρόκειται. Το μεροκάματο έπρεπε να μην χαθεί. Η
οικογένειά του ήθελε φαγητό, ενοίκιο, σχολείο τα παιδιά, φροντιστήριο, κάρτα
παραμονής, ασφάλιση. Και αυτός ήθελε το βράδυ στο στέκι του, το καφενείο της
γειτονιάς, να πιεί μια μπύρα…. κοιτάζοντας την πόρτα μήπως φανεί…κάποια
καινούργια δουλειά…
Σήμερα ο Βασίλης
έχει φύγει για τη χώρα του. Δεν πρόλαβε να αποκτήσει την Ελληνική Ιθαγένεια που
το είχε όνειρο. Τα μνημόνια, η αναδουλειά στην οικοδομή, τον έστειλαν και πάλι
στη πατρίδα του.
Η κυρία Ελένη όμως
δεν τον ξέχασε. Πάντοτε έχει να λέει μια καλή κουβέντα για το Βασίλη.
-....καλό και
εργατικό παιδί... τίμιο...
Και δεν παύει να
εξιστορεί τα γεγονότα για το ευχέλαιο. Τις περισσότερες φορές για να τα ακούει
και ο «κανακάρης» της.....
14. Εγώ, ο Εσύ
Εμένα που με βλέπετε τώρα και αν δεν με βλέπετε φανταστείτε με , τέλος των απάντων κόντεψαν να με ξαναβαπτίσουνε εκεί μέσα , κόντεψα να ξεχάσω και εγώ το όνομα που μου έδωσε η νουνά μου .
Αγλαΐα με βάφτισαν καλέ , ε και η οικογένεια μου χαϊδευτικά με φώναζε Λουλέτα , εκεί μέσα όμως από τους προϊστάμενους μέχρι και τον κλητήρα τον Διαμαντή , το όφη τον κολοβό , τον άγευστο , τον άοσμο και όλα τα α τα στερητικά, Μαγκούφα με ανεβοκατέβαζαν η καλλίτερα Μγκουφα ,λες και το πρώτο α το έτρωγε η χασμωδία , πάντα πίσω από την πλάτη μου , καμιά φορά ο προσωπάρχης με αποκαλούσε με μεγαλοπρέπεια Εσυ !!!
Ναι κυρίες και κύριοι Εγώ ο Εσύ , γιατί ποιος τους έδωκε το δικαίωμα , τρία χρόνια μέρα νύχτα άλλαξα τέσσερα τμήματα , ότι μου εζήταγαν το έκανα δίχως βαρυγκώμια , και αυτοί αχάριστοι παιδάκι μου .
Ξεκίνησα από το τηλεφωνείο , δεν πρόλαβα να κλείσω τη δεύτερη εβδομάδα άρχισαν οι παρατηρήσεις «μην μασουλάς όταν σηκώνεις το τηλέφωνο », ε και πότε θα φάω εγώ , όλη μέρα κτύπαγαν τα τηλέφωνα , ούτε κέντρο διερχόμενων να ήταν και μαζί με αυτά κτύπαγε ταμπούρλο και το στομάχι μου , Μόλις έβαζα μια μπουκιά στον στόμα μου για την λιγούρα ξανά μανά τι να κάνω να το φτύνω κάθε φορά αμαρτία , ας περίμεναν στη άλλη γραμμή να αδειάσει ο στομας μου .
Στην συνέχεια πήγα πρωτόκολλο , εκεί την κυρία προϊσταμένη , την Μαρκέλλα , την ενοχλούσαν οι μυρωδιές από το σπιτικό φαγητό της μανούλας , δεν ήθελε να ομολογήσει πως ζήλευε τα σουτζουκάκια , την παστρουμαδοπιττα το στιφάδο και όλα τα πεσκέσια της μανούλας μου . Και από την άλλη η κακοήθεια της δεν είχε όρια έλεγε πως λάδωνα τα έγγραφα , τι περιμένεις από κοκκαλιάρη άνθρωπο , στεγνό και σταφιδιασμένο ,είχε δεν είχε με έδιωξε και έμεινα μονάχη με τα μαρούλια και τα βρασμένα μπρόκολα λες και το μπρόκολο δεν μυρίζει !!!!
Ξανά πίσω στο τρίτο όροφο , στην αρχειοθέτηση , εδώ έκατσα και το περισσότερο καιρό , ο Γιαννιός ο προϊστάμενος μου Άγιος άνθρωπος , το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η ομάδα του η Λάρισα και το ποδόσφαιρο , μοιραζόμαστε μαζί και το φαγητό της μανούλας και ήταν πάντα χαρούμενος , Το κακό το έστησαν αυτές οι γλωσσοκοπάνες από το λογιστήριο και το εμπορικό τμήμα « δεν βρίσκω αυτό , που είναι εκείνο το κλασέρ , που έβαλες το ντοσιέ με τα τιμολόγια από το 1000-1500» . Όπου θέλω τα έβαλα , εγώ κάνω αρχείο εδώ πέρα , καταργώ κλασέρ , συγχωνεύω αποδείξεις και παραγγελίες , στέλνω ανακύκλωση τα προηγούμενα χρόνια για να μην μου πιάνουν χώρο , σιγά και να μην κατέβω κάθε βδομαδα τρίτο υπόγειο στην αποθήκη με την υγρασία και τις σκόνες , να πηγαίνει , αυτός ο Διαμαντής , ο όφις ο κολοβός , αλλιώς με ένα « πήγαν ανακύκλωση » κανείς δεν τα ψάχνει !!!!!!
Λόγια στα λόγια , οργή στην οργή, μόλις γύρισα από τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο καλός μου ο Γιαννιός με έστειλε με πόνο ψυχής στο λογιστήριο όπου του είπαν ότι θα είμαι πιο χρήσιμη . Ας οψονται αυτές οι κοκκωνες , τα ορθοκλωσια !!!!
Και έμεινα μέχρι και χθες στο λογιστήριο , καλός και ο Δημήτρης ο καινούριος μου προϊστάμενος , ευγενικός ,με χαιρεταγε , τον χαιρεταγα , δεν είχαμε πολλά πολλά , απλά του πήγαινα τις επιταγές που μου έδινε η Φλώρα για υπογραφή και μέχρι εκεί .
Χθες Τετάρτη ήταν η μέρα που δίναμε επιταγές στα συνεργεία και τους προμηθευτές , εγώ είχα προετοιμαστεί κατάλληλα και ξεκίνησε κανονικά η διαδικασία κατά τις δέκα Γύρω στις δώδεκα , πλακώνει , ένας μυστήριος από αυτούς τους δήθεν των Δ Π με το λιγδωμένο μαλλί , το θολό το μάτι και τα δαχτυλίδια , «το όνομα σας » του λέω ευγενικά αν και τον ήξερα , τον είχα εξυπηρετήσει και άλλη φορά , σημειώνω το όνομα , τον βάζω να υπογράψει την παραλαβή και πάω να του δώσω την επιταγή, « πόσα είναι κοπέλα » του λέω το ποσό , σκυλιάζει , « εμένα μου είχατε πει τα διπλά , με κοροϊδεύεται » « δεν ξέρω κύριε , ο προϊστάμενος αποφάσισε τόσα » , το θέμα ήταν πως τραβαγε αυτός την επιταγή με το χέρι του , την κραταγα εγώ με το δικό μου να την πάρω πίσω αφού δεν την ήθελε , είχα τρομοκρατηθεί κιόλας με τις αγριοφωνάρες του , δεν ήθελα να την σκίσουμε και έτσι αποφάσισα και του έκοψα μια δαγκωνιά στο χέρι για να την αφήσει .
Εκεί ήταν που έγινε ο χαμός , να φωνάζει αυτός , να σκούζει « Με δάγκωσε , το χέρι μου , θα σας πάω όλους φυλακή , θα σε λιανίσω , θα σε χώσω στα τασάκια » , πανικός στο λογιστήριο , βγαίνει έξω ο προϊστάμενος έξαλλος « τι συνέβη εδώ ρε παιδιά » και πετάγεται ο Διαμαντής , που όποια πέτρα και να σηκώσεις είναι αποκάτω « η Μαγκούφα δάγκωσε τον προμηθευτή » . Γύρισε τότε ο προϊστάμενος α' και μου λέει « Τα πράγματα σου και φεύγεις τώρα όπως είσαι , έλα αύριο για την απόλυση » . Τα μάζεψα και έφυγα και οι άλλοι χασκογελούσαν από πίσω , στεναχωρήθηκα όμως που δεν με άφησε να του εξηγήσω , δεν ήταν σωστή η συμπεριφορά του .
Τώρα , πάω πρώτα ένα κομμωτήριο να κρεπάρω λίγο την ρίζα , δεν θα τους κάνω την χάρη να πάω σαν κακομοίρα για να με απολύσουν , και τελικά μεταξύ μας το μόνο που δεν κατάλαβα στην όλη διαδικασία είναι αυτό που είπε ο προμηθευτής για τα τασάκια !!!
15.Boris ..galo
Από μικρός είχε ένα όνειρο. Ήθελε να γίνει χορευτής μπαλέτου. Να χορέψει μια μέρα στο θέατρο Μπολσόϊ. Αλλά την εποχή εκείνη κυβερνούσαν κάτι αγροίκοι τύποι με τσιγκελωτά μουστάκια. Σκέφτηκε, λοιπόν, ν' αλλάξει το όνομα του, για να μην παραπέμπει στον grandfeader, κι αντί για το Μπολσόϊ καταλήξει σε καμιά ορεινή κατασκήνωση, και το 'κανε Doris. Ο τόνος στο "i" παρακαλώ, για να φέρνει λίγο προς Γαλλία μεριά, ήταν επιθυμία της
κουλτουριάρας της νόνας του, αν κι αυτός ήθελε τον τόνο στο "ο", για να μοιάζει λιγουλάκι γνήσιο.
Εντωμεταξύ, η mother του, ούτε που να το ακούει. Έβγαζε σπυράκια και τα 'σπαζε με τα νύχια της. Ένα της βγήκε στα μαλακά κι έστεκε όρθια μέχρι που έσπασε μόνο του και λέρωσε το μεταξωτό.
Βρε παιδάκι μου, του 'λεγε, τι σου φταίμε εμείς, δεν σκέφτεσαι την οικογένεια σου; Θα τρίζουν τα κόκαλα του grandfeader.
Αλλά ο Doris ανένδοτος. Δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτε. Γράφτηκε στους αγροίκους, μήπως και τον προτείνουν για χορευτή. Μια συστατική επιστολή τέλος πάντων. Η mother του, που είδε κι απόειδε ό,τι δεν άλλαζε μυαλά με τίποτε, κάλεσε τον παπά της ενορίας για ευχέλαιο. Να τον διαβάσει μήπως και πάει το μυαλό στη θέση του.
Γιατί βρε καλό μου παιδί, γιατί βρε στριμμένο άντερο, γιατί δεν θες να σε γράψουμε σε ένα σύλλογο να μάθεις τους ελληνικούς χορούς, του 'λεγε.Αλλά ο Doris, επαναστατούσε. Το είχε από μικρός.
Εγώ δεν θα γίνω βλαχαδερό, να φοράω φουστανέλες και φέσι.
Τι να κάνει η mother του; Έκανε τουμπεκί ψιλοκομμένο. Από τότε το είχε καταλάβει. Αν ανοίξει το στόμα του αυτός, ούτε με αλυσίδες δεν τον κρατάς.
Πήγε και του αγόρασε πουέντ. Του αγόρασε και ένα κολάν παραγγελία, και τον έγραψε σε μια σχολή κλασικού χορού.
Ο Doris, απ' τα χαράματα στο κάγκελο μπρος στον καθρέφτη. Μέχρι που απέλυσαν την καθαρίστρια. Ώσπου ν' αρχίσει το μάθημα αυτός είχε γυαλισμένο το παρκέ. Με τον καιρό άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του. Οι πιρουέτες του και τα άλματα πρωτοποριακά.
Ένα μικρό προβληματάκι υπήρχε στην προσγείωση αλλά κι αυτό ξεπεράστηκε. Ο χοροδιδάσκαλος το ενσωμάτωσε στην κίνηση του. Μετά από το άλμα ακολουθούσε μια κωλοτούμπα και μια επιδαπέδια πιρουέτα.
Στο τέλος της χρονιάς η σχολή συνήθιζε να παρουσιάζουν οι μαθητές της ένα έργο. Ο Doris με την υψηλή χορηγία της νόνας του κατάφερε και πήρε ρόλο πρωταγωνιστή. Στις πρόβες όλοι σταυροκοπιόνταν να τα πάει καλά και να μην προσγειωθεί στα κεφάλια των θεατών μετά από την τριπλή εναέρια περιστροφή.Αλλά, καλά να πάθουν κι αυτοί, μου θέλανε να δούνε τον Doris να χορεύει. Τέλος πάντων. Σκέφτηκαν, μέχρι και να τον δέσουν, όπως τους ακροβάτες στο τσίρκο, μην τους φύγει, αλλά μόλις είδε το σχοινί, άρχισε να βγάζει αφρούς.
Επαναστάτησε.
Ε! όχι και σχοινί, όχι και σχοινί, τους είπε, για δέσιμο μ' έχετε!!!
Ο Doris ήθελε ελευθερία κινήσεων. Να αυτοσχεδιάζει. Ο καημένος ο χοροδιδάσκαλος βρήκε το μπελά του. Ώρες ώρες ήθελε να τον πνίξει. Αλλά σκέφτηκε κάτι καλύτερο. Να τον αφήσει να τρώει, σου λέει, όταν τρώει κάποιος, δεν μιλάει.
Έλα μου ντε, που ο Doris δεν καταλάβαινε απ' αυτά. Ασυγκράτητος συνέχιζε να μιλάει κελαηδάει τρώγοντας. Με το άλλο το στόμα. Το από πίσω. Κάποιος που τον άκουσε για πρώτη φορά, να κελαηδάει καθώς έτρωγε, είπε, "αν αρχίσει να τρώει κι από κει που θα πάει όλο αυτό το φαΐ;"
Έσβησαν τα φώτα της πλατείας. Αυλαία. Άναψαν οι προβολείς. Ησυχία στην αίθουσα. Η ορχήστρα άρχισε και το Καρμίνα Μπουράνα πλημμύρισε την αίθουσα. Μπήκε στη σκηνή ο χορός και μετά έκανε την είσοδο η πρωταγωνίστρια. Τελειώνοντας το σόλο της ήταν η σειρά του Doris.Ο χοροδιδάσκαλος του 'δινε τις τελευταίες οδηγίες, κι ο Doris, που τον είχε συνεπάρει η μουσική, δεν άκουσε το δάσκαλο που του 'λεγε, τώρα, τώρα, τώρα.
Όταν το κατάλαβε, γύρισε απότομα να μπουκάρει στη σκηνή, αλλά σταμάτησε και κοίταξε το δάσκαλο.
Από που ν' αρχίσω, τον ρώτησε.
Απ' την αρχή μωρέ, του λέει, τραβώντας τα μαλλιά του.
Μα η μουσική προχώρησε, απαντάει ο Doris.
Φύγε από μπροστά μου, του λέει και σηκώνει τα χέρια του. Θεέ μου, τι σου έχω κάνει και με βασανίζεις έτσι;
Ορμάει άτσαλα ο Doris για τη σκηνή και....
Όχι, δεν είναι δυνατόν, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα...
Φράκαρε ο Doris στην πόρτα της σκηνής. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Πανικός.
Τρεξίματα, ποδοβολητά, πίσω απ' τη σκηνή.
Ο δάσκαλος να φωνάζει, "βάλτε ένα χεράκι", κι όλοι μαζί να σπρώχνουν να ξεκολλήσει ο Doris. Κάποιος του 'ριχνε κλωτσιές μπας και κουνηθεί.
Σιγά ρε φίλε, του λέει ο δάσκαλος, για γάϊδαρο τον πέρασες;
Την πυροσβεστική, την πυροσβεστική, φώναξε κάποιος, πάρτε τηλέφωνο την πυροσβεστική.
Ο Doris κατακόκκινος, ρουφούσε την κοιλιά του και έσπρωχνε.
Φύγετε από πίσω, είπε κάποια, θα σας πάρουν τα σκάγια.
Η ορχήστρα έπαιζε και ξανάπαιζε το ίδιο μοτίβο, περιμένοντας να κάνει την εμφάνιση του ο Doris. Η παρτενέρ του ξανά και ξανά την ίδια φιγούρα. Μέσα στους θεατές και η mother μαζί με τη νόνα του. Άρχισαν να κοιτάζονται και να αναρωτιούνται.
Χειροκτρότα, λέει η νόνα.
Είσαι με τα καλά σου, της λέει η mom.
Άκου που σου λέω. Ντρέπεται.
Ποιος καλέ ντρέπεται;
Χειροκτρότα που σου λέω, ξαναλέει η νόνα κι αρχίζει να χειροκροτεί.
Οι θεατές, τσίμπησαν, κι άρχισαν να χειροκροτούν κι αυτοί, χωρίς να έχουν καταλάβει γιατί. Εκείνη τη στιγμή φεύγει ένα πράγμα σαν μπάλα με δύναμη απ' την πόρτα και αρχίζει να κουτρουβαλάει πάνω στη σκηνή και πάει και σταματάει στη μέση. Όλοι μαζί οι θεατές ξεσπάνε σε δυνατότερο χειροκρότημα.
Η παρτενέρ του έτοιμη να λιποθυμήσει. Η ορχήστρα να μην ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει ή να σταματήσει. Ο μαέστρος χτυπάει το ξυλάκι και κάνει νόημα, "απ' την αρχή". Και δώστου ξανά εισαγωγή. Όταν σταθεροποιήθηκε η μπάλα κατάλαβαν όλοι ό,τι έκανε την είσοδο του στη σκηνή ο πρωταγωνιστής.
Παναγία μου!!! Πετάγεται η νόνα όρθια. Το παιδί!!!
Πάψε μωρή, της λέει η mother και την τραβάει, κάτσε κάτω θα μας πάρουνε χαμπάρι.
Είσαι με τα καλά σου; Κοίτα το παιδί!!!
Άστονε σου λέω.
Ο Doris, μπρούμυτα, με την κοιλιά στο πάτωμα. Τα πόδια του ίσα που ακουμπούσαν. Τα κουνούσε πέρα δώθε προσπαθώντας να στηριχτεί. Τα χέρια του δεν έφταναν καν στο πάτωμα. Τα κουνούσε μπρος πίσω και έμοιαζε σαν να προσπαθεί να μιμηθεί κολυμβητή. Οι θεατές που το θεώρησαν ως πραγματική σκηνή του έργου έσπασαν τα χέρια τους απ' το χειροκρότημα. Τόσο τέλεια θεώρησαν την απόδοση.
Του χοροδιδάσκαλου, να του έχει πέσει η μασέλα στο πάτωμα και να τη μαζεύει κομματάκι κομματάκι. Ο φροντιστής σκαρφαλωμένος στην οροφή της σκηνής προσπαθούσε να ρίξει τα σχοινιά που σηκώνουν τα σκηνικά για να σηκώσουν τον Doris, Η παρτενέρ του, μην μπορώντας ν' αντέξει άλλο, έβαλε τα κλάματα και έφυγε τρέχοντας απ' τη σκηνή. Οι θεατές άρχισαν να αντιλαμβάνονται ό,τι κάτι δεν πήγαινε καλά, σταμάτησαν να χειροκροτούν, κι άρχισαν να ρωτάνε τι συμβαίνει.
Ο χοροδιδάσκαλος, σαν να βγήκε από τροχαίο, τράβηξε το μοχλό και κατέβασε την αυλαία.
Τέρμα, δεν πάει άλλο, ψέλλισε, ρεζίλι γίναμε.
Η ορχήστρα σταμάτησε και τα φώτα της πλατείας άναψαν. Οι θεατές άρχισαν να σηκώνονται και αναζητούσαν κάποιον να τους δώσει εξηγήσεις.
Σήκω να φύγουμε, είπε η mother στη νόνα.
Φόρεσε το καπελάκι της και το κατέβασε μέχρι τ' αυτιά και κίνησε για την έξοδο. Σηκώθηκε και η νόνα άλλα πήρε άλλη κατεύθυνση.
Που πας από κει, της λέει η mother.
Στα καμαρίνια. Το παιδί!!! Της λέει.
Τρελάθηκες!!! Πάμε πριν μας αναγνωρίσουν κι αρχίσουν τα συχαρίκια.
Την παίρνει αγκαζέ, σκύβει το κεφάλι ίσα με τα γόνατα και τρέχουν προς την
έξοδο. Με το που βγαίνουν στο δρόμο άρχισε να φωνάζει, TAXI, TAXI.
Καλά, της λέει η νόνα, μην κάνεις σαν τρελή.
Το σαν τι το θες, της λέει η mother.
Να σου ένα ΤΑΧΙ. Ανοίγει την πόρτα και μπουκάρει μέσα. Μπαίνει και η νόνα πίσω της.
Για που παρακαλώ οι κυρίες; Ο ταξιτζής.
Για το Δαφνί, λέει η mother.
Έγινεεεεε. Ο ταξιτζής.
Εσύ τρελάθηκες εντελώς, της λέει η νόνα.
Καλύτερα με τους πραγματικά τρελούς, παρά μ' αυτό το "τρελοκομείο".
Μαδάμ, ο ταξιτζής, μήπως έχεις σκεφτεί να κλείσεις στο Δαφνί αυτόν που σ' έχει αποτρελάνει; Λέω, μήπως.
15.Boris ..galo
Από μικρός είχε ένα όνειρο. Ήθελε να γίνει χορευτής μπαλέτου. Να χορέψει μια μέρα στο θέατρο Μπολσόϊ. Αλλά την εποχή εκείνη κυβερνούσαν κάτι αγροίκοι τύποι με τσιγκελωτά μουστάκια. Σκέφτηκε, λοιπόν, ν' αλλάξει το όνομα του, για να μην παραπέμπει στον grandfeader, κι αντί για το Μπολσόϊ καταλήξει σε καμιά ορεινή κατασκήνωση, και το 'κανε Doris. Ο τόνος στο "i" παρακαλώ, για να φέρνει λίγο προς Γαλλία μεριά, ήταν επιθυμία της
κουλτουριάρας της νόνας του, αν κι αυτός ήθελε τον τόνο στο "ο", για να μοιάζει λιγουλάκι γνήσιο.
Εντωμεταξύ, η mother του, ούτε που να το ακούει. Έβγαζε σπυράκια και τα 'σπαζε με τα νύχια της. Ένα της βγήκε στα μαλακά κι έστεκε όρθια μέχρι που έσπασε μόνο του και λέρωσε το μεταξωτό.
Βρε παιδάκι μου, του 'λεγε, τι σου φταίμε εμείς, δεν σκέφτεσαι την οικογένεια σου; Θα τρίζουν τα κόκαλα του grandfeader.
Αλλά ο Doris ανένδοτος. Δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτε. Γράφτηκε στους αγροίκους, μήπως και τον προτείνουν για χορευτή. Μια συστατική επιστολή τέλος πάντων. Η mother του, που είδε κι απόειδε ό,τι δεν άλλαζε μυαλά με τίποτε, κάλεσε τον παπά της ενορίας για ευχέλαιο. Να τον διαβάσει μήπως και πάει το μυαλό στη θέση του.
Γιατί βρε καλό μου παιδί, γιατί βρε στριμμένο άντερο, γιατί δεν θες να σε γράψουμε σε ένα σύλλογο να μάθεις τους ελληνικούς χορούς, του 'λεγε.Αλλά ο Doris, επαναστατούσε. Το είχε από μικρός.
Εγώ δεν θα γίνω βλαχαδερό, να φοράω φουστανέλες και φέσι.
Τι να κάνει η mother του; Έκανε τουμπεκί ψιλοκομμένο. Από τότε το είχε καταλάβει. Αν ανοίξει το στόμα του αυτός, ούτε με αλυσίδες δεν τον κρατάς.
Πήγε και του αγόρασε πουέντ. Του αγόρασε και ένα κολάν παραγγελία, και τον έγραψε σε μια σχολή κλασικού χορού.
Ο Doris, απ' τα χαράματα στο κάγκελο μπρος στον καθρέφτη. Μέχρι που απέλυσαν την καθαρίστρια. Ώσπου ν' αρχίσει το μάθημα αυτός είχε γυαλισμένο το παρκέ. Με τον καιρό άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του. Οι πιρουέτες του και τα άλματα πρωτοποριακά.
Ένα μικρό προβληματάκι υπήρχε στην προσγείωση αλλά κι αυτό ξεπεράστηκε. Ο χοροδιδάσκαλος το ενσωμάτωσε στην κίνηση του. Μετά από το άλμα ακολουθούσε μια κωλοτούμπα και μια επιδαπέδια πιρουέτα.
Στο τέλος της χρονιάς η σχολή συνήθιζε να παρουσιάζουν οι μαθητές της ένα έργο. Ο Doris με την υψηλή χορηγία της νόνας του κατάφερε και πήρε ρόλο πρωταγωνιστή. Στις πρόβες όλοι σταυροκοπιόνταν να τα πάει καλά και να μην προσγειωθεί στα κεφάλια των θεατών μετά από την τριπλή εναέρια περιστροφή.Αλλά, καλά να πάθουν κι αυτοί, μου θέλανε να δούνε τον Doris να χορεύει. Τέλος πάντων. Σκέφτηκαν, μέχρι και να τον δέσουν, όπως τους ακροβάτες στο τσίρκο, μην τους φύγει, αλλά μόλις είδε το σχοινί, άρχισε να βγάζει αφρούς.
Επαναστάτησε.
Ε! όχι και σχοινί, όχι και σχοινί, τους είπε, για δέσιμο μ' έχετε!!!
Ο Doris ήθελε ελευθερία κινήσεων. Να αυτοσχεδιάζει. Ο καημένος ο χοροδιδάσκαλος βρήκε το μπελά του. Ώρες ώρες ήθελε να τον πνίξει. Αλλά σκέφτηκε κάτι καλύτερο. Να τον αφήσει να τρώει, σου λέει, όταν τρώει κάποιος, δεν μιλάει.
Έλα μου ντε, που ο Doris δεν καταλάβαινε απ' αυτά. Ασυγκράτητος συνέχιζε να μιλάει κελαηδάει τρώγοντας. Με το άλλο το στόμα. Το από πίσω. Κάποιος που τον άκουσε για πρώτη φορά, να κελαηδάει καθώς έτρωγε, είπε, "αν αρχίσει να τρώει κι από κει που θα πάει όλο αυτό το φαΐ;"
Έσβησαν τα φώτα της πλατείας. Αυλαία. Άναψαν οι προβολείς. Ησυχία στην αίθουσα. Η ορχήστρα άρχισε και το Καρμίνα Μπουράνα πλημμύρισε την αίθουσα. Μπήκε στη σκηνή ο χορός και μετά έκανε την είσοδο η πρωταγωνίστρια. Τελειώνοντας το σόλο της ήταν η σειρά του Doris.Ο χοροδιδάσκαλος του 'δινε τις τελευταίες οδηγίες, κι ο Doris, που τον είχε συνεπάρει η μουσική, δεν άκουσε το δάσκαλο που του 'λεγε, τώρα, τώρα, τώρα.
Όταν το κατάλαβε, γύρισε απότομα να μπουκάρει στη σκηνή, αλλά σταμάτησε και κοίταξε το δάσκαλο.
Από που ν' αρχίσω, τον ρώτησε.
Απ' την αρχή μωρέ, του λέει, τραβώντας τα μαλλιά του.
Μα η μουσική προχώρησε, απαντάει ο Doris.
Φύγε από μπροστά μου, του λέει και σηκώνει τα χέρια του. Θεέ μου, τι σου έχω κάνει και με βασανίζεις έτσι;
Ορμάει άτσαλα ο Doris για τη σκηνή και....
Όχι, δεν είναι δυνατόν, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα...
Φράκαρε ο Doris στην πόρτα της σκηνής. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Πανικός.
Τρεξίματα, ποδοβολητά, πίσω απ' τη σκηνή.
Ο δάσκαλος να φωνάζει, "βάλτε ένα χεράκι", κι όλοι μαζί να σπρώχνουν να ξεκολλήσει ο Doris. Κάποιος του 'ριχνε κλωτσιές μπας και κουνηθεί.
Σιγά ρε φίλε, του λέει ο δάσκαλος, για γάϊδαρο τον πέρασες;
Την πυροσβεστική, την πυροσβεστική, φώναξε κάποιος, πάρτε τηλέφωνο την πυροσβεστική.
Ο Doris κατακόκκινος, ρουφούσε την κοιλιά του και έσπρωχνε.
Φύγετε από πίσω, είπε κάποια, θα σας πάρουν τα σκάγια.
Η ορχήστρα έπαιζε και ξανάπαιζε το ίδιο μοτίβο, περιμένοντας να κάνει την εμφάνιση του ο Doris. Η παρτενέρ του ξανά και ξανά την ίδια φιγούρα. Μέσα στους θεατές και η mother μαζί με τη νόνα του. Άρχισαν να κοιτάζονται και να αναρωτιούνται.
Χειροκτρότα, λέει η νόνα.
Είσαι με τα καλά σου, της λέει η mom.
Άκου που σου λέω. Ντρέπεται.
Ποιος καλέ ντρέπεται;
Χειροκτρότα που σου λέω, ξαναλέει η νόνα κι αρχίζει να χειροκροτεί.
Οι θεατές, τσίμπησαν, κι άρχισαν να χειροκροτούν κι αυτοί, χωρίς να έχουν καταλάβει γιατί. Εκείνη τη στιγμή φεύγει ένα πράγμα σαν μπάλα με δύναμη απ' την πόρτα και αρχίζει να κουτρουβαλάει πάνω στη σκηνή και πάει και σταματάει στη μέση. Όλοι μαζί οι θεατές ξεσπάνε σε δυνατότερο χειροκρότημα.
Η παρτενέρ του έτοιμη να λιποθυμήσει. Η ορχήστρα να μην ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει ή να σταματήσει. Ο μαέστρος χτυπάει το ξυλάκι και κάνει νόημα, "απ' την αρχή". Και δώστου ξανά εισαγωγή. Όταν σταθεροποιήθηκε η μπάλα κατάλαβαν όλοι ό,τι έκανε την είσοδο του στη σκηνή ο πρωταγωνιστής.
Παναγία μου!!! Πετάγεται η νόνα όρθια. Το παιδί!!!
Πάψε μωρή, της λέει η mother και την τραβάει, κάτσε κάτω θα μας πάρουνε χαμπάρι.
Είσαι με τα καλά σου; Κοίτα το παιδί!!!
Άστονε σου λέω.
Ο Doris, μπρούμυτα, με την κοιλιά στο πάτωμα. Τα πόδια του ίσα που ακουμπούσαν. Τα κουνούσε πέρα δώθε προσπαθώντας να στηριχτεί. Τα χέρια του δεν έφταναν καν στο πάτωμα. Τα κουνούσε μπρος πίσω και έμοιαζε σαν να προσπαθεί να μιμηθεί κολυμβητή. Οι θεατές που το θεώρησαν ως πραγματική σκηνή του έργου έσπασαν τα χέρια τους απ' το χειροκρότημα. Τόσο τέλεια θεώρησαν την απόδοση.
Του χοροδιδάσκαλου, να του έχει πέσει η μασέλα στο πάτωμα και να τη μαζεύει κομματάκι κομματάκι. Ο φροντιστής σκαρφαλωμένος στην οροφή της σκηνής προσπαθούσε να ρίξει τα σχοινιά που σηκώνουν τα σκηνικά για να σηκώσουν τον Doris, Η παρτενέρ του, μην μπορώντας ν' αντέξει άλλο, έβαλε τα κλάματα και έφυγε τρέχοντας απ' τη σκηνή. Οι θεατές άρχισαν να αντιλαμβάνονται ό,τι κάτι δεν πήγαινε καλά, σταμάτησαν να χειροκροτούν, κι άρχισαν να ρωτάνε τι συμβαίνει.
Ο χοροδιδάσκαλος, σαν να βγήκε από τροχαίο, τράβηξε το μοχλό και κατέβασε την αυλαία.
Τέρμα, δεν πάει άλλο, ψέλλισε, ρεζίλι γίναμε.
Η ορχήστρα σταμάτησε και τα φώτα της πλατείας άναψαν. Οι θεατές άρχισαν να σηκώνονται και αναζητούσαν κάποιον να τους δώσει εξηγήσεις.
Σήκω να φύγουμε, είπε η mother στη νόνα.
Φόρεσε το καπελάκι της και το κατέβασε μέχρι τ' αυτιά και κίνησε για την έξοδο. Σηκώθηκε και η νόνα άλλα πήρε άλλη κατεύθυνση.
Που πας από κει, της λέει η mother.
Στα καμαρίνια. Το παιδί!!! Της λέει.
Τρελάθηκες!!! Πάμε πριν μας αναγνωρίσουν κι αρχίσουν τα συχαρίκια.
Την παίρνει αγκαζέ, σκύβει το κεφάλι ίσα με τα γόνατα και τρέχουν προς την
έξοδο. Με το που βγαίνουν στο δρόμο άρχισε να φωνάζει, TAXI, TAXI.
Καλά, της λέει η νόνα, μην κάνεις σαν τρελή.
Το σαν τι το θες, της λέει η mother.
Να σου ένα ΤΑΧΙ. Ανοίγει την πόρτα και μπουκάρει μέσα. Μπαίνει και η νόνα πίσω της.
Για που παρακαλώ οι κυρίες; Ο ταξιτζής.
Για το Δαφνί, λέει η mother.
Έγινεεεεε. Ο ταξιτζής.
Εσύ τρελάθηκες εντελώς, της λέει η νόνα.
Καλύτερα με τους πραγματικά τρελούς, παρά μ' αυτό το "τρελοκομείο".
Μαδάμ, ο ταξιτζής, μήπως έχεις σκεφτεί να κλείσεις στο Δαφνί αυτόν που σ' έχει αποτρελάνει; Λέω, μήπως.
16.“To πιεσόμετρο”
- Δεκαπέντε η μεγάλη, οχτώ η μικρή.
- Πώς μεγαλώσανε καλέ; Να σου ζήσουν, πάντα καλότυχες!
- Η πίεση σου είναι παππού... πάλι δεν πήρες χάπι;
- Όχι... Ο Θανάσης που τη μέτρησε το πρωί, ήταν μια χαρά!
- Πόσο δηλαδή;
- 20.5psi εμπρός και 23psi πίσω.
- Πάω να φέρω το χάπι.
- Όχι, θέλω ζάντες αλουμινίου! Έτσι είπε ο Θανάσης.
- Καλά πιες το χάπι και θα σου φέρω και ζάντες.
(κλικ) ..............
- Η Λάσκαρη είναι αυτή; Μμμμ....Καλά κρατιέται!...
- Ο Στουρνάρας είναι παππού...
- Πού έπαιζε;
- Υπουργός είναι... Για φέρε το χέρι σου να την ξαναμετρήσουμε...
- Στο “Ορατότης μηδέν” δεν έπαιζε;
- Ακόμα εκεί παίζει. Μετά το ατμόπλοιο “Χριστίνα”, φούνταρε και τη χώρα.
- Θα τον περάσουν Ναυτοδικείο!
- Παππού δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά ο Φώσκολος πέθανε… Έκτοτε, ουδείς πλoιοκτήτης καταδικάστηκε.
- Θυμάσαι πόσα εισιτήρια είχε κόψει;
- Θυμάμαι πόσες συντάξεις είχε κόψει.
- Aχ-αχ-αχ... ναι!
- Καλά άστο, γιατί η πίεση ξανανέβηκε πάλι.
- Αυτός δεν είναι που βάζει τα χαράτσια;
- Μη συγχίζεσαι παππού! Στα είκοσι θα σου ανέβει.
- Για να πληρώσω τη ΔΕΗ τις προάλλες, σπάσανε τον κουμπαρά του εγγονού μου. Τις οικονομίες που μάζευε το πουλάκι μου να πάει εκδρομή, τις δώσανε όλες στη ΔΕΗ για να μη μου κόψουν το ρεύμα...
- Παπ-πού!!!... θυ-θυμάσαι;… Τι έπαθες ξαφνικά;
- Και τη μακαρίτισσα τη χάσαμε άδικα... Έσκασε απ’ τη στεναχώρια της η Νίτσα μου!... “Πάλι κατοχή ζούμε Αριστείδη!”, έλεγε και σπαρταρούσε στο κλάμμα.
- Δεκάξι έφτασε παππού!... Ηρέμησε, μη μας βρει κανένα κακό. Σκέψου τα παιδιά και τα εγγόνια σου!!!... Βάλε το πέντε, να χαζέψουμε λίγο...
(κλικ) ..............
- Η Νίτσα Μαρούδα είναι αυτή με το φιόγκο στο κεφάλι;
- Η Μενεγάκη είναι ρε παππού... για φέρ’το χέρι να σε ξαναμετρήσω.
- Α... Για να δούμε τι θα μαγειρέψουν σήμερα...
- Έπεσε λίγο...δόξα τω Θεώ!... κάτσε να σου φέρω το φιδέ σου...
“Γαρνιτούρες για ψητά και κρέατα. Θα χρειαστείτε: Μπέιμπυ λαχανάκια, μανιτάρια πλευρώτους, μπέϊκον, δαμάσκηνα και σελινόριζα”
- Έλα παππού, κάτσε να σου σηκώσω τα μαξιλάρια... Μπρρράβο τ’ αγόρι μου! Κάνε “Aαα“!...
- Να ξαναβάλω την Λάσκαρη;
- Τον Στουρνάρα εννοείς.
- Αυτήν.
- Θα φας όμως;
- Όλο μου το φαϊ!
(κλικ) ..............
“Δεν παίζουμε με το ευρώ. Δεν παίζουμε με το νόμισμα, με τα ιερά και τα όσια”.
δήλωσε στη Βουλή, ο υπουργός οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας.”
δήλωσε στη Βουλή, ο υπουργός οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας.”
- Ωραία ερμηνεία!...Τι τα θες; Άμα έχει καλό σενάριο ο ηθοποιός, κάνει θαύματα!
- Και καλό σκηνοθέτη παππού! Κάνε “Aααα“...
- Του Φώσκολου δεν είναι;
- Ναι παππού... Τώρα θα βγει κι ο Σαμαράς και θα χορέψει το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”…
- Ο Τρύφωνας;
- Όχι, ο Τρόϊκας… Πάω το πιάτο στην κουζίνα κι έρχομαι…
- Κάνε γρήγορα, αρχίζει ο Μπομπ ο Θεοδωράκης. Έχει καινούργιο επεισόδιο σήμερα.
- Ναι… “Τσουχτρομπλεξίματα στον Μπομπολοπόταμο”…
- Κι ύστερα έχει Χελωνονιντζάκια!
- Μεγάλες στιγμές παππού! Να σου δανειστώ το πιεσόμετρο; Τη νιώθω να μου ανεβαίνει…
- Άκου λέει… Κι άμα χρειαστείς ζάντα, εδώ είμαστε!
- Πάω στην κουζίνα… Φρόνιμα μέχρι να γυρίσω. Και σταμάτα ν’ αλλάζεις κανάλια!
(κλικ) ..............
“Έρχονται νέα μέτρα στα εργασιακά/Νέες αυξήσεις σε τιμολόγια ΔΕΗ & ΔΕΚΟ/Περικοπές σε επικουρικές συντάξεις/Περικοπή φαρμακευτικής δαπάνης/Διατήρηση έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης για ακόμα τρία χρόνια/Απελευθέρωση πλειστηριασμών”
- Παπ-πουουουουού!!! Άλλαξε κανάλι!
(κλικ) ..............
“Η Μπαλατσινού σχολιάζει το φόρεμα της Μπεκατώρου: Ήταν χάλια!”
- Να μου φρεσκάρεις το κουστούμι μου. Θα βγω σε λίγες μέρες.
- Στις αγορές;
- Στις εκλογές.
- Θα ψηφίσεις παππού;
- Αμέ!... Δαγκωτό!
- Ποιον ρε παππού;
- Τον Σήφη.
- Ποιον Σήφη;
- Τον Χελωνονιντζάκη. Σκόνη θα τους κάνει όλους!!!
17. Το άγγιγμα του Μίδα
17. Το άγγιγμα του Μίδα
Ποιοτικό δεν θα το πεις
ετούτο δω το ποίημα,
μα ούτε και ποίημα θα το πεις
μόνο μια σκέτη ρίμα.
Που έχει μόνο ένα σκοπό
το γέλιο να σκορπίσει
κι ένα μικρό χαμόγελο,
στα χείλη σας ν ανθίσει.
Έβαλα πάλι σε δουλειά,
του νου μου την ουσία,
να κάτσει κάτω να σκεφτεί
τι έχει σημασία.
Να ζει κανείς ή να μην ζει
σε τούτη νε την χώρα,
ή θ ανεβαίνεις σε βουνό,
ή πιάνεις κατηφόρα.
Ανάψαν τα λαμπάκια μου
και δεν αντέχω άλλο
μαύρες σακούλες φέρτε μου
το χρήμα μου να βάλω.
Που αποδείξεις γίνονται
και άχρηστα χαρτάκια,
το τι ακούνε τώρα πια
τα δόλια μου αυτάκια.
Μου λένε, πως περνώ καλά,
με όλα τετρακόσια,
μην έχω και παράπονο
αφού θα παίρνω τόσα.
Και νιώθω όμως τώρα πια
μια πλούσια Ελληνίδα,
σαν να χω μες τα χέρια μου
το άγγιγμα του ΜΙΔΑ.!!
18.Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση (Κλαυσίγελος)
18.Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση (Κλαυσίγελος)
Μιλώ για σταθερότητα, για ανάπτυξη για όραμα
υπόσχομαι ρευστότητα και όρεξη για όνειρα
(Ονειρεύομαι που λες να ΄μαι πάντα χωρίς χτες)
Μα εσύ άπιστε Θωμά με κοιτάς ειρωνικά
μου κουνάς το δάχτυλο και μου λες και γνωμικά.
(Δε μου αρέσουν οι απειλές, μα με αναγκάζεις, δες!)
Πίστεψέ με σε πονάω, και στην κόλαση αν σε πάω
το καλό σου θέλω εγώ και ας μην ξέρω ν' αγαπάω.
(Φτάνει εσύ να μ΄αγαπάς και να ξέρεις να ξεχνάς)
Όταν τρώω αστακό κλαίω από τον πανικό
ξέρω πως εσύ δεν τρως, και φοβάμαι μην καώ.
(Άκου τώρα τις θυσίες που για σένα κάνω εγώ).
Δε σε σκέφτομαι νομίζεις, όταν βλέπω να δακρύζεις;
Αλλά εσύ δεν με πιστεύεις κι όσο να' ναι με παιδεύεις.
(Γύρνα αγάπη μου κοντά μου, να ξανάβρω τη χαρά μου)
Με τη σκέψη σου κοιμάμαι και σε θέλω σαν τρελός
κι όλο πάω να σε πιάσω, αλλά εσύ είσαι κουφός.
(Δε θα βγω όμως, που θα βγω, τότε εγώ θα κουφαθώ).
Μα κοιμήσου λίγο ακόμα, τόσο που να βγει το κόμμα
και μετά με το καλό θα σου στείλω το γιατρό,
(Μην ανησυχείς και δεν ξεχνώ, φυσικά λογαριασμό)
Άκου τώρα υποσχέσεις, μη βιαστείς να με ξεχέσεις
Μόνο λίγο θα πονέσεις μέχρι να με συγχωρέσεις.
(Πάλι θα τα ξαναπούμε, όταν θα σε χρειαστούμε).
19.Δουλειά δεν είχε ο διάολος!
Δουλειά δεν είχε ο διάολος και σκάρωνε σελίδες
άλλαζε χίλια χρώματα στις επικεφαλίδες
κι αν πεις τη γραμματοσειρά; την είχε γονατίσει!
μ' ο,τι μπορείς να φανταστείς την είχε εμπλουτίσει.
Μετά, εκεί που έλεγες "τι άλλο πια θα κάνει;"
ο διάολος την έκανε και πάλι στο σεργιάνι
να βρει ένα θέμα έψαχνε που θα ΄κανε σεφτέ
λαχταριστό και νόστιμο, σαν αχνιστό κεφτέ!
Δουλειά δεν είχε ο διάολος και σκάρωνε τα μπλογκ
κι απ' το πολύ το ψάξιμο έπαθε ένα αμόκ
άλλη δουλειά δεν έκανε, όλο πληκτρολογούσε
τα σκάλιζε, τα πότιζε και τα κορφολογούσε!
Ε όχι κύριε διάολε! Για λίγο συμμαζέψου
κι από το καβαλίκεμα λιγάκι ξεπεζέψου!
μα πες μου αν έχεις το Θεό! (άκυρη η ερώτηση!)
μες στου κασίδι τα μαλλιά θα κάνεις την προπόνηση;
Ναι! Τώρα εσύ περίμενε να τόνε συμμορφώσεις
κι από την εμμονή του αυτή να τόνε διορθώσεις!
Από τα ξημερώματα γυρνάει στα δρομάκια!
μες στου ιντερνέτιου τα στενά λιώνει τα πασουμάκια!
Ένα είναι το σίγουρο: σε μπέρδεψα αρκετά,
όπως το ρύζι ενώνεται με άλλα υλικά
και κάνει πότε γεμιστά και πότε ντολμαδάκια
και πότε μέσα στον κιμά γίνεται γιουβαρλάκια!
Συμπέρασμα δεν έβγαλες! Τι ήταν όλο αυτό;
Σα νέο που 'ρθε κι έσκασε στο πιάτο σου καυτό;
Κάνε λιγάκι υπομονή να βγει ο νικητής
κι αμέσως θα αποκαλυφτώ, μπορείς να κρατηθείς;
Ο λόγος μου συμβόλαιο και το ψωμί σου φάτο,
μη θες την κάθε είδηση, ζεστή μέσα στο πιάτο!
Θα μάθεις, στο υπόσχομαι, για ένα μπλογκ τα νέα
μόλις του γέλιου νικητή στέψει η Αριστέα!
Δουλειά δεν είχε ο διάολος και σκάρωνε σελίδες
άλλαζε χίλια χρώματα στις επικεφαλίδες
κι αν πεις τη γραμματοσειρά; την είχε γονατίσει!
μ' ο,τι μπορείς να φανταστείς την είχε εμπλουτίσει.
Μετά, εκεί που έλεγες "τι άλλο πια θα κάνει;"
ο διάολος την έκανε και πάλι στο σεργιάνι
να βρει ένα θέμα έψαχνε που θα ΄κανε σεφτέ
λαχταριστό και νόστιμο, σαν αχνιστό κεφτέ!
Δουλειά δεν είχε ο διάολος και σκάρωνε τα μπλογκ
κι απ' το πολύ το ψάξιμο έπαθε ένα αμόκ
άλλη δουλειά δεν έκανε, όλο πληκτρολογούσε
τα σκάλιζε, τα πότιζε και τα κορφολογούσε!
Ε όχι κύριε διάολε! Για λίγο συμμαζέψου
κι από το καβαλίκεμα λιγάκι ξεπεζέψου!
μα πες μου αν έχεις το Θεό! (άκυρη η ερώτηση!)
μες στου κασίδι τα μαλλιά θα κάνεις την προπόνηση;
Ναι! Τώρα εσύ περίμενε να τόνε συμμορφώσεις
κι από την εμμονή του αυτή να τόνε διορθώσεις!
Από τα ξημερώματα γυρνάει στα δρομάκια!
μες στου ιντερνέτιου τα στενά λιώνει τα πασουμάκια!
Ένα είναι το σίγουρο: σε μπέρδεψα αρκετά,
όπως το ρύζι ενώνεται με άλλα υλικά
και κάνει πότε γεμιστά και πότε ντολμαδάκια
και πότε μέσα στον κιμά γίνεται γιουβαρλάκια!
Συμπέρασμα δεν έβγαλες! Τι ήταν όλο αυτό;
Σα νέο που 'ρθε κι έσκασε στο πιάτο σου καυτό;
Κάνε λιγάκι υπομονή να βγει ο νικητής
κι αμέσως θα αποκαλυφτώ, μπορείς να κρατηθείς;
Ο λόγος μου συμβόλαιο και το ψωμί σου φάτο,
μη θες την κάθε είδηση, ζεστή μέσα στο πιάτο!
Θα μάθεις, στο υπόσχομαι, για ένα μπλογκ τα νέα
μόλις του γέλιου νικητή στέψει η Αριστέα!